Ανοιχτά Καθημερινά 8:00–14:00, Σάββατο μέχρι 15:00

Τα σπίτια που έζησε

Αρχική / Τα σπίτια που έζησε
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ

Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΓΡΑΦΕΙ:

To σπίτι, πού γεννήθηκα και πέρασα τα πρώτα μου παιδιάτικα χρόνια, είναι στην καρδιά της Πλάκας. Κατεβαίνο­ντας την οδών Κυδαθηναίων, το αντικρίζει κανένας ίσα ίσα εκεί, που ο δρόμος αυτός φτάνει στην οδόν Aδρια- νού, και λοξεύοντας λίγο για να προχωρήσει προς τον ανή­φορο της Ακροπόλεως, αλλάζει όνομα και γίνεται οδός Θέσπιδος. Απάνω λοιπόν στο δεξιό γώνιασμα των οδών Αδριανού και Θέσπιδος είναι το πρώτο σπίτι της ζωής μου.

Και λέω είναι κι’ όχι ήτον, γιατί στέκονται ακόμα ο κυριώτεροι τοίχοι του ορθοί, αν και κατά τ’ άλλα έχει αλλάξει όψη τόσο, που, αν κανένας από τούς πεθαμένους παλιούς κατοίκους του γύριζεν έξαφνα στη ζωή, δε θα μπορούσε να το γνωρίσει.

Το δίπατο αρχοντικό σπίτι, που κατοικούσαν χωριστά μα κ’ ενωμένες σε μιαν αυλή, τέσσερες συγγενικές κι’ αγαπημένες μεταξύ τους οικογένειες, έχασε τώρα το κάτω, το ισό­γειο πάτωμά του, καθώς έγινε σε πολλά σπίτια της Αθήνας, έχασε και τη μεγάλη καμαρωτή πόρτα του και ζώστηκε μια σειρά μαγαζιών. Περνώντας από τα χέρια των πρώτων του νοικοκυραίων σε άλλα χέρια, άλλαξε σκοπό κ’ έγινε τέτοιο, που να μπορεί να δίνη καλό εισόδημα κι’ όχι να τω χαίρονται εκείνοι, που το κατοικούν.

Και ίσα ίσα στο μπροστινό μέρος το γωνιακό, εκεί πού γεννήθηκα, είναι τώρα θρονιασμένο ένα χασάπικο και δίπλα του ένα μανάβικο. Κι’ όποτε τύχη να περάσω από ‘κει και ιδώ να τρέχουν ποτάμι τα αίματα των σφαγμένων ζώων, συλ­λογίζομαι πως το αταίριαστο γραφτό του ήσυχου και ειρη­νικού εκείνου σπιτιού ήτο να βαφτεί με τόσο αίμα, με όσο δε βάφτηκε των Ατρειδών το καταραμένο μυκηναϊκό παλά­τι. Και νιώθω μόνο κάποιο ξελάφρωμα, γυρίζοντας παρέκει τα μάτια, πάνω στα πράσινα χορταρικά και στα πολύχρωμα οπωρικά του διπλανού μανάβη.

Τα δυο αυτά μαγαζιά έχουν τυφλώσει τα παράθυρα του παλιού ισόγειου πατώματος προς το δρόμο, τα παράθυρα εκείνα, που καθισμένος παιδί νεόφερτο στη ζωή, δέχτηκα σιγά σιγά τις εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου, Γιατί τον καιρό εκείνο το σταυροδρόμι Αδριανού και Κυδαθηναίων, με τη μικρούλα του πλατείαήτον ένα από τα κεντρικότερα μέρη της παλιάς Αθήνας και δεν έλειπε η ζωηρή κίνηση από το πρωί ως το βράδυ, που έφτανε σε οχλοβοή τις μεγάλες χρονιάρες μέρες: τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα. “Όσο για τις Αποκριές, στην Πλάκα ήτον η γενική σύναξη των μασκαράδων, και θυμούμαι ακόμα, πως τις δυο τελευταίες Κυριακές εμείς τα παιδιά ζητούσαμε να μας φέρ­νουν το μεσημεριανό φαΐ στο παράθυρο για να μη χάσωμε ούτε για λίγη ώρα το ατελείωτο πέρασμά τους.

Και τί δεν περνούσε από το παράθυρό μας εκείνο! Η φοβερή καμήλα, που άρπαξε τα κουλούρια τού κουλουρτζή και τα πορτοκάλια του πλανόδιου μανάβη, κι έδιωχνε από τις αυλόπορτες με ξεφωνητά τα υπηρετικά της γειτονιάς. Το γαϊτανάκι με πολλά καλοντυμένα ζευγάρια, που το έπλεκαν και το ξέπλεκαν χορεύοντας Πόλκα, και θα πήγαιναν ύστερα – εξαιρετική τιμή – να χορέψουν κι εμπρός στο Παλάτι! Εκεί­νο όμως, που μας ξετρέλαινε τα παιδιά, ήτον ή Αρπαγή της Ωραίας Ελένης, με τους χρυσοντυμένους Τρωαδίτες ολόγυ­ρα στην ασπροφόρετη και στεφανωμένη βασίλισσα της Σπάρτης, και τους κονταροφόρους Αχαιούς, που ακλουθούσαν για να πολεμήσουν και να πάρουν πίσω την αρπαγμένη. Και την Καθαρή Δευτέρα γενικό πέρασμα των μασκαράδων, με τις προσωπίδες φορεμένες πίσω από το κεφάλι, σαν υπακοή στο τραγούδι, το πρόσταγμα, της μέρας, που το αντιλαλούσαν πίπιζες και νταούλια:

Μασκαράδες και πολίται,

στις Κολόννες να βρεθείτε!

Από το ίδιο παράθυρο προσμέναμε κάθε βράδυ, μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, να ιδούμε και το άναμμα του μεγά­λου κρεμαστού φαναριού του δρόμου. Τότε μόλις είχαν αρχίσει να μεταχειρίζονται το πετρέλαιο με μεγάλη προφύλαξη και δισταγμό, γιατί έπαιρνε εύκολα φωτιά. Κυριαρχούσε λοιπόν το λάδι της ελιάς. Κ’ εμείς είχαμε μια μπρούντζινη λάμπα του λαδιού στο σαλόνι και στην τραπεζαρία, που πηγαινοέρχονταν ακουμπισμένη στο μεσιανό τραπέζι, και λυχνάρια διπλόφωτα ή μονόφωτα στο μαγεριό και στ’ άλλα μέρη του σπιτιού.

Έξω από το σπίτι μας ψηλά, στο πλάι της καμαρωτής εξώπορτας, κρέμονταν ένα μεγάλο φανάρι από μακρύ σιδε­ρένιο κοντάρι καρφωμένο στον τοίχο. Και κάθε βράδυ ήρχουνταν ένας άνθρωπος ψηλός, αμίλητος, κουκουλωμένος σα μάγος του παραμυθιού, μ’ ένα μακρύ σίδερο στα χέρια κ’ ένα τενεκεδένιο ροΐ γεμάτο λάδι. Με το σίδερο ξεγάντζωνε και κατέβαζε το κοντάρι, κι’ αφού γέμιζε το φανάρι λάδι και το καθάριζε μ’ ένα πανί, το άναβε και το ανέβαζε πάλι ψηλά για να φέγγη το δρόμο. Αυτή η τόσο απλή δουλειά η καθη­μερινή, με κάθε καιρό, χειμώνα, καλοκαίρι, για τα παιδιάτικα μάτια είχε κάτι το υπερφυσικό και την παρακολουθούσα με κάποια κρυφή λαχτάρα.

Στο σπίτι αυτό λοιπόν το πλακιώτικο, στο γωνιακό του ισόγειο πάτωμα, σε μια καμαρούλα προς την αυλή, ήρθα στον κόσμο της γης τη μικρότερη μέρα του χρόνου, στις 9 Δεκεμ­βρίου με το παλιό καλαντάρι, την ώρα που έβγαινε ό ήλιος από τον Υμηττό κ’ έπεφταν τα 21 κανόνια για τα γενέθλια της Βασίλισσας Αμαλίας.

Τα δυο αυτά όμως δεν έχουν σημαδέψει ως τώρα μέ τίπο­τε ξεχωριστό τη ζωή μου. “Αν γεννήθηκα της μεγαλύτερης νύχτας τα ξημερώματα, δεν πλάκωσε η μαυρίλα της τις μέ­ρες της ζωής μου, κι’ αν βροντούσαν κανόνια, δεν πήρα κανένα χάρισμα παλικαριάς καί πολεμικής ορμής από τη φλόγα κι’ από τον καπνό τους. Η κάμαρα που γεννήθηκα έβλεπε προς τη μεγάλη με τηνιακές πλάκες στρωμένη αυλή, συντροφική όλων των κα­τοίκων του σπιτιού.

Και την αυλή τη χαίρονταν φυσικά τα παιδιά και τα υπηρετικά των τεσσάρων νοικοκυριών. Η αυλή είχε μερικά ψηλά δέντρα, και υστέρα από την αυλή ήρχουνταν, σαν πιο παράμερα, ένα περιβόλι με πυκνότερα άκαρπα και καρπερά δέντρα, χωρίς καμμιά άλλη καλλιεργημένη βλάστηση. Το μόνο στολίδι του περιβολιού αυτού, που φαίνουνταν σ’ εμάς τα παιδιά σα μια απέραντη ερημιά, ήταν τα παγώνια του. Και βέβαια τα λαμπρόχρωμα φτερά τους τα γαλανομάτικα ήταν το πρώτο Ωραίο, που θάμπωσε τα παιδιάτικά μου μάτια, γιατί μου απόμειναν από τότε ζωγραφισμένα βαθιά στις κόρες τους. Θυμούμαι με ποια λαχτάρα μαζεύαμε όσα παγωνόφτερα. τύχαινε να πέσουν των παγωνιών, και τα φέρναμε θριαμβευ­τικά στο σπίτι να τα προσθέσουμε στ’ άλλα τα παγωνόφτερα, που απλώνουνταν ριπιδωτά μέσα ατά φαρφουρένια ανθογυάλια των σαλονιών.

Δυο σκάλες πέτρινες από την αυλή κατέβαιναν στα υπό­γεια του σπιτιού φραγμένες με ξύλινα κάγκελα. Τα υπόγεια ήταν έρημα κι’ ακατοίκητα κ’ οι σκάλες τους χορταριασμέ­νες, και μια μυρωδιά μούχλας ανέβαινε από τα βάθη τους. Σ’ εμάς τα παιδιά δεν ήτον συχωρεμένο να πηγαίνουμε κοντά σ’ αυτές τις δυο σκάλες. Μάς είχαν τρομάξει με αράπηδες, με στοιχειά, με κάθε λογής φαντάσματα, που κατοικούσαν στα σκοτεινά κι’ αραχνιασμένα βάθη. Και κάποιοι κρότοι παρά­ξενοι, που ακούονταν από ‘κει κάτω, όταν παίζαμε στην αυλή, μας έπειθαν πως μεγάλα μυστήρια γίνονται στα υπόγεια εκείνα.

Ύστερα από χρόνια έμαθα την αληθινή αιτία, που έκανε τους μεγάλους να έχουν τόση ανησυχία για τα παιδιά, μην τύχη και κατέβουν σε κανένα από τα υπόγεια. Οι κρότοι πού ακούαμε, οι ανεξήγητοι για την παιδική αντίληψη, ήτον κάποιο νερό, πού έτρεχε από παλιό υδραγωγείο σε μια μεγάλη πέ­τρινη γούρνα εκεί κάτω, και στη γούρνα αυτή είχε πέσει και είχε πνίγη μια μικρή ψυχοπαίδα του σπιτιού θέλοντας να πάρει νερό. Κι’ αφορμή ήταν τα πρωτόβαλτα παπούτσια, που την έκαναν να γλιστρήσει, χωριατοπούλα αμάθητη να φορεί πα­πούτσια.

Τίποτε άλλο από τα κατατόπια του μεγάλου αυτού σπι­τιού με τις τέσσερες κατοικίες δεν έχει μείνει στην παιδική μου θύμηση, κι’ ούτε μπορούσε να μείνει, αφού μόνον τα πέντε μου πρωτόβλαστα χρόνια πέρασα εκεί. Θυμούμαι όμως, πως ξεχωριστό φόβο μου έκαναν τα μαυρισμένα από τον καπνό τζάκια του απάνω πατώματος, όταν ήταν σβηστά και κλεισμέ­να μπροστά μ’ ένα μουσαμά σκασμένο και τρύπιο. Η μαυρίλα τους κι ο αέρας, που σούρωνε κ’ έκανε το μουσαμά να τρίζει, μου έκαναν τόσο κακό, που δεν πήγαινα ποτέ μόνος σε κάμαρα με τέτοιο τζάκι.

Αν με ρωτήσει κανένας, πώς ήταν επιπλωμένο το δικό μας το σπίτι, δε θα μπορούσα να το περιγράψω, γιατί δε μου μένει άλλο στο νου παρά το μάλλινο βυσσινόχρωμο σκέπασμα ενός στρογγυλού τραπεζιού στη μέση του σαλονιού, σταμπαρισμένο με μαύρους ήσκιους κλαδιών και φύλλων. Όλα τα άλλα, που θα επίπλωναν τότε σαν κάθε νοικοκυρεμένο σπίτι και το δικό μας, τα θυμούμαι μαζευτά, ανακατωμένα σε μια θα­μπάδα καταχνιάς, χωρίς να μπορώ να ξεκαθαρίσω τίποτε έξω από το σταμπαριστό τραπεζομάντιλο. Γιατί τάχα; Γιατί μό­νον αυτό κι’ όχι τίποτε άλλο; Ούτε κι εγώ δεν ξέρω. Κι’ όμως δε μου φεύγει από τα μάτια κι’ ως αυτή την ώρα, ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια. Καθώς άλλα σημαντικά πλάσμα­τα της δημιουργίας, πού έχουν πάρει από τη μοίρα το χάρι­σμα ν’ αφήνουν ακατάλυτη τη θύμησή τους σε γενιές γενιών, όμοια, φαίνεται, και μερικά από τα πιο τιποτένια πράματα για τους πολλούς, παίρνουν κάποτε το χάρισμα να φυλάγωνται σαν πολύτιμα κειμήλια στη θύμηση ενός άνθρωπου. Κι’ απ’ αυτά ήτον και το ταπεινό ωκεανό σταμπαριστό τραπεζο­μάντιλο του σπιτιού μας.

Δεν πρέπει όμως ν’ αδικήσω και κάτι άλλο, που βρίσκω σκαλίζοντας τα κατάβαθα του νου: τα δύο χρυσά σκυλάκια του πρώτου μου παιδιάτικου κρεβατιού. Απάνω από το προσκέφαλο ψηλά, σαν αέτωμα έστεκε μια πλάκα σιδερέ­νια μαύρη και βερνικωμένη, που έδειχνε δυο ζώα αντιμέτωπα και χρυσωμένα έτσι, ώστε μου φαίνονταν δυο σκυλάκια αναστυλωμένα στα πισινά τους πόδια. Πιστεύω τώρα, πως θα ήταν λεοντάρια κακότεχνα ξεσηκωμένα από κανένα νη­σιωτικό οικόσημο. Για μένα όμως ήταν σκυλάκια. Σκυλάκια μου τα είπαν και τα παραδέχτηκα ανεξέταστα, γιατί ή ζωο­λογική μου σοφία περιορίζονταν ακόμα στα λίγα ζωντανά του σπιτιού.

Φαίνεται, πως με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν οι δικοί μου να με πείσουν ν’ αφήσω την κούνια μου και να κοιμηθώ στο καινούργιο αυτό κρεβάτι. Ό,τι όμως δεν κατόρθωσαν οί άνθρωποι, τα δυο χρυσά σκυλάκια το πήραν σαν προσω­πική φιλοτιμία. Πήγαν λοιπόν στο ζαχαροπωλείο της γειτο­νιάς, αγόρασαν ένα σακουλάκι καραμέλες και μου το κρα­τούσαν κρεμασμένο από τ’ ανασηκωμένα μπροστινά τους πόδια. Αν πλάγιαζα στο κρεβάτι, θα μου ’διναν κάθε πρωί που θα ξυπνούσα μια καραμέλα. Πώς ήτον δυνατό να φανώ αχάριστος σε μια τέτοια εξαιρετική μεγαλοδωρία!

Στην Επανάσταση του εξήντα δύο ήτον ανακατωμένο και το Δροσαίικο σπίτι της Πλάκας, γιατί ο Δημήτριος Δρόσος, από τους γεροντότερους του απάνω πατώματος, επολιτεύουνταν κι οι νεώτεροι τον ακολουθούσαν στον αγώνα του εναντίον του Όθωνος. Και θυμούμαι πως, τις παραμονές βέβαια της 10 Οκτωβρίου, απάνω στο βυσσινόχρωμο τραπεζομάντι­λο του σαλονιού μας έβλεπα τις βραδινές ώρες ακουμπισμέ­να πιστόλια, και πρόσεχαν να είναι καλά κλεισμένα τα πα­ραθυρόφυλλα του δρόμου, γιατί είχαν υποψία πως απ’ έξω τριγύριζαν κατάσκοποι.

Τη νύχτα της 10 Οκτωβρίου μ’ άρπαξεν ημητέρα μου από τον ύπνο και με πήγε για μεγαλύτερη ασφάλεια στο απάνω πάτωμα, μόλις ακούστηκαν οι πρώτοι μακρινοί πυροβολισμοί. Εκεί όλοι συναγμένοι, οι γεροντότεροι κ’ οι γυναίκες με τί παιδιά, πρόσμεναν με αγωνιά να βεβαιωθούν, αν είχε επιτύχει το επαναστατικό κίνημα. Έξαφνα ακούστηκαν ποδοβο­λητά άλογων: ήτον τω Ιππικόν, που περνούσε με πυροβολι­σμούς και φωνές:

– Κάτω ο τύραννος! Κάτω ο ψωρίτης! Ζήτω η Ελευθερία!

Και τότε ένας από τούς γέρους, που ήτον εκεί, άρπαξε μια μεγάλη πιστόλα με τσακμάκι, κατέβηκε κάτω στην εξώπορτα και πυροβόλησε στον αέρα για χαιρετισμό, φωνάζοντας κ’ εκείνος:

– Ζήτω η Ελευθερία!

Από την Επανάσταση του εξήντα δύο μου μένουν μισοσβησμένες κι άλλες περαστικές εικόνες: Ο Μακρυγιάννης με τ’ άσπρα γένια και την άσπρη φουστανέλα κρατώντας στο χέρι το τσιμπούκι κι’ ανεβασμένος σε μία μαρμαρένια πλάκα αντίκρυ στα παράθυρά μας δημηγορούσε προς τους Πλακιώτες συναγμένους ολόγυρά του. Και στα λεγάμενα Ιουνιακά, που ματώθηκε η Επανάσταση με αδελφικό αίμα, νεκροκρέβατα σκεπασμένα με άσπρα σιντόνια τα περνούσαν στα χέρια και τά πήγαιναν στο γειτονικό μας αστυνομικό τμήμα.

Από τα παράθυρά μας βλέπαμε κάθε Κυριακή την Εθνοφυλακή της Πλάκας να γυμνάζεται στη μικρή πλατεία. Ζη­λεύαμε τα κόκκινα κασκέτα και τα γυαλιστερά κουμπιά και ζητούσαμε να μας κάνουν τέτοιες στολές, γιατί είχαμε ήδη ένα παιδάκι του μπακάλη της γειτονιάς ντυμένο εθνοφύλακα κοντά στον πατέρα του, που ήτον, καθώς μας τον έλεγαν, λοχαγός με χρυσά γαλόνια και μακρύ σπαθί.

Για να ιδώ κ εγώ το Βασιλέα Γεώργιο, πρωτοφτασμένο στα 1863, με πήραν από το σπίτι της Πλάκας και πήγαμε σ’ ένα φιλικό μπαλκόνι της οδού Ερμού, γωνιά οδού Ευαγγε­λίστριας. Η μόνη ζωγραφιά, που μου μένει από τη μέρα εκείνη, είναι ένα χρυσό αμάξι και μέσα ένα ωραίο βασιλόπουλο. Κι’ από τότε σε κάθε παραμύθι, που μου ‘λεγαν για βασιλόπου­λα, έβλεπα με τη φαντασία τον εδραίο Βασιλέα μας.

Κανένα σημαντικό περιστατικό, απ’ όσα βέβαια θα έγιναν στο σπίτι μας τα πρώτα μου χρόνια, δε θυμούμαι. Ούτε κι’ ο θάνατος του μικρότερου αδελφού μου μ’ άφησε καμμιάν εντύπωση. Με πήραν σε άλλο φιλικό σπίτι τη μέρα της κη­δείας κ’ έτσι δεν είδα τίποτε. Και κάτι, πού δεν το έχει δει ένα παιδί, είναι σαν να μην έγινε. Το μόνο που θυμάται, όχι το μάτι αλλά το αυτί μου, είναι το μοιρολόγι μιας γριάς μαγέρισσας καθισμένης παράμερα στην πεζούλα της αυλής. Από τα λόγια της δεν καταλάβαινα τίποτε άλλο παρά το όνομα τού αδελφού μου, που γύριζε και ξαναγύριζε μέσα σε μια μονότονη θρηνωδία. Κ’ έφευγα, έφευγα μακριά, γιατί μου ήρχουνταν να κλάψω.

Ένα μόνο είναι το πολύ εξαιρετικό, που θαρρώ πως θυμούμαι, σαν να το είδα με τα μάτια μου. Λέω θαρρώ, γιατί ήμουν σε τόσο μικρή ηλικία όταν έγινε – ούτε δυο χρό­νων – ώστε δεν μπορώ να είμαι βέβαιος, αν από δική μου αντίληψη το έχω στη μνήμη μου ή γιατί άκουσα, κι’ αφού μεγάλωσα, τους άλλους να το λένε και να το ξαναλένε.

Η κάμαρα πού γεννήθηκα έβλεπε προς την αυλή με τα μεγάλα δέντρα. Το ψηλότερο απ’ όλα ήτον μια λεύκα. Και κάποια μέρα, μέσα σε φοβερή νεροποντή, έπεσε στη λεύκα αυτή αστροπελέκι και την έκαψε. ’Ήμουν μισοκοιμισμένος στην κούνια μου. Με θάμπωσε το ξαφνικό ξάστραμα – κρότο δε θυμούμαι – και βρέθηκα αρπαγμένος σε μια αγκαλιά, που απλώθηκε με λαχτάρα απάνω μου: στην αγκαλιά της μητέ­ρας μου.

Όπως κι’ αν είναι, κάθε φλόγα και κάθε φώς αφήνουν ξεχωριστή θύμηση στα πρωτάνοιχτα παιδιάτικα μάτια. Κ’ έτσι κ εγώ, έξω από τη φλόγα της αστραποκαμένης λεύκας, θυμούμαι κ’ ένα άλλο φώς ήσυχο και χαϊδευτικό: το φώς του κρεμαστού καντηλιού, που αντίκριζαν κάθε βράδυ τα νυσταγμένα μάτια μου μπροστά στα εικονίσματα.

Το φως αυτό, πέφτοντας σε μια ασημένια Παναγία, και περνώντας με το αντιφέγγισμά του μέσα από τις μισοκλεισμένες βλεφαρίδες μου, άλλαζεν όψη. Και σιγά σιγά μεγάλωνεν, απλώνουνταν, γίνουνταν σαν ένας κρυσταλλένιος πολυέ­λαιος μ’ όλα τα κεριά του αναμμένα, που γέμιζε την κάμαρα και δε χωρούσε. Κ’ έφευγαν ολόγυρα οι τοίχοι, κι’ άνοιγε απάνω το ξύλινο ταβάνι, κι’ ανέβαινε σαν ένα μεγάλο ολό­φωτο σύννεφο προς τα ουράνια. Και κάτι από μένα, πανάλαφρο, φτερωτό, ανέβαινε μαζί του. Και με την έκσταση αυτή, που ήτον σα μια υπέρτατη ευτυχία – αποκοιμιόμουν.

ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΣΠΙΤΙ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ – ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΕΓΑΖΕΤΑΙ Η ΙΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

Με τ’ όνομα αυτό: Καινούργιο Σπίτι, το πρωτογνώρισα και πριν γεννηθεί ακόμα, πρωτοχάραχτο σε φύλλα χαρ­τιού, με χρωματιστά μολύβια, από τον πατέρα μου κι’ από φίλους του μηχανικούς, που τον βοηθούσαν, πως να το κάνει καλύτερο – ή χειρότερο.

Από τα σχέδια εκείνα δεν καταλάβαινα βέβαια τίποτε, ‘και μόνον τα χρώματά τους μου φαίνονταν σα να ήταν αυτά, που θα ταίριαζαν για να σχεδιαστεί ένα καινούργιο σπίτι στο χαρτί, και πως δε θα μπορούσε αλλιώτικα να το παραστήσει κανένας. Το ίδιο νόμιζα κι’ αργότερα, πρωτοβλέποντας χάρ­τες γεωγραφικούς, που με διαφορετικά χρώματα ξεχωρίζονταν οι χώρες του κόσμου: πως δε θα μπορούσε με άλλον τρόπο να σημαδευτεί η καθεμιά. Κ’ η πρώτη παιδιάτικη εντύπωση τόσο βαθιά μου ’μείνε στο νου, που και τώρα ακόμα κάθε όνομα χώρας (της Ευρώπης προ πάντων που μου ήτον πιο γνώριμη) μου φέρνει μπροστά στα μάτια και το χρώμα της – το χρώμα στο χάρτη εκείνο το γεωγραφικό.

Μα πού θα το χτίζαμε το καινούργιο σπίτι; Από τις περιγραφές, που έκαναν οι μεγάλοι μεταξύ τους, δεν εφωτιζόμουν καθόλου, γιατί η τοπογραφική μου περιοχή ήτον πολύ περιορισμένη και δεν έφτανεν ως τη μακρινή γειτονιά του καινούργιου σπιτιού. Άκουα μόνον συχνά να το τοποθετούν αντίκρυ στην Εταιρεία, καθώς έλεγαν τότε το Αρσάκειον, κι αυτή η ακατανόητη για μένα λέξη είχε γίνει σαν το φως τού Δράκου στο παραμύθι, που τραβούσε τη λαχτάρα των παιδιών να παν να το βρουν.

Στα υστερνά με πήραν κάποια ωραία μέρα χειμωνιάτικη, με ήλιο κι’ απανεμιά, και πήγαμε με άμαξα και σταθήκαμε μπροστά σε μια μεγάλη δίφυλλη αυλόπορτα με δυο ψηλές κολόνες χτιστές στα πλάγια, πόρτα περιβολιού πλατεία και ψηλή για να περνά μ’ ευκολία κάρο φορτωμένο. Από το άλλο μέρος του δρόμου, αντίκρυ στην πόρτα, ένα παλάτι, μικρό­τερο από το βασιλικό, μα και πάλι μπροστά στ’ άλλα σπίτια ασύγκριτα μεγαλύτερο κι’ αρχοντικότερο: η Εταιρεία – το Αρσάκειον.

Μια ξύλινη βαρδιόλα, στημένη λίγο πλαγιανά στην πρόσοψή του τη μαντρισμένη, μου το παρουσίαζεν ακόμη περισσότερο σαν παλάτι, που έχει και βάρδια. Στ’ αληθινά η βαρδιόλα εκείνη δεν ήτον του Αρσακείου, αλλά του Ελεγ­κτικού Συνεδρίου, που είχε νοικιασμένο το γωνιακό προς την οδόν Σταδίου σπίτι από την Εταιρεία. Όλα αυτά άλλα­ξαν χίλιες όψεις ανάμεσα στα εβδομήντα τόσα χρόνια, που πέρασαν από τότε.

Από την αυλόπορτα του περιβολιού, που ανοίχτηκε για να μπούμε, αντίκρισαν τα μάτια μου μυγδαλιές ανθισμένες. Μπορεί να είχα ίδή και πριν, μα δεν τις είχα προσέξει. Για μένα τότε πρωτοβλάστησαν και πρωτάνθισαν στο χώμα, που θα χτίζουνταν το καινούργιο σπίτι. ’Ίσως από τότε το δέντρο αυτό, κάθε χρόνο πού το βλέπω ανθισμένο, μου φέρνει μια ξεχωριστή συγκίνηση.

Καημένες ανθισμένες μυγδαλιές, νυφούλες λευκοφόρες, τι κακή μοίρα σάς πρόσμενε! Απάνω στον ανθό σας έπεσε το πελέκι και σας σώριασε στο χώμα. Σας ξαναείδα πλαγιαστές κάτω και σκεπασμένες με τ’ άνθη σας, σαν να σέρνατε απά­νω στα παρθενικά κορμιά τα πέπλα σας, για να σκεπάσετε κι’ άψυχες τη γύμνια σας, της Πολυξένης και της Μακαρίας αδελφές.

Θυσία ευγενική γίνατε κ’ εσείς για να θεμελιωθεί πιο στέ­ρεο το καινούργιο σπίτι. Εκεί, που οι τοίχοι του ριζώ­θηκαν στο σκαμμένο χώμα, με τις δικές σας ρίζες σμίχτηκαν, και τ’ απαλά σας άνθη μαδημένα χτίστηκαν ανάμεσα στις βαρείες και τραχείες πέτρες του.

Τίποτε ξεχωριστό δε θυμούμαι από το χτίσιμο του και­νούργιου σπιτιού, κι’ ας με ξαναπήγαν κάμποσες φορές να το ιδώ πριν φτάσει στα κεραμίδια. Η πεταλούδα της παιδιάτικης μνήμης μου φτερουγίζει στον αέρα χωρίς να σταθεί σε κανένα κλαδί, ως τη μέρα, πού μετακομιστήκαμε από το σπίτι της Πλάκας, μια πολύ ζεστή μέρα τού Αυγούστου. Θυμούμαι πως ήτον ζεστή, γιατί φάγαμε πρόχειρα στο ύπαι­θρο το μεσημέρι, απάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια της αυλής προς το κατοικήσιμο υπόγειο πάτωμα του σπιτιού, όπου η τραπεζαρία, η κουζίνα και του υπηρετικού η κάμαρα. Φάγα­με εκεί με τον τρίτον αδελφό μου, που πέθανε κι’ αυτός απάνω στο χρόνο, σαν να τον έσυραν στο χώμα εκδικήτρες οι θυ­σιασμένες μυγδαλιές. Εκείνος καθισμένος στα γόνατα της ντα­ντάς, μιας αφοσιωμένης γριάς Αντριώτισσας του παλιού καιρού, κ’ εγώ σ’ ένα μαξιλαράκι κόκκινο.

Κατοικήσαμε στο μεσαίο πάτωμα και στο υπόγειο. Το απάνω το νοικιάζαμε. Με τρία πατώματα, με σκάλες διπλές, με κάμαρες και παρακάμαρες και μπαλκόνια και ταράτσες, αδειανό ακόμα, κατακαίνουργο, με τη μυρωδιά του ασβέστη και του λινόλαδου, μου φαίνουνταν σαν ένας καινούργιος κόσμος, μια άλλη πλάση έξω απ’ ό τι ήξερα ως τότε, μακριά από την Πλάκα, μακριά κι από την παλιά Αθήνα – τα γνωστά μου σύνορα.

Εκείνο όμως, που ξεχωριστά χαιρόμουν, ήτον η αυλή και το περιβολάκι μας, το αγέννητο ακόμα, που ο νους μου το φύτευε από πριν με κάθε λογής φανταστικά δέντρα κι ονει­ρευτά λουλούδια.

Σαν να προαισθανόμουν από την πρώτη μέρα, πως σ’ εκείνη την πλακοστρωμένη αυλίτσα και σ’ εκείνο το καγκελοφραγμένο περιβολάκι θα περάσω τις καλύτερες μέρες, τις παιδιάτικες και τις νεανικές, και πως αυτές οι λίγες μαντροτοιχισμένες πήχες γης θα γίνουν για μένα το ωραιότερο ζωγρα­φισμένο βιβλίο φυσικής ιστορίας. Εκεί πρωτογνώρισα τα ζωντανά πλάσματα της γης, από τα ταπεινά σκουλήκια, που τρώγοντας τα φύλλα των μενεξέδων τα κεντούσαν σαν την καλύτερη τεχνίτρια της βελόνας, ως τον Καλογιάννο –τότε τον ήξερα Κοκκινολαίμη – που με ξυπνούσε με το πρωινό γλυκό του κελάηδημα, γυρίζοντας ταχτικά κάθε χρόνο, άμα θα ‘φευγαν τα χελιδόνια και θ’ άφηναν αδειανές τις φωλιές κάτω απ’ το μαρμαρένιο μπαλκόνι μας. Και είχε πάντα ο Καλογιάννος σα σύντροφο πιο παρακατιανό, σαν ακόλουθο και σαν υπηρέτη του, φτωχικά ντυμένο και μικρότερό του, το Τρυποκάρυδο – το Μικρό Πουλάκι, καθώς το είχα βαφτίσει πριν μάθω από τη Ζωολογία τού Σχολείου το αληθινό του όνομα.

Τι να πρωτοθυμηθώ από τον κόσμο το ζωντανό και το φυτικό του μικρού μας περιβολιού και της αυλίτσας μας! Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αγάπη και στα δέντρα και στ’ άνθη και στα χορταρικά, και κοντά σ’ αυτά στα ζωντανά, όσα μπορούσε να θρέψει σφαλιστά, χωρίς να του χαλούν τα φυ­τεμένα. Από όλα ήθελε να ‘χει κάτι διαλεχτό, και χρησιμοποιού­σε τις φιλίες του και στην Αθήνα και στις επαρχίες για να τα προμηθεύεται. Έτσι είχε φέρει δίφορες λεμονιές από τον Πόρο, μια κοντούλα κιτριά από τη Νάξο, δύο κερασιές από την Κηφισιά. Τις τριανταφυλλιές του τις είχε από τον περί­φημο ανθόκηπο του Λεκάτη στον Ιλισσό, τούς διπλούς με­νεξέδες απώ τον κήπο τού Ορφανίδη τού βοτανικού στην Αγγλική Εκκλησία, και τα μεγάλα διπλά ζουμπούλια από τον αρχικηπουρό τού Βασιλικού Κήπου, του Βαυαρό Σμίθ.

Στον πατέρα μου χρωστώ την χαρά, που ένιωσα, μαζεύο­ντας κεράσια από την κερασιά μας, σαν πληρωμή, που μού δίνε για το ταχτικό πότισμα και το φροντισμένο σκάλισμά της.

Στον πατέρα μου χρωστώ το πρώτο ευώδιασμα τών χε­ριών μου από τ’απριλιάτικα ρόδα της δικής μου τριαντα­φυλλιάς, που παράστεκα όταν τη φύτευαν.

Στον πατέρα μου χρωστώ το πρώτο άσπιλο αυγό, που πήρα νεογέν-νητο, ζεστό από τις όρνιθές μας.

Τι είναι αυτά τα μικρά τάχα και τα τιποτένια, κι’ όμως πόσο βαθιά σημάδια αφήνουν σ’ όλη μας τη ζωή!

Και πώς να μη θυμηθώ τα μυρμήγκια μου, τ’ αγαπημένα μικρά ξανθά μυρμήγκια, που μάζευα όλα τα ψίχουλα του ψωμιού από το τραπέζι, όσα δεν άξιζαν για τις όρνιθές μας, και πήγαινα και τάιζα τις μυρμηγκοφωλιές της αυλής! Ήτον παιδιάτικη πλάνη ή με γνώριζαν και με πρόσμεναν τη συνηθισμένη μεσημεριάτικη ώρα και παραφύλαγαν στην άκρη της τρύπας τον ερχομό μου; Και πόσες φορές δεν έμεινα πεσμέ­νος κάτω με το σαγόνι στις δύο παλάμες και τους αγκώνες στις πλάκες της αυλής παρακολουθώντας τούς δρόμους σας, τις φροντίδες σας, τα κρυφομιλήματά σας, όταν κάτι εξαιρετικό βέβαια σας έκανε να ζητάτε τη γνώμη ή τη βοήθεια και των άλλων μυρμηγκιών της φωλιάς σας!

Την αυλή και το περιβόλι μας τα χαιρόμουν με τον καλό καιρό. Τις μέρες τις κρύες ή τις βροχερές τις περνούσα κλει­σμένος στο σπίτι, τα πρώτα χρόνια μόνος, χωρίς άλλους ομήλικους συντρόφους. Για να τους αντικαταστήσω είχα ζωντανέψει τ’ άψυχα, που με τριγύριζαν, και είχα πλάσει έναν δικό μου κόσμο με λογής – λογής μικροπράματα: σανιδάκια, κουβαρίστρες, κουτάκια, ζωγραφίτσες. Όλα αυτά τα μεταμόρφωνεν η παιδιάτικη φαντασία η θαματουργή και τους έδινε τα χαρίσματα, που ήθελα, σε κάθε περίσταση. Κι αυτά ίσα – ίσα τ’ αγαπούσα περισσότερο παρά τ’ αγοραστά παιγνίδια, που μου χάριζαν τις εορτάσιμες μέρες, γιατί εκείνα είχαν μια τελειωτική κι’ ορισμένη μορφή, που τους έδωσεν ο τεχνίτης. Η φαντασία μου δεν μπορούσε να τους την αλλάξει. Και τα βαριόμουν γλήγορα και τα παράρριχνα και γύριζα πάλι στα δικά μου τα πλάσματα.

Εξαίρεση μόνον έκαναν οι βόλοι, οι γυαλένιοι βόλοι. Αυτοί με τα πολύχρωμα και πολύπλοκα γυαλόφραχτα σχήματα, είχαν ένα ανεξήγητο μυστήριο για τα θαμπωμένα από τη φεγγοβολιά τους μάτια μου.

Και τι δε θαρρούσα πως έβλεπα κλεισμένο μέσα τους! Τι φανταστικά όντα, που ήταν σαν από φτερά πεταλούδας, σαν από φύλλα λουλουδιών. Με τί έκσταση, με τί μέθη τους γύ­ριζα ηλιοφωτισμένους, κρατώντας τους με τα δύο δάχτυλα! Αλήθεια: οι γυαλένιοι βόλοι ήταν τα πρώτα άστρα του ου­ρανού μου!…

Τις απογευματινές και τις βραδινές ώρες τις χειμωνιάτι­κες τις περνούσα στο παράθυρο με κλειστά τζάμια βλέποντας το σχόλασμα τών κοριτσιών τού Αρσακείου και το πέρασμα τών φοιτητών και μαθητών τών άλλων σχολείων, γιατί η σημερινή τραπεζική κι εμπορική γειτονιά ήτον τότε ένα εί­δος Quartier latin του Παρισιού.

ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ

ΣΕΒΑΣΤΟΠΟΥΛΕΙΟΣ ΣΧΟΛΗ – ΑΘΗΝΑ

Στον μεγάλον εξώστη του σπιτιού της Κηφισιάς, που αντικρίζει την Πάρνηθα, και ίσα ίσα στη μεσημβρινή γωνιά του, που την έχω τις καλοκαιρινές ημέρες υπαίθριο γραφείο μου, είναι τοιχισμένη μια μικρή μαρμάρινη πλάκα κάτασπρη με την επιγραφή: ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ, και από κάτω: 1911. Η πλά­κα, πολύ καλοδουλεμένη και τα γράμματα, ωραία αττικά, μαρτυρούν, πως δεν εβγήκε από τη μάνδρα μαρμαρά της αράδας, αλλά από καλλιτεχνικό εργαστήρι.

Όποιος τύχει να πρωτοϊδεί την πλάκα αυτή και να δια­βάσει την επιγραφή της, ερωτά με απορία: πώς ευρέθηκεν εκεί και τί σημαίνει; Όχι βέβαια τ’ όνομα του σπιτιού, αφού κάτω, στην κολώνα τις σιδερένιας εξώπορτας, είναι τοιχισμένη άλλη, μαρμάρινη πλάκα με πρασινόχρωμη σκαλισμένη επιγραφή’ ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ. Και αναγκάζομαι κάθε φορά νι δίνω την εξήγηση, πως η πλάκα έχει έρθει απ’ αλλού και να λέω την ιστορία της. Κ’ έχει στ’ αληθινά ιστορία μεγαλύτερη από πολλές πλάκες του Αρχαιολογικού Επιγραφικού Μουσείου.

Όταν εκτίστηκε το 1908 στους Αμπελοκήπους η Σεβαστοπούλειος Εργατική Σχολή, παρατηρήθηκε πως έλειπε κάτι που θα συμπλήρωνε τον οργανισμό της: ένα μικρό σπίτι χωριστό από το μεγάλο κατάστημα, για να κατοικεί ο Διευ­θυντής και να μην έρχεται μόνον στις ώρες της διδασκαλίας, όπως και το άλλο προσωπικό. Έτσι θα γίνουνταν βέβαια πολύ στενότερος ο δεσμός του με τη Σχολή.

Και άλλη μία έλλειψη ήτον: υπόστεγο για τη Γυμναστική και για τα λουτρά. Τα δύο μαζί είχαν λογαριασθεί πως θα στοίχιζαν ως είκοσι χιλιάδες δραχμές. Χρήματα όμως δεν υπήρχαν. Όσα η διαθήκη του Σεβαστοπούλου όριζε για την οικοδομή της Σχολής είχαν ξοδευθεί. Έπρεπε να βρεθούν από αλλού. Από πού όμως;

Ο Βικέλας πολύ άρρωστος στην Κηφισιά και καταδικασμένος σε γλήγορο θάνατο, χωρίς να το ξέρη, αποφάσισε να ζητήσει τις είκοσι χιλιάδες από το σύγγαμπρό του, τον Κοργιαλένιο, χωρίς όμως να ‘χει και μεγάλες ελπίδες. Ήξερε πως ο πολυεκατομμυριούχος τραπεζίτης του Λονδίνου δεν αισθάνονταν καμμιά συμπάθεια κ’ εκτίμηση για τον Σύλλογον των Ωφελίμων Βιβλίων και θεωρούσε ματαιοπονίαν την προσπά­θεια να μορφωθεί ο λαός με το διάβασμα. Γι’ αυτό και τον έλεγεν ειρωνικώς Σύλλογον Ανωφελών Βιβλίων, και ούτε έδωσε τίποτε περισσότερο από τις 600 δραχμές ιδρυτού, την αρχική καταβολή του, που δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί στον Βικέλα.

Το παράξενο είναι πως, ενώ δεν είχε καμμιά υπόληψη στην επίδραση του βιβλίου ενόμιζε παντοδύναμη την εφημερίδα και ήτον πρόθυμος να καταβάλει μεγάλα κεφάλαια για την έκ­δοση ενός καθημερινού φύλλου, κατά τα πρότυπα των μεγά­λων αγγλικών εφημερίδων, αν ο Βικέλας έστεργε ν’αναλάβει τη διεύθυνσή του, όπως του επρότεινε.

Την παράκληση όμως για τις είκοσι χιλιάδες την άκουσε πρόθυμα, ίσως για να ευχαριστήσει ένα μελλοθάνατον, κι έγραψε του Βικέλα πως να στείλει αμέσως το ποσόν αυτό δεν ημπορεί, γιατί έχει κλείσει τον ισολογισμό του, άλλα του υπό­σχεται για το ερχόμενον έτος 1909.

Με την υπόσχεση του Κοργιαλένιου άρχισε το χτίσιμο κατά το σχέδιο του Αριστείδη Μπαλάνου και, ως που να τελειώσει, ήρθαν και τα χρήματα του Κοργιαλένιου. Στο διάστημα όμως αυτό ο Βικέλας είχε πεθάνει και είχεν αφήσει άξιον διάδοχό του τον Αθανασάκη.

Το προορισμένο για το Διευθυντή μικρό σπίτι έπιασε τη μια γωνιά τού περιβόλου της Σχολής, μπαίνοντας από την κεντρικήν είσοδο του κήπου αριστερά, και το υπόστεγο της Γυμναστικής με τα λουτρά τη δεξιά. Το σχέδιο τού σπιτιού ήτον μια μεγάλη επιτυχία για το σχεδιαστή κ’ εκτελεστή του. Και πρώτα πρώτα η εξωτερική του κιτρινωπή όψη με πλα­τεία φρίζα από αγριάγκαθα και με πράσινα παραθυρόφυλ­λα, μόλις την αντίκριζε κανείς πηγαίνοντας στη Σχολή από τη λεωφόρο Κηφισιάς, ήτον σαν μια φιλική πρόσκληση και μια υπόσχεση εγκάρδιας υποδοχής. Είχε δύο πατώματα: στο απάνω ανέβαινε κανείς από μια μαρμάρινη σκάλα με πεντέξι σκαλοπάτια και περνούσε ένα καγκελωτόν εξώστη μισο- στεγασμένον. Το πάτωμα αυτό δεν ήτον ψηλότερα του ενός μέτρου από τη γη. Στο κάτω πάτωμα, μισοϋπόγειο, επήγαινε μια πλαγινή είσοδος και κατέβαινε ξύλινη σκαλίτσα, που άρχιζεν από το απάνω πάτωμα για να συγκοινωνούν εσωτερικά τα δύο.

Μπαίνοντας κανείς στο σπίτι από τη μονόφυλλη τζαμω­τή πόρτα, βρίσκονταν σ’ έναν μικρό τετράγωνο πρόδομο ή χώλλ, όπως το λένε τώρα, και από κει τρεις πόρτες: η μια αριστερά ήτον του σαλονιού, η αντικρινή μιας μικρής κάμα­ρας ύπνου και η δεξιά της συγκοινωνίας με το κάτω πάτωμα. Στο πλάγι του σαλονιού ήτον κι άλλη κάμαρα για γραφείο, για ύπνο, για κάθε χρήση.

Το κάτω πάτωμα, προορισμένο για τον επιστάτη της Σχολής με την οικογένειά του, είχε δύο κάμαρες και κουζί­να. Του επιστάτη η γυναίκα θα είχε τη φροντίδα του απάνω πατώματος και θα μαγείρευε για τον Διευθυντή.

Η λειτουργία της Σχολής άρχισεν, άλλα το μικρό σπίτι έμενε στη διάθεση του επιστάτη, που κατοίκησεν αμέσως στο κάτω πάτωμα με τη γυναίκα του και τα δύο του κοριτσά­κια. Ο διευθυντής δεν εθέλησε να μετοικήση από το σπίτι, που είχε με την αδελφή του, πολύ κεντρικότερο από τη Σχολή, χτισμένη τότε μέσα σε μια ερημιά σχεδόν ακατοίκητη και τριγυρισμένη από μάνδρες και χωράφια. Εθεωρούσε κι επι­κίνδυνη τη διαμονή εκεί, και μάλιστα τον ερχομό νύκτα από την πόλη, αν αργούσε να γυρίσει. Φόρος δικαιοσύνης είναι να ομολογήσω πως απ’ αρχής η άψογη διατήρηση του κατα­στήματος και η κανονικότατη λειτουργία τις εσωτερικής υπηρεσίας είχαν εξασφαλισθεί με τα άξια και ακούραστα χέρια του επιστάτη και της γυναίκας του.

Στη Σχολή επήγαινα τις βραδινές ώρες, άμα τελείωνα από το Υπουργείον της Παιδείας. Έμπαινα στο τραμ 10, κατέ­βαινα στο τέρμα οδού Ιπποκράτους, από τα δρομάκια και τα μονοπάτια της πλαγιάς τού Λυκαβηττού έφτανα στο πίσω μέρος της Σχολής. Πεζός ή με το τραμ της λεωφόρου Κηφισίας εγύριζα πριν νυχτωθώ. Τις Κυριακές και τις εορτές πήγαινα τα πρωινά κ’ έμενα ως το μεσημέρι. Είχα την Εφο­ρεία της Σχολής κ’ έφρόντιζα για την τάξη και την καθαριότη­τά της και για του κήπου της την καλλιέργεια, ώστε να γίνει, όπως την είχα φαντασθεί, πρότυπο και παρά­δειγμα.

Το καλοκαίρι τού 1910 που ήτον κλειστή η Σχολή με τις διακοπές των μαθημάτων και μόνον ο επιστάτης έμενε εκεί, μου γεννήθηκεν η ιδέα να επιπλώσω το απάνω πάτωμα του μικρού σπιτιού με τ’ απαραίτητα, ώστε να μπορώ να μένω όσες ώρες θέλω, να μου μαγειρεύει η γυναίκα του Επιστάτη και να κοιμούμαι ακόμα εκεί. Έτσι θα είχα κ’ ένα εξοχικό καταφύγιο στις μεγάλες ζέστες, αφού δεν θα έφευγα πια από την ’Αθήνα, όπως τα πριν χρόνια. Έβαλα αμέσως σε πράξη την ιδέα μου. Με μερικά περισσευούμενα έπιπλα του σπιτιού μου και άλλα αγορασμένα, επίπλωσα ένα σαλόνι και γραφείο και τραπεζαρία μαζί, και στο πλάγι μια κάμαρα ύπνου. Το πρόγραμμά μου ήτον: να φεύγω από το Υπουργείον το μεσημέρι του Σαββάτου, άμα τέλειωνεν η εργασία, και με το τραμ 10 να πηγαίνω στη Σχολή. Να μένω εκεί ως τη Δευτέρα το πρωί και να γυρίζω ίσια στο Υπουργείον. Ο Επιστάτης και η γυναίκα του εφρόντιζαν κατά την παραγ­γελία μου για ό,τι εχρειάζουνταν, ώστε να περάσω με λιτή τροφή, χωρίς πολλά και δύσκολα μαγειρέματα. Στην αρχή ήμουν μόνος. Ύστερα όμως ήρχουνταν τακτικά τις Κυριακές από το πρωί κ’ έμενεν ως τη νύκτα ένας άτυ­χος φίλος μου, που είχε μείνει μόνος στον κόσμο, αφού επέθαναν όλοι οι δικοί του. Η θύμησή του ρίχνει μια πένθιμη σκέπη στις καλές ώρες που πέρασα μαζί του εκεί. Το Σπιτάκι ήτον γι’ αυτόν το τελευταίο λιμανάκι της ζωής του. Για το τραπέζι εννοούσε να φέρνει αυτός τα οπωρικά και στην τσέπη του είχε πάντα ένα βιβλίο αγγλικό, για να μου διαβάζει και να μου μεταφράζει ποιήματα του Σέλλεϋ του Κήτς και του Τέννυσον. Στις Ινδίες, υπάλληλος των Ράλληδων, έζησε κάμποσα χρόνια κοντά στον Πάλλη και στον Εφταλιώτη, και είχε και αυτός μια ποιητική φλέβα, που κάποτε δειλά δειλά αργοστάλαζε στί­χους. Μού τούς εδιάβαζε κάθε Κυριακή κ’ έτύπωνε σε μια μικρή συλλογή με την επιγραφή «Αγριάμπελη».

Είχε και μεγάλη αγάπη στα δέντρα, και όποτε ήρχουνταν τα φρόντιζεν, αν είναι σκαλισμένα και ποτισμένα. Μια μι­κρούλα λεύκα, που είχε φυτρώσει στην άκρη του τοίχου, την εμεταφύτεψε κοντά στη βρύση για να τρέφεται και να μεγαλώνει χορταίνοντας νερό. Και η λεύκα εψήλωσε κ’ έθέριεψε και ανεμίζει ως τώρα τους αργυρόφυλλους κλώνους της.

Το τετράστιχο που του ενέπνευσε, όταν την εκαμάρωνε να μεγαλώνει δεν αλήθεψε:

Η λεύκα που ψιθύριζε τις τόσες αρμονίες

στου λιβαδιού τη ρεματιά τ’ ωραίο το καλοκαίρι

είναι ριγμένη κατά γης από στοιχειών μανίες

κ’ ένα κρινάκι δίπλα της στέκει σαν αγιοκέρι.

Η λεύκα, μένει πάντα ολόρθη σαν το πιο ταιριαστό μνη­μείο του. Αλλά στό έρημο χώμα του δε φυτρώνει κρινάκι, ούτε καίει αγιοκέρι, γιατί λείπουν τα χέρια της αγάπης, που θα τα φρόντιζαν. Η μελαγχολία για τη σαρακοφαγωμένη υγεία του και ο φόβος του μη χάσει το φώς του – γιατί από το ένα του μάτι είχε σχεδόν τυφλωθεί, – τον έφεραν στην απόγνωση. Και μια Κυριακή, που τον επρόσμενα από το πρωί, μου ήρθε το απόγευμα το θλιβερό μήνυμα πως είχε δώσει τέλος στην άχαρη ζωή του με μια σφαίρα πιστολιού, κάτω από έναν μεγάλον ευκάλυπτο του Ζαππείου.

Τον Χειμώνα τού 1910 είχα περισσότερα διαθέσιμα έπι­πλα από το σπίτι μου κ’ εσυμπλήρωσα τις ελλείψεις και τού σαλονιού και τής κάμαρας του ύπνου. Εξασφάλισα και τη θέρμανση με μια καλή πήλινη θερμάστρα, ώστε μπορούσα σε κάθε καιρό να πηγαίνω και να μένω και νύκτες εκεί.

Αλλά μόνον από την Άνοιξη του 1911 είχα σωστό σπιτι­κό, που δεν του ‘λείπε τίποτε, και μπορούσε να δεχθεί και να φιλοξενήσει φιλικές συντροφιές. Κ’ οι συντροφιές αυτές ήταν φυσικά από τους στενότερα δεμένους μαζί μου, παλιούς συνοδοιπόρους στο δρόμο της ζωής και της Τέχνης και από μερικούς νεώτερους, που εξεκινούσαν προς το ανηφόρισμα αναζητώντας το Άφθαστο. Και ήρχουνταν τις Κυριακές ο Παλαμάς και ο Πολέμης, οι ζωγράφοι Ροϊλός και Λουκίδης, ο γλύπτης Θωμόπουλος, και, μόλις τελειωμένοι από το Πολυτεχνείο, ο Μπισκίνης και ο Τόμπρος.

Επέρασε και η Μουσική από το Σπιτάκι. Είχα φέρει ένα μικρό αρμόνιο από την Ελβετία και το ζωντάνεψε κάποτε ο Ναπολέων Λαμπελέτ για ν’ακούσω πως είχε τονίσει τούς στίχους μου.

Όχι! τα ρόδα τα κλειστά δεν είναι ρόδα ακόμα.

Και μια γυναικεία φωνή μας έψαλε κάποιο μαγιάτικο βράδυ τους Καθολικούς Χαιρετισμούς της Παναγίας.

Φυσικά τις ωραίες μέρες δεν τις περνούσαμε κλεισμένοι στο Σπιτάκι. Κατεβαίναμε στον κήπο. Για κάμποσο καιρό μάλιστα είχαμε εύρη και μία ευχάριστη απασχόληση, τη Σκο­ποβολή με τις μικρές καραμπίνες Φλόμπερ στο Σκοπευτήριο των μαθητών της Σχολής. Εκεί έλαβε το «βάπτισμα του πυρός» ο Παλαμάς κι έριξε την πρώτη τουφέκια στη ζωή του.

Στις ομιλίες μας ελέγαμε, χωρίς ν’ αναφέρουμε τη Σεβαστοπούλειο Σχολή:

– Ήμουν στο Σπιτάκι.

– Πώς πέρασες στο Σπιτάκι;

Και ξέραμε για ποιο σπιτάκι ήτον ο λόγος. Μια Κυριακή του 1911, που είχε έρθει ό Θωμάς Θωμόπουλος κι επρογεύθηκε μαζί μου, όταν έφευγε, μου είπε:

– Για τ’ όνομα που του εδώσαμε χρειάζεται και μια επι­γραφή: Το Σπιτάκι. Εγώ θα τη κάνω και θα σου τη φέρω την άλλη Κυριακή.

Και αληθινά, την άλλη Κυριακή, ενώ ήμουν στον κήπο κ’ έκοβα τριαντάφυλλα, ένα αμάξι στάθηκε στη σιδερόπορτα και ο Θωμόπουλος κατέβηκε κρατώντας στην αγκαλιά κάτι βαρύ τυλιγμένο σε πανί άσπρο σα μωρό παιδί.

– Την έφερα την πλάκα, μου είπε θριαμβευτικά. Δε θα την ιδής όμως τώρα αμέσως. Θα την αφήσωμε απάνω σε μια πεζούλα της σκάλας και θα κάνωμε τα αποκαλυπτήριά της υστέρα, πίνοντας ένα βερμούτ.

Έγινε καθώς το ήθελε:

– Και τώρα, είπε, να διαλέξωμε το μέρος, που θα την τοιχίσωμε, και την άλλη Κυριακή θα φέρω ένα μάστορη με τα σύνεργά του.

– Μα για στάσου. Πολύ δρόμο επήρες με τον ενθουσιασμό σου! Ξέχασες πως το Σπιτάκι δεν είναι δικό μου. Ανή­κει στη Σχολή, προορίζεται για τον διευθυντή της κ’ εγώ είμαι περαστικός κάτοικός του.

Τα λόγια μου τον επάγωσαν.

– Και λοιπόν η πλάκα θα πάει χαμένη! Κρίμα στη χαρά, που είχα να σου τη φέρω!

Τον επαρηγόρησα:

– Θα βρούμε τρόπο να τη βάλωμε κάπου, χωρίς να την κτίσωμε. Και όταν έρθει η ώρα που θ’ αναγκασθώ ν’ αδειάσω το Σπιτάκι, θα την πάρω και θα τη φυλάξω, σαν αναμνηστι­κή πλάκα της ωραίας ζωής που επέρασα εδώ.

Του άρεσεν η συμβιβαστική λύση κ’ εβάλαμε την πλάκα απάνω σ’ ένα ντουλαπάκι στον πρόδομο του σπιτιού κατάντικρυ στην πόρτα. Έτσι μόλις έμπαινε κανείς, τα μάτια του θα πέφταν στην επιγραφή.

Ο ζωγράφος Μπισκίνης εκατοικούσε τότε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας με τη μητέρα του, όχι πολύ μακριά από τη Σχολή, και ήτον μετά το 1912 ο συχνότερος σύντροφός μου τις Κυριακές. Ήρχουνταν από το πρωί κ’ έφευγε την νύκτα αργά. Καθισμένοι και οι δυο στον εξώστη τις καλές ημέρες, αμίλητοι, καθένας δουλευτής της Τέχνης του. Εκείνος εσχεδίαζε με το μολύβι κλαδιά και φύλλα δένδρων κι εγώ έγραφα στί­χους. Αν μας έπαιρνεν εκεί ο ήλιος, κατεβαίναμε στον κήπο, κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης ακακίας. Εκεί κάποτε, χωρίς να μου το πει, ενώ σκυφτός εδιάβαζα έκανε ένα σκί­τσο μου με λάδι.

Στο Σπιτάκι έχει κάνει κι ένα μικρό, πολύ ζωηρό πορτραίτο του Παλαμά. Και ο Τόμπρος εκεί κάποιο απομεσήμερο έπλασε με πηλό παρμένον από τη Σχολή τη μικρή προτομή του Παλαμά, που έχω τώρα στην κάμαρά μου της Κηφισιάς, γύψινη. Ελογαριάζαμε με τον Τόμπρο να την πολλαπλασιά­σουμε σε χαλκό. Δεν εκατωρθώσαμε όμως να νικήσουμε τις μεγάλες δυσκολίες, που παρουσιάσθηκαν στην εκτέλεση κι έτσι έμεινε μοναδική.

Το Σπιτάκι το έεωγράφισε με λάδι πρώτα ο Ροϊλός στην αρχή του, με τον κήπο πρωτόβλαστο. Και ο Μπισκίνης ύστε­ρα, με τον κήπο στην μαγιάτική του όψη επάνανθον. Ο ίδιος σε μιαν ακουαρέλα του απαθανάτισε μπροστά στο Σπιτάκι τη Ντουντού, τη χαριτωμένη κατσικίτσα της επιστάτισσας, και μου την χάρισεν. Τρίτος ο Λουκίδης, μια μέρα φθινοπω-ρινή εζωγράφισε κι’ αυτός την πόρτα του στεφανωμένη με κοκκινόφυλλα αγριάμπελα του κήπου.

Με ποιά λαχτάρα επρόσμενα όλη την εβδομάδα, κλεισμέ­νος στο Υπουργικό Γραφείο μου, το μεσημέρι του Σαββάτου για να πάρω το δρόμο προς το Σπιτάκι! Στις πιο βαριές και πληκτικές ώρες της γραφειοκρατίας, το μόνο ξαλάφρωμα ήτον η προσδοκία μου αυτή. Και για να πείθομαι πως δεν είναι πλάνη της φαντασίας, έβαζα το χέρι στην τσέπη μου κι εύρισκα το κλειδί από το Σπιτάκι, σαν απόδειξη της αλήθειας.

Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα, με κάθε καιρό, από το λιοπύρι του Ιουλίου, ως την παγωνιά του Γενάρη, επέρασα μέρες και νύκτες εκεί, τις περισσότερες ώρες μόνος.

Πότε με τα παράθυρα ορθάνοικτα μεθώντας από τη μο­σχοβολιά της ανθισμένης ακακίας και πότε με του πουπουλόχιονου την θολούρα στα σφαλιστά τζάμια.

Από το Σπιτάκι αποχαιρετούσα τον Χειμώνα:

Πέρασε πια ο Χειμώνας κ’ οι λαχτάρες του.

Κι από το Σπιτάκι εδέχουμουν την Άνοιξη:

Να την η Άνοιξη! έρχεται, έρχεται!

Στο Σπιτάκι κλεισμένος κάποιαν άγρια νύχτα τού Δεκέμ­βρη ένιωσα την τρομάρα της μοναξιάς:

Και με το φως της Αστραπής βλέπω πως είμαι μόνος

σα ναυαγός ριγμένος σε μια άγνωστη αμμουδιά.

Από πάνω από το Σπιτάκι άκουσα στον αυγουστιάτικο ουρανό να περνούν τα διαβατάρικα πουλιά μεσάνυκτα και τα κραξίματά τους μου εφάνηκαν:

…αγάπης στεναγμοί πως έρχονται απ τ’ αστέρια.

Στο Σπιτάκι μου φανερώθηκε πως τ’ άνθη της μυγδαλιάς:

σκορπούν μια ανθόπλαστη χιονιά στο πράσινο χορτάρι

και στρώνουν τον κορυδαλλού νυφιάτικο κλινάρι.

Από το Σπιτάκι ανάσανα τη μυρωδιά της γης ύστερα από βροχή σαν να ήτον:

της χλόης της αφανέρωτης ανασασμός κρυφός.

Και στο Σπιτάκι μπροστά είδα τη βρυσούλα την αργυροστάλαχτη ν’αντιφεγγίζει:

ό,τι μέσ στο άπειρο τά μάτια μας ποθούν.

Για να φτάσουν στο Σπιτάκι, όσοι ήρχουνταν να μ’ εύρουν, έπρεπε να περάσουν από τον κήπο, μεγάλον και πλούσιο σε βλάστηση. Είχε και δένδρα για τον ίσκιο τους και δένδρα για τον καρπό τους και λαχανικά και άνθη για την ομορφιά και για την ευωδιά τους, γιασεμιά και μενεξέδες και τρια­νταφυλλιές πολλές και κάθε λογής. Και μου ήτον ο κήπος αυτός και μάλιστα το μέρος προς το Σπιτάκι, αγαπητός και για κάτι άλλο:

Είχα μεταφυτέψει εκεί από τον κήπο του σπιτιού μας, όταν το γκρέμισαν για να κτισθεί η Ιονική Τράπεζα, τα λεμονόδενδρά του και τις καλύτερες τριανταφυλλιές του και τα δύο αγιοκλήματα του. Και ίσα ίσα μπροστά στο Σπιτάκι είχα βάλει τον μεγάλο χειμωνανθό, το καμάρι του παλιού μας κήπου, για να μου χαρίζει κ’ εδώ τα ευωδιαστά του άνθη χρυσά στολίδια της Πρωτοχρονιάς.

Την Άνοιξη του 1913 ο κήπος είχε φθάσει στη μεγαλύτερην ακμή του. Όποιος ήρχουνταν στο Σπιτάκι έφευγε με μιαν αγκαλιά τριαντάφυλλα και γιασεμιά και αγιοκλήματα, και φιλικές μου οικογένειες έπλεξαν από τ’ άνθη του τα πρωτο­μαγιάτικα στεφάνια τους.

Αλλά, με τους Βαλκανικούς πολέμους πρώτα, κατόπιν με τον Ευρωπαϊκό και τέλος με την άτυχη Μικρασιατική Εκ­στρατεία, και η Σχολή και ο κήπος μαζί και το Σπιτάκι περνούν από επίταξη σ’ επίταξη. Στις δύο μεγάλες κάμαρές του αποθηκεύονται τα διδακτικά όργανα και οι εικόνες της Σχολής και μόλις μου μένει στη μικρή κάμαρα μια γωνιά για το κρε­βάτι μου, ώστε να μπορώ ακόμα κάποτε να μένω νύκτα εκεί.

Καμιά συντροφιά πια! Η παρουσία μου, άχρηστη για τη Σχολή, μου δίνει μόνον αφορμή λύπης και στενοχώριας με τον τρόπο που βλέπω να μεταχειρίζονται όσα με τόσην αγάπη είχα μαζέψει και καλοταιριάση. Σπασμένα, ξεσχισμένα, σκόρπια στα γύρω χωράφια, σαν κόκκαλα πεθαμένων ζώων, τα πα­τούσα στον πηγαιμό μου και μόλις τα αναγνώριζα. Κήπος δεν υπήρχε πια και μόνον τα δένδρα απόμεναν, που είχαν μεγαλύ-τερη αντοχή. Η άλλη βλάστησή του ρημαγμένη. Πολλές τριανταφυλλιές, αρπαγμένες με τη ρίζα τους, βέβαια για να φυτευθούν αλλού, τα γιασεμιά σύρριζα κομμένα για να γί­νουν πίπες. Και ό,τι εγλύτωσεν από τα ανθρώπινα χέρια, το εβόσκησαν ή το καταπάτησαν τα άλογα και τα κάρα, που εμπαινόβγαιναν ανεμπόδιστα.

Και τι δεν επέρασε από κει και σε τι δεν εμεταμορφώθηκεν η ταλαίπωρη Σχολή! Στρατώνας με χίλιους στρατιώτες, ιματιοθήκη επιστράτων, φυλακή αξιωματικών και τελικά Άσυλον Αναπήρων Πολέμου με το όνομα «Στέγη της Πα­τρίδος», που του έδωσα εγώ.

Στην αρχή ελειτουργούσεν από ιδιωτική πρωτοβουλία σαν αγαθοεργόν ίδρυμα και με πολλά μέλη της Εφορίας του είχε φιλικές σχέσεις ο Σύλλογος Ωφελίμων Βιβλίων. Αυτό μ’ έκα­νε να πηγαίνω συχνότερα στο Σπιτάκι, αφού μάλιστα δεν είχα πια τη θέση μου στο Υπουργείον της Παιδείας. Σε κάποια ομιλία μου με την Εφορία του Ασύλου είπα πως δεν ται­ριάζει το όνομα «Άσυλον» σ’ ένα ίδρυμα, που ο σκοπός του δεν είναι κοινωνικός, αλλά εθνικός, και δεν περιμαζεύει θύ­ματα της Τύχης, αλλά βοηθεί εκείνους που εθυσίασαν τη σωματική τους αρτιότητα για την Πατρίδα. Πρέπει λοιπόν να δοθεί στο ίδρυμα ένα όνομα ανάλογο προς τον ιερό προο­ρισμό του, και επρότεινα το όνομα «Στέγη της Πατρίδος», που έγινε πρόθυμα δεκτό και καθιερώθηκε τόσο, ώστε επί χρόνια είχε χάσει η Σεβαστοπούλειος Σχολή τ’ όνομά της και την έλεγαν όλοι «Στέγη της Πατρίδος», ως και αυτή τη Στάση του Τραμ. Η τελευταία της χρησιμοποίηση ήτον τουλάχιστον εξαγνισμός για τις προηγούμενες. Ψυχή βέβαια και χορηγός ανώνυμος της «Στέγης της Πατρίδος» ήτον ό Αλέξανδρος Μπενάκης. Εκεί εγνώρισα μόνον αυτόν από την οικογένεια Μπενάκη. Είχαν πολύ το ελκυστικόν οι τρόποι του και γλήγορα εγίναμε φίλοι. Όταν εκουράζουνταν από την εργασία της «Στέγης» ήρχουνταν στο Σπιτάκι να πιει έναν καφέ μαζί μου. Τον ετραβούσε και κάτι άλλο: ένας μικρός γύψινος ανδριάς του Μπάϋρον.

Ήτον έργον του Βιτσάρη, που είχε σταλεί σε διαγωνισμό για το Μεσολόγγι και δεν είχε θεωρηθεί άξιο τού βραβείου. Έμενε στο εργαστήρι του ως τον θάνατό του και το είχα αγοράσει μαζί με πεντ’ έξι μικρά πήλινα προπλάσματα ανεκτέλεστων έργων του. Ο Μπενάκης, σαν να είχε από τότε στον νου του το τωρινό Μουσείο Μπενάκη, αναζητούσε κάθε τι σχετικόν με την Ελληνική Επανάσταση και είχε καταρτί­σει συλλογή από μπαστούνια επισήμων αγωνιστών. Τον αν­δριάντα του Μπάϋρον με το καλλιτεχνικό βάθρο του, προωρισμένον για το Ηρώον του Μεσολογγίου, το εθεωρούσε, φαίνεται, σημαντικόν απόκτημα και κάθε φορά ακάθουνταν αντίκρυ του και τον εθαύμαζε από τον εξώστη, στημένον σε μια γωνιά μέσα στο Σπιτάκι.

– Είναι ο ωραιότερος Μπάϋρον απ’ όσους έχω ίδή σε εικόνες και σε αγάλματα!

Μια μέρα εξεθάρρεψε και μου είπε:

– Δεν μου τον πουλάτε;

Ξαφνιάστηκα:

– Να πουλήσω ένα Μπάϋρον; ποτέ! Θα σας τον εχάριζα, αν δεν μου ήτον κάτι που δεν μπορώ να το χωρισθώ.

Εκοκκίνισε και μου αποκρίθηκε:

– Έχετε δίκιο. Σας εννοώ. Με συγχωρείτε που ετόλμησα να σας το προτείνω. Ας τον χαίρομαι τουλάχιστον με τα μάτια όσο έρχομαι εδώ.

Με τη «Στέγη της Πατρίδος» άλλαξε γενικά και της Σχολής η όψη και του κήπου η κατάσταση. Αρχίσαμε πάλι να τον καλλιεργούμε με τη βοήθεια την πρόθυμη μερικών αναπήρων. Αν και δεν είχα πια την άνετη εγκατάσταση στο Σπιτάκι, μου ήταν ευχάριστες οι ώρες εκεί, τόσο που περ­νούσα και τις νύκτες.

Από τις νύκτες εκείνες μου μένει αλησμόνητη μια νύκτα των Χριστουγέννων. Κλεισμένος στη μικρή κάμαρα είχα διαβάσει με το φως του κεριού στο πλάγι του κρεβατιού μου το Ευαγγέλιο της Γεννήσεως του Λουκά με την περιγραφή της οπτασίας των ποιμένων. Και το είχα διαβάσει, όχι από το συνηθισμένο κείμενο της Βιβλικής Εταιρείας, αλλά από ένα μεγάλο παμπάλαιο εκκλησιαστικό Ευαγγέλιο, σαρακοφαγωμένο και γεμάτο στάλες κεριού:

«Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγρανλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών. Και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς… και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλή­θος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν και λεγόντων: Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία.»

Με την αποκαλυπτικήν αυτήν εικόνα είχα κλείσει τα μάτια. Προς τα ξημερώματα και πριν ακόμα φέξη, μ’ εξύπνησαν οι καμπάνες, που καλούσαν τους πιστούς, και κάτω από το παράθυρό μου άκουσα τα δεκανίκια των Αναπήρων τής Στέγης, πού επήγαιναν στην εκκλησία. Εσηκώθηκα και άνοιξα τα παραθυρόφυλλα. Ένα μεγάλο άστρο έφεγγε στον ουρανό μπροστά τους, σαν να τούς ωδηγούσε στο προσκύνημα τής Φάτνης… Όταν τη Στέγη της Πατρίδος την ανέλαβε το Κράτος και την Εφορεία της αντικατέστησαν στρατιωτικοί, αποδιώχθηκα από το Σπιτάκι, πού εγκατέστησαν τα γραφεία τους. Στριμωμένη σε μια γωνιά έμεινεν εκεί και η πλάκα με την επιγραφή σαν κάτι περιττό και άχρηστο πια. Μόλις στα 1929, μετά πολλούς αγώνας κι’ από αναβολή σε αναβολή, κατωρθώθηκε να λυθή η επίταξη της Σχολής και να ελευθερωθή το Σπιτάκι. Επέρασαν δύο χρόνια ακόμα για να γίνουν ριζικές επισκευές και ν’ αντικατασταθούν όπως όπως τα κατεστραμμένα και αρπαγμένα έπιπλα και σκεύη. Και μόλις στα 1931 ξανάρχισε η λειτουργία της Σχολής και ο νέος Διευθυντής ήρθε να κατοικήση με την μητέρα του στο Σπιτάκι. Επήρα τότε τα ελαφρότερα έπιπλά μου και τα βιβλία μου και τα καλλιτεχνικά έργα και την πλάκα και τα επήγα στο σπίτι της Αθήνας, και από κει αργότερα τα μετεκόμισα στο σπίτι τής Κηφισιάς. Την πλάκα την ακούμπησα σε μια πεζούλα του εξώστη, κολλητή στον τοίχο, έμεινεν εκεί ως το καλοκαίρι τού 1940. Ό μάστορης, πού έξυσε τούς παλιούς σοβάδες και ξεκαινούργωσε την πρόσοψη του σπιτιού, αυτόγνωμα, χωρίς να ρωτήση και χωρίς να τον ιδή κανένας, ετοί- χισε την πλάκα στη θέση, που την είχε βρή, με τον σκοπό να την στερεώση καλύτερα! Αυτή είναι η ιστορία της, με όλες τις περιπέτειες. Κρίμα πού δεν έζησεν ο Θωμόπουλος να ιδή αληθεμένα τα λόγια, που του είχα πή όταν μου την έφερε: Πώς θα την φυλάξω για πάντα σαν αναμνηστική πλάκα της ωραίας ζωής, που επέρασα στο χαμένο Σπιτάκι.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟΝ ΩΡΩΠΟ

ΣΚΑΛΑ ΩΡΩΠΟΥ Η «ΓΑΛΗΝΗ»              

Διαδρομή από την Αθήνα: 

«Ο δρόμος για τον Ωρωπό περνά από το Τατόι, πέρα από το βασιλικό κτήμα, ανεβαίνει στο Κατσιμίδι, στον Άγιον Μερκούριον, κατηφορίζει στη Μαλακάσα, στο Μήλεσι και φθάνει στο ακρογιάλι της Σκάλας. Η απόστασις είναι μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο, 52 χιλιόμετρα, με πολλές κορδέλες στο κατηφόρισμα από τα εξακόσια τόσα μέτρα του Αγίου Μερκουρίου στο ίσιωμα του γιαλιού.     

…Όταν πρωτοπήγα με τον αδελφό μου Στράτο το καλοκαίρι του 1931, ο αδελφός μου την είχε γνωρίση τη Σκάλα, κάμποσα χρόνια πριν, από κυνηγετικές εκδρομές, ……Από τότε του αδελφού μου του ριζώθηκεν ο πόθος ν’ αποκτήση ένα δικό του κυνηγετικό σπιτάκι στην ακρογιαλιά…. Ύστερα από πολλές τυπικές δυσκολίες και τοπικές αντιδράσεις, κατώρθωσεν επιτέλους στα 1931, να αγοράση από το «Αμαλίειον» [Ορφανοτροφείον], σε πλειοδοτική δημοπρασία, ένα μικρό κομμάτι γης, όσο μόλις θα ήτον αρκετό για σπιτάκι τριγυρισμένο με 112,50 τμ λίγη αυλή… [μίαν ημέραν] του καλοκαιριού του 1931 πήγαινε με τον αντιπρόσωπο του «Αμαλιείου» και τον μηχανικό, που θ’ αναλάμβανε το κτίσιμο του σπιτιού να χαράξουν τα όρια.…. Πήγαιναν προς την εκκλησίαν του Αγίου Ανδρέα, να ιδούν τον τόπο τον προωριζόμενον για το κυνηγετικό σπιτάκι. Ήτον ένα κομμάτι γης χέρσο, γεμάτο αγκάθια στο πλάγι ενός χαμηλού πέτρινου σπιτιού. Από το άλλο μέρος ορθοστημένα πέντ’ έξι ψηλά κυπαρίσσια και παραπέρα το μεγάλο σπίτι του Συγγρού…απάνω στη θάλασσα….[σελ.228] ο αδελφός μου, άρχισεν αμέσως την οικοδομή….και κατά τον Νοέμβριο παρέλαβε τα κλειδιά του και άρχισε να το επιπλώνη. Το εγκαινίασε στην αρχή του 1932…….     

Με την αδελφή μου πρωτοπήγαμε οι τρεις μιαν ημέρα μαγιάτικην…Τότε του εδόθηκε και το όνομα «Γαλήνη» [από την ποιητική συλλογή μου] και σε δεύτερο πηγαιμό εφέραμε μια μικρή μαρμαρένια πλάκα με το όνομα σκαλιστό… και την τοιχίσαμε στο πρόσωπο του σπιτιού προς τη θάλασσα ….ένα δίπατο σπιτάκι νοικοκυρεμένο.   

Στο σπίτι του Συγγρού είχαν εγκατασταθή οι Αγροτικές φυλακές.»  Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 236  

«Η Μεγάλη Αρρώστια μου μου ήρθεν ίσως από τον Ωρωπό. Εκεί θα κόλλησα από το σκυλί μας, στον αγαπητό και αχώριστο σύντροφο και τον Πάκη, το μικρό τσιμπούρι, που μου τη μετάδωσεν. Άλλη πηγή δεν μπορεί να βρεθή πιθανή.»  Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 174 

«….το κλίμα της Σκάλας αποδείχθηκεν ακατάλληλο [για το αναρρωτήρειο των παιδιών του «Αμαλιείου»], γιατί πολλά ορφανά έπαθαν ελονοσίαν.  Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 224       

Εντυπώσεις [αρνητικές] της περιοχής

«1931: Η πρώτη μου εντύπωση ήτον, πως χειρότερη θέση για να κτιστή το ονειρευτό κυνηγετικό σπίτι του αδελφού μου δεν μπορούσε να βρεθή, και θυμήθηκα άθελα τους άχαρους Ωρεούς, που περνούσα στα νεανικά χρόνια κάθε καλοκαίρι πηγαίνοντας στον Πύργο των Γουβών.»       Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 227             

«…..Τις λαμπρές αγγλικές καθητές και συστές …δεν τις έβρεξα παρά για να ψαρέψω κωβιούς μουντζουρωμένους στην Καρβουνόσκαλα!      Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 230 

«Περιορίστηκα σε περιπάτους μακρινούς και στο ξάπλωμα απάνω στην αμμουδιά, μακριά από τη Σκάλα και τον ακάθαρτο μώλο της, κατά τα Νέα Παλατάκια.       

Ο οικιαμός…[Τα Νέα Παλατάκια] με όλα τα δείγματα πολιτισμού. Που να μετρηθή μ’ αυτόν η ελεεινή Σκάλα!     Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 231                          

Νέα Παλάτια Ωρωπού   

«Το όνομα αυτό το μεγαλόπρεπο [Νέα Παλάτια το είχε πάρη από την πατρίδα του Μικρά Ασία: ΗΛΙΟΣ 15/Σ.360] ο προσφυγικός συνοικισμός του Ωρωπού κτισμένα στη θάλασσα σε λίγων λεπτών απόσταση από τη Σκάλα….γρήγορα απλώθηκε ως το ανηφόρισμα κι εσκέπασε τη γραφική πλαγιά του βουνού με ωραία σπίτια και κήπους και αμπέλια, με χαραγμένους δρόμους καθαρούς, με ζωή και κίνηση, με όλα τα δείγματα πολιτισμού…      Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 231

Σκάλα Ωρωπού      

«…… Εξεκινούσα για τον πρωινό περίπατο γιαλό γιαλό, ως την ψηλή Καρβουνόσκαλα τη σεδερένια πέρα από τα Νέα Παλάτια. Καθώς φανερώνει και τ’ όνομα σκοπό της είχε να φορτώνουν από το ψήλωμα στα φορτηγά βαπόρια τον λιγνίτη από το λιγνιτωρυχείο της Μαυροσουβάλας, που τον κατέβαζεν ως την ακρογιαλιά μικρός σιδηρόδρομος.             Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 232           

Ωρωπός Χελιδόνια    

«Τους καλοκαιρινούς μήνες, από του Ευαγγελισμού [15 ΑΥΓ] ως του Σταυρού [14 ΣΕΠΤ.], περαστικοί κάτοικοι της Σκάλας [Ωρωπού] ήταν τα χελιδόνια, τα πολλά, τ’ αμέτρητα χελιδόνια, όσα δεν έχω ιδή αλλού πουθενά……!! [Ο Δροσίνης γράφει την ποιητική συλλογή «ΦΕΥΓΑΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ».     

Πολύ επιθυμούσαμε να ιδούμε τη μικρή προσωρινή εκκλησία [Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου] …που είχαν στολίση με τα εικονίσματα, τους πολυελέους και τα καντήλια, όσα πρόφθασαν να σώσουν και να φέρουν από τη ρημαγμένη πατρίδα τους οι Παλατιανοί.»          Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 238                    

«…..Και που να ιδήτε την καλύτερη και μοναδική για την τέχνη της εικόνας….. μιας Παναγίας ξεχωριστής από τον βυζαντινόν τύπο. Τα μάτια μου δεν πίστευαν πως ήτον από χέρι ορθοδόξου αγιογράφου … πρόστυχα κορνιζαρισμένη και αταίριαστα με την αξία της.    – Να μου δώσετε τα μέτρα από την εικόνα, να παραγγείλω μια κορνίζα και να σας την φέρω, όταν, Θεού θέλοντος ξανάρθωμε.»       Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 239             

«Σας εφέραμε την εικόνα. Καλύτερα να την πάρετε μαζί σας και να της ταιριάσετε μια κορνίζα της εκλογής σας….!!     Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 240                    

«Επαράγγειλα στον Φιλιππίδη μια πλατειά χρυσή κορνίζα στα μέτρα της και στον πρώτο πηγαιμό μας την παρέδωσε στους επιτρόπους να την ξαναβάλουν στη θέση μέσα στο Ιερό.     

«…στο Νεκροταφείο …σταμάτησα ξαφνιασμένος σ’ ένα πλουσιώτερον τάφον με μια μεγάλη επιγραφή σε στίχους άτεχνους……Ήτον το επίθετο εκείνου που είχε πάρη γυναίκα την Ευγενία Αμπανοπούλου, την πρώτη μου αγάπη, όταν ήμουν μαθητής του γυμνασίου! ….. ήτον –ΕΚΕΙΝΗ-»       Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 241 

Τα πρώτα τουφέκια του Ωρωπού ήταν:     

«Ο Ανδρούτσος, ο Καραδήμας, ο Λάλας.  

Που τους ωνομάτιζε [ο Στράτος] με θαυμασμό σαν ηρωικά παλικάρια του Κατσαντώνη.                Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 243   

« …Τους χειμωνιάτικους μήνες του 1939 θεμελιώθηκεν η νέα «ΓΑΛΗΝΗ» απάνω στα χαλάσματα της πρώτης με την ίδια πλάκα του ονόματός της τοιχισμένη στη θαλασσινή πρόσοψη…Στις 29 Φεβρουαρίου [1940] ήτον Τσικνοπέμπτη [επήγε με το αυτοκίνητό του και ένα φορτηγό] γεμάτο με τα ίδια τα έπιπλα και σκεύη για τη δεύτερη εγκατάσταση …… 

Το Σάββατο της Τυρινής [2.3.1940] με την αδελφή μου και την αχώριστην ανιψιά μας, πήγαμε να μείνουμε…..        Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 245   

«Φυλακές δεν υπήρχαν. Το μεγάλο σπίτι του Συγγρού είχε σωριασθή και τα υλικά του είχαν πουληθή…. Η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, κακοκτισμένη εξ’ αρχής, χάλασμα παράμορφο.       Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 246                  

«Ξαναπήγαμε για δυο μέρες τον Αύγουστο [1940] και ήτον η τελευταία μας φορά… ο αδελφός μου …. επήγε με φίλο του συγκυνηγό στα τέλη Ιανουαρίου [1941]… Ήτον και εκείνου η τελευταία φορά. Το πρωί της 8 Μαΐου [1941] άνθρωπος σταλμένος από τον παπά του Ωρωπού έφερε το μήνυμα, πως η «ΓΑΛΗΝΗ» ήτον στα χέρια της Γερμανικής Κατοχής». [Την κατοίκησε ο Γερμανός φρούραρχος].       

«Στις 13 Οκτωβρίου 1941 ετηλεφώνησε πάλι ο παπάς, πως οι Γερμανοί έφυγαν από τη «ΓΑΛΗΝΗ», αφού παρέδωσαν τα κλειδιά στον αστυνόμον. Σε λίγες μέρες όμως πέρασε στα χέρια των Ιταλών.        Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 250-251 

«….Λίγες πριν από το θάνατό του, κρεβατώθηκεν [ο αδελφός μου], στον νου του είχε τη «Γαλήνη» κ’ έλεγεν: – Αν μπορούσα να βρεθώ εκεί, γρήγορα θα γινόμουν καλά….».    Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 250 

«Την νύκτα της 19 ΙΟΥΛ. [1938] παραμονή του Προφήτου Ηλία, με το φοβερό τράνταγμα του σεισμού, … ο αδελφός μου άνοιξε την πόρτα του, αντικρινή στη δική μου, και φώναξε: φοβούμαι πως κέντρο του σεισμού είναι ο Ωρωπός! Σαν να το μάντεψε. Το πρωί του τηλεφώνησαν από κει πως η «ΓΑΛΗΝΗ» γκρεμίστηκε και να πάνε να περιμαζέψουν τα έπιπλά της και τα άλλα πράγματα.      Σ.Φ.Ζ. τόμ. Γ΄σελ. 226-227

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ

Το  1918 ο αδελφός του Δροσίνη Στράτος, αγόρασε από το θείο τους Αναστάση  Διομήδη Κυριακό, (καθηγητή της Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο), το σπίτι της Κηφισιάς, γωνία Δ. Κυριακού και Αγίων Θεοδώρων. Το σπίτι αυτό, το είχε  αγοράσει ο θείος τους από την Εθνική Τράπεζα το 1879.

Με τον αρχιτέκτονα Λυκούδη έγιναν αρκετές αλλαγές: Η  εξωτερική του όψη προς τους δύο δρόμους   έμεινε, όπως ήταν από την αρχή.

Το 1928 ο Στράτος παίρνει την απόφαση, να μην το νοικιάσει, αλλά να  ανέβουνε  στην Κηφισιά και να μείνουνε τους καλοκαιρινούς μήνες. Έτσι και έγινε.

Ο Δροσίνης γράφει: «Κατά τα μέσα του Ιουλίου εγκατασταθήκαμε στο σπίτι της Κηφισιάς.  Δική μου  κάμαρα επέμενεν ο αδελφός μου να πάρω τη μια από τις δύο καινουργιοκτισμένες, την ανατολικομεσημβρινή με τον εξώστη, για να έχω μεγαλύτερη άνεση … ….

Σ’ αυτήν την κάμαρα πέρασα όλα τα καλοκαίρια, που ανεβαίναμε στην Κηφισιά και από τις  5 Ιουνίου 1939 μένω  πια εγκατεστημένος ασάλευτα.

Με την μεγάλη αδυναμία των ποδιών μου, μόνον   κάτι  απρόβλεπτο θα μ’  έκανε να την αφήσω. Μου φαίνεται, σαν να έχω ριζώσει  βαθιά μαζί με τα δύο συνομήλικά μου πεύκα του κήπου. Μήπως δεν έχω πη κάπου:

                       Πουλί γεννιέται ο άνθρωπος

                       και δέντρο θα πεθάνη

                       ρίζες απλώνει γύρω του  

                       και τα φτερά του  χάνει !» 

Στο σπίτι αυτό ο Δροσίνης άφησε την τελευταία του πνοή και ζήτησε να ταφεί στο κοιμητήρι της Κηφισιάς. Το σπίτι  το ονόμασε  ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ, όνομα που  τον ακολουθούσε από το 1886 έως το τέλος της ζωής του.

Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΓΟΥΒΩΝ – ΕΥΒΟΙΑ

Ο Πύργος Δροσίνη, στις Γούβες της Ευβοίας, είναι κτισμένος πάνω σε βράχο και δεσπόζει της περιοχής. Είναι διόροφο κτίσμα  100 τ.μ. με πέτρινους τοίχους πλάτους   ενός μέτρου. Είναι  ενετικής  αρχιτεκτονικής και ιδιαίτερα σημαντικό κτίσμα για την περιοχή.

Κτίσθηκε στα πρώτα χρόνια του 19ου  αιώνα από τον τότε τούρκο ιδιοκτήτη του, Ιμπραήμ- Αγά. Μετά το 1821 πουλήθηκε στους  αδελφούς Δρόσους μαζί με τα κτήματα.

Το 1831, ο Πύργος έρχεται ως  προίκα στην δικαιοδοσία του Χρήστου Δροσίνη,  πατέρα του Γεωργίου Δροσίνη. Στη συνέχεια περνάει στην ιδιοκτησία του ιερέα του χωριού Σταύρου Παπαϊωάννου και έπειτα στους απογόνους του.

Τέλος μεταβιβάστηκε στην Κοινότητα Γουβών, σήμερα Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού. Το κτίριο αναστηλώθηκε μετά από έγκριση  της μελέτης από  την 1η Εφορεία Νεοτέρων Μνημείων (αρ. πρωτ. 997/σχ.1383/26.10.88) από την Κοινότητα Γουβών με χρηματική ενίσχυση του ΥΠ.ΠΟ/ΔΠΚΑΝΙΝ Έχει  χαρακτηρισθεί διατηρητέο μνημείο, σύμφωνα με  την Υ.Α.Φ. /131/9016/1127/23.04.77/ΦΕΚ. 417/ 29.04.77. Σήμερα το 2014 ο Πύργος καταρρέει.

Από το 1876 για πολλά καλοκαίρια της εφηβικής του ηλικίας ο Δροσίνης τα έζησε στις Γούβες συντροφιά με τον πατέρα του. Το μέρος τον ενέπνευσε και έγραψε πολλά έργα. Ακόμα η Έρση (μυθιστόρημα) και το Μοιρολόι της Όμορφης (ελεγείο) αναφέρονται στις Γούβες.

Στη σειρά αυτοτελών εκδόσεων του Συλλόγου «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ» εξέδωσε βιβλίο  υπ΄ αριθμ. 9 με τίτλο  «ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΓΟΥΒΩΝ» με κείμενο του Δροσίνη.

ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΩΝ ΚΑΣΣΑΒΕΤΗΔΩΝ

Το αρχοντικό των Κασσαβέτηδων ορθώνεται υπερήφανο στη Ζαγορά Πηλίου, πάνω στη δημοσιά. Ο χρόνος καταστρέφει ξύλα και παράθυρα, αλλά την ιστορία του δεν μπορεί να τη σβήσει.

Η φύση μ’ ένα θεϊκό χέρι, προστατεύει τη διπλή μαρμαρένια σκάλα και την κεντημένη μοναδική πόρτα. Πυκνό φύλλωμα από πουρνάρια και άγρια χόρτα σφράγισαν το πέρασμα. Άφησαν μόνο τη μορφή του Δροσίνη να πλανιέται στα μεγάλα δωμάτια, κρατώντας τα χειρόγραφα στο χέρι. Μόλις τώρα γύρισε από το μικρό –Καλύβι- το αγροτικό κατάλυμα που βρίσκεται στον λοφίσκο, ακριβώς πάνω από το Χορευτό.

Εκεί στα μεγάλα τσιφλίκια των Κασσαβέτηδων, εκεί στο δίπατο μικρό σπίτι όπου καλούσε τη Μούσα αγναντεύοντας την θάλασσα και ακούγοντας τις συνομιλίες των απλοϊκών ψαράδων, έγραφε τα αθάνατα έργα του που ακόμα και σήμερα διδάσκουν και συγκινούν όπως “Το βοτάνι της αγάπης”, “Το ψάρεμα”, “Αι μέλισσαι”, ” Αμαρυλλίς” , ” Αγροτικαί Επιστολαί” και την ποιητική συλλογή “Θα βραδιάζη”.

Το εγκαταλελειμένο αρχοντικό περιμένει την ώρα που θα μπορέσει να αναπαλαιωθεί και σαν μουσείο αγάπης και πνευματικής ζωής, για το τόπο της Ζαγοράς να γίνει πόλος έλξης του Έλληνα και του ξένου.

Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ.

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΩΜΑΣ γράφει:

Αν η Σκιάθος απετέλεσε το αντικείμενο της υ­μνωδίας του Παπαδιαμάντη, το Πήλιο βρήκε ατό πρόσωπο του Δροσίνη τον λυρικό τραγουδιστή του, τον ποιητή που τεκμηρίωσε τον έρωτά του προς αυτό με τον γνωστό εκείνο Ύμνο του και τον επικύρωσε με τις καλοκαιριάτικες περιηγήσεις του βουνού και των γραμ­μένων του γυρογιαλιών. Φυλάνε ακόμη πολύτιμη την ανάμνησί του οι παλιοί της Ζαγοράς. Αναθυμούνται το Δροσίνη, όταν, ενώ βρίσκονταν στην εξελικτική του τροχιά της ποιητικής του δημιουργίας, επισκέπτονταν τη Ζαγορά και ξεκαλοκαίριαζε εκεί κοντά στο Χορευτό, σ’ ένα καλυβάκι, που με τη σφραγίδα της παλιάδας σήμερα περιχύνει τόνους συγκινησιακούς στον επισκέπτη.

Η γνωριμία του Δροσίνη με το Πήλιο και ειδικώτερα τη Ζαγορά χρονολογείται απ’ το 1899, λίγα χρόνια δηλαδή ύστερα απ’ τους γάμους του με τη Ζαγοριανή Μαίρη Δ. Κασσαβέτη, ή χάρι της όποιας τόσο εκθειάζονταν κείνους τους καιρούς… Από κει κι ύστερα και ίσαμε το 1910 η Ζαγορά ευτυχούσε να δέχεται κάθε καλοκαίρι σχεδόν τον ειδυλλιακό μας ποιητή, πού έρχονταν πάντα με την οικογένειά του, με το πλοίο της γραμμής Πειραιά – Θεσσαλονίκης. Οι φίλοι του και οι δικοί του στη Ζαγορά ήξεραν την ημέρα της άφιξής του και επειδή το βαπόρι περνούσε νύχτα κι ανοιχτά στην θαλάσσια περιοχή του Πήλιου, άναβαν φωτιά μεγάλη στο Χορευτό της Ζαγοράς. Έτσι προσανατολίζονταν το καράβι, σταματούσε για κάμποσο στα νερά και με ντόπιες βάρκες που έπλεαν σιμά του έβγαινε στ’ ακρογιάλι ο «κυρ – Γιωργάκης», όπως χαραχτηριστικά αποκαλούνταν απ’ τους Πηλιορεΐτες.

Το σπίτι των Κασσαβέτηδων στο Χορευτό και το κα­λυβάκι του «Λογιωτάτου», δέκα λεπτά απάνου απ’ το περιγιάλι καρτερούσε τη πολύτιμη συντροφιά. Πότε το ένα και πότε τ’ άλλο παρείχαν άσυλο στο ποιητή μας κατά τα 9—10 καλοκαίρια πού πέρασε στο Πήλιο. Φυσιολάτρης όμως καταπώς ήταν ο Μεσολογγίτης ποι­ητής, ένοιωσε απ’ αρχής βαθειά μέσα του τον αντίκτυπο της ομορφάδας του βουνού, έκφρασι του όποιου αποτελεί κι ένα — απ’ τα πολλά — ποίημα, με το όποιο ευχαριστεί τη γυναίκα του, επειδή τον ωδήγησε στο Πήλιο κι από τυφλός που ήταν — όπως σημειώνει ο ίδιος — γνώρισε το φως καινούργιου κόσμου.

Απ’ τα πρώτα λοιπόν χρόνια της γνωριμίας του με το Πήλιο αρχίζει μια νέα ποιητική δημιουργία του Δρο­σίνη. Κυκλωμένος ολούθε απ’ την πράσινη πλημμυρί­δα του βουνού και εντυπωσιασμένος απ’ τα γελάμενα γυρογιάλια, τους απλούς ανθρώπους και την πλούσια παράδοσι του τόπου, νοιώθει να θερμαίνεται η ευπαθής ψυχή του. Πάνω στο ταπεινό μα τόσο γραφικό κι όμορφο κόσμο σκύβει ο Δροσίνης με επιμονή, ενωτίζεται τους παλμούς του, συνειδητοποιεί τις χαρές του, τις πίκρες του, τα βάσανά του, τα όποια αρχίζει να τραγουδάη όχι με τη ποιητική λύρα του απογοητευμένου, μα με τη λύρα του αισιόδοξου, του ανθρώπου που αντικρίζει τη ζωή με άδολο ενθουσιασμό, με πίστι προς ό,τι συνθέτει το νόημά της. Κάπου σαράντα με πενήν­τα ποιήματα, εμπνευσμένα απ’ τον εναγύρο κόσμο εκθειάζουν τη σαγήνη του περιβάλλοντος, τα έθιμα, τα εκκλησιδάκια, τα ψαρέματα, τα κυνήγια, την αγάπη. Κι όλα αυτά στιχουργημένα με τρόπο σαφή κι ανάλαφρο, γιομάτα ζωή, ζεστασιά, αχνάδα και πλαστικότη­τα, με στίχους εύληπτους και ξεκάθαρους που δεν σε ποτίζουν με κάματο, όταν εντρυφάς σ’ αυτούς, αλλ’ αντίθετα σου ξεκουράζουν το νου και τη φαντασία, ενώ ένα κύμα μουσικότητας, βγαλμένο μεσ’ απ’ αυτούς, σου θέλγει την καρδιά.

Ας μη νομιστώ ως τόσο ότι ο Δροσίνης παρεπιδημούσε μονάχος τα καλοκαίρια στο Χορευτό. Συχνά – πυκνά προσκαλούσε και φίλους του κι άλλους διανοητές και ηύξανε έτσι τη συντροφιά του εκεί. Ανάμεσα πάντως στους ξένους που παρήλασαν απ’ το τόπο σα φιλοξε­νούμενοι του Δροσίνη ήταν κι ο Γ. Ψυχάρης με τη γυ­ναίκα του, ακόμα και η δασκάλα της αγγλικής Ελένη Γκαρώ, η όποια είχε φορτιστή με το χρέος της διδαχής της ξένης γλώσσας στη Μαίρη Δροσίνη. Αναφέ­ρω και τη Γκαρώ, γιατί έχει συνδεθή μ’ ένα διασκεδαστικό περιστατικό που απαθανάτισε ο Δροσίνης σε τέσσερους ανεκδοτικούς στίχους του. Όταν έφτασε ο χρόνος να φύγη απ’ τη Ζαγορά η δασκάλα για την Α­θήνα, πήρε το ζώο του Ζαγοριανού μπαρμπ’- Αποστόλη Μωρού — φίλου του ποιητή — και με τη συντροφιά αυτού ξεκινάει για το Βόλο. Στο δρόμο όμως τους πιά­νει βροχή κι αναγκάζονται να επανακάμψουν στο κο­νάκι τους. Την επαύριο πορεύονται ξανά για το Βόλο. Του κάκου όμως, πάλι βροχή! Το ίδιο και τη τρίτη μέρα. Λεπτός είρωνας λοιπόν ό Δροσίνης σκιτσάρισε το γεγονός με το τετράστιχο.

Η Ελένη η Γκαρώ

με τον Αποστόλη το Μωρό

τρεις φορές ξεκίνησαν

μα πάλι είν’ εδώ…

Δηλωτικό ωσαύτως της ευστροφίας, με την οποία σκά­ρωνε στίχους είναι και το άλλο γεγονός: Μια μέρα είδε από μακριά τη γυναίκα του στο μπαλκόνι του σπιτιού να τινάζη φορέματα. Γυρίζει τότε στο συνοδοι­πόρο του Αποστόλη Μωρό και του λέει: Αποστόλη, Αποστόλη, να κι η Μαίρη στο μπαλκόνι με τη φούστα της μαλώνει…

Κι άλλα τέτοια περιστατικά, πού έλαβαν χώρα στο Χορευτό με το ταπεινό κόσμο της θάλασσας και του βουνού, αποτελούν την εναργή έκφρασι της ανοιχτοκαρδιάς του ποιητή και δίνουν το μέτρο της αισιοδοξίας, με την όποια αντιμετώπιζε τη ζωή. Ένδειξι ακόμα της «χρυσής καρδιάς» του και της ευπροσηγορίας του αποτελεί το γεγονός ότι ο Δροσίνης αρέσκονταν να διαλέγη κατά τις ώρες της σχόλης του τους πιο χαρακτη­ριστικούς κι απλοϊκούς τύπους του τόπου, με τους όποιους συνέθετε μια εγκάρδια και συνδιαλλακτική συντροφιά. Ώρες περνούσε με τον ζεστά ανθρώπινο αυτό κόσμο, συζητώντας αδελφικά, ήρεμα, ενώ διήνθιζε την ομιλία του με ποικιλία φαιδρολογιών και χα­ριτολογημάτων. Ο Δροσίνης πέρα απ’ την ανθρωπιά του διακρίνονταν και για το πηγαίο χιούμορ του, για τούτο δε αρέσκονταν να πρωτοστατή σε αστεϊσμούς που περίχυναν τόνους ευθυμίας και ευφροσύνης στην ομήγυρι. Η αχώριστη πάντως παρέα του στο Χορευτό της Ζαγοράς αποτελούνταν από κάποιο Καλογρίδη ή Βουβό κι απ’ τούς Γιάννη Στόλκο, Γιάννη Ρούση, Θα­νάση Λάταρη ή Κατσαρίδα (ο ίδιος ο Δροσίνης τον είχε… βαφτίσει έτσι), Γιάννη Σταύρου, Κωνσταντίνο Μωρό, Αποστόλη Μωρό κ. ά.

Αλλ’ ο μεγάλος έρωτας του ποιητή ήταν η θάλασσα. Ειρωνικός κατακτητής των ανθρώπων αυτή, κατέκτησε και την ευπαθή ψυχή του Δροσίνη, που την έκανε τρα­γούδι στα χείλη του. «Απ’ τις μεγάλες τις Αγάπες εί­σαι συ της θάλασσας αγάπη, της ομορφιάς αναγεννήτρα συ…» τραγουδάει με λυρικό αναπαλμό. Μέρες και νύχτες περνούσε πλάϊ στο κύμα του Χορευτού, ψαρεύ­οντας πάνω στους βράχους ή, ξανοιγμένος με τη βάρ­κα του στ’ ανοιχτά, καλάριζε και λεβάριζε τα παραγά­δια του και τα ψαρικά σκοινιά του, τα όποια φύλαγε στο υπόγειο της κατοικίας του στο Χορευτό. Τη βάρ­κα του την είχε αγοράσει απ’ τον αναγνωρισμένο τότε ναυπηγό τού Χορευτού Γκαγκάνη, όπως κι ο ίδιος άλ­λωστε υπογραμμίζει στα «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», μαζί με άλλα καθέκαστα της ψαρικής ζωής του. Δεν άσκουσαν όμως γοητεία στο ποιητή μας μόνο τα ψαρέματα. Με την ίδια ζέσι καταγίνονταν και με το κυνήγι στη ξηρά. Όταν η θάλασσα έμενε απρόσιτη, ο Δροσίνης πότε μόνος του και πότε με παρέα ωργάνωνε κυνηγετικές εξορμήσεις στην άτακτη επιφάνεια του Πηλίου. Ήταν τόσο δεξιοτέχνης σκοπευτής και τόση εμπιστοσύνη είχε στις σκοπευτικές του ικανότητες ώ­στε χρησιμοποιούσε όπλο όχι με σκάγια, άλλα με σφαιρίδιο που, όπως εξυπακούεται, ελαττώνει τις πι­θανότητες της επιτυχίας. Κατά τα περιδιαβάσματά του αυτά ο Δροσίνης έρχονταν σ’ εγκάρδια επαφή με τους αντιπροσωπευτικούς τύπους τού βουνού, με εξωτάρηδες, των συλλογισμών και των καημών των όποιων γίνονταν κοινωνός. Μαζί του δε έφερνε και το σημειω­ματάριό του, πάνω στο όποιο μετουσίωνε τις εμπνεύσεις του από το περιβάλλον σε ποίησι και λόγο. Το ίδιο σημειωματάριο ωσαύτως τον συνώδευε και κατά τις ναυτικές και αλιευτικές του περιπλανήσεις, για να του δίνη διέξοδο στον όγκο των εντυπώσεων που του συσσώρευε μέσα του ο περίγυρος κόσμος του βουνού και της θάλασσας. Κι όταν τις νύχτες κούρνιαζε στα αγροτόσπιτό του σμίλευε τους περίτεχνους στίχους του και στοχάζονταν τα ποιητικά του συνθέματα με τη λυρική ιδιοσυστασία τους και την ανάλαφρη δόμησι.

Η παρουσία του Δροσίνη στη Ζαγορά δεν ήσκησε έλξι μόνο στους αγροδίαιτους και στους ψαράδες, μα και στους Ζαγοριανούς δασκάλους, πού δεν εύρισκαν την ώρα να αναστραφούν με το λυρικό μας ποιητή, για να παίρνουν κυρίως τις γνώμες του αναφορικά με τα επίμαχα θέματα της Παιδείας. Σε κάποια μάλιστα επαφή δασκάλων και Δροσίνη, ο τελευταίος, αμύντορας κατα­πώς ήταν της δημοτικής γλώσσας, μίλησε στους πρώ­τους εκτεταμένα για τους φραστικούς θησαυρούς της, τονίζοντας συνάμα την ανάγκη να καταστή αυτή αξίωμα μεταξύ των Ελλήνων. Θαυμαστής όμως και λά­τρης του ελληνικού παρελθόντος, δεν έπαυε να τονίζη κοντά στα άλλα και την ανάγκη της συντηρήσεως και της αξιοποιήσεως του Σχολειού τού Ρήγα Φερραίου που αποτελεί όντως το σήμα κατατεθέν της Ζαγοράς. Κάποτε μάλιστα, όταν το επεσκέφθηκε και είδε ότι στον εσωτερικό του χώρο σταυλίζονταν ζώα, έσκουξε όσο μπορούσε στους παλιούς Ζαγοριανούς για την κα­τάντια αυτή. Κι όταν αργότερα επέστρεψε στην Αθή­να ο Δροσίνης, φρόντισε και φιλοτέχνησε με δική του δαπάνη την ανάγλυφη μορφή τού Ρήγα, την οποία έ­στειλε στη Ζαγορά, για να στηθή πλάϊ στο πρώτο σκολειό του Βάρδου της Ελευθερίας. Η γλυπτή αυτή μορφή σώζεται ως τα σήμερα στο περίβολο του Ιστο­ρικού, αλλά αναξιοποίητου δυστυχώς ακόμα μνημείου της Ζαγοράς.

Τέτοιος παρουσιάστηκε ο Γεώργιος Δροσίνης στο Πήλιο. Εγκάρδιος, στοχαστικός, πλημμυρισμένος πάν­τοτε απ’ τους χυμούς της αισιοδοξίας, αλλά και πιο ταπεινός απ’ τούς ταπεινούς, εδημιούργησε ένα άλυτο δεσμό με το τρισκάλλινο βουνό — μέχρι τα βαθειά του γηρατειά αναθυμόταν το Πήλιο και μιλούσε νοσταλγικά γι’ αυτό — κι άφησε αξεθώριαστη τη τροχιά της ζήσης του στη Ζαγορά.

Copyright © 2018 – Μουσείο Γ. Δροσίνη Powered By Quality of Services