Ο Δροσίνης εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Ιστοί Αράχνης»
Εκδίδει τη δεύτερη συλλογή, «Σταλακτίται».
Στις δύο αυτές συλλογές είναι συγκεντρωμένα μαζί με τους στίχους της «Ανθισμένης αμυγδαλιάς» τα πρώτα του ποιήματα, που πρωτοδημοσίευσε στα περιοδικά «Ραμπαγάς» και «Μη χάνεσαι».
Είναι ποιήματα σύντομα, αντιρρομαντικά, ζωντανά, ερωτικά, παιχνιδιάρικα, σε γλώσσα δημοτική.
Εκδίδει νέα ποιητική συλλογή, τα «Ειδύλλια», όπου διαφαίνεται η διάθεση ν’ απαλλαγεί από κάθε επίδραση της γαλλικής παρνασσικής σχολής και ν’ αντλήσει τα θέματά του από την ελεύθερη ελληνική ζωή του βουνού και της θάλασσας.
Σχετικά με την έκδοση των «Ειδυλλίων» ο Ρήγας Γκόλφης έλεγε ότι ο Δροσίνης, μελετώντας και εμβαθύνοντας στο νόημα του δημοτικού τρα γουδιού, επηρεάζεται, συνταιριάζει το ζωντανό αίσθημα, που κινεί τους αρχαίους Έλληνες λυρικούς και μάλιστα το Θεόκριτο, και γράφει τα «Ειδύλλια». Πραγματικά, τα ειδύλλια με τους σιγαλόφωνους στίχους, τις απλές ιδέες, τα θέματα τα παρμένα από την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων και τη δημοτική τους γλώσσα, φανερώνουν τη διάθεση για μιά ριζική αλλαγή στην έκφραση της τέχνης, που ήταν και το αίτημα των εκλεκτών του πνεύματος της εποχής εκείνης.
Ο Παλαμάς σε άρθρο του, στα «Πρώτα Κριτικά», το 1884, χαιρετίζει την έκδοση των «Ειδυλλίων» με το δημοτικό τους νόημα και βεβαιώνει την εμφάνιση νέας ποιητικής σχολής, που «εισέρχεται εις ατραπόν ολιγώτερον μεν θορυβώδη και επιδεικτικήν, αλλά περισσότερον παρθενικήν και μη πεπατημένην εν τοις πλείστοις».
Εκδίδει τα «Αμάραντα», ποιήματα αρτιώτερα σ’ έκφραση, με μουσική διατύπωση και με τη σαφήνεια, που γενικά χαρακτηρίζει την ποίηση του Δροσίνη
Εκδίδει την συλλογή του «Γαλήνη», ποιητική συλλογή, εμπνευσμένη από την εξαίσια φύση του Πηλίου, από τη ζωή του, στο βουνό και στη θάλασσα, στο Χορευτό της Ζαγοράς, που με πάθος αγάπησε ο Δροσίνης. Η φύση ποικιλόμορφη και μαγευτική, ωραία στα έκθαμβα μάτια του, τον εμπνέει, και τραγουδά τις ομορφιές της και τα στολίδια της με χάρη και με ειδυλλιακή διάθεση.
Συνδυάζει το λυρικό στοιχείο με την αφήγηση και την περιγραφή σ’ έναν εξαίσιο συνδυασμό και τραγουδεί με λυρική έξαρση τη ζωή του απλού χωρικού και τη ζωή των ψαράδων με θαυμαστή ακρίβεια και απλότητα.
Είναι ποιήματα λιγόστιχα, συχνά επιγραμματικά, ευκολονόητα, συγκρατημένα σε λυρισμό, αρμονικά στη μορφή τους, μουσικά στην έκφρασή τους, εμπνευσμένα από τα θέματα της καθημερινής ζωής. Προαναγγέλλουν τη γλωσσική μεταστροφή και την πνευματική αναγέννηση. Τα βιβλία τούτα αποτελούν την πρώτη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Δροσίνη.
Ένα χρονικό διάστημα μεσολαβεί, δώδεκα περίπου χρόνια, που ο Δροσίνης δεν έγραψε, όπως και ο ίδιος λέει, στίχους.
Στην περίοδο αυτή ανέπτυξε κοινωνικές δραστηριότητες και έγραψε πεζά βιβλία, εκλαϊκευτικά, μορφωτικά, στη σειρά του «Συλλόγου Ωφελίμων Βιβλίων» (Σ.Ω.Β.).
εκδίδει τα «Φωτερά σκοτάδια», ποιητική συλλογή, όπου αποκαλύπτει τους κόσμους της ψυχής του. Είναι ποιήματα σύντομα, επιγραμματικά, μ’ αυστηρό λυρικό νόημα. Με τα μελωδικά ερωτικά τούτα τραγούδια του εκφράζει τη βαθύτερη συγκίνησή του για ό,τι αληθινό και ωραίο αγάπησε. Ένας αγνός κόσμος ακτινοβολεί γεμάτος έκσταση και ομορφιά. Είναι ο ιδεολογικός του κόσμος. Κι’ ο κόσμος του ονείρου και της φαντασίας του. Το όνειρο είναι η ζωή του:
Άφησε τα όνειρά σου πάντοτε όνειρα
Στους κόσμους της ψυχής ζωντανεμένα.
Ο στίχος του είναι λιτός και πλαστικός σ’ όλη του την δύναμη. Ο στοχασμός του είναι βαθύτερος. Γίνεται φιλοσοφικώτερος. Η φωνή του σιγανόφωνη και κατανυκτική, με ιδιότυπο προσωπικό τόνο. Στο δραματικώτερο τραγούδι του, γαληνεύει!
Της σκλαβιάς τ’ αλυσοδέματα
σφίγγουν χέρια πονεμένα,
μα έχει σκλάβους αλευτέρωτους
και η λευτεριά.
Τάχα τι αν δεν σέρνουν σίδερα
τα δεσμά τ’ ανθοπλεγμένα;
Κάποτε είναι και από τα σίδερα
πιο βαρειά
Ο Κωστής Παλαμάς σε άρθρο του, στο Νουμά (1915) «Ξεφυλλίζοντας ένα βιβλίο στίχων», γράφει τούτο το χαρακτηριστικό:
«Ο ποιητής του βιβλίου τούτου στέκει σαν αδάκρυτος, κι’ όπου κλαίει, κλαίει από μέσα του. Την καρδιά του δεν την αφήνει να χυθή ανεμπόδιστη. Για τούτο τυπώνεται τόσο βαθειά η συγκίνησή του εκεί, όπου την αφήνει να ξεπροβάλλη απλά και κατανυχτικά σ’ ένα αρμονικώτατο συνταίριασμα ουσίας και μορφής. Παράδειγμα το τραγούδι του. Κλασικό κανείς θα μπορούσε να το πη, σύμφωνα με τον ορισμό, που κάποιος έδωκε του κλασικού. - Έργο που φέρνει με μικρά μέσα μεγάλα αποτελέσματα-».
εκδίδει νέα συλλογή, τα «Κλειστά βλέφαρα»:
Την Προλογίζει.
Φιλώντας τα κλειστά σου βλέφαρα
εγέμισες τα μάτια μου άστρα
Σε στίχους απλούς, ζωγραφικούς και ρυθμικούς εκδηλώνει η ψυχή του μ’ ευγένεια και ειλικρίνεια τα μύχια σκιρτήματά της.
Πολλά ποιήματα της συλλογής έχουν ελεύθερο στίχο.
κυκλοφορεί η «Πύρινη ρομφαία», και αι «Αλκυονίδες», συλλογές με πατριωτικά ποιήματα. Μύθοι και θρύλοι ζωντανεύουν. Υμνεί μ’ εθνικό παλμό, με βαθύτατη λατρεία και θαυμασμό την Ελληνική παληκαριά. Και ζωντανεύει τους λαϊκούς ελληνικούς θρύλους!
Τέσσερα μαύρα ατελείωτα εκατόχρονα
βουβός και αποκρυμμένος
κλωσούσε την εκδίκηση ο Δικέφαλος στο δουλωμένο γένος.
Ξάφνου μια μέρα βρόντησε
ο αντίλαλος «Ως πότε παλικάρια», Και μύριοι αετοί Δικέφαλοι φτερούγισαν από σπαθιών θηκάρια.
Το τραγούδι του, σε ιστορικές στιγμές, εμψυχώνει και σφυρηλατεί την εθνική συνείδηση.
Ένα ποίημα από τη συλλογή, που ξεχώριζε ο Δροσίνης, ίσως θα πρέπει να αναφερθεί ιδιαίτερα, είναι «Το Τάμα του Κανάρη».
Μεσάνυχτα ο πυρπολητής εγύρισε
κι’ επήδησε απ’ το γρήγορο καΐκι
πιστός, να φέρη με τα πόδια ολόγυμνα
στην εκκλησιά το τάμα για τη Νίκη.
Το χέρι, που άτρεμο έσπερνε το θάνατο
με το δαυλό – το φοβερό το χέρι,
τώρα ταπεινωμένο και τρεμάμενο
στην Παναγία ανάφτει ένα αγιοκέρι.
Η θρησκευτική συγκίνηση, που διαφαίνεται στους στίχους του ποιητή, είναι απαύγασμα μιας ιερής πίστης, που δεν τον εγκατέλειψε ως την τελευταία του πνοή. Ήταν πιστός και ευλαβής και είχε σεβασμό στα καθιερωμένα θρησκευτικά έθιμα.
εκδίδει την συλλογή του «Θα βραδυάζη».
«Μικρά λυρικά κομμάτια – μικρά αριστουργήματα», γράφει ο Παλαμάς.
Η συλλογή «Θα βραδυάζη» είναι αντιπροσωπευτική της ποίησης του Δροσίνη. Έχει όλα τα τυπικά γνωρίσματα της τέχνης του. Άψογο στίχο, μορφική εντέλεια, πλούσιο στοχασμό, συγκίνηση, λυρισμό, απαλόφωνο πάθος.
Ο Δροσίνης – εδώ – ξαναγυρίζει νοσταλγικά στα νεανικά του όνειρα και τους ενθουσιασμούς, με νέα ποιητική πνοή. Ήρεμος, βαθυστόχαστος και συντροφευμένος από την αγαπημένη ιδανική γυναίκα, ζει στο ειδυλλιακό κλασικό χωριό, με φυσιολατρική διάθεση, τις χαρακτηριστικές ωραίες στιγμές της λιτής αγροτικής ζωής, σε κάθε εποχή του έτους. Φθάνει ως το τέρμα, το θάνατο, και με μυστικοπαθή συγκίνηση και αισιοδοξία τραγουδεί το προμήνυμα μιας άλλης νέας ζωής:
Με τα όνειρά μας αληθεμένα,
μ’ όλους τους πόθους σμιγμένους σ’ ένα,
με πίστη ασάλευτη στην ψυχή
και στου θανάτου το προσκεφάλι
ό,τι στο τέλος φοβούνται οι άλλοι
θα το χαιρόμαστε – σαν Αρχή.
Καθένα από τα ογδόντα τούτα ζωγραφικά και περιγραφικά τραγούδια της συλλογής είναι κι’ ένας ύμνος στην κάθε εξαίσια στιγμή των δύο ερωτευμένων, που χαίρονται την αγάπη τους μέσα στην φύση, με τα υπέρλαμπρα στολίδια της και το αιθέριο φως, που φωτίζει την ιερή μορφή της αγαπημένης γυναίκας. της αγνής, ιδανικής αγαπημένης, όπως την ονειροπόλησε ο ποιητής. Πολύ χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Καραντώνης στις «Φυσιογνωμίες» γράφει τούτο:
«Ο Δροσίνης στους στίχους αυτούς (Θα βραδυάζη) συνταίριασε μ’ έναν πολύ γραφικό τρόπο τις δύο κύριες ροπές, της ιδιοσυγκρασίας του, την αγάπη στη φύση και την κλίση του προς το ανέφελο ερωτικό ειδύλλιο. Οι δύο αυτές ροπές είναι από φυσικού του αλληλένδετες, γιατί δεν είναι δυνατόν να νοηθεί ερωτικό ειδύλλιο, έξω από την ατμόσφαιρα της υπαίθρου. Αυτό το αλληλένδετο των δύο ροπών, ωραία και υποβλητικά το ισορρόπησε ο Δροσίνης, γιατί και οι δύο ροπές αποτέλεσαν τα συστατικά της ανθρώπινης και της ποιητικής του ιδιοσυγκρασίας.
Η ζωή, που τραγουδιέται στους στίχους αυτούς, είτε είναι πραγματική εμπειρία, είτε ιδεατή σύνθεση στιγμών εμπειρίας, είτε και ονειροπόληση λυρική, δείχνει την καλύτερη ποιητική πλευρά του Δροσίνη, το ειδικό βάρος της ψυχής του».
εκδίδει το θαυμαστό «Μοιρολόϊ της Όμορφης», το αγαπημένο του βιβλίο. Η ανάμνηση της ιστορίας του – αληθινής ιστορίας- συγκινούσε βαθύτατα τον ποιητή. Είναι γραμμένο, όπως ο ίδιος διηγείται, για μια πανέμορφη χωριατοπούλα, που τη γνώρισε ένα καλοκαίρι στις Γούβες. Θαύμασε την ομορφιά της και τη χάρη της και για πολύ καιρό χάρηκε τη συντροφιά της. Η παιδική διαλεχτή φίλη του, που τον συνέδεσε μαζί της αγνό πλατωνικό αίσθημα, έπειτα από χρόνια παντρεύτηκε έναν πλούσιο και έφυγε από το χωριό. Η νοσταλγία του βουνού τη θανάτωσε. Με τη φαντασία του τη ζωντάνεψε, την ξανάφερε στο ωραίο πατρικό της, την έντυσε τα χωριάτικά της ρούχα, και άρχισε σε στίχους δραματικούς δεκαπεντασύλλαβους το τραγουδιστό μοιρολόγι της:
Το σπίτι σου είναι φτωχικό κι’ εγώ το είδα παλάτι
και στο κατώφλι καθιστή βασιλοπούλα εσένα.
Μοιρολογεί σε στίχους, πότε με τόνο συγκρατημένου πόνου, πότε ξεσπώντας σε λυγμούς, την πανέμορφη χωριατοπούλα.
εκδίδει το «Είπε».
Ο πρόλογός του έχει λίγα επιγραμματικά λόγια, που ανταποκρίνονται απόλυτα στην αλήθεια. Ομολογεί, πως στιχουργεί ξένα ποιήματα
σ’ ελεύθερη μετάφραση.
«Είπε και εγώ ξαναλέω».
«Καλής μοίρας θέλημα μ’ άφησε εμπιστευμένα μία δωδεκάδα χειρόγραφα σε ξένη γλώσσα, αλλά από ψυχή ελληνική, σε λόγο πεζό με ρυθμική φόρμα, ξεχείλισμα μιας απόκρυφης λατρείας της τέχνης». Δεν απεκάλυψε το όνομα της ποιήτριας.
Είναι γραμμένα σ’ ελεύθερο στίχο αρμονικό. Έχουν κάποια πρωτοτυπία.
κυκλοφορεί τη συλλογή «Φευγάτα χελιδόνια».
Με την πείρα της μακρόχρονης ζωής του, τραγουδά νοσταλγικά, στοχαστικά, με ύφος κάπως μυστηριακό και με κάποια φιλοσοφική διάθεση, τραγούδια της νιότης και της αγάπης. Πότε σε στίχους μελωδικούς, πότε σ’ ανάλαφρους και παιχνιδιάρικους.
Τα φευγάτα χελιδόνια
θάρθουν απ’ την Αραπιά,
Τα φευγάτα μας τα χρόνια
δεν γυρίζουν πιά.
τυπώθηκαν οι «Λαμπάδες». Εξήντα εξ σονέττα ζωγραφικά, με άρτια μορφή, εμπνευσμένα από το σκληρό θάνατο μιας παιδούλας 16 ετών, που ο Δροσίνης αγάπησε ολόψυχα σαν πατέρας και σα φίλος. Δεν κυκλοφόρησαν αμέσως για λόγους συναισθηματικούς.
εκδίδει ένα μικρό βιβλιαράκι με 427 γνωμικά και λυρικά τετράστιχα, «Σπίθες και τέφρες» μεταγενέστερα «Σπίθες στη στάχτη». Πολλά
είναι σαν αποφθέγματα. Άλλα σαν δημοτικά τραγούδια.
Ω! θύμησες της νιότης μου,
χαράς απομεινάρι,
στερνό μου βιός, που δεν μπορεί
κανείς να μου το πάρη.
Ανέκδοτη έχει την ποιητική συλλογή «Άνθη αμυγδαλιάς», που έγραψε τα τελευταία χρόνια με δροσιά και με χάρη νεανική.
Ο Δροσίνης έχει και μεταφράσεις. Έδινε εξαιρετική σημασία στο μεταφραστικό έργο.
Ο Παλαμάς εξυμνούσε το μεταφραστικό έργο του Δροσίνη. «Δεύτερη δημιουργία», έλεγε. Και, συχνά, επαναλάμβανε τους στίχους του Νίτσε, μεταφρασμένους από τον Δροσίνη.
Σε κάμπους χαμηλούς μη στέκεσαι,
μην ανεβαίνεις στα μεγάλα ύψη.
Βλέπει κανείς τον κόσμο ομορφότερο,
χωρίς να στρέψη επάνω ούτε να σκύψη.
Δρόμος κανείς, πέτρα παντού και βάραθρο.
Το θέλησες εσύ και παραστράτησες.
Και τώρα εμπρός. Κρύα η ματιά και ξάστερη.
Τόλμη. Στον κίνδυνο αν πιστέψες, χάθηκες.
Μεταφράσεις έχει περιλάβει και στη συλλογή του «Φευγάτα χελιδόνια» με τίτλο «Ξένες φωνές».
Εδώ κλείνει το ποιητικό έργο του Δροσίνη. Έργο εμπνευσμένο από την ζωή του, ζωντανό και αληθινό.
Στις ποιητικές συλλογές του Δροσίνη, καθρεπτίζεται η ψυχή του. Δεν χρειάζονται αναλύσεις. Δεν υπάρχουν αδιέξοδα, δεν κρύβουν τίποτα περισσότερο απ’ όσα λένε. Αυτή η έλλειψη υποβολής δεν ζημιώνει. Εκείνο που λένε, έχει μία αισθητική και μία ποιητική αρτιότητα.
Εκούνησε την ανθισμένη αμυγδαλιά
Με τα χεράκια της
Κ’ εγέμισ’ από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά,
και τα μαλλάκια της.
Αχ! χιονισμένη σαν την είδα την τρελλή
γλυκά την φίλησα,
Της τίναξα όλα τ’ άνθη απ’ την κεφαλή
Κ’ έτσι της μίλησα:
-Τρελλή, να φέρης στα μαλλιά σου τη χιονιά˙
Τι τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θε ναρθή η άγρια βαρυχειμωνιά
Δεν το στοχάζεσαι;
Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παληά
Τα παιχνιδάκια σου,
Κοντή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου!
Η ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ.
Η Δροσίνα Δροσίνη – Μελετοπούλου που σήμερα δεν ζει, πρόλαβε, ενώ άγγιζε κι αυτή σαν τον Ποιητή, τον αιώνα, να διηγηθεί το τυχαίο περιστατικό που έκανε τον Δροσίνη να γράψει την «Ανθισμένη Αμυγ-δαλιά». Ήταν ξαδέλφη του. Είχε έρθει από το Μεσολόγγι και σπούδαζε στο Αρσάκειο. Έκανε συντροφιά με την αδελφή του Ποιητή την Κάκια. Κάθε Κυριακή η Δροσίνα Δροσίνη πήγαινε καλεσμένη στο σπίτι του Δροσίνη, που ήταν απέναντι από το Αρσάκειο στην οδό Παρθεναγωγείου, σήμερα Πεσματζόγλου. Η ίδια διηγείται: «Ο Γιώργος καλοντυμένος με τις άσπρες γκέτες, μας πήγαινε περίπατο. . .». Μια Κυριακή, επειδή ήταν ακόμη νωρίς και ο Δροσίνης είχε κάτι να γράψει στο δωμάτιό του, η Κάκια, η αδελφή του και η Δροσίνα, κατέβηκαν στον κήπο. Ήταν τότε κοριτσόπουλα στα δεκάξι τους χρόνια. Κάποια στιγμή κάτι της είπε η Κάκια, κάτι της απάντησε η Δροσίνα, άρχισαν να κυνηγιούνται, σε κάποια στιγμή η Δροσίνα, αφήνοντας μακριά την ξαδέλφη της σταμάτησε ανάμεσα σε δύο αμυγδαλιές ανθισμένες. (ο Δροσίνης μιλάει για ανθισμένη νεραντζιά, που την έκανε αμυγδαλιά «ποιητική αδεία»). Η κοπέλα κράτησε με τα χέρια της τους κορμούς, τους κούνησε και τότε τα άνθη, που έπεφταν απ΄ τις αμυγδαλιές σαν καταρράκτης, γέμισαν τα μαλλιά της και τους ώμους της . . . Η Κάκια, που την πλησίασε, της είπε πόσο όμορφη ήταν, έτσι στολισμένη. Τη σκηνή αυτή ακριβώς είδε ο ποιητής από το παράθυρό του. Οι ξαδέλφες έφυγαν από τον κήπο, μπήκαν στο σπίτι και η Δροσίνα έμεινε λίγο μόνη στο σαλόνι, ώσπου να ετοιμαστεί η Κάκια για τον περίπατό τους. Τότε μπήκε ο Δροσίνης κρατώντας ένα φύλλο χαρτί στα χέρια του.
Η «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» είχε γεννηθεί . . . και θα ζει αιώνια στις καρδιές των ανθρώπων, χάρη στον ποιητικό οίστρο του Δροσίνη και τη λύρα του αγνώστου μελωδού. Κέρδισε την αθανασία στα στόματα των Νεοελλήνων.
Για την Αμυγδαλιά το 1888 ο Δροσίνης γράφει: «Εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν θα αποκαλυφθή ο πραγματικός συνθέτης, γιατί ίσως δεν υπάρχει. Η Μυγδαλιά έχει τον τύπο της ιταλικής καντάδας και πιθανότατα στης καντάδα αυτής τη μουσική συνταιριάστηκε. Το κακό είναι, πως η μουσική έσωσε τους μετριότατους στίχους, ενώ πέρασαν απαρατήρητα τόσα άλλα τραγούδια μου. Έτσι κατάντησα να είμαι ο ποιητής της Μυγδαλιάς . . .»
«Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου». Τόμος Δ’ σ. 252
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΡΑΜΠΑΓΙΑΣ το 1882. Ο συνθέτης παραμένει άγνωστος. Ο Δροσίνης πίστευε ότι συνταιριάστηκε σε επτανησιακής καντάδας μουσική.
Ο Δημήτριος Λαμπίκης δημοσίευσε το άρθρο: «ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» και εμείς το θυμόμαστε με νοσταλγία και συγκίνηση.
«Η “ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ” ΤΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ ΣΤΟ ΣΑΛΕΝΤΟ»
Ανθεί πράγματι και εκεί πέρα ως άσμα μεταξύ των λησμονημένων απογόνων των κοινών μακρυνών προγόνων μας. Και ως άσμα μοντέρνο μάλιστα, όπως και εδώ κατά τα τελευταία χρόνια. «Ριτόρνα αλ τέμπο ντ’ αμόρε» του συμπαθητικού αυτού τραγουδιού. Και να εξηγήσω το πώς, αφού ανατρέξω εις ολίγην … προϊστορίαν. Ενδιαφέρει πολύ.
Εις το «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος» εδημοσίευσα ένα, μάλλον σύντομον, άρθρον μου σχετικόν με τας περιοδείας και λαογραφικάς ερεύνας μου ανά τα ελληνόφωνα χωρία της Νοτίου Ιταλίας, την επικρατούσαν – την ομιλουμένην – εκεί παρεφθαρμένην ελληνικήν διάλεκτον και τα εις αυτήν γραφόμενα πρωτότυπα – από διαφόρους λογίους – και άλλα μεταφραζόμενα ποιήματα γνωστών νεοελλήνων ποιητών μας, τα οποία δεν είχα συμπεριλάβει εις το κατά το 1933 εκδοθέν βιβλίον μου «Ελληνισμός της Νοτίου Ιταλίας» και ιδίως της περιοχής του Σαλέντο, όπως λέγεται η μεταξύ Λουπίου και Οτράντο περιφέρεια. Εις το άρθρον εκείνο ανέφερα – μεταξύ άλλων και τα ποιήματα του Δροσίνη «Η θάλασσα και τα ποτάμια», του μετέφρασεν ο Πασκουάλε Λεφόνς από το «Καλημέρα», και το άλλο ποίημα του ιδίου ποιητού από τα «Φωτερά Σκοτάδια» «Κάποια Νύχτα», το οποίο μετέφρασεν ο εκ της περιοχής εκείνης καταγόμενος φιλόπονος γλωσσολόγος και ποιητής Ντομενικάνο Τόντη και άλλα. Σήμερα ως συμπλήρωμα εργασιών εκείνων, των τόσων συμπαθητικών, μου έρχεται ένα γράμμα φίλου ερασιτέχνου λογίου από το Σαλέντο, σχετικόν με το δημοφιλές τραγουδάκι του Δροσίνη «Η Ανθισμένη Αμυγδαλιά».
Το αξέχαστο αυτό τραγουδάκι, με το οποίον έψαλλε τους καϋμούς της η πρεσβυτέρα μας γενεά και το οποίον σήμερα ξαναζωντάνεψε με κάποια ανεξιχνίαστη νοσταλγία στην ψυχή της νεολαίας μας και με θριαμβευτική επιτυχία μάλιστα από όλο το ρομαντικό ρεπερτόριο, επέρασε τα σύνορα της Ελλάδας και έφθασεν ως τους Ελληνοϊταλούς του Σαλέντο. Άλλοι εκεί πέρα το τραγουδούν με αμετάβλητα τα λόγια – και τη μουσική – του πρωτοτύπου:
Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της και γέμισ’ από τ’ άνθη η πλάτη, η αγκαλιά, και τα μαλλάκια της.
………………………………………..
Τις μισές και περισσότερες από τις λέξεις του τις ξεύρουν από τη μητρική τους διάλεκτο, τις άλλες τις λέγουν μηχανικά.
Άλλοι όμως το τραγουδούν όλο καλομεταφρασμένο στην τοπική του διάλεκτο, αφορμή σ’ αυτό έδωσε ο υποφαινόμενος. Κάποια ημέρα, μια ωραία φθινοπωρινή ημέρα προπέρυσι, επήγαμε με μια παρέα από εντοπίους Καλημερέζους – συμπατριώτας του γνωστού Ελληνοσολεντινού ποιητού και λογίου Βίτο Πολούμπο, στην Σάντα Ρόκκα, λουτρόπολιν των ελληνοφώνων χωρίων της περιοχής των. «Επεί πόσιος και εδυτήος, εξ έρον έμεθα» επήραμεν ως επιδόρπια μερικά νεοελληνικά τραγούδια γνωστά άκρες μέσες εκεί και δημοφιλέστατα. Ο Σαλβατόρε Λεφόνς αδελφός του γλωσσολόγου, και μεταφράσαντος ιταλικά «Το Βοτάνι της Αγάπης» του Δροσίνη, προσέφερεν ως δείγμα της ελληνογνωσίας του το τραγουδάκι:
Βάρκα θέλω ν’ αρματώσω
με σαράντα δυο κουπιά
……………………………
Άλλοι ετραγουδούσαν στίχους από Ελληνικές Ανθολογίες:
Ποιήματα σχολικά του Αγγέλου Βλάχου, του Α. Ραγκαβή, του Βιζυηνού και μερικά άλλα, λίγο απ’ το καθένα. Ήλθε και η σειρά της «Ανθισμένης Αμυγδαλιάς». Κάποιος από την παρέα μας, που είχε ζήσει λίγον καιρό στην Ελλάδα, τη θυμήθηκε, με κάπως ανακατεμένα τα λόγια – τα οποία έσπευσα να του διορθώσω.
Όταν τους απεκάλυψα ότι το τραγουδάκι αυτό είναι του Δροσίνη, ο Λεφόνς, ο οποίος ήξευρε τον ποιητή εξ αδελφικών παραδόσεων, με υπεχρέωσε να του το μάθω όλο και να εξηγήσω τας αγνώστους γι’ αυτόν λέξεις εις την σαλεντινήν διάλεκτον. Συνεμορφώθην ευχαρίστως προς όλα αυτά. Υπό τον απαλόν φλοίσβον του κύματος και την αύραν του Ιονίου, που ερχόταν σαν χαιρετισμός από της αντικρυνές μακρυά ακτές της Ελλάδος, το εδίδαξα με τα λόγια που ήθελαν και με τη μουσική του. Μετά εκάμαμε εν χορώ πρόβα τζενεράλε, η οποία επέτυχε εξαιρετικά και άφηκε τας ωραιοτέρας αναμνήσεις! Και αι αναμνήσεις αυταί μου ξαναζωντανεύουν ήδη.
Ένα γράμμα που έλαβα προ ολίγου τώρα καιρού απ’ εκεί με πληροφορεί ότι οι νοσταλγοί εκείνοι του ελληνικού παρελθόντος – μακρινού και κοντινού – εφιλοτέχνησαν μια πληρεστέρα μετάφραση της «Ανθισμένης Αμυγδαλιάς» στην τοπική τους διάλεκτο, κάτι μεταξύ παρεφθαρμένης Ελληνικής και παρεφθαρμένης Ιταλικής. Μου στέλνουν και το φιλοτεχνηθέν κείμενον προς … έγκρισιν:
Ετίναφσε την φιουρίτα αμυβδαλή
με τα σεράκια της
τσαι σκέπασε με φιούροι
όλην την αμπρατσιά
τσαι τα μαλλάτσια της
Μ’ όταν την είδα όλη σιόνια την πατσή
γλυτσέα της μίλησα
της τίναφσα τους φιούρους
από την τσεφαλή
τσαι την εφίλησα
Πατσία γιατί να φέρης
στα μαλλιά σου τη σιονιά;
Μη τόσο σπιτσεύεσαι
Μανεχός θα έλθη
ο βαρέο σειμωνάς
ντεν το πενσεύεσαι;
Και πριν έλθη η βαρυχειμωνιά της αιωνίας λησμονιάς και για την ελληνοσαλενιντή γλώσσα, που σβύνει σιγά- σιγά, παραδίδουν στους μεταγενέστερους το ωραίο αυτό τραγουδάκι, με το οποίον ψάλλουν κάποιους ρομαντικούς καϋμούς και νοσταλγούν κάποιον ιδανικόν ελληνικόν κόσμον, οι σημερινοί απόγονοι των μακρυνών ιδρυτών της «Μεγάλης Ελλάδος». Μα και όταν έλθη η μοιραία βαρυχειμωνιά ίσως και τότε να μη μαρανθή στην ψυχήν των παντοτινών η ελληνική «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» του τραγουδιού που μετεφυτεύθη στον τόπο τους.
· Αναφορά στο βιβλίο της σειράς αυτοτελών εκδόσεων του Συλλόγου «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ» αριθμ. 16.
Ο Δροσίνης γράφει:
Το “Χώμα ελληνικό” γράφτηκε στη Λειψία, το Φθινόπωρο του 1885, μία μέρα βροχερή και τόσο σκοτεινιασμένη, που άναψα την κρεμαστή λάμπα του γκαζιού στην κάμαρά μου… πρωτόφταστος εκεί, ξένος ακόμη στη στοργική πόλη που με τον καιρό τόσο αγάπησα, ένιωσα μια νοσταλγία για την Ελλάδα που μου’ φερνε τα δάκρυα στα μάτια και την απελπισία στην ψυχή και στο ξεχείλισμά της κάθισα κάτω από το φως και έγραψα χωρίς διακοπή, σαν κάποιος να μου το υπαγόρευε σε αυτά κι οδηγούσε το χέρι μου.
Ημερολόγιο Γ. Δροσίνη σ.σ. 5-6.
ΧΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΑΜΑΡΑΝΤΑ
Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
Και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
Άφησε να πάρω κάτι κι’ από σένα,
Γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη.
Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω,
Για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό,
Φυλαχτό απ’ αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
Μόνον λίγο χώμα, χώμα Ελληνικό!
Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
Χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
Χώμα μυρισμένο απ’ το καλοκαίρι,
Χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει,
Μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
Μόνο με του Ήλιου τα θερμά φιλιά.
Το μοσχάτο κλήμα, το ξανθό σιτάρι,
Τη χλωρή τη δάφνη, την πικρή ελιά.
Χώμα τιμημένο, πώχουν ανασκάψη
Για να θεμελιώσουν ένα Παρθενώνα,
Χώμα δοξασμένο, πώχουν ροδοβάψη
Αίματα στο Σούλι και στον Μαραθώνα,
Χώμα πώχει θάψη λείψαν’ αγιασμένα
Απ’ το Μεσολόγγι κι’ από τα Ψαρά,
Χώμα που θα φέρνη στον μικρόν εμένα
Θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά.
Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια,
Κι’ όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλη,
Από σε θα παίρνη δύναμη, βοήθεια,
Μην την ξεπλανέσουν άλλα, ξένα κάλλη.
H δική σου χάρη θα με δυναμώνη,
Κι’ όπου κι’ αν γυρίζω κι’ όπου κι’ αν σταθώ,
Συ θε να μου δίνης μια λαχτάρα μόνη:
Πότε στην Ελλάδα πίσω θε ναρθώ.
Κι αν το ριζικό μου -έρημο και μαύρο –
Μούγραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
Το υστερνό συχώριο εις εσένα θαύρω,
Το υστερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω,
Έτσι, κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
Και το ξένο μνήμα θάναι πιο γλυκό,
Σα θαφτής μαζί μου, στην καρδιά μου απάνω,
Χώμα αγαπημένο, χώμα Ελληνικό!
ΧΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ – Σ΄ΤΑ ΞΕΝΑ – ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Το «Χώμα Ελληνικό» είναι το Πανελλήνιο Τραγούδι μετά από τον ύμνο του Σολωμού. Είναι το εθνικό τραγούδι των μεταναστών στην Αμερική και έχει μεταφραστεί στα αγγλικά.
Στον τάφο της κόρης του Δροσίνη, Αγγελικής ή Μπεμπούλας, στη Ρώμη, διαβάζουμε λόγια από το ποίημα «Χώμα Ελληνικό».
ANGELICA CORTINI
NATA DROSSINIS
ATENE 23.11.1898
ROMA 08. 05.1982
KAI TO XENO MNHMA ΘANAI PIO GLYKO
SA THAFTEIS MAZI MOU, CWMA AGAPHMENO
CWMA ELLHNIKO!
G. DROSSINIS
Ο Μίκης Θεοδωράκης το έχει μελοποιήσει πριν πολλά χρόνια. Ήταν και γι’ αυτόν όπως και για πολλούς Έλληνες «το τραγούδι που έμαθα στη ζωή μου…»
Ο Μίκης Θεοδωράκης αλληλογραφεί με την Καίτη Μάνου για το «Χώμα Ελληνικό», από το Παρίσι το 1986.
Θέματα Εθνογραφίας
Στο περιοδικό Ενδοχώρα διαβάζουμε σήμερα το 2002 για το «Χώμα Ελληνικό».
Μετά από διακοπή ενός σχεδόν χρόνου συνεχίζουμε τη δημοσίευση κειμένων εθνογραφίας τα οποία ο συνεργάτης μας Σάββας Παπαδόπουλος έχει καταγράψει προ δεκαετίας από πρόσφυγες 1ης και 2ης γενιάς της περιόδου 1920 και εξής:
Από τον Καύκασο στη Θεσσαλονίκη
« Το 1921 ήμουν οκτώ χρονών. Πανικός έπιασε όλους τους Έλληνες στο Βατούμ. Να φύγουν όλοι για την Ελλάδα. Προέβλεπαν την επικράτηση του κομμουνισμού και κρυβόντουσαν. Το όνειρό τους ήταν να έρθουν στην Ελλάδα και έπρεπε να εκπληρωθεί αυτό το όνειρο.
Ξεκινήσαμε με το πλοίο όχι ελληνικό μας άφησαν και πήραμε όλα τα πράγματά μας. Όλη την περιουσία μας, ότι είχαμε. Ξεκινήσαμε με αισθήματα, όπως «Πότε θα ιδούμε την Ελλάδα» την οποία παρουσίασαν οι γονείς μας σαν ένα άπιαστο τοπίο ασύλληπτης ομορφιάς, προόδου, αξίας πολύ μεγάλης.
Όταν τον πατέρα μου διορισμένο δάσκαλο των Ελλήνων στην Κοινότητα του Βατούμ, στο Κορολιστάν όπου υπηρέτησε τον βάλανε να πει ένα ποίημα, το Χώμα Ελληνικό του Γ. Δροσίνη, όλοι κλάψανε. (Το απάγγειλε στο Συνέδριο των Ελλήνων του Πόντου στο Βατούμ, το 1918).
Όταν ξεκινήσαμε να φύγουμε αρχικώς φτάσαμε στην Καλαμαριά. Κοντά στην (Αμερικανική) Γεωργική Σχολή, μακριά από την Πόλη της Θεσσαλονίκης. Εκεί μείναμε έξι μήνες …
Μόλις βγήκαμε από το πλοίο, τρέξαμε εγώ κι η αδελφή μου η Γεωργία (Κατά ενάμιση χρόνο μεγαλύτερη), πέσαμε καταγής και φιλούσαμε την άμμο. Αχ, Γεωργία. έλεγα εγώ, χώμα ελληνικό, χώμα ελληνικό. . και πιάναμε και φιλούσαμε την άμμο … και τη φιλούσαμε και κλαίγαμε με δάκρυα στα μάτια .. Την αγάπη αυτή προς την πατρίδα μάς την ενέπνευσαν οι γονείς μας από μικρή ηλικία».
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ
ΧΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
Διαβάζουμε:
Επιστολή του Δροσίνη προς την κόρη του Λίλυ και το γαμπρό του.
Κύριον και Κυρίαν ντε Πλάντα
Χρονολογία 7 Ιουνίου 1946, γράφει τα εξής:
Πολύ καλά έκανες, Γιαννάκη, που μετέφρασες την «πατρίδα»
Ξέρω πως είναι το Εθνικό Τραγούδι των Μεταναστών στην Αμερική
Το Ελληνικό Χώμα είναι το Πανελλήνιο Τραγούδι ύστερα από τον
Ύμνο του Σολωμού. Τόσο που ένας ομογενής της Αιγύπτου, ο Μωρέλλης, που την κόρη του πήρε ο Λάμπρος Κορομηλάς, είχε παραγγείλει, όταν τον κατεβάσουν στον τάφο, να του ρίξουν το Ελληνικό χώμα κατάσαρκα επάνω του στην καρδιά του, Μου το διηγήθηκε όπως σας τα γράφω η κόρη του που ήρθε μια μέρα επίτηδες να με ιδεί και με δάκρυα μου τα έλεγε.
Το Ελληνικό Χώμα έχει μεταφραστεί Αγγλικά και έχει απαγγελθεί
στη Λόντρα από μια νέα Αγγλίδα τόσο καλά (καθώς μου έχει γράψει ο
Κακλαμάνος) που συγκίνησε το ακροατήριο, σαν να ήταν για το
Βρετανικό χώμα … …ξέρετε πως, όταν πέθανε στη Φλωρεντία η βασίλισσα Σοφία, πολλές Κυρίες από δω έστειλαν σ’ ένα αργυρό βαζάκι λίγο χώμα από την Ακρόπολη και χαραγμένους σε μια πλακίτσα ασημένια τους τελευταίους στίχους» Έτσι κι αν σε ξένα χώματα … … ..…» για να
το βάλουν στο τάφο της … … …..
Ο Δροσίνης σ’ ένα άλλο γράμμα γράφει: Το γράμμα σας ήρθε στο μοναχικό κελί σαν ανοιξιάτικη πνοή απ’ το ανοικτό παράθυρό μου. Μου χαρίσατε την χαρά. Με το «χώμα το Ελληνικό» ξέρω που έγινα ιεροκήρυκας της λατρείας στην Ελλάδα, έτσι αν συντελέσω να αγαπήσετε την Ελλάδα όσο της αξίζει και να γίνετε άξιοι Έλληνες, η ζωή μου δε πήγε χαμένη.
Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΙΤΗ ΒΙΘΥΝΟΥ- ΜΑΝΟΥ.
Από τα κείμενα του Δροσίνη μαθαίνουμε ότι η Κηφισιά έγινε μόνιμη κατοικία των Δρoσίνηδων από το 1939.
Τα χρόνια πέρασαν, το σώμα βάρυνε. Ο Δροσίνης δεν μετακινείται πια εύκολα. Η καλοκαιρινή βεράντα προς τη μεσημβρινή γωνία του σπιτιού γίνεται το γραφείο του. Αντικρίζει την Πάρνηθα και γράφει τα ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.
Η «Αθάνατη φίλη», η μεγάλη αγάπη του Δροσίνη, τoν επισκέπτεται ελάχιστα. Στην κάμαρά του απέναντι ζει η τελευταία Μούσα του. Ένα κοριστόπουλο γεμάτο δροσιά και χάρη.
Θυμάται ότι, όταν πρωτογνωρίστηκαν, ήταν Φθινόπωρο το 1928, ήταν μεσημέρι. Εκείνος διάβαζε στον εξώστη του υπνοδωματίου του. Η αδελφή της έπαιζε μια σονάτα του Beethoven και μια γυναικεία νεανική φωνή έκλεισε τη μεσημβρινή αυτή συναυλία. Ο ίδιος γράφει: «Πέρα από το πλαγινό δρομάκι και τα χαλάσματα των Αγίων Θεοδώρων, για πρώτη φορά ξεχωρίζω απ’ ένα μεγάλο δίπατο σπίτι, να έρχεται γλυκόφωνο τραγούδι. Τι θαύμα !»
Αναζήτησε τη φωνή και συνάντησε τη γυναίκα. Δεν τραγουδούσε μόνο ωραία, αλλά διάβαζε επίσης θαυμάσια. Τα νιάτα της, το χαμόγελό της, τα χέρια της τον κατακτούν. Μερικοί περίπατοι στους καταπράσινους δρόμους της Κηφισιάς, οι συζητήσεις τους, η παρέα της τον επηρεάζουν, τον εμπνέουν. Γράφει ποιήματα για την Καίτη.
Διαλέγουμε από την Ποιητική Συλλογή Φευγάτα Χελιδόνια:
Η ΝΙΟΤΗ ΣΟΥ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ανθισμένη η Νιότη σου,
με της αφροντισιάς τη χάρη,
σκορπά τα ευωδιαστά ροδόφυλλα
στο άνανθο και ξερό χορτάρι.
Βρυσούλα κρυσταλλένια η Νιότη σου,
δροσοσταλάζει τη χαρά της
στα χέρια που διψώντας ο άχαρος
απλώνει της ζωής διαβάτης.
Λαμπάδα της Λαμπρής η Νιότη σου.
που την ανάβει η καλωσύνη,
στην εκκλησιά την αλειτούργητη
το φως της Αναστάσεως δίνει.
ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ
Με το κορμί το λιόφωτο
λεύκας ξεβλαστημένης
σε βλέπω πρωτοξύπνητη
να με προσμένης.
Θεόπλαστη τη Νιότη σου
κι’ ανέγγιχτη απ’ το χρόνο
στο πρωϊνό της ξύπνημα
την καμαρώνω.
………………………………
Με του χεριού ένα χάιδεμα
χτενίζεις τα μαλλιά σου.
πέρδικας ύμνος ορθρινός
είναι η λιαλιά σου.
Στο φως της μέρας ξέθαρρα
πετιέσαι απ’ όλους πρώτη.
Στο πρωινό της ξύπνημα
φαίνεται η Νιότη.
Η συνάντηση του γέρου λογίου με την νεαρά Καίτη ήταν φωτιά στο τζάκι το καταχείμωνο, φως από Λαμπάδα της Λαμπρής, ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα ! Ο Δροσίνης τη δέχτηκε σαν δώρο του καλοκαιριού.
Η ΧΑΡΗ
ΑΝΕΙΠΩΤΗ, ατραγούδητη, αζωγράφιστη
κι’ ασκάλιστη μένει η δική σου χάρη.
Πώς να την παραστήσουν λόγια, χρώματα,
μαρμάρου σκάλισμα, λύρας δοξάρι;
Η ομορφιά σου σταθερή κι’ ασάλευτη
πιάνεται από τεχνίτη αυτή και μάτι.
Μα η χάρη σου είναι αφρός, αγέρας, σύννεφο.
γλιστρά, περνά χωρίς ν’ αφήση κάτι …..
Και νιόθοντάς την ο τεχνίτης άπιαστη
κ’ έξω από κάθε Τέχνη του πλασμένη,
πετά τ’ ανώφελα της Τέχνης σύνεργα,
τη βλέπει, την ακούει – και σωπαίνει.
1928. Εκείνη τη χρονιά η τύχη έφερε ένα ήπιο φθινόπωρο και ο χειμώνας άργησε ν’ αρθεί. Έτσι οι Δροσίνηδες παρέμειναν στην ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ μέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Οι μήνες που ακολούθησαν πέρασαν χωρίς κανέναν νέο από την Κηφισιά. Τ’ αδέλφια δεν ανέβηκαν και οι ζεστές βραδιές του καλοκαιριού κλειδώθηκαν στα συρτάρια του γραφείου.
Τον Ιούνιο του 1930 η δεκαεξάχρονη Καίτη τον περίμενε, όπως ένα πολύχρωμο βιβλίο. Πρόσμενε να το διαβάσει και ο Δροσίνης καλοδέχτηκε τα νιάτα και πάλι!
Ο ίδιος γράφει: «1929 – 1930 χειμώνας – άνοιξη κάθε Παρασκευή πρωί ανέβαινα στην Κηφισιά μόνος κ’ έμενα ως Κυριακή πρωί. Τις περισσότερες ώρες μου περνούσα με νεανική συντροφιά ή σε μακρινούς περιπάτους ως τα μάρμαρα της Πεντέλης ή στην κάμαρά μου ή σε γειτονικό σπίτι, που το πρωτόδεσε με το δικό μου σπίτι, ανάερο το γεφύρι του τραγουδιού.
Γράφει ακόμα: … με διάβασμα μεγαλόφωνο και χαμηλόφωνο εξήγηση προσπαθούσα να μεταδώσω στις δύο νεανικές ψυχές που μ’ άκουαν σταλαματιές από το συναγμένο μέλι της ανθρώπινες σοφίας τριάντα αιώνων. Τις βραδυές τις περνούσαμε στην κάμαρά μου με μουσική… Ένα μικρό ραδιόφωνο από τα πρώτα που ήρθαν στην Ελλάδα, μια «Αρκολέττα» της τηλεφούνκεν … Η συντροφιά μας τελείωνε κατά τα μεσάνυχτα …»
Σ.Φ.Ζ. τόμ. Δ΄ σ. 22
Για τη συγκέντρωση του υλικού ο Δροσίνης δεν περιορίστηκε μόνο στις γνωστές συλλογές, αλλά κατέφυγε και σε λογοτεχνικά βιβλία, απ’ όπου θησαύρισε ανάλογο υλικό. Οι συλλογές Εκλογαί από τα δημοτικά τραγούδια του Ελληνικού λαού του Ν. Πολίτη και Δημοτικά τραγούδια του Αγ. Θέρου δεν ήσαν επαρκές πηγές για το θέμα του, για τούτο και αναζήτησε, ανάλογο υλικό τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή παράδοση. Κατέφυγε στα ιπποτικά μυθιστορήματα, στα Κυπριώτικα τραγούδια, στον Ερωτόκριτο και την Ερωφύλη, στα κατά Δάφνη και Χλόην του Λόγγου, σε επιστημονικές μελέτες και σε πλήθος άλλες πηγές.
Μέλημα του Δροσίνη, ήταν να φανερώσει το πώς ο Ελληνικός λαός θέλει τη γυναικεία ομορφιά. Για τούτο και τα αποσπάσματα που επιλέγει είναι ενδεικτικά. αναφέρονται είτε στα μαλλιά της γυναίκας, στα φρύδια, στα χείλη και στο στόμα, αναζητώντας ακόμη και στα παραμύθια το πρόσωπο της Πεντάμορφης, της Πανωραίας, της Ηλιογέννητης ή όπως αλλιώς αυτή αναφέρεται.
Είναι φανερό ότι Δροσίνης δεν έχει κατά νου ένα αντιπροσωπευτικό πρότυπο προς το οποίο θα έπρεπε να προσανατολισθεί:
Γιατί, αν στην αρχαιότητα η γυναικεία ομορφιά αποτυπώνεται στο πάγκαλο άγαλμα της Αφροδίτης, για τα νεοελληνικά δεδομένα το πρότυπο θα πρέπει να προκύψει από σύνολο ανάλογων κειμένων.
Άπαντα τόμος 10ος σ. σ. 7-8.
ΤΟ ΚΡΙΜΑ
– Άκου, παπά, το κρίμα μου. .. Δεν είν’ αυτό μονάχο.
Σαν άνθρωπος αμαρτωλός κρίματα κι’ άλλα θάχω.
Μα τ’ είνε τάλλα εμπρός ‘ς αυτό; Ό,τ’ είνε το χορτάρι.
Κοντά, ‘ς της λεύκας το κορμί, – αυτό που μούχει πάρη.
Τον ύπνο από τα μάτια μου… αυτό που με σηκώνει.
Της νύχτες σαν βρυκόλακα… αυτό που φαρμακώνει
Και το ψωμί και το νερό ‘ς το κολασμένο στόμα…
Παπά, μη μ’ αγριοκυττα’ς! δεν τάκουσες ακόμα.
Μη μου τραβάς το χέρι σου απ’ το δικό μου χέρι!
Όχι, παπά, δεν έκλεψα, δεν μάτωσα μαχαίρι. ..
Άκου, παπά, το κρίμα μου:
Σε χρόνια περασμένα
Ανήλικος ωρφάνεψα κι’ ωρφάνεψε μ’ εμένα
Και το μικρό τάδέρφι μου … Τυραννισμένα χρόνια.
Μας εφαρμάκων’ ο καϋμός, η φτώχια, η καταφρόνια.
Ήταν της μάννας η ευχή κληρονομιά μας μόνη,
Κι’ αύτη μας δεν’ υπομονή, μας διπλοδυναμώνει.
Με την ευχή της μάννας μας, με του Θεού τη χάρι,
Άνδρες γινήκαμε κ’ οι δυό …
Καθένας είχε πάρη
Τον ίσιο δρόμο της δουλειάς, μα κι’ ο καθένας χώρια.
Εκείνος πάει πραμματευτής μακρυά’ς τα Τουρκοχώρια
Κ’ εγώ τεχνίτης έγεινα και ‘ς το χωριό μας μένω.
Εάφνω λαβαίνω μήνυμα πικρό, φαρμακωμένο:
Ο αδερφός μου είν’ άρρωστος… Γυρνώντας με πραμμάτεια
‘Σ την ερημιά νυχτώθηκε – του σκότιζε τα μάτια
Η καταχνιά – διαβαίνοντας ένα παληό γεφύρι
Παραπατάει τάλογο· ζητάει να τάνασύρη·
Πέφτει’ς το ρέμμα…Τάλογο και την πραμμάτεια χάνει…
Γλυτώνει μόνος… Σέρνεται βρεμμένος ‘ς ένα χάνι…
Έρημος, άρρωστος εκεί ‘ς του πόνου το κρεβάτι
Το μήνυμα του μούστελνε με χριστιανό διαβάτη.
Καιρό δεν χάνω· ο λογισμός για μια στιγμή και μόνη
Απ’ τη λαχτάρα παραλεί κ’ ύστερα δυναμώνει.
Γεμίζω τα δισάκκια μου, φορτώνω το μουλάρι
Κ’ η νύχτα η αστροστέφανη με βρίσκει καβαλάρη
Σ’το μονοπάτι που τραβά ‘ς τα Τουρκοχώρια πέρα.
Φτάνω ‘ς το χάνι από βραδής πρίν σβύση η άλλη μέρα.
Πεζεύω, δένω το σκοινί, σπρώχνω την πόρτα, μπαίνω…
Ξανοίγω ανθρώπινο κορμί, κατάχαμα πεσμένο.
Αχ! τον εγνώρισ’ η καρδιά, πριν τον ιδή, το φως μου
Το σκέλεθρο, το φάντασμα ποιός ήτον; ο αδερφός μου!
Γονάτισα ‘ς το πλάγι του, ‘ς την αγκαλά τον παίρνω,
Την όψι μου ‘ς την όψι του τη νεκρωμένη φέρνω.
Νοιώθω μέσ’ ‘ς τάλαλο κορμί πως η ζωή είνε λίγη
Πως η ψυχή του ξεπετά και δέρνεται να φύγη.
Ο πόνος μου με μιάς ξεσπά, θέλω, ζητώ να τρέξω
Και τρέμουνε τα γόνατα…
Μέσα ‘ς το χάνι κ’ έξω
Ψυχή δεν είνε ζωντανή! Πάει η φωνή χαμένη
Κ’ η νύχτα πέφτει γύρω μας βαρειά, σκοτεινιασμένη.
Σαν λυσσασμένος δράκοντας κρύος βοριάς σφυρίζει
Και το μουλάρι μου πεινά, φυσά, και χλιμιντρίζει.
Κρύο, σκοτάδι, κόλασι και δίχως φως κανένα…
Σκύφτω και βρίσκω ‘ς τη γωνία δαυλόξυλα σβυσμένα.
Ζυγώνω τα πυριόβολα, τανάφτω και φωτίζω.
Παίρνω δαυλί ‘ς το χέρι μου, ‘ς τον άρρωστο γυρίζω.
Και σαν να πηρ’ από το φως κ’ η όψι του σβυσμένη
Για μια στιγμήν ανάλαμψε και με φωνή που μένει
Μέθα ‘ς του νου μου ακοίμητη μου λέει:
– Θα πεθάνω.
Όχι δεν κλαίω τη ζωή τη ψεύτικη που χάνω
Αν ήτανε σαν χριστιανός τα μάτια να σφαλίσης,
Να μεταλάβω, του παπά το χέρι να φιλήσω,
Κι’ όχι σαν άπιστο σκυλί, καθώς πεθαίνω τώρα.
Και δάκρυσαν τα μάτια του ‘ς τη μαύρη εκείνην ώρα.
Άκου, παπά… Τότ’ άξαφνα ‘ς τον νου το ζαλισμένο
Γεννήθηκε το κρίμα μου το φιδογεννημένο.
Θυμήθηκα ‘ς την πλώσκά μου μαύρο κρασί πώς έχω.
Παίρνω ψωμί απ’ τον κόρφο μου μέσ’ ‘ς το κρασί το βρέχω
Και κάνοντας μια προσευχή κ’ ένα σταυρό ‘ς εκείνο
Σαν Άγια Μετάδοσι ‘ς τον άρρωστο το δίνω:
– Και το κρασί και το ψωμί την ώρα αυτήν ας πάρη
Την ευλογία του Θεού και του Χριστού τη χάρι·
Τα χέρια αυτά που το κρατούν αν είνε κολασμένα
‘Σ εσέναν η συχώρεσι κ’ η κόλασι ‘ς εμένα !
Σαν χριστιανός αληθινός ψυχομαχά, πεθαίνει,
Κ’ εφάνηκε η συχώρεσι ‘ς την όψι του γραμμένη.
Τα δυό τα μάτια του σφαλώ, τα χέρα σταυροδένω,
Κάθομαι δίπλα ξαγρυπνώ και την αυγή προσμένω.
Ξύλο, δαυλί δεν έμεινε να ζεσταθώ, να φέξω …
Μια κουκουβάγια ολονυχτίς μοιρολογάει απ’ έξω.
Ω μαύρη νύχτα του καϋμού, νύχτα πλατειά, μεγάλη!
Είπα πώς χάθηκε το φως και, δεν θα φέξη πάλι.
Κι’ όταν το πρώτο χάραμμα ‘ς της χαραμμάδες είδα
Μου φάνηκε άλλου καϋμού φώς κι’ άλλης ζωής ελπίδα.
Φορτώνω τάψυχο κορμί, το δένω ‘ς τό μουλάρι
Και σέρνοντας τον άφωνον εκείνον καβαλάρη
Κινώ με τα χαράμματα και φτάνω πριν νυχτώση…
…’Σ τη μάννα που τον έχασε πάλι τον έχω δώση.
Κοιμάται ‘ς τώνα πλάϊ της και ‘ς τάλλο της το πλάϊ
Την άλλη θέσιν αδειανή για μένα τη φυλάει.
Παπά, το κρίμα τάκουσες. – Μπορεί να γείνη κι’ άλλο
‘Σ τον κόσμο πλειό βαρύτερο, πλειό μαύρο, πλειό μεγάλο;
Εκείνον που μας έπλασε ‘ς τα χέρια μου να πλάσω,
Το σώμα και το αίμα του νάγγίξω και να πιάσω
Μ’ αυτά τα δάχτυλα!…
Παπά, παπά, μην πης πώς τάχα
Ότ’ ήτανε κι’ απόμεινε: Ψωμί, κρασί μονάχα.
Απ’ τη λαχτάρα πώνοιωσα τη μαύρη εκείνην ώρα,
Από την άσβυστη φωτιά πώχω ‘ς τα χέρια ως τώρα,
Από το φώς που εχύθηκε ‘ς την όψι τη σβυσμένη,
Το νοιώθω πώς το φοβερό Μυστήριο είχε γένη.
Παπά, το κρίμα τάκουσες.. . μ’ αν ίσως τώχω κάνη
Για χάρι εκείνου που έρημος επέθαινε ‘ς το χάνι,
Δεν φταίει εκείνος· χριστιανός κοιμάται μέσ’ ς το μνήμα,
Μόνον ‘ς εμένα η κόλασι, ‘ς εμένα και το κρίμα.
Παπά, γιατί τα μάτια σου με βλέπουν δακρυσμένα;
Παπά, τί λεν τα χείλη σου ‘ς σιγά σιγά για μένα;
Παπά, γιατί το χέρι σου ‘ς την κεφαλή μου αφήνεις;
Παπά μου, την κατάρα σου ή την ευχή μου δίνεις;
Η συλλογή εκδόθηκε το 1921 από τον εκδοτικό οίκο Σιδέρη (αποκλειστικό εκδότη του Δροσίνη) και περιλαμβάνει ποιήματα της περιόδου 1912-1921. Τον τίτλο της τον είχε εμπνευστεί από μια λαϊκή βυζαντινή παράδοση σύμφωνα με την οποία η πόλη θα σωζόταν από άγγελο Κυρίου που «καταβάς φέρων ρομφαίαν, παραδώσει αυτήν και την βασιλείαν ανωνύμω ανδρί και ερεί αυτώ: – Λάβε την ρομφαίαν ταύτην και εκδίκησον τον λαόν Κυρίου-». (Όπως την αναφέρει ο Δούκας).
Η Ιστορία βέβαια δεν δικαίωσε την παράδοση και η Πόλη «εάλω». Όμως η Ελλάδα, τα χρόνια που γράφεται η συλλογή αυτή, ζει, στιγμές ανόρθωσης και εθνικής υπερηφάνειας. Μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους και τα οφέλη, που προέκυψαν από αυτούς, η συμμετοχή της στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο την έχει καταστήσει την Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων. Η εγκατάσταση ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη και η επιτυχής προέλαση του ελληνικού στρατού στα βάθη της Μικράς Ασίας δικαιολογούν την αισιοδοξία και εθνική ανάταση που εκφράζει σ’ αυτό το έργο του ο Δροσίνης. Βέβαια, ένα χρόνο μετά, η συντριβή του στρατού μας και η καταστροφή της Σμύρνης, θα πνίξουν όλη αυτή τη χαρά στο θρήνο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ο τίτλος της συλλογής αυτής είναι ποιητικά ηρωικός και στις στενάχωρες μέρες που περνάμε ως έθνος, όλοι έχουμε ανάγκη να αντλήσουμε δύναμη από μια πύρινη ρομφαία.
Η συλλογή αυτή των 38 ποιημάτων με περιεχόμενο εθνικό και επικό, περιλαμβάνει ποιήματα που σχεδόν στο σύνολό τους αποτελούν την ποιητική απόδοση ιστορικών γεγονότων. Ο Γ. Δροσίνης εμπνέεται από την ιστορία. Και όχι μόνο από τα σημαντικά και καθοριστικά για την πορεία του ένθους μας συμβάντα αλλά και από τις μικρές και ασήμαντες στιγμές. Η συλλογή αναπτύσσεται σε μια χρονική αλληλουχία καθώς το πρώτο ποίημα αναφέρεται στον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και το τελευταίο στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στη νίκη των δυνάμεών της Αντάντ. Τα επτά πρώτα ποιήματα είναι αφιερωμένα στο Βυζάντιο και από αυτά τα τέσσερα στο γεγονός της Άλωσης. Ακολουθούν αυτά που αναφέρονται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και στα δεινά, τις απογοητεύσεις, τις προδοσίες που υπέστη ο λαός μας («Γιάννενα», «Ο ύπνος του προδότη»), συνεχίζουν τα σχετικά με την επανάσταση του 1821 και τις ηρωικές στιγμές της («Το τάμα του Κανάρη», «Ξύπνημα», «Ο θάνατος του Μπάυρον», «Του Φαβιέρου εξακόσιοι»), παρεμβάλλονται κάποια που έχουν θέματά τους γενικά τον πόλεμο ως γεγονός – αυτόν τον πόλεμο όμως που αποτελεί τη μόνη λύση για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων και της αξιοπρέπειας ενός λαού – και τη στάση των ανθρώπων απέναντι σ’ αυτό το γεγονός («Δυο παλικάρια», «Της φτώχιας τα άλογα», «Όμως το κύμα», «Του χάρου το χωράφι»). τα περισσότερα τέλος αναφέρονται στην συμμετοχή της Ελλάδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην πατρίδα μας τους χρόνους εκείνους («Στους Βουλγάρους»), που έγραψε ο Δροσίνης για να στιγματίσει την επίθεση των Βουλγάρων εναντίον της Σερβίας το 1915, «Ασυχώρετος», που, όπως σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» (Σ.Φ.Ζ.), «γράφτηκε μετά την ωμή άρνηση του βασιλιά Κωνσταντίνου να βοηθήσει τη Σερβία εναντίον των Βουλγάρων». «Στους Σέρβους», σαν παρηγοριά στον βασανισμένο αυτό λαό. «Το ξεκίνημα», με το οποίο χαιρετίζει το κίνημα του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη τον Αύγουστο του 1916. ο γνωστός σε όλους μας «Ύμνος των προγόνων» «Εσείς που πρωτοσπείρατε της λευτεριάς το σπόρο, λαχταρισμένο δώρο στη σκλαβωμένη γη». και τέλος «Στη Γαλλία» για το οποίο ο Δροσίνης στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» (Σ.Φ.Ζ.), παρέχει την πληροφορία: «Όταν η Γαλλία βγήκε νικήτρια από τον ευρωπαϊκό πόλεμο του 1914-1918, τη χαιρέτησα τη μέρα της εθνικής εορτής της σαν σκλάβος προσκυνητής μ’ ένα οχτάστηλο ψαλμό». Είναι το τελευταίο ποίημα της συλλογής. Υπάρχουν και κάποια που δεν εντάσσονται σ’ αυτές τις τρεις ενότητες όπως «Ο Ναπολέων» και «Στα εκατό χρόνια του Ναπολέοντος, 1821- 1921», αφιερωμένα στη μνήμη του μεγάλου Γάλλου στρατηλάτη και το «Ποιητής και στρατιώτης», απόδοση στα ελληνικά, μέρους ενός εκτεταμένου ποιήματος του Βέλγου ποιητή Εμίλ Βεράρεν, αφιερωμένου στη μνήμη του Άγγλου ποιητή Ρούπερτ Μπρούκ, ο οποίος, καθώς το καράβι στο οποίο υπηρετούσε κατευθυνόταν στα Δαρδανέλια, πέθανε και τάφηκε στη Σκύρο, σ’ ένα ερημικό της ακρογιάλι (23 Απριλίου 1915). Στον ποιητή αυτόν ο Δροσίνης αναφέρεται και σε άλλα δημοσιεύματά του.
Είκοσι ένα από τα ποιήματα της συλλογής έχουν τη μορφή σονέτου. (δύο τετράστιχες – δύο τρίστιχες στροφές), αγαπημένη φόρμα του ποιητή. Άλλα, αποτελούνται από δύο ή τέσσερις τετράστιχες στροφές και κάποια καταλαμβάνουν μεγαλύτερη έκταση, σαν μικρές μπαλάντες. Η ομοιοκαταληξία είναι συνήθως πλεκτή (1ος με 3ο , 2ος με 4ο στίχο), δεν παρατηρείται όμως σε όλα τα ποιήματα, οπότε έχουμε στίχο ελεύθερο.
Ιδιαίτερα είναι εκείνα τα ποιήματα που αναφέρονται στο Βυζάντιο. Το πρώτο της συλλογής, ένα σονέτο με τίτλο «Τρομάρα της γενιάς σας», με θέμα, όπως ήδη αναφέρθηκε, τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος επαναλαμβάνει τον τίτλο, αλλά προσθέτει και την επεξήγηση «Τρομάρα της γενιάς σας ο Βουλγαροκτόνος». Με τρόπο δηλαδή άμεσο και δυναμικό υπενθυμίζει στους Βουλγάρους την εκδίκηση που είχε πάρει ο βυζαντινός αυτοκράτορας για τα δεινά που είχαν προκαλέσει οι πρόγονοί τους στο έθνος μας. Στο ποίημα με τον τίτλον «Της Αγίας Θεοδοσίας» εκμεταλλεύεται ποιητικά την πληροφορία ότι «έτυχε εν τη φοβερά ταύτη ημέρα της συντελείας της Πόλεως να εορτάζεται και να πανηγυρίζεται η μνήμη της οσιομάρτυρος Θεοδοσίας. Όθεν εφ’ εσπέρας μεν πολλοί και πολλά είχον διανυκτερεύσει εν τη σορώ της οσίας, το δε πρωί… έτι πλείονες απήρχοντο εις προσκύνησιν μετά των γυναικών αυτών… ότε αίφνης συνελήφθησαν υπό των πολεμίων», όπως γράφει ο Παπαρρηγόπουλος στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», και όπως μεταπλάθει ποιητικά ο Δροσίνης. Με το σονέτο «Διπλή κρίση», αναφέρεται στην παράδοση που θέλει τον Μωάμεθ τον Πορθητή να τιμωρεί με θάνατο τον στρατιώτη του που αποκεφάλισε τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Αλλά και δυο ακόμη γνωστές παραδόσεις τον εμπνέουν στα ποιήματα «Δικέφαλος» και «Η Αγία Τράπεζα».
Στα ποιήματα είναι διάχυτη η αγάπη του Δροσίνη για την πατρίδα, που για χάρη της πιστεύει, ότι αξίζει κάθε θυσία. Άλλωστε κι ο ίδιος από το δικό του μετερίζι έδινε την καθημερινή μάχη γι’ αυτό που πίστευε ότι είναι χρέος κάθε πολίτη, να υπηρετεί με συνέπεια και ευθύνη το κοινωνικό σύνολο, την πατρίδα.
Τη σύντομη αναφορά μου στο έργο αυτό του ποιητή θα μου επιτρέψετε να την κλείσω με την κρίση του Τέλου Άγρα: «μεγάλη σειρά πατριωτικών ποιημάτων που τα έγραψε ο Δροσίνης τον καιρό του Ευρωπαϊκού πολέμου και τα εσύναξε κατόπιν σε αυτοτελές βιβλίο με τον τίτλο – Πύρινη Ρομφαία – φανερώνουν τον πατριώτη, μιλούν ζωντανά για ένα ιδανικό που κατάβαθα το πιστεύει. Είναι τα τελευταία ελληνικά πατριωτικά ποιήματα. Από τότε δεν εγγράφθηκαν πια άλλα».
Μάγδα Μαλακτάρη-Παπακώστα
δρ. Νέας Ελληνικής Φιλολογίας
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΥΡΙΝΗ ΡΟΜΦΑΙΑ
1912-1921
Ω, θεά ξενιτεμένη, μελετώντας σε,
Γυρίζει ο νους μου πίσω έναν αιώνα:
Στη νύκτα εκείνη, που αρπαγμένη πέρασες
Μπροστά απ’ τον γκρεμισμένο Παρθενώνα.
Απ’ τα ζητιάνικα κουρέλια γύμνωσαν
Το θείο κορμί σου βέβηλοι κουρσάροι,
Κ’ έλαμψες αφρογέννητη, και θάμπωσες
Γυμνή, τ’ ολόφωτο αττικό φεγγάρι.
Για να σε ξετιμήσουν ανυπόμονα
– Τέτοια άφταστη κι αφάνταστη πραμάτεια-
Με των δαυλιών τις φλόγες σε ψηλάφησαν
Δάχτυλα βάρβαρα κι ανάξια μάτια.
Κι όταν θαλασσόδρομη πάλι κίνησες
Για της ατελείωτης σκλαβιάς τις ώρες,
Μια σκλάβα άλλη θυμήθηκαν και σ’ έκλαψαν
Του Ερεχθείου οι μαρμάρινες Κόρες.
Ψεύτικη λευτεριά στα ξένα απόχτησες
Τα θεία σου κάλλη δείχνοντας για λύτρα
Και, στερημένη εσύ τ’ Ωραίο, γίνηκες
Μεσ’ στ’ άσκημα του Ωραίου η διαλαλήτρα.
Τι τάχα κι αν σε θρόνιασαν βασίλισσα
Σε μουχλιασμένο στεριανό παλάτι;
Το μάρμαρό σου ανήλιαγο κι αδρόσιστο,
Του Αιγαίου ποθεί το κρυσταλλένιο αλάτι.
Ω! να πατούσες πάλι της πατρίδος σου,
Τα κυματόδεντρα λευκά χαλίκια,
Κι ένα στεφάνι απ’ ανθισμένες κάπαρες,
Κι ένα στρωσίδι από βρεγμένα φύκια!
Ω! κι από κάποιο θάμα τα δύο χέρια σου,
Πανώρια, ακέρια ν’ άπλωνες πάλι,
Τα χέρια σου, που σε ξένον τόπο αν σούλειπαν
Δεν είχαν τι να σφίξουν στην αγκάλη.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ
Το άγαλμα αποκαλύφθηκε στη Μήλο το 1820, λείπουν και τα δύο του χέρια. Δεν ξέρουμε ποια ακριβώς είναι η σωστή τους στάση, πιθανότατα το δεξί χέρι βρισκόταν μπροστά από τον κορμό και το αριστερό ήταν υψωμένο.
Το άγαλμα είναι πρωτότυπη δημιουργία, ελεύθερη καλλιτεχνική και όχι ξηρά νεοκλασική μίμηση παλαιότερου έργου. Χρονολογικά τοποθετείται στο β΄ ήμισυ του 2ου π.Χ. αιώνα.
Το βρήκε ένας φτωχός Έλληνας νησιώτης, ο Γεώργιος Κεντρωτάς ή Μποτόνης, στο χωράφι του, κάτω από έναν πέτρινο υπόγειο θόλο. Η ομορφιά του προσέλκυσε το ενδιαφέρον, όχι μόνον των Ελλήνων, αλλά και των Τούρκων και των Γάλλων και ιδιαίτερα του Γραμματέα της Γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη Μαρσελλύς. Μετά από ένοπλη μάχη, οι Γάλλοι κατάφεραν να φορτώσουν το πολύτιμο εύρημα στο πολεμικό πλοίο Εσταφέττ (Estafett) ή Σεβρέτ και να το στείλουν στο Παρίσι, στο Μουσείο του Λούβρου, όπου και σήμερα κινεί το ενδιαφέρον των επισκεπτών.
Το γαλλικό καράβι Εσταφέττ ήρθε κι άραξε από τη Μήλο στον Πειραιά, μια σεληνόφωτη νύχτα, και εκεί οι μούτσοι με δαυλιά αναμμένα ξετύλιξαν το θείο άγαλμα για να το καμαρώσουν πριν φύγει, το πρωΐ πάλι για τα ξένα. Αυτό το γεγονός ο Δροσίνης το έπλασε σ’ ένα εξαίσιο ποίημα με τον τίτλο: Στην Αφροδίτη της Μήλου.
***
Η Βεατρίκη Κώττα Σταματοπούλου και η ιστορία του ποιήματος του Δροσίνη « Στην Αφροδίτη της Μήλου»
Η ζωή της «Αφροδίτης της Μήλου» στο Παρίσι συνδέεται με τον ακόλουθο συγκινητικό επεισόδιο:
Λίγο μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μετακίνησαν το άγαλμα, για να το τοποθετήσουν σε νέα θέση. Όταν σήκωσαν το άγαλμα ανακαλύφθηκε πάνω στο βάθρο ένα κιτρινισμένο διπλωμένο γράμμα που έγραφε τα εξής:
«Στη λατρευτή μου Αφροδίτη της Μήλου επαναλαμβάνω με πόνο τα λόγια του «Δροσίνη». Ακολουθούσε όλο το ποίημα και υπέγραφε: Βεατρίκη Κώττα ετών 12.
Η Βεατρίκη Κώττα Σταματοπούλου, είχε αντιγράψει το ποίημα του Γ. Δροσίνη για την Αφροδίτη της Μήλου και το είχε τρυπώσει κάτω από το άγαλμα , για να βρεθεί από τον διευθυντή του Λούβρου όταν θέλησαν να μετατοπίσουν τη Μαρμαρένια Θεά.
Το γράμμα αυτό και ο τρόπος έκφρασης των αισθημάτων της νεαρής Ελληνίδας έκαναν τέτοια ζωηρή εντύπωση στο Παρίσι, που ο γαλλικός τύπος και το ραδιόφωνο για μέρες και επανειλημμένα ασχολήθηκε με αυτό το γεγονός. Το σημείωμα τοποθετήθηκε μέσα σε γυάλινη θήκη και κατατέθηκε στα αρχεία του Λούβρου.
Ο διευθυντής του Λούβρου Σαρμπονό, φρόντισε να μάθει από τους πρώτους την ιστορία της μικρής Βεατρίκης ο Δροσίνης και εκείνος με την σειρά του φρόντισε να συναντήσει την κυρία πια Βεατρίκη Σταματοπούλου. Η Βεατρίκη με μια αγκαλιά ντάλιες επιστέφτηκε τον ποιητή στην Αμαρυλλίδα, στο σπίτι του στην Κηφισιά.
Η Αγγελική Βαρελλά γράφει: «Μόλις τον είδε, άπλωσε το χέρι, του έδωσε τα λουλούδια, δάκρυσε, κι ίσως μόνον αυτά – τα λουλούδια – να ένοιωσαν το ρίγος της συγκίνησης που κατείχε και τους δύο, τον ποιητή και την θαυμάστριά του, τον πομπό και το δέκτη».
· Ο Σύλλογος «Οι Φίλου του Μουσείου Γ. Δροσίνη» το 2009 εξέδωσε βιβλίο με αρ. 17 με τίτλο «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΞΕΝΩΝ».
Τα δημοσιευμένα κείμενα, αποτελούν επιλογές αποσπασμάτων από βιβλία σχετικά με την «Αφροδίτη», τα οποία ευρίσκονται στα αρχεία του Συλλόγου. Το βιβλίο περιέχει μεγάλο αριθμό φωτογραφιών
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΓΟΥΒΩΝ στις Γούβες.
Στις Γούβες, στο Βόρειο μέρος της Εύβοιας, ο πατέρας του Δροσίνη είχε ένα μεγάλο τσιφλίκι, προίκα της γυναίκας του. Στα 17 του χρόνια, ο Γιώργος, τελειόφοιτος του Γυμνασίου, φεύγει με τον πατέρα του και πάει στις Γούβες να γνωρίσει τα κτήματά τους.
Εκεί μακρυά από την πόλη γνώρισε τη φύση, την πάντα αγέραστη, αγάπησε τα λουλούδια, παρακολούθησε τις μέλισσες, είδε το σιτάρι να μεστώνει, ανακάλυψε τα μυστικά της εξοχής, διάβασε το βιβλίο που έγραψε ο Θεός, που λέγεται φύση.
Ο Δροσίνης τα καλοκαίρια, που πέρασε κοντά στη φύση, τον μάγεψαν, τον ενέπνευσαν, τον σημάδεψαν για όλη του τη ζωή.
Από τις Γούβες εμπνεύστηκε και έγραψε τα έργα του, Αγροτικές Επιστολές, Αμαρυλλίς, Το βοτάνι της Αγάπης, Αι Μέλισσαι, Ο κυνηγός, Το Μοιρολόι της όμορφης ακόμα και την Έρση και άλλα.
Το σπίτι στις Γούβες, ο Πύργος του Δροσίνη ήταν σημείο αναφοράς. Έμαθε την ιστορία του, που άρχιζε πολλά χρόνια πριν, από ένα Τούρκο Μπέη. Έγραψε για τις Γούβες, για τον «Πύργο των Γουβών» πεζά και ποιήματα.
Ο Σύλλογος εξέδωσε ένα βιβλιαράκι με την διήγηση του Ποιητή με αριθμό έκδοσης 9 και τίτλο: «Ο ΠΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΓΟΥΒΩΝ».
Όταν πούλησαν τα κτήματα χάθηκε και ο Πύργος μαζί, τότε ο Δροσίνης έγραψε:
Ο Παλιόπυργος
Μη θαρρής: ο πύργος, ο παλιόπυργος,
Είναι κάποιο ολόμορφο παλάτι.
Της χαράς χιλιόχρωμο διαλάλημα,
Κ’ ευτυχίας υπόσχεση στο μάτι.
Κάτασπρος σε ψήλωμα ολοπράσινο,
Και βαρύς σαν κάστρο ή σα μετόχι,
Με δυό στρογγυλάδες ανεμόμυλου,
Με τα λίγα παραθύρια πώχει,
Άχαρος θα σου φανή ο παλιόπυργος. –
Μα κρατάει απόκρυφη τη χάρη:
Και το στρίδι τ’ είναι ένα ξερόλιθο.
Κι’ όμως μέσα κλει μαργαριτάρι.
Το «Μοιρολόι της Όμορφης» είναι μια ποιητική σύνθεση από 219 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους.
Ο Δροσίνης είπε γι’ αυτό το ποίημα: «Εάν κάποτε πρέπει όλα αυτά, που έχω γράψει να χαθούν, ας σωθεί μόνοΤο Μοιρολόι».
Ήταν 17 χρονών ο Δροσίνης, όταν έκανε το πρώτο του ταξίδι στη Βόρεια Εύβοια. Πήγε με τον πατέρα του Χρήστο Δροσίνη στις Γούβες, στον ΠΥΡΓΟ ΤΩΝ ΓΟΥΒΩΝ στα κτήματά τους, που είχαν έρθει στην κυριότητα του πατέρα του από τη μητέρα του, Αμαλία Πετροκόκκινου, ως προίκα.
Πήγε να γνωρίσει τη γη, τ’ αλώνια, τα δάση, τα χειμαδιά, τα ποιμνιοστάσια, τα λιβάδια τους, τις φυσικές ομορφιές, τη ζωή που περνούσαν στον παλιό τούρκικο πύργο, το σήκωμα των αλωνιών, τα πανηγύρια, τα κυνήγια, τις εκδρομές, να γνωρίσει το ΩΡΑΙΟ, να συναντήσει την πιο όμορφη χωριατοπούλα, την Ευμορφούλα Κόλλια.
Τα νιάτα και των δυο έσπασαν τις αποστάσεις, τα μάτια του μικρού αφεντικού βρήκανε τα δικά της. Κρύο νερό από τη βρύση και ζεστό ζυμωμένο ψωμί του έδωσε. Κι εκείνος είδε στα μάτια της χαρά και φως από την Ανάσταση, κι είδε το στόμα της σαν κούμαρο στης κουμαριάς τον κλώνο, και κεράσι κρεμαστό στης κερασιάς τα φύλλα και στο τραγούδι της άκουγε αηδόνια και έλεγε: «Αν μάγια μου κάνανε, να μην λυθούν τα μάγια!».
– Γραμματικός θα μείνεις σ’ όλη σου τη ζωή, προφήτευσε σωστά Εκείνη.
Κι όταν ο Πύργος πουλήθηκε και ο νέος άντρας με υγρά μάτια αποχαιρετούσε το μελαγχολικό μεγαλείο του, πίσω από τις φυλλωσιές το χέρι τής Ευμορφούλας αναζήτησε παρηγοριά στη ζεστασιά του δικού του.
Τα χείλη δεν κινήθηκαν, τα μάτια σκοτείνιασαν και μόνο η φωνή της χαράχτηκε στα στήθια του βαθιά.
– Μη με ξεχάσεις!
Και χρόνια πέρασαν πολλά κι ήρθε ένα μήνυμα πικρό κι έμαθε, πως ήταν πεθαμένη.
Το χέρι του ποιητή αναζήτησε το χαρτί για να λυτρωθεί από τον πόνο. Έγραψε μόνο λίγους στίχους, με τις θύμησες της καρδιάς.
Καημός περίεργος, αναμνήσεις, κορμιά δένδρινα, χαρές και πόθοι σμίγουνε τριγύρω με νεράιδες. Θέλησε να το μοιραστεί με τους φίλους του, Παλαμά και Προβελέγγιο.
Και ο ποιητής απαγγέλλει :
Πικρό το μήνυμα έλαβα, πως ήσουν πεθαμένη
στην πολιτεία, τρανή κερά κι’ αρχοντικά θαμμένη…
……………………………………………………..
«Εσύ, θυμάρι του βουνού, σε γλάστρα πως ν’ ανθίσης,
και πως να ζήσης σε κλουβί, της ρεματιάς τρυγόνα; …
Την ομορφιά σου μάρανες, φαρμάκωσες τη νιότη.
μα ήρθε και σε λευτέρωσε πονόψυχος ο Χάρος
κ’ εγώ σε ξαναγύρισα στο πατρικό σου σπίτι…
Και στο κατώφλι του σπιτιού, σου είπα το μοιρολόι.
Οι φίλοι άκουσαν, ένιωσαν τον ποιητή και περίμεναν το μοιρολόι:
Την άλλη μέρα βρέθηκαν και πάλι στο γραφείο του Δροσίνη, εκεί όπου δουλειά και έμπνευση συμπορευτήκανε πάνω από 40 χρόνια!
Και οι φίλοι τον ρωτήσανε:
– Στο κατώφλι του σπιτιού το είπες το μοιρολόι;
Και ο Δροσίνης δίστασε να ξαναγυρίσει πίσω, εκεί που είδε την νεραϊδόκορμη να πλένει στο ποτάμι. Αλλά η Μούσα κέρδισε και στο κατώφλι του σπιτιού της, είπε το μοιρολόι!
Στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» ο Δροσίνης γράφει:
«Βρήκα πολλά ωραία κι αλλού στης ζωής μου το μακρύ το δρόμο. Αλλά το Ωραίο δεν το βρήκα πουθενά. Κι η νοσταλγία μου αγιάτρευτη, μ’ έκανε να γυρίσω πίσω, ύστερα από σαράντα χρόνια, όταν φαντάστηκα πως βρήκα την άξια συντρόφισσα για το γυρισμό!
Κι ως την ώρα αυτή, που σκυμμένος στο χαρτί μου γράφω, βαρύς από τα χρόνια, στο κατηφόρισμα της ζωής, το λέω αποφασιστικά:
Αν, καθώς στο γέρο Φάουστ παρουσιάζονταν μπροστά μου ο Μεφιστοφελής και με ρωτούσε σαν τι θέλω να μου δώσει πληρωμή για να του πουλήσω την ψυχή μου, θα του έλεγα χωρίς δισταγμό;
Κάνε με πάλι δεκαοχτώ χρονών παλικάρι και πήγαινέ με στον Πύργο των Γουβών, όπως ήταν, κι αυτός και τα περίγυρά του, όταν πρωτοπήγα εκεί».
· Στο αρχείο του Μουσείου Δροσίνη υπάρχει ηχητικό ντοκουμέντο με τη φωνή του Γ. Δροσίνη να απαγγέλλει τετράστιχα του ποιήματος.
Στην ανθολογία που εξέδωσε ο C. A. Trypanis το 1951 (Oxford- Clarendon Press) υπάρχουν οι μεταφράσεις τριών ποιημάτων και το «Χώμα Ελληνικό» με τίτλο «The Soil of Greece».
Σε ένα αναγνωστικό της 5ης τάξης του 1967 στην Krakowie περιέχονται τα ποιήματα Πατρίδα, Χώμα Ελληνικό, Ψωμί, Ανθισμένη Μυγδαλιά, Βρύση Μάρκου Μπότσαρη.
Αν και ο Δροσίνης στοχάζει Πανελλήνιο Τραγούδι το «Χώμα Ελληνικό», – μετά τον Ύμνο του Σολωμού – κρατά τον χαρακτηρισμό Εθνικό Τραγούδι των Μεταναστών στην Αμερική το ποίημα «Πατρίδα». Τα σχόλια περιττά, μιλάει, συγκινεί και μόνο η ανάγνωση φέρνει λυγμό και δάκρυα στα μάτια!
· ΠΑΤΡΙΔΑ
Ξένε που μόνος κι έρημος
σε ξένους τόπους τρέχεις,
πες μου, ποιος είναι ο τόπος σου
και ποιά πατρίδα έχεις;
Τη μακρινή πατρίδα μου
πάντα ποθώ στα ξένα.
Εκεί τα χρόνια της ζωής
περνούν ευλογημένα.
Εκεί κι ο θάνατος γλυκός,
κι αφού κανείς πεθάνει,
έχει στο μνήμα του Σταυρό,
καντήλι και λιβάνι.
Στ’ αγαπημένο μου χωριό
χαρές πάντα και γέλια,
στ’ αλώνια τραγουδιών φωνές
ξεφάντωμα στ’ αμπέλια.
Κι όταν χορεύει η λεβεντιά
στης Πασχαλιάς τη μέρα,
βροντοκοπά το τύμπανο
και κελαηδεί η φλογέρα.
Στη μακρινή Πατρίδα μου
έχει ευωδιά και χάρη
το ταπεινότερο δεντρί,
το πιο φτωχό χορτάρι.
Στους κλώνους της αμυγδαλιάς,
σμίγουν ανθοί και χιόνια
και φέρνουνε την άνοιξη
γοργά τα χελιδόνια.
Στων μαγεμένων της βουνών
τα μαρμαρένια πλάγια,
γλυκολαλούν οι πέρδικες
και κλαίει η κουκουβάγια.
Η ασημένια θάλασσα
μ’ αφρούς την περιζώνει
κι ο ουρανός με τ’ άστρα του
τη χρυσοστεφανώνει.
Τη μακρινή Πατρίδα μου,
Πριν η σκλαβιά πλακώσει,
Τη δόξαζ’ η παλληκαριά,
Την φώτιζεν η γνώση.
Και τώρ’ από τη μαύρη γη,
τη γη τη ματωμένη,
πρόβαλε παλ’ η ελευθεριά
σαν πρώτα αντρειωμένη
«Φτάνει, τη χώρα που μου λες,
τη γνώρισα, την είδα,
τη μακρινή Πατρίδα σου
έχω κι εγώ Πατρίδα».
Εστία 1/1/1910
Αθήνα 2000
Δύο λόγια για τη γιαγιά μου Adela – Vessel- Κροντηροπούλου
TININA CATHERINE- ADELE MIRA
Το ποίημα «ΠΑΤΡΙΣ» του Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ, μελοποίησε ο Σπ. ΣΑΜΑΡΑΣ
και το αφιέρωσε στην Αδέλλα – Βέσσελ .
Η Αδέλλα- Βέσσελ ΚΡΟΝΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ είναι η πρώτη που δίδαξε στις μαθήτριες του Αρσακείου, παρά τις φιλολογικές αντιθέσεις που προκάλεσε η αντίρρηση του ΜΙΣΤΡΙΩΤΗ να διδαχθή στα σχολεία, το ποίημα «Η ΠΑΤΡΙΣ».
Ο Γ. Δροσίνης συγκαταλέγεται στον κύκλο των ποιητών και των μουσικοσυνθετών που θαύμαζαν και αγαπούσαν την MIRA, όπως οι αδελφοί Ναπολέων και Γκίγκης Λαμπαλέτ – ο Ρόδιος- ο Σαμαράς κ. α. π. Η τότε καλλιτεχνική κοινωνία της ΑΘΗΝΑΣ (όρα Ιστορία Μουσικής (Νεοελληνική) του Θ. Συναδινού, η Ιστορία Ελληνικού Μελοδράματος Ράπτη (σ. 124), Η «ΕΦΗΜΕΡΙΣ» του ΚΟΡΟΜΗΛΑ- ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ (περίπου το έτος 1871), τα περιοδικά «ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ» – Βλάση Γαβριηλίδη (1879), ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ, – ΚΑΙΡΟΦΥΛΑ, – ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ έτη 1995 και 1997 και άλλες ΘΕΑΤΡΙΚΕΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΙΣ (13.7.1880) αναφέρονται στα ποιήματα του Δροσίνη.
Με εγκάρδιους
Χαιρετισμούς
Adela Μira
Ο Δροσίνης γράφει:
«Δεν μπορώ να εξηγήσω πως, χωρίς καμμιά φανερή αιτία, κάποια νύχτα χειμωνιάτικη του 1932 για πρώτη και μόνη φορά ωνειρεύτηκα τον Καραγιώργο, κατά τον τύπο βέβαια που μου είχε χαράξη στο νου η παράδοση. Και τ’ όνειρό μου εκείνο, που το θυμώμουν ολοζώντανο, όταν ξύπνησα το πρωΐ, για να μην ξεχαστή με τον καιρό, το σημείωσα σε λίγους στίχους. Ας εύρη εδώ την θέση του τώρα σαν ένα ταπεινό αφιέρωμα στην ιερή μνήμη του:»
Ο ΠΡΟΓΟΝΕ ΜΟΥ
Ω πρόγονέ μου, που ποτέ δε γνώρισα
κι’ ούτε ζωγραφιστή είδα τη θωριά σου,
σπαθί, ρολόϊ και δαχτυλίδι απόμειναν
τρεις θύμησες απ’ την παλικαριά σου.
Απ’ το κορμί σου το άψυχο, αιματόβρεχτα
τη νύχτα της Εξόδου, στα σκοτάδια,
τα πήρε ο ψυχογιός πιστός και τα φερε
στην Καπετάνισσα, χηρειάς σημάδια.
Το λιγερό κορμί σου, άκλαυτο, άθαφτο,
στου δοξασμένου Κάστρου τα χαντάκια,
ριγμένο με μύρια άλλα, μέρες έθρεψαν
τα όρνια της ερημιάς και τα κοράκια.
Μα τ’ άσαρκα τα κόκκαλα τι απόγιναν;
Τα λιάνισε το αλέτρι ζευγωλάτη;
Τα συραν τα νερά στη λιμνοθάλασσα;
Τα χώνεψε της αλυκής το αλάτι;
Ή κοίτονται αξεχώριστα κι’ αγνώριστα,
θαμμένα από Πατρίδας Μάννας χέρι,
της Λευτεριάς άγια, τρισάγια λείψανα,
στον Τύμβο των Ηρώων; – Κανείς δεν ξέρει.
Όμως εγώ ψυχή και σάρκα σού δωσα,
συνάζοντας τα σκόρπια σου κομμάτια,
κι’ ολόσωμο και σύψυχο σ’ ανάστησα
μια νύχτα με του ονείρου μου τα μάτια.
Την όψη σου δεν είδα. Ακολουθώντας σε
σε κάποιον της παλιάς Αθήνας δρόμο,
παιδί, καμάρωνα ένα γιγαντόκορμο
με τη φλοκάτα ανεμιστή στον ώμο.
Και το ξερα, πως είσ’ εσύ και πήγαινες
κάπου να ξαποστάσης, ν’ απογείρης,
όχι σαν καπετάνιος, μα σαν ήσυχος
στη λεύτερη πατρίδα νοικοκύρης…
δεν μ’ ένιωθες πως έρχομαι ξοπίσω σου,
ξεμάκραινα κ’ εγώ απ’ τα βήματά σου:
με συγκρατούσε σαν ντροπή, σα δείλιασμα,
να μη βρεθώ ένα θρύψαλο κοντά σου!
Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου 1940 σ. 10.
Ομιλία της καθηγήτριας Μάγδας Μαλακτάρη- Παπακώστα, δρ. της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας.
Θα σας μιλήσω για ένα μικρό μέρος του ποιητικού του έργου του Γ. Δροσίνη, ένα ιδιόμορφο έργο του και θα εξηγήσω πιο κάτω την ιδιομορφία του.
Πρόκειται για την ποιητική συλλογή του «Είπε» που εκδόθηκε το 1932 από τον εκδοτικό οίκο Σιδέρη (αποκλειστικό εκδότη του Δροσίνη) την οποία ο ποιητής επεξεργαζόταν 20 χρόνια, δηλαδή από το 1912. Το εξώφυλλο της συλλογής είναι φιλοτεχνημένο από το ζωγράφο Δημ. Μπισκίνη, και υπάρχει στη δεξιά αίθουσα του Μουσείου Γ. Δροσίνη. Περιλαμβάνει 74 ποιήματα άλλα μεγαλύτερης κι άλλα μικρότερης έκτασης. κάποια φθάνουν τους 75 με 80 στίχους και ανάμεσά τους παρεμβάλλονται 8 αποφθέγματα, θα λέγαμε, δίστιχα, το καθένα απ’ τα οποία ανήκει σε κάποιο από τα αμέσως επόμενα ποιήματα. Μετά την έκδοση των Απάντων του Γεωργίου Δροσίνη από το Σύλλογο προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων σε 15 τόμους, η συλλογή περιλαμβάνεται στον 3ο τόμο.
Ας έρθουμε όμως στην ιδιομορφία της στο προλογικό σημείωμα ο Δροσίνης γράφει:
«Άλλος είπε κ’ εγώ ξαναλέω. Καλής μοίρας θέλημα άφησε εμπιστευμένα στα χέρια μου μία δωδεκάδα τετράδια χειρόγραφα σε γλώσσα ξένη, αλλά από ψυχή ελληνική, και σε λόγο πεζό με ρυθμική φόρμα – ξεχείλισμα μιας απόκρυφης λατρείας της τέχνης.
Από τα χειρόγραφα αυτά προσπάθησα να ξαναπλάσω σ’ ελληνικό στίχο, όπως μπορούσα πιο πιστά και πιο ταιριαστά με το κάθε νόημα και τον κάθε ρυθμό του πρωτόγραφου, μερικά κομμάτια, ένα μικρό πολύ μικρό μέρος του όλου.
Έτσι το βιβλίο αυτό, δουλεμένο είκοσι χρόνια, μοιάζει με ρυάκι, που αργοπερνώντας ανάμεσα σε πυκνοφυτεμένο δάσος, καθρεπτίζει στα άβαθα νερά, θαμπά και τρεμόσβυστα, λίγα μόνον από τους δάσους τα δένδρα.
3.5.32»
Πρόκειται λοιπόν για δημιουργική μετάπλαση ενός μέρους από γραπτά στη γερμανική γλώσσα που του είχε εμπιστευθεί η Αικ. Ευλαμπίου – Τυπάλδου, η «Αθάνατη φίλη του Είπε», όπως την αποκαλεί στα Ημερολόγιά του και στα Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου, με την οποία διατηρούσε δεσμό, μετά τη διάλυση του γάμου του με τη Μαίρη Κασσαβέτη. Δεν πρόκειται για απλή μετάφραση. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα το είχε δηλώσει απ’ την αρχή ο Δροσίνης, δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που τον απασχολεί μια τέτοιας μορφής δημιουργία.
Ήδη το 1884 στη συλλογή Ειδύλλια (φανερή η επίδραση από τον Θεόκριτο) ενέταξε και μια ενότητα με τον τίτλον «Αρχαίοι στίχοι – Παραφράσεις», στην οποία συμπεριέλαβε ποιητικές μεταπλάσεις αποσπασμάτων από τα Ειδύλλια του Θεόκριτου κι επίσης από τον Ανακρέοντα, από τον βουκολικό ποιητή Μόσχο καθώς και ερωτικά επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία.
Αλλά και στη συλλογή Φευγάτα Χελιδόνια (1911-1935), μία ενότητα με τον τίτλον «Ξένες Φωνές», που συνοδεύεται από το δίστιχο:
Ξενοφερμένες οι φωνές
Οι αντίλαλοι δικοί μου,
αποτελείται από ποιήματα μεταπλασμένα από την ξένη λογοτεχνία (Ανζελιέ, Ταγκόρ αραβικά τραγούδια, ένα λιθουανικό). Τόσο το παραπάνω δίστιχο όσο και άλλα παρόμοια, που έχουν καταχωριστεί σε προηγούμενες συλλογές, όπως:
Ξενοφερμένο το κρασί
Δικό μου το ποτήρι,
φανερώνουν ολοκάθαρα τη λειτουργική σχέση μεταξύ των δύο κειμένων, του ξένου και του δικού του. Πρόκειται για ανασύνθεση, για αναδημιουργία και για έναν έμμεσο τρόπο έκφρασης της δικής του ευαισθησίας, (όπως σημειώνει ο καθηγητής Γιάννης Παπακώστας).
Άλλωστε ανάλογες προσπάθειες του Δροσίνη συναντάμε από πολύ νωρίς, στην πρώτη ποιητική του συλλογή Ιστοί Αράχνης όπου τίτλοι ανάλογων ποιημάτων του συνοδεύονται από διευκρινιστικούς υπότιτλους: «Κατά Coethe», «Κατά Heine», «Κατά Alfred de Musset» κτλ.
Ο Δροσίνης γνωρίζει άριστα τη γαλλική και τη γερμανική γλώσσα και μέσω αυτών έρχεται σε επαφή όχι μόνο με τις αντίστοιχες λογοτεχνίες αλλά και με τις λογοτεχνίες άλλων χωρών.
Το πρόβλημα του κατά πόσο τα ποιήματα της συλλογής μπορούν να θεωρηθούν δημιουργικές προσπάθειες απασχόλησε την κριτική της εποχής. Σχετικά ο Παλαμάς γράφει: «Ας βάλουμε το πρόβλημα κάτω από την περιοχή ενός γενικού κανόνα που επηρεάζει κάθε είδους παραγωγή. Ο ποιητής καθώς στέκεται στην πρωτοτυπία του μεταφράζοντας Όμηρο ή Σαιξπήρο, έτσι και πρωτότυπα ποριζόμενος από τα μέσα του είναι μεταφραστής. Πρώτη φορά δε το σημειώνω. Η πρώτη φωνή που ακούμε, λάλημα ή αντίλαλος κι αυτή μέσα μας ζητεί, προσμένει να τη μεταφέρουμε στα έξω, να τη μεταφράσουμε. Ξέρουμε τούτο: σχεδόν όλες οι υπέρτατες δημιουργίες δεν το παίρνουν το πρώτο τους υλικό από το μηδέν. Το μηδέν αυτό δε υπάρχει στην τέχνη. Πριν η φαντασία βαλθεί- ή καλύτερα για να βαλθεί – προσφέρεται η ιστορία: γεγονός, παραμύθι, παράδοση, επεισόδιο, συμβάν, σκάνδαλο, όνειρο τέλος. Κάτι απ’ έξω[…]. Η εμπνοή και στο μυστικότερό της εσώψυχο σάλεμα, μας έρχεται απ’ έξω. Ίσα ίσα ένα από τα στοιχεία που την τονώνουν τη δύναμή της είναι τούτο. Πέστε το δάνεισμα. Δεν παίρνουν από δανείσματα παρά μόνο όσοι έχουν κεφάλαια.»
Και βέβαια όταν για 20 χρόνια επεξεργάζεται ο ποιητής ένα υλικό που του έχει εμπιστευθεί πρόσωπο αγαπημένο, με το οποίο φυσικά θα μοιράζεται αισθήματα, ιδέες, αγωνίες, προβληματισμούς τι σημασία έχει αν αυτά «τα παίρνει σαν χειρόγραφα μέσα απ’ τη σκέψη του ή από χειρόγραφα σ’ ένα χαρτί;»
Πρόκειται λοιπόν για μια μορφή συνεργασίας. Αλλά συνεργασία σαν αυτή δεν αφαιρεί τίποτε από την πρωτοβουλία, από το αίσθημα, από την τέχνη, από την ακέραια έμπνευση του συνεργάτη ποιητή.
Αφού λοιπόν αναφερθήκαμε στον τρόπο σύνθεσης της συλλογής και στην ιδιομορφία της και φάνηκε, πιστεύουμε, πως ο Δροσίνης έχει εμφυσήσει την πνοή της δημιουργίας της, ας περάσουμε σε μία σύντομη θεώρηση του περιεχομένου της.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι τα ποιήματα δεν έχουν τίτλους. Και επίσης όλα αρχίζουν με τη λέξη «Είπε» υποδηλώνοντας έτσι τον τρόπο σύνθεσής τους.
Το πρώτο, κατά τον Παλαμά, αποτελεί ένα «ευχαριστήριο υμνολόγιο» της αγαπημένης γυναίκας προς τον ποιητή που έδωσε ποιητική υπόσταση στην έμπνευσή της.
Τα άλλα 73 ποιήματα αναπτύσσονται με σειρά η οποία δεν παρουσιάζει συνοχή και αλληλουχία, με εξαίρεση τρία, το 9ο , το 10ο και το 11ο , τα οποία πραγματεύονται το γεγονός της αδελφοκτονίας του Άβελ, που φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα τον ποιητή. Και στα τρία προτάσσεται ως μότο, σχετικό χωρίο της Γενέσεως. Μαζί με άλλα 4 ποιήματα, διάσπαρτα στο σώμα της συλλογής, τα οποία αναπτύσσουν διάφορα γεγονότα της Καινής Διαθήκης (ο Χριστός στο όρος των ελαιών, την υπέρτατη στιγμή της αγωνίας που δεν μπορεί να ξυπνήσει τους μαθητές του, ο Χριστός στην εμφάνισή του στους Εμμαούς, ο Πιλάτος με τους προβληματισμούς του, η Θεοτόκος την ώρα που στοργικότατα ο Γιός της την παραδίδει στον αγαπημένο του μαθητή) και έχουν και αυτά μότο τους αντίστοιχα χωρία των ευαγγελίων, αποτελούν μία θεαματική ενότητα θα τη λέγαμε «θρησκευτική». Το ένα από αυτά μάλιστα σχετίζεται άμεσα με ένα από τα εκθέματα του μουσείου μας: τη λιθογραφία του Βέγε που παριστά τον Ιησού με τους μαθητές του να πορεύονται ανάμεσα σε στάχυα και για την οποία αναφέρει ο Δροσίνης στα Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου ότι κοσμούσε το υπνοδωμάτιο του. Να αποτέλεσε ο πίνακας την πηγή έμπνευσης; Δεν γνωρίζουμε!.
Πάντως μας κάνει εντύπωση τόσο η γνώση των χωρίων της Αγίας Γραφής, που υποδηλώνει βαθιά θρησκευτικότητα, όσο και η ευαισθησία και η ευλάβεια με την οποία προσεγγίζονται τα οικεία θέματα. Ιδιαίτερα συγκινεί το ποίημα που αναφέρεται στην προσευχή του Ιησού στο Όρος των Ελαιών και την ολιγωρία των μαθητών του.
Τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής αποτελούν μικρούς μύθους με διάφορο περιεχόμενο: η χαρά, η αγάπη, ο πόνος, η απώλεια, η θλίψη, η απογοήτευση, το όνειρο, ο χωρισμός, τα νιάτα, η ομορφιά, οι τύψεις, η μεταμέλεια, η απόρριψη, η ματαίωση, η προδοσία, η πληρότητα, ο θάνατος, η θυσία, η λύτρωση, όλα τέλος όσα συνθέτουν τη ζωή αποτυπώνονται σε στίχους ελεύθερους με συγκρατημένο λυρισμό, κατάνυξη και ευλάβεια.
Μικρές ιστορίες, σαν μπαλάντες, είναι τα «Είπε» και όχι λυρικοί μονόλογοι ή εξομολογήσεις. Ιστορίες χωρίς ονόματα, με μυστικά είδωλα, αγνώριστα σύμβολα, κρυφές αγάπες. Και μέσα απ’ αυτές εξωτερικεύει ο ποιητής τη συγκίνησή του σε τόνους χαμηλούς και υποβλητικούς, χωρίς εξάρσεις και μελοδραματισμούς.
Μάγδα Μαλακτάρη-Παπακώστα
δρ. Νέας Ελληνικής Φιλολογίας
Το βιβλίο έχει μικρό σχήμα και περιέχει 427 τετράστιχα, που το καθένα, είναι ανεξάρτητο. Τίποτε δεν δένει τα τετράστιχα μεταξύ τους. Όλα μαζί, άλλα σαν γνωμικά κι’ άλλα σαν όμορφες φευγαλέες εικόνες, ακολουθούν αλφαβητική σειρά.
Κάθε τετράστιχο μια ολάκερη ιστορία, κάθε σελίδα μια ολόκληρη ζωή. Ένα φύλλο τέσσερις διαφορετικές εικόνες, που σε βάζουν σε σκέψεις και σου φέρνουν αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα.
Το βιβλιαράκι μιλάει από τον τίτλο του για περασμένα γεγονότα, που έγιναν πια θύμησες. Πληγές που έχουν γιατρευτεί από το χρόνο, στάχτες στο σώμα, στην καρδιά. Ο ποιητής ολοκλήρωσε αυτή τη συλλογή στα 81 του χρόνια. Ο ίδιος πιστεύει ότι αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις, καμιά φορά πετάγονται σπίθες. Σπίθες που μερικές φορές γίνονται πύρινες γλώσσες και καίνε τα σωθικά, όπως τότε παλιά, την ώρα της φωτιάς.
Στο ερημικό και ξώμερο
της Νιότης μου καλύβι
– σβυσμένη απόμεινε η φωτιά –
μα η στάχτη Σπίθες κρύβει.
Ο Δροσίνης παρακαλεί τις αγάπες που πέρασαν από τη ζωή του να μην χαθούν στη λησμονιά, μέσα στην γκρίζα τη φθορά, μέσα στη λάβρα της νυχτιάς, αλλά να κρατηθούν ζωντανές, αναλλοίωτες, με τα χρώματα και τη δροσιά της πρωτόβγαλτης εικόνας. Και θα ’ρθει η στιγμή που εκείνος κρατώντας τη μασιά θ’ ανασκαλέψει τη στάχτη του χρόνου και θα πεταχτεί η σπίθα που θα ζεστάνει την ψυχή, σαν την πρώτη εκείνη τη βραδιά που ’φερε τη λάμψη στη ματιά, ακόμα κι αν ήταν ψέμα.
Ο χρόνος νεροφύλακας
στης λησμονιάς τη βρύση,
δίνει νερό σ’ όποιον πονεί
να τον παρηγορήση.
Ο Δροσίνης 80 χρονών σχεδόν ψιθυρίζει στους νέους:
Απόνετη μην τη θαρρής
καρδιά, πού χει γεράση:
Σωρό τη στάχτη όπου θωρής
φωτιά θά χη περάση.
Αυτό το τετράστιχο τα λέει όλα, με τόσες λέξεις που είναι δύσκολο να προσθέσουμε εμείς κάτι παραπάνω. Μπορούμε μόνο να πούμε, ότι καλότυχος είν’ αυτός που ’χει να θυμάται, διαλεκτός από τη μοίρα εκείνος που δεν πόνεσε πολύ, αν και αγάπησε!
Αν μπορείς, όταν ρωτήσεις την μάντισσα:
–Για πες μου, ονειρομάντισσα,
τ’ όνειρο τι σημαίνει;
κερί άναψα και σβύστηκε;
Και όταν πάρεις την απάντηση:
– Μια αγάπη (ήταν) απαρνημένη.
Τότε, αν δεν πονέσεις σε θύμιση
και αν μπορέσεις να πεις:
–Εγώ πρωτόπια το κρασί
στ’ ανέγγιχτο κρυστάλλι,
Τι τάχα, αν τ’ αποπίματα
τώρα τα πίνουν άλλοι!
Ε τότε δεν φοβάσαι να γεράσεις, γιατί θα ’χεις να πεις:
–Ω θύμησες της νιότης μου,
χαράς απομεινάρι,
στερνό μου βιός που δεν μπορεί
κανείς να μου το πάρη.
Κική Καμπόλη
Στην βιβλιοθήκη του Μουσείου στην Κηφισιά θα βρει ο κάθε ενδιαφερόμενος, μεταφράσεις ποιημάτων και έργων του Γ. Δροσίνη από Έλληνες και ξένους λογοτέχνες.
Θα βρει τα κάτωθι βιβλία με σχόλια και αναφορές, από ξένους καθηγητές Πανεπιστημίων, φιλολόγων και λογοτεχνών ακόμα περιοδικά ξενόγλωσσα και ελληνικά, που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με σημαντική την συμμετοχή του Δροσίνη.
Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ – ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΑΓΓΛΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ EMILE
VERHAEREΝ
Εγκωμιαστικές κριτικές για το έργο του Δροσίνη έχουν δημοσιευθεί στην POETRY RENIEW και το SOTS MAN, στη Μεγάλη Βρετανία.
Ο Άγγλος Fletcher Lee σε άρθρο του δημοσιευμένο στο αφιέρωμα του περιοδικού ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ (1949) για τον Γεώργιο Δροσίνη (μετάφραση Μαρίας Οικονόμου) φωτίζει, από την αγγλική πλευρά, την απήχηση του έργου του Έλληνα συγγραφέα και τον συγκρίνει με τον ποιητή των «Ειδυλλίων», τον Θεόκριτο; και τον μεγάλο Σκώτο ποιητή Robert Burns. Βεβαιώνει ότι το έργον του Δροσίνη είναι μεταφρασμένο σε 13 γλώσσες.
Η κυρία M. Edmonds μετέφρασε την «ΧΡΥΣΟΥΛΑ» το 1893 στο The Eastern and Wastern Review. Βραβευμένο διήγημα από το διαγωνισμό, που οργάνωσε η ΕΣΤΙΑ, του 1883, με έπαθλο τριακόσιες δραχμές. Υποβλήθηκαν (8) οκτώ διηγήματα.
Η Καίτη Βιθυνού Μάνου βεβαιώνει με την σειρά της, ότι ο Δροσίνης είχε μεταφράσει Selley, Kits και Byron, όχι από το πρωτότυπο όπως η μετάφραση του ποιήματος για τον Rupert Brooke του Γάλλου Emile Verhaeren με τίτλο «Ποιητής και Στρατιώτης».
Παραθέτω τη μετάφραση του ποιήματος, που έγραψε ο Verhaeren αφού διάβασε το γράμμα ενός συντρόφου τού Άγγλου Rupert Brooke, για την ταφή του στη Σκύρο.
Ο Δροσίνης δημιουργεί:
ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
Καθώς το είχε ποθήση στα τραγούδια του:
Σ΄ ένα νησί των μύθων, πεθαμένο
Τον φέραμε, μια νύχτα φεγγαρόφωτη,
Του στρατιώτη τη στολή ντυμένο.
Το φέρετρο σηκώναμε, πλατόχερα
Κρατώντας στους αδελφικούς μας ώμους.
Ανάμεσα στους βράχους τους αθάνατους
Δαυλοί αναμμένοι φώτιζαν τους δρόμους.
Ήμασταν σαν ευτυχισμένοι, νοιώθοντας
Μεσ’ απ’ το φέρετρό του μια φορά ακόμα,
Σαν ν’ άγγιζε σε κάθε του ανασάλεμα
Τα σώματά μας στο δικό του σώμα.
Δυο λιανοκλάδια μόνο ενός ξερόδεντρου
Για σταυρό τάδεσαν οι σύντροφοί του,
Κι’ αντί μελάνι πήραν πίσσα κ’ έγραψαν
Σ’ ένα σανίδι την επιγραφή του.
Με θλιβερή σιωπή τον ξενυχτήσαμε
Και φύγαμε όταν χλώμιαναν τα σκότη.
Του αφήσαμε τη θάλασσα για φίλη του
Στο ταπεινό το μνήμα του στρατιώτη.
Κι όταν μας έρθη πάλι η ειρήνη θεόσταλτη
Με τη γλυκεία της δύναμη και χάρη,
Θα πάμε στο νησί να τον ξαναύρωμε
Κάτω απ’ το μούσκλι, κάτω από το χορτάρι.
Αλίμονο! Ο καιρός, ως τότε, απόνετος
Μπορεί νάχη αποσβύση τα σημάδια
Του τάφου του- κι εμείς αναζητώντας τον
Του κάκου θα γυρνούμε αυγές και βράδια.
Τι τάχα! Κι’ αν τον τάφο του δε βρούμε,
Πιο πολύ ακόμα θα τον αγαπούμε.
Ποιητική Συλλογή, Πύρινη Ρομφαία. σ. 69
Η συλλογή από παρτιτούρες που αναφέρεται στον Δροσίνη και που κατέχει ο Σύλλογος, είναι η κάτωθι:
Κωμωδία μονόπρακτος κατά το γαλλικό. Το έργο τυπώθηκε στο τυπογραφείο των αδελφών Βαρβαρήγου στην Αθήνα.
Η ιστορία εξελίσσεται στην Αθήνα στο σπίτι του ιατρού ονόματι ΛΙΝΑΡΟΣΠΟΡΟΣ, ο οποίος διατηρεί ιδιωτικό φρενοκομείο. Έξι άτομα παίζουν, η Μαρία, η κόρη, ο Αχιλλέας Πρίγκος, ο Ζευζεκίδης δάσκαλος τρελλός, ο Θανάσης ο υπηρέτης και η Τριανταφυλλιά η υπηρέτρια.
Το πρώτο έργο του Γ. Δροσίνη είναι η ΧΡΥΣΟΥΛΑ, ένα διήγημα που βραβεύτηκε σε διαγωνισμό του περιοδικού ΕΣΤΙΑ.
Ο Γ. Δροσίνης με τον εξάδελφό του Δ. Ε. Ηλιόπουλο συγκεντρώνουν τα απαραίτητα στοιχεία και εκδίδουν βιβλίο 450 σελίδων στην Αθήνα (Eκδότες Κορομηλάς και Νάκης) με τίτλο: ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΤΑ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ 1863 – 1877.
Ο Δεληγιώργης 1829-1879 ήταν συγγενής εξ αγχιστείας του Δροσίνη και υπήρξε επανειλημμένα πρωθυπουργός
Το 1882 πρωτοδημοσιεύονται στο περιοδικό ΕΣΤΙΑ σε οκτώ συνέχειες. Το κείμενο αναφέρεται αποκλειστικά στη μικρή αγροτική κοινωνία των Γουβών και τις γύρω περιοχές κατανεμημένες σε δώδεκα κεφάλαια με πρωμετωπίδα: «Ω θεία και παντ’ αγέραστη ζωή» συναιρούν εξαίρετα το φυσικό τοπίο με το ιστορικό στοιχείο χωρίς ίχνος φανταστικού, παρέχουν ποικίλες πληροφορίες για τον πληθυσμό του χωριού, τους χωρικούς, τις ασχολίες των κατοίκων (θερισμός, αλώνισμα, συγκομιδή αραβοσίτου, θήρα- αλιεία), τις τοποθεσίες Καστρί και Παλαιόκαστρο το ιερόν της Προσηκώας Αρτέμιδος, τον τρόπο ζωής, (γάμο, συνοικέσια, βάπτιση, πανηγύρια, χορούς στην πλατεία, ενδύματα, κεντήματα, κοσμήματα κ. α.) ακόμη οι επιστολές πραγματεύονται την περιγραφή σκηνών του αγροτικού βίου, ηθών και εθίμων του χωριού, με άφθονο λαογραφικό υλικό, καθώς και με παράθεση δημοτικών ασμάτων της περιοχής.
ΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΩΝ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ ΚΑΙ Γ. ΚΑΣΔΟΝΗ. 1884 (1902)
Το 1884 καθιερώνεται ο όρος ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ στα σχολικά αναγνωστικά και προστίθενται επιπλέον:
Κείμενα και ποιήματα.
Επικεφαλίδες.
Εικόνες.
Το έργο εγκρίθηκε με απόφαση του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (Εγκύκλιος 13160, 13.9.1884, υπουργός ο Δ. Σ. Βουλπιώτης). Πρόκειται για τρεις τόμους με τον τίτλο: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ.
«Αθήνησι, 4 Σεπτεμβρίου 1884.
Οι συντάκτες, ως προς την κατάταξη της ύλης, ακολούθησαν ιστορική – χρονολογική σειρά, προτάσσοντας τα κείμενα που αναφέρονται στην αρχαιότητα και φθάνοντας μέχρι τα νεότερα χρόνια. Δεν ακολούθησαν δηλαδή το πρόγραμμα του Υπουργείου: πρώτα και χωριστά ο πεζός λόγος και έπειτα τα ποιήματα, χωρίς χρονολογική σειρά συγγραφέων και ποιητών. Για να αποφύγουν τη μονοτονία, μεταξύ των πεζών κειμένων καταχώρισαν τα ποιήματα και τα άρθρα που είχαν γενικό χαρακτήρα. Τα λογοτεχνικά κείμενα συνοδεύονται από σύντομες διευκρινιστικές υποσημειώσεις, ερμηνεία λέξεων ή φράσεων. Στο τέλος κάθε τόμου καταχωρούνται σύντομες βιογραφικές σημειώσεις για τους ανθολογούμενους συγγραφείς. Μεταξύ των κειμένων παρεμβάλλονται και εικόνες σχετικές με τα κείμενα, κυρίως προσωπογραφίες. Τα βιβλία πλαισιώνονται και με εικόνες από το χώρο της ιστορίας, της τέχνης, από ιστορικά μνημεία και τόπους. Πρώτοι αυτοί εισήγαγαν την εικονογράφηση των σχολικών βιβλίων σε τόση έκταση. Κρίνοντας τα βιβλία ο Β. Τόγιας γράφει σχετικά: «Η εκτύπωση και γενικά η όλη εμφάνιση και των τριών τόμων της συλλογής Γ. Δροσίνη – Γ. Κασδόνη ήταν για την εποχή εκείνη (1884) πολύ καλή. Οι ζωηρές επικεφαλίδες των κειμένων έδιναν στο μαθητή κάποια οπτική άνεση.
Είναι φανερό ότι το έργο αυτό δεν είναι αποτέλεσμα ειδικών σπουδών ή ιδιαίτερων ενασχολήσεων του Δροσίνη με το σχολικό βιβλίο. Είναι όμως προϊόν ζήλου και φροντίδας για την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων, στοιχεία που ισοσταθμίζουν την επιστημοσύνη».
Τον επόμενο χρόνο, το 1885, ο Δροσίνης αναχώρησε για σπουδές στη Γερμανία και τα ενδιαφέροντά του για αρκετά χρόνια στράφηκαν αλλού. Το θέμα της εκπαίδευσης θα τον απασχολήσει εκ νέου, το 1898, με την έκδοση της Εθνικής Αγωγής.
Αγροτικό Μυθιστόρημα. Πρωτοδημοσιεύεται το 1885. Μεταφράστηκε σε 10 ξένες γλώσσες. Ο Δροσίνης, την Αμαρυλλίδα του την εμπνεύστηκε στον Πύργο των Γουβών, στο κτήμα της οικογένειας προίκα της μητέρας του, που βρίσκεται στη Βόρεια Εύβοια. Στο διπλανό χωριό των Γουβών, το “Κορμπάτσι” (σημερινό Αρτεμίσιο) ζούσε ο Ελβετός Rudolf von Wild με την οικογένειά του και με την ανηψιά του Helen Weiss. Η μόρφωση, η καλλιέργεια, η αγάπη στη φύση και στην Ελλάδα, χαρίσματα της Helen, μιας ταλαντούχας ζωγράφου, ήταν τα πρώτα κεντρίσματα για να αναζητήσει ο Δροσίνης, να πλάσει την ιδανική γυναίκα. Στο μυθιστόρημά του “Η Αμαρυλλίς”, πρωταγωνίστρια είναι μια πανέμορφη νεαρή γυναίκα γεμάτη προτερήματα μορφωμένη, καλλιεργημένη, που αγαπάει τα παιδιά και την Ελλάδα, που μένει πιστή στον άντρα της. Η Αμαρυλλίδα γίνεται το «άπιαστο» όνειρο του Δροσίνη, που στο τέλος της ζωής του γράφει: «Αγάπη στην αρχή ήρθες πολύ νωρίς και τώρα πολύ αργά».
Όταν στα πενήντα του χρόνια συνάντησε την Αικατερίνη Τυπάλδου την ΑΘΑΝΑΤΗ ΦΙΛΗ (όπως την αποκαλούσε πάντα) έγραψε: «Αυτή είναι η Αμαρυλλίς μου. Κρίμα που ανήκει σ’ άλλον».
Το βιβλίο αγαπήθηκε πολύ από τους βιβλιόφιλους.
Ο Δροσίνης γράφει: «Κάθε αναγνώριση κι εκτίμηση των έργων μου από τη Γαλλία, τη δεχόμουν με ξεχωριστή ευχαρίστηση. Αν και είχε μεταφρασθή η Αμαρυλλίς μου στις κυριότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες, η Γαλλική μετάφρασή της στις Annales και ύστερα στη Νέα Βιβλιοθήκη του Delagrave, μου φάνηκε σαν τελειωτική επικύρωση κάποιας αξίας του νεανικού μου ειδυλλίου. Μεταφρασμένο σαράντα χρόνια μετά από τότε που γράφτηκε, το χαρακτήριζεν η Διεύθυνση των Annales “Μικρό Αριστούργημα γεμάτο ειδυλλιακή χάρη και δροσιά” και μ’ όλη την παγκόσμια κυκλοφορία του περιοδικού, το κατάστημα Delagrave το έκρινεν άξιο να πάρη θέση στις εκδόσεις του, κοντά σε έργα του Ντίκενς, του Σκώτ, του Μεριμέ και άλλων”.
Σκόρπια φύλλα της ζωής μου Τόμος Δ΄ σ. 303.
Στο Μουσείο υπάρχουν: 5 εκδόσεις της Αμαρυλλίδος και τέσσερις μεταφράσεις της. (Γαλλικά, Ιταλικά, Αγγλικά, Σουηδικά).
Ο «Μπάρμπα Δήμος» είναι ένα από τα γνωστότερα ίσως βιβλία του Γεωργίου Δροσίνη. Εκείνο όμως που δεν είναι εξίσου γνωστό, είναι ότι ο Μπάρμπα Δήμος ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο, που έπαιξε μάλιστα με τις διηγήσεις του σημαντικό ρόλο στη συγγραφή του γνωστού σε όλους μας βιβλίου.
Ήταν ένας παλιός αγωνιστής, φτωχός, που φορούσε φουστανέλλα, ξεχασμένος απ’ όλους, όχι όμως από τον Ποιητή και την οικογένειά του. Ένας φιλάνθρωπος του είχε παραχωρήσει ένα μικρό δωμάτιο δίπλα από την κατοικία του Δροσίνη. Ο Μπάρμπα Δήμος ζούσε εκεί, αλλά ήταν σχεδόν καθημερινός επισκέπτης στο αρχοντικό του Ποιητή. Οι δυο τους περνούσαν ατέλειωτες ώρες μαζί. Ο γέροντας, που είχε πολεμήσει και είχε χάσει το χέρι του κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, ήξερε να διηγείται με ζωντάνια και αμεσότητα ιστορικές στιγμές του απελευθερωτικού μας αγώνα. Ο Δροσίνης κατέγραφε τα λόγια του, και στο μυαλό του ο Μπάρμπα Δήμος έπαιρνε μια διαχρονική μορφή. Η σύνταξη που έπαιρνε ο Μπάρμπα Δήμος για την προσφορά του στο Έθνος ήταν 8 δραχμές της εποχής εκείνης! Ζούσε από την ευσπλαχνία των κατοίκων, που τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν.
«Αι διηγήσεις του γέροντα αγωνιστή», γράφει με μετριοφροσύνη στον πρόλογο του βιβλίου ο Δροσίνης: «έμειναν ανεξάλειπτοι εις την μνήμην μου, αλλά προσπαθώ να τις αναπαραστήσω. Δεν θα δυνηθώ βεβαίως να δώσω την ζωντανήν χάριν που έδιδε εις αυτάς διηγούμενος ο Μπάρμπα Δήμος».
Το ομώνυμο βιβλίο που εκδόθηκε το 1889, είναι μια σπάνια συλλογή από ανθρώπινες, όσο και συγκινητικές σκηνές από την ελληνική επανάσταση. Ο Δροσίνης με το ταλέντο του και την εμπειρία, που είχε αποκτήσει ως δημοσιογράφος, κατάφερε να αξιολογήσει σωστά το υλικό του και να μπορέσει να περιγράψει μεγάλες στιγμές του εθνικού μας αγώνα, χωρίς υπερβολές, με αξιοσημείωτη ιστορική ακρίβεια.
Το βιβλίο που έχει παίξει ρόλο στη μαθητική ζωή, όσων βρίσκονται σήμερα στα ώριμα χρόνια, είναι οι «Αναμνήσεις ενός Αγωνιστού». Το βιβλίο αυτό, όταν αργότερα έφυγε από τα στενά πλαίσια του σχολείου, εμφανίστηκε με το όνομα «Ο Μπάρμπα – Δήμος».
Η διήγηση γίνεται στο πρώτο πρόσωπο, από κάποιον που έζησε τα γεγονότα. Αυτό προσδίδει ζωντάνια και πείθει για την αλήθεια των δεδομένων. Αποτελείται από μικρές ιστορίες και περνά χωρίς στόμφο και δύσκολα νοήματα ηθικές αξίες στα παιδιά. Μιλά για λεβεντιά, υπερηφάνεια και για αγάπη προς την Πατρίδα χωρίς εξάρσεις. Οι 137 σελίδες του περιγράφουν σκηνογραφίες της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Δροσίνης το απέδειξε πολλές φορές, ότι ήταν ένας εμπνευσμένος παιδαγωγός, χωρίς αριθμούς και φορτικές περιγραφές, χωρίς πατριωτικές επιδείξεις, προσπαθεί και το καταφέρνει, να διδάξει το παιδί, για να ωφεληθεί, αφού το κατακτήσει πρώτα.
Ο ίδιος λέει: «Γράφω επεισόδια εμφαντικά και γοητεύοντα, σχεδιασμένα σε μεγάλες γραμμές, περιγραφές χαρακτήρων σπουδαίων προσώπων, περιγράφω σκηνές με δυνατές συγκινήσεις και αντιθέσεις. Αυτή είναι η επιτυχία!».
Προσοχή όμως, πριν ο Δροσίνης γράψει ακόμα και μια μικρή παράγραφο ιστορικού περιεχομένου μελετά, διαβάζει κείμενα γύρω από το γεγονός, που θέλει να παραθέσει.
Διαβάζει δημοσιεύματα και μελέτες που έχουν γραφτεί για την Επανάσταση και μετά απομακρύνει κάθε υπερβολή και διαστροφή από την ιστορία που θα παρουσιάσει. Προσπαθεί να δώσει την ιστορική αλήθεια, ακόμα κι όταν η εθνική φιλοτιμία δεν ικανοποιείται. Δεν θέλησε με κανένα τρόπο ο αναγνώστης, ακόμα και αν είναι ανήλικος ή νέος, να βρεθεί μελετώντας μπροστά σε ανακριβή γεγονότα, σε μια ενδεχόμενη μελέτη του θέματος. Ήταν απόλυτος. Η αλήθεια δεν πρέπει να σιωπάται, ακόμα και στα παιδιά του δημοτικού.
Αναφέρω τυχαία μερικά κεφάλαια από το βιβλίο αυτό, Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ο Ναύαρχος Μιαούλης, Η καταστροφή στη Σφακτηρία, Η Έξοδος του Άρη. Η μυθιστορηματική έξοδος αυτού του πλοίου και η σωτηρία του μοιάζει μ’ ένα φανταστικό παραμύθι, ενώ είναι μια δυνατή ιστορία πίστης. Όταν οι ναύτες ανεβάζουν την εικόνα της Θεοτόκου στο κατάστρωμα αγκαλιάζονται και λένε: «Καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο» και ζητούν «προστασίαν και σκέπην της ζωής ημών σε Σε τιθέμενοι, Θεογεννήτωρ Παρθένε, συ ημάς κυβερνήσον προς τον λιμένα Σου».
Στο Μουσείο Δροσίνη, έχουν προσπαθήσει να ξαναζωντανέψουν ένα κομμάτι της Ιστορίας. Ο επισκέπτης που περιδιαβαίνει τις αίθουσες έχει τη δυνατότητα να μεταφερθεί για λίγο νοερά σ’ εκείνη την εποχή την ώρα που αντικρίζει μπροστά του ένα ομοίωμα του Αθανάσιου Διάκου, αλλά και όταν σκύβει πάνω στα κείμενα που περιγράφουν τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων ενάντια στους Τούρκους.
Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ 1886.
Αναφορά σ’ ένα κείμενο από το βιβλίο «ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ» που αργότερα πήρε τον τίτλο «Ο ΜΠΑΡΜΠΑ- ΔΗΜΟΣ»
Ο Αθανάσιος Διάκος ονομάστηκε έτσι γιατί όταν ήταν νέος, ήταν Διάκος σε ένα μοναστήρι. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός. Ο Διάκος εγκατέλειψε νωρίς τη μονή. Κατηχήθηκε, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και γρήγορα έγινε ένας γενναίος οπλαρχηγός. Η τελευταία μάχη που έδωσε ήταν στην γέφυρα του Σπερχειού ποταμού, όπου συναντήθηκε με το ασκέρι του Ομέρ Βρυώνη.
Από την ορμητική επίθεση των Αλβανών του Ομέρ Βρυώνη, τα περισσότερα παλικάρια του Διάκου σκοτώθηκαν ή σκορπίστηκαν και μένει μόνο ο Διάκος με σαράντα άντρες.
Ο ψυχογιός του, που βλέπει να έρχεται ο θάνατος, του φέρνει τη φοράδα του, την Αστέρω και τον παρακαλεί να την ιππεύσει και να φύγει.
«Ο Διάκος δεν φεύγει» του αποκρίνεται με υπερηφάνεια και συνεχίζει να πολεμά. Όταν όλοι του οι σύντροφοι σκοτώθηκαν, τραυματισμένος, πιάστηκε από τους Τούρκους που σέρνοντάς τον τον έφεραν μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη.
– «Σου χαρίζω τη ζωή και σε κάνω πλούσιο, σε κάνω Πασά, αν τουρκέψης», του λέει ο Βρυώνης.
– « Έχει πολλούς Διάκους η Ελλάδα», του απαντά υπερήφανα.
Μετά από αυτή την απάντηση, ο Τούρκος διατάζει να τον σουβλίσουν. Για πολλές ώρες ζει και υποφέρει, τότε ο Διάκος γυρίζει προς τους Αλβανούς και λέει:
«Δεν υπάρχει ένα παλικάρι να μου δώση μια τουφεκιά»,
Ήταν Άνοιξη, του Αγίου Γεωργίου και ο Διάκος ήταν μόλις τριαντατριών ετών. Ήταν ένας μήνας μετά την έναρξη του Αγώνα εναντίον των Τούρκων 22 Απριλίου του 1821, όταν τον έφεραν στον τόπο της μαρτυρικής ποινής. Έριξε ένα βλέμμα γύρω του στην ανθισμένη γη και είπε με παράπονο.
«Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη,
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι»
Ο Δροσίνης, ύστερα από τον Βαλαωρίτη έγραψε την ιστορία του Αθανασίου Διάκου και τον θάνατό του σε απλή καθαρεύουσα.
Στο Μουσείο εκτός από το ομοίωμά του, υπάρχουν βιβλία που αναφέρονται σ’ αυτόν.
Το αγροτικό αυτό μυθιστόρημα άρχισε να το γράφει ο Γ. Δροσίνης το 1887 στη Λειψία. Το 1888 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Εστία» σε συνέχειες. Το 1901 εκδίδεται σε τόμο.
Το μυθιστόρημα αυτό μεταφράστηκε στα αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά και σε άλλες γλώσσες.
Το 1899 εκδίδεται στη Ρωσία με έξοδα του βιβλιοπώλη Π. Ματιάτου και η εκεί ελληνική παροικία το διάβασε με μεγάλη ευχαρίστηση, αφού αναφέρεται στη φύση και τα αγροτικά ήθη και έθιμα της μητέρας Ελλάδας. Σ’ αυτό το βιβλίο χρωστά ο Δροσίνης το τίτλο του πρώτου Έλληνα ηθογράφου.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στην Εύβοια. Κυρίως στις Γούβες και τα γύρω χωριά: Κορμπάτσι, Ξηροχώρι, Κρυονερίτη, Ωρεούς, Βαρβάρα. Συμπρωταγωνίστρια στην ιστορία είναι η υπέροχη φύση της βόρειας πλευράς του νησιού. Ο Δροσίνης περιγράφει την φύση με πινελιές ζωγράφου. Διαβάζεις και βλέπεις μπροστά σου τοπία ολοζώντανα. Ακούς νερά κελαριστά, βλέπεις πλατάνια πανύψηλα, βάτους και θάμνους χαμηλούς σκεπασμένους με τα λευκά ανθάκια της αγράμπελης. Νιώθεις τον υγρό και δροσερόν αέρα να σε αναζωογονεί και μια γλυκιά ευωδιά όλο ηδυπάθεια να σε μαγεύει, να σε ζαλίζει.
Στο «Βοτάνι της Αγάπης» ο Δροσίνης περιγράφει έναν έρωτα γεμάτο πάθος. Μία αγάπη έρμαιο δεισιδαιμονιών και προκαταλήψεων, που ξεφεύγοντας από τα όρια της λογικής αναπόφευκτα καταλήγει στην καταστροφή. Ο Henri Tonnet καθηγητής στη Σορβόνη αποκαλεί τον Δροσίνη ΗΘΟΓΡΑΦΟ βασιζόμενος κυρίως σ’ αυτό το βιβλίο.
Ο Δροσίνης γράφει στον πρόλογο του βιβλίου:
«Κατά την θερινήν διαμονήν μου εις το Πήλιο της Θεσσαλίας έτυχε κάποτε να εύρω κρεμασμένον από τους κλάδους ελαίας ένα περιπλανώμενον μελίσσιον.
Το μελίσσιον αυτό εγκτατέστησα εις μίαν παλαιάν ακατοίκητον κυψέλην και έκτοτε εγεννήθη η αγάπη μου προς τας μελίσσας.
Η σπουδή των μικρών φιλοπόνων εντόμων παρουσίαζε τόσα εντελώς νέα δι’ εμέ και θαυμάσια φαινόμενα, ώστε μ’ έκαμε να διέλθω τας πλέον ευχαρίστους ώρας της εξοχικής ζωής.
Αλλά συγχρόνως ήρχισα να αισθάνωμαι την ακατανίκητον επιθυμίαν να διηγηθώ και εις τους αναγνώστας των δημοσιευμάτων του Συλλόγου όσα μου είχαν κάμη την μεγαλυτέραν εντύπωσιν από τον βίον των μελισσών, από τας συνηθείας των και από τους τρόπους, τους οποίους επενόησαν οι άνθρωποι δια να εκμεταλλεύωνται επικερδώς την φιλοπονίαν των.
Όπως σχηματίζονται αι κηρήθραι μέσα εις τας κυψέλας, το μικρόν αυτό βιβλίον ήρχισε σιγά σιγά να σχηματίζεται μέσα εις τον νουν μου και, όταν αι φθινοπωριναί βροχαί με απέκλεισαν εντός της οικίας, δεν έμενε πλέον παρά να γραφή και εγράφη».
Ο Δροσίνης γράφει στον πρόλογο του βιβλίου:
«… Το μικρό αυτό βιβλίο θα συντελέση ίσως, ώστε να αναπτυχθή η αγάπη προς τα τόσον αγαθά και τόσον ήμερα οικιακά πτηνά, και συγχρόνως θα δείξη πως η Ορνιθοκομία ημπορεί να καταστή προσοδοφόρος επιχείρησις δια τους έχοντας όρεξιν να επιδοθούν αποκλειστικώς εις αυτήν».
Στις σελίδες του βιβλίου διαβάζει κανείς τα εξής:
Η ιστορία του ψαρέματος, εργαλεία ψαρικής, ψάρευμα με αγκίστρι από την ξηρά, από την βάρκα, δολώματα και πλάνοι, δίκτυα και κοφίνια, η δυναμίτις, ο θαλάσσιος κόσμος, πως είναι πλασμένα τα ψάρια, ιχθυοτροφεία και ιχθυοκομεία και τα ονόματα των ψαριών.
Το βιβλίο τελειώνει με τα ονόματα των αρχαίων συγγραφέων, που έγραψαν για τα ψάρια και για την ψαρική τέχνη.
Το Βιβλίο το εξέδωσε ο Ι. Ν. Σιδέρης- Αθήνα. Τα διηγήματα δημοσιεύθηκαν πρώτα στο περιοδικό ΕΣΤΙΑ και αργότερα εκδώθηκαν σε τόμο. Έχουν γίνει δύο εκδόσεις. Οι εικόνες του εξωφύλλου και του βιβλίου φιλοτεχνήθηκαν από το ζωγράφο Δ. Μπισκίνη, όταν βρισκόταν στο Παρίσι.
Το πρώτο διήγημα με τον τίτλο: ΑΙ ΑΝΤΙΖΗΛΟΙ μεταφράστηκε από τον Αngust Boltj στα γερμανικά και μερικά άλλα διηγήματα μεταφράστηκαν σε άλλες ξένες γλώσσες.
Στην εισαγωγή του βιβλίου ο Δροσίνης γράφει:
« Ο καταρτισμός μικρών μουσείων ή συλλογών Φυσικής Ιστορίας είνε ασχολία όσον τερπνή, τόσον και ωφέλιμος. ούτε απαιτεί βαθείας επιστημονικάς μελέτας και ιδιατέραν σπουδήν, ώστε να είνε έργον μόνον των εξ’ επαγγέλματος φυσιοδιφών.
Αρκεί εις όσα εδιδάχθη κανείς εκ τη ζωολογίας, της φυτολογίας και της ορυκτολογίας, να προστεθή η ανάγνωσις ενός πρακτικού εγχειριδίου, δια να επιδοθή ο καθείς εις την συλλογήν φυτών, εντόμων, ξύλων, αυγών, κογχυλίων, ορυκτών, αναλόγως της προσωπικής του κλίσεως και της φύσεως του μέρους όπου διαμένει. Το κυριώτερον είνε ο ζήλος, η αγάπη, με την οποίαν θα επιδοθή εις το έργον. η πείρα αποκτάται βαθμηδόν και από την άσκησιν και από την μελέτην ειδικών συγγραμμάτων, εκ των οποίων πολλά και εξαίρετα υπάρχουν εις ξένας γλώσσας.
Εις άλλα έθνη όλοι οι μαθηταί των σχολείων είνε συλλέκται αντικειμένων της Φυσικής Ιστορίας. Οι Γερμανόπαιδες και οι Ελβετόπαιδες εις τους αγροτικούς περιπάτους και τα εκδρομάς των φέρουν αχώριστον σύντροφον την εκ λευκοσιδήρου βοτανοθήκην ανηρτημένην από του ώμου, και εκεί αποθηκεύουν ό,τι άξιον λόγου εύρουν καθ’ όδον, δια να προσθέσουν εις το μουσείον του σχολείου ή να πλουτίσουν την ιδικήν των συλλογή. Όχι δε σπανίως την βοτανοθήκην συνοδεύει και το δίκτυον, το προωρισμένον δια την σύλληψιν πτερωτών εντόμων.
Και κατόπιν, όταν οι μικροί παίδες του σχολείου ηλικιωθούν, η παλαιά συνήθεια μένει ριζωμένη και, οσάκις τύχη ευκαιρία, αρχίζουν πάλιν με τον αυτόν ζήλον να συλλέγουν τα πολυποίκιλα αντικείμενα της φύσεως και να στολίζουν τους τοίχους των εξοχικών κατοικιών των.»
Στα εννέα, του κεφάλαια καταγράφονται τα προβλήματα των τυφλών, δίνεται ιστορική εικόνα για τ’ άλλα κράτη, δίνει λύσεις και αναφέρεται στη ζωή της Λάουρας Βρίτζμαν, που έζησε στην Αμερική, υπήρξε τυφλή, άφωνη, κωφή χωρίς όσφρηση και εν μέρει και γεύση.
Ο γιατρός (Howe) Σαμουήλ Χάου κατάφερε η Λάουρα όχι μόνο να επικοινωνήσει αλλά σε λίγους μήνες, με το σύστημα των κωφαλάλων, κατάφερε να της μάθει να γράφει.
Η Λάουρα πέρασε στη Βοστόνη όλη της τη ζωή κοντά στους τυφλούς κερδίζοντας με τα εργόχειρά της την διαμονήν της εκεί
Το βιβλίο αναφέρεται στην ανάγκη της εξύψωσης της σωματικής αγωγής, ίση με την πνευματική κατάρτιση.
Είναι πολλαπλή η ανάγκη, προσωπική, κοινωνική και εθνική.
α) Προσωπική, την άμυνα εκάστου κατά των κινδύνων. (Ένας εξασθενημένος από την καθιστή εργασία ή ανθυγιεινής διαίτης οργανισμός απειλείται καθημερινά).
β) Κοινωνική, διότι η κοινωνία έχει συμφέρον να αποτελείται από υγιή μέλη και παραγωγικά.
γ) Εθνική, διότι το έθνος του οποίου οι πολίτες βρίσκονται σε σωματικό και ηθικό εκφυλισμό, είναι καταδικασμένοι να υποδουλωθούν.
«Σκοπός του βιβλίου είναι η μεθοδική διάδοσις και συστηματική οργάνωσις της Σκοπευτικής ασκήσεως ανά τον Ελληνισμόν.
Εις τας σελίδας του συνοψίζονται πάσαι αι χρήσιμαι οδηγίαι δια την σύστασιν Σκοπευτικών Σωματείων, Λαϊκών και Σχολικών Σκοπευτηρίων και Σχολών, δια την διδασκαλία της Σκοπεύσεως, δια την τέλεσιν Διαγωνισμών και Αγώνων, δια την εκλογήν και χρήσιν Σκοπευτικών Όπλων, μετά των απαραιτήτων επεξηγηματικών εικόνων και σχεδιογραφημάτων».
Άπαντα τόμος 9ος σ. 411.
Το βιβλίο αναφέρεται:
Στη σκοπευτική άσκηση, εκλογή όπλων, χρήση του όπλου, υγιεινή του κυνηγίου, οι κυνηγετικοί σκύλοι και σε διάφοροι τρόποι κυνηγίου.
Ο Δροσίνης γράφει:
«Το κυνήγιον είναι εκ των μέσων εκείνων, τα οποία εις ανθρώπους παντός επαγγέλματος, πάσης κράσεως και πάσης ηλικίας δύνανται να δώσουν αφορμήν, ώστε να αλλάσσουν τρόπον ζωής, να ποικίλλουν την φθοροποιόν μονοτονίαν του καθημερινού έργου, να αποφεύγουν τον μολυσμένον αέρα των πόλεων, να κινώνται, να περιπατούν, να αναπνεύουν έξω εις τους αγρούς, εις τα βουνά, εις τα δάση».
ΤΡΑΠΕΖΙΤΗΣ και ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ, Χιώτης στην καταγωγή, ο Ανδρέας Συγγρός, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στην αρχή στην Άνδρο και έβγαλε το γυμνάσιο στη Σύρο. Αφού απέκτησε μεγάλη περιουσία στην Κωνσταντινούπολη, γύρισε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ίδρυσε την Ηπειροθεσσαλική Τράπεζα.
Έλαβε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις ιδίως στην αποπεράτωση του Ισθμού της Κορίνθου. Με δικές του δαπάνες ανέγειρε τα Μουσεία της Ολυμπίας και των Δελφών, το Θεραπευτήριο του Ευαγγελισμού, τις ομώνυμες σωφρονιστικές φυλακές και το νοσοκομείο μεταδοτικών νοσημάτων.
Το 1888, μετά από τριάντα χρόνια εκκρεμότητα, ανέλαβε το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών και επιτέλους λειτούργησε. Στη διαθήκη του άφησε και τα απαιτούμενα κεφάλαια για τη διάνοιξη της ομώνυμης λεωφόρου Αθηνών – Φαλήρου.
Άρχισε να γράφει τη βιογραφία του, αλλά ο θάνατος τον πρόλαβε.
Ο Γ. Δροσίνης επιμελήθηκε το βιβλίο του με τίτλο: «Ανδρέα Συγγρού απομνημονεύματα» χωρίς αμοιβή. Η Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου Συγγρού, η οποία είχε ζητήσει από τον Γ. Δροσίνη να επιμεληθεί την βιογραφία του συζύγου της, βρήκε τρόπο να ικανοποιήσει τον Ποιητή βοηθώντας οικονομικώς τον Σ.Ω.Β. και στέλνοντας την Λασκαρίδου, να σπουδάσει τυφλοκόμος στην Ελβετία, ώστε να γίνει η πρώτη δασκάλα των τυφλών και η πρώτη διευθύντρια της Σχολής Τυφλών.
Η Σχολή Τυφλών πρέπει να θεωρηθεί έργο του Δροσίνη.
Το 2014 δεν λειτουργεί πλέον.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ 1913, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΛΙΜΑ 1921 Α΄-1926 Β΄ εκδ. και ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ.
Ο Γ. Δροσίνης ασχολήθηκε και με το παιδικό παραμύθι. Μετάφρασε και διασκεύασε πολλά ξένα παραμύθια, αλλά έγραψε και δικά του. Είναι ένας χαρισματικός παραμυθογράφος, βαθύς γνώστης ο ίδιος της ψυχολογίας του παιδιού.
Ο Γ. Δροσίνης ενσωματώνει στα παραμύθια του το ηθικό δίδαγμα χωρίς ίχνος διδακτισμού. Δεν κάνει διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, μεταξύ αληθινών και πλαστών γεγονότων. Τα κείμενά του ξεχωρίζουν για την απλότητά τους χωρίς να είναι απλοϊκά. Δεν τα φορτίζει με υπερβολές και αποφεύγει τους βαριούς χαρακτηρισμούς για τον εχθρό, πράγμα πολύ πρώιμο για την εποχή του.
Η γλώσσα του είναι η δημοτική, λιτή, κατανοητή, χωρίς ιδιωματικές, διαλεκτικές ή ξένες λέξεις εκτός από μία: Πλόσκα (Ploska – ξύλινο δοχείο για κρασί). Οι σύνθετες λέξεις είναι λίγες, όπως σιδερόκλαδη ή χρύσανθη.
Επιλέγει την εξ υποκειμένου αφήγηση, έτσι ώστε η διήγηση να αποκτά ζωηρότητα και να προκαλεί στον αναγνώστη εντύπωση και συγκίνηση. Η ιστορική γνώση γίνεται μια ηθικοδιδακτική λειτουργία.
Έχει γράψει πέντε βιβλία με παιδικά παραμύθια: «ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ» 1913 (2 βιβλία), «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΛΙΜΑ». (Η πρώτη σειρά εκδόθηκε από το Ι. Ν. Σιδέρη Αθήνα 1921 με εικόνες Σπ. Παπαπαναγιώτου και η δεύτερη σειρά εκδόθηκε από τον Ι. Ν. Σιδέρη το 1924 με εικόνες Δ. Μπισκίνη) και «ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ». Υπάρχουν πολλές επανεκτυπώσεις από όλα. Έγραψε ακόμα πολλά μεμονωμένα παραμύθια σε εφημερίδες και περιοδικά (πχ. Διάπλαση των Παίδων, Κυπριακά φύλλα και άλλα). Πολλά από αυτά μεταφράστηκαν σε άλλες γλώσσες.
Στο βιβλίο «ΤΑ ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» έγραψε δύο παραμύθια δικά του ενώ διάλεξε τα υπόλοιπα από την παγκόσμια παιδική λογοτεχνία.
Στο ΤΕΤΡΑΔΙΟ αριθμ. 1 των εκδόσεων του Συλλόγου «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ Γ.ΔΡΟΣΙΝΗ» υπάρχουν όλα τα έργα του «παραμυθογράφου» Δροσίνη και όλα τα έργα ξένων παραμυθογράφων που έχει μεταφράσει, μαζί με τις βιογραφίες τους.
α) ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ.
Από μαρτυρίες του Δροσίνη γνωρίζουμε ότι τα «Παραμύθια» του μεταφράστηκαν στην ισπανική, την ουγγρική, ιρλανδική, γερμανική και αγγλική γλώσσα.
Στο Λονδίνο, το 1892, μεταφράστηκαν με δύο διαφορετικούς τίτλους από την Μ. Edmonds, ο ένας STORIES FROM FAIRYLAND και ο άλλος “THE CUP OF TEARS AND OTHER TALES, που εκδόθηκε από τον Α. Κουρτίδη.
Το 1902 έχουμε την δεύτερη έκδοση των ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ από το βιβλιοπωλείο της Εστίας με εκδότη τον Ι. Δ. Κολλάρο.
Στη Νέα Υόρκη μεταφράστηκαν μερικά παραμύθια από τον εκδοτικό οίκο House of Hellas.
Το 1945 μεταφράστηκε το βιβλίο στην ιταλική γλώσσα από τον Paolo Stomeo στην Salentina με τον τίτλο FIABE.
Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ Σ.Ω.Β. των ετών 1902 – 1904 περιλαμβάνει τέσσερα βιβλία με παραμύθια. Το τέταρτο βιβλίο είναι γραμμένο από τον Γ. Δροσίνη με τίτλο: ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. (4 εκδόσεις)
o Η πρώτη και η δεύτερη έκδοση έχει 21 παραμύθια.
o Η τρίτη έκδοση έχει 22 παραμύθια, παίρνει το 1914 Εθνικό Αριστείο
Εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης.
o Η επανέκδοση έγινε το 1915 από τον εκδοτικό οίκο Ι. Ν. Σιδέρη.
(22 παραμύθια)
o Νέα επανέκδοση έγινε το 1922 από τον εκδοτικό οίκο Ι. Ν. Σιδέρη.
o Η τέταρτη έκδοση έγινε το 1948 με εικονογράφηση Γέροντα και
εκδοτικό οίκο Δ. Δημητράκου, με 22 παραμύθια. Περιλάμβανε τα ίδια
παραμύθια, αλλά στο τέλος προσετέθη «Η ΓΑΖΙΑ ΚΑΙ Ο ΜΕΝΕΞΕΣ».
***
Στην κεντρική αίθουσα του Μουσείου στην Κηφισιά, η αναπαράσταση του παππού που διηγείται παραμύθια στα εγγονάκια του ζωντανεύει την ξεχωριστή αυτή πλευρά του ΔΡΟΣΙΝΗ πεζογράφου- παραμυθοποιού.
β) ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ- «Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ Η ΤΥΧΗ».
Ο Δροσίνης γράφει:
«Ο παππούς ξαπλώθηκε στη μεγάλη πολυθρόνα του και τα εγγόνια του, δύο ξανθά παιδάκια, κάθησαν γύρω του ν’ ακούσουν την ιστορία, που θα τους πη.
– Δεν ξέρω κ’ εγώ πώς, μια μέρα, όταν ήμουν πολύ νέος, ενώ γύριζα στα βουνά, έχασα το δρόμο μου και βρέθηκα σ’ έναν τόπο έρημο, αγνώριστο και πολύ άγριο. Δεξιά κι’ αριστερά έβλεπα γκρεμούς, προς τα κάτω έναν κατήφορο ατελείωτον και προς τα πάνω ανήφορο πάλι ατελείωτο. Κάτω- κάτω, εκεί που τελείωνεν ο κατήφορος, μόλις ξεχώρισα έναν ωραίο κήπο γεμάτον άνθη. Από το άλλο μέρος, στην κορυφή του βουνού, δεν έβλεπα παρά χώματα και βράχους. Καμμία ευωδία δεν έρχουνταν από κει και μόνον άγριες φωνές από γεράκια, που πετούσαν ψηλά στον αέρα.
Στάθηκα με απορία. Πώς βρέθηκα; δεν θυμόμουν. Από πού ήρθα; δεν ήξερα. Πού να πάω τώρα; Δεξιά κι αριστερά γκρεμνοί. Μπροστά ανήφορος. Προτιμότερος ο κατήφορος. Και τραβούσα κατά τον κατήφορο, όταν άξαφνα άκουσα φωνές. Γύρισα το κεφάλι και είδα από το μέρος της κορφής του βουνού πλήθος ανθρώπων που κατέβαιναν. Πήγαινε μπροστά μια γυναίκα με παρδαλά φορέματα, νέα, ψηλή και καλοκαμωμένη.
Κι’ όλοι την περιτριγύριζαν και της φώναζαν σαν τρελλοί και κουνούσαν τα χέρια με παράξενο τρόπο. Εκείνη έβαζε το χέρι της σ’ ένα καλάθι που κρατούσε στην αγκαλιά της, έβγαζεν από κει πράματα πολλά και διάφορα και τα μοίραζε δεξιά κι’ αριστερά ή τα σκόρπιζε γύρω της.
Άμα πλησίασαν αποφάσισα να ρωτήσω:
– Καλή κυρία, που πηγαίνει αυτός ο δρόμος: Κοντοστάθηκε και μ’ αντίκρυσε. Τότε είδα καλά την όψη της και παρατήρησα πως ήταν τυφλή! Τυφλή και την ακολουθούν όλοι αυτοί που έχουν μάτια; Παράξενο!
– Ο δρόμος αυτός πηγαίνει στην ευτυχία. Έλα μαζί μου κ’ εσύ αν θέλης να πας εκεί. Μου αποκρίνεται με γλυκύτατη φωνή.
Άξαφνα ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο μου. Τρόμαξα και γύρισα να ιδώ ποιος ήταν. Και βλέπω μιαν ηλικιωμένη γυναίκα μαυροφορεμένη, με συμπαθητικό πρόσωπο και με μεγάλα γλυκά μάτια:
– Στάσου ! Μου λέει με φωνή παρακλητική.
– Τι ζήλεψες και την ακολουθείς; Δεν βλέπεις την προκοπή όλων αυτών που πηγαίνουν μαζί της.
Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Το πρόσωπο της ηλικιωμένης μου έδινε περισσότερη εμπιστοσύνη. Η νέα ήτον ζωηρότερη, ευθυμότερη. Έπειτα με τρόμαζεν ο ανήφορος, ενώ ο κατήφορος φαίνονταν πολύ εύκολος … Τότε γυρίζω και λέω της ηλικιωμένης.
– Μα ποια είναι λοιπόν αυτή η τυφλή, που σέρνει μαζί της τόσους άλλους με ανοικτά μάτια;
– Δεν την ξέρεις και ήθελες να πάς μαζί της; Είναι η Τύχη.
– Η Τύχη! Φώναξα με θυμό και ξέφυγα από τα χέρια της. Τόσον καιρό ζητώ και μόλις κατόρθωσα να την εύρω, μ’ έκανες εσύ να τη χάσω! Ποια είσαι λοιπόν;
– Εγώ παιδί μου, είμαι η Υπομονή. Εγώ δεν έχω να σκορπίσω γύρω μου ψεύτικα χαρίσματα στα τυφλά, όπως η Τύχη, ούτε θέλω να τάξω την ευτυχία σε κανέναν για να ξεγελάσω και να τον πάρω μαζί μου. Για να φτάσης ως την κορυφή του βουνού θα κοπιάσης πολύ. Όμως ο κόπος σου κι’ ο ύπνος θα είναι γλυκύτατοι.
– Έλα να πηγαίνωμε πριν νυκτωθούμε στο δρόμο. Η μέρα της ζωής δεν είναι μεγάλη.
Ο παππούς στάθηκεν άξαφνα για να πάρη μια πρέζα ταμπάκου, ενώ τα εγγόνια του τον κύτταζαν ανυπόμονα στα μάτια και πρόσμεναν το τέλος της ιστορίας του.
Στα στερνά το μικρότερο, μια ξανθούλα έξι χρόνων, δεν κρατήθηκε και τον ρώτησε:
– Λοιπόν, παππού, έφτασες απάνω στο βουνό;
Ο παππούς άπλωσε το χέρι στα ξανθά της τα μαλλάκια, την χάϊδεψε και της είπε με συγκινημένη φωνή:
– Μικρούλα μου, αν δεν έφτανα εκεί, δεν θα ήμουν παππούς σας σήμερα και δεν θα σας έλεγα αυτή την ιστορία».
Από το βιβλίο «Παραμύθια» του Γεώργιου Δροσίνη
Η Έρση και ο Παύλος, αρχαιολόγος στο επάγγελμα, βρίσκονται σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Η ξαφνική παρουσία ενός κωφάλαλου εννεάχρονου παιδιού, ταράζει τη ζωή τους. Η αγάπη του ζευγαριού προς το παιδί ξεπερνά τα εμπόδια της αναπηρίας και πραγματοποιείται η επικοινωνία. Το παιδί λύνει το μυστήριο ενός φόνου και μιας κλοπής αρχαίων αγαλμάτων, που είχε γίνει στο απέναντι νησάκι το ονομαζόμενο νησί της Ερηνιώς.
Αντανάκλαση ζεστής οικογενειακής ζωής το μυθιστόρημα «Έρση» κυκλοφόρησε το 1925. Σημείωσε μια πανευρωπαϊκή επιτυχία. Πολλές οικογένειας δώσανε το όνομα «Έρση» στα κορίτσια τους, γοητευμένες από το μυθιστόρημα του Δροσίνη. Έτσι κι η τρίτη κόρη του Γερμανού καθηγητή Roland Hampé στο Πανεπιστήμιο Wurzburg, πήρε το ελληνικό όνομα Έρση. Ο Δροσίνης το 1947 τού έγραψε, πόσο ήθελε να τη δει στην Κηφισιά, όταν θα ερχόταν από την Γερμανία, για να την γνωρίσει από κοντά, αυτός ο αγαπημένος φίλος και παππούς όλων των μικρών παιδιών, που πάντοτε χαιρότανε την συντροφιά τους. Η επιθυμία του εκπληρώθηκε.
Ο καθηγητής Roland Hampé, μεταφραστής της «Έρσης», γράφει στον Δροσίνη, ότι την «Έρση» την διάβασε όταν υπηρετούσε στο στρατό και ότι ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με το περιεχόμενό της, ώστε αμέσως άρχισε να την μεταφράζει. Στις 28.8.1947 του ομολογεί ότι και «το ωραίον σας βιβλίο – Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου – με συνόδευσε και μου χάρισε ευτυχισμένες ώρες στο μέτωπο».
Ο καθηγητής Hampé ήτανε λάτρης της Ελλάδας, είχε μεταφράσει επίσης τη «Σαμοθράκη» του Ίωνα Δραγούμη, το αντίτυπο της οποίας χάθηκε στη μεγάλη πυρκαϊά – (καταστροφή της Λειψίας), στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με το βιβλίο του Δροσίνη.
Ο Δροσίνης, λίαν ικανοποιημένος από την άψογη μετάφραση του R. Hampé, λέει στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», Ημερολόγιο, Τόμος Δ΄, σ. 244 (στην νεότερη έκδοση του Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1986, με φιλολογική επιμέλεια, Γιάννη Παπακώστα) μαζί με άλλες παρατηρήσεις του, για τις μεταφράσεις έργων του και σ’ άλλες γλώσσες:
«Για την επιτυχία της μετάφρασης της Έρσης είμαι βέβαιος. Ο μεταφραστής έζησε χρόνια στην Ελλάδα και γνώρισε καλά την Ελληνική ζωή Είχε γυναίκα Ελληνοπούλα και μιλεί μαζί της, το περισσότερο ελληνικά. κανείς από τους άλλους μεταφραστές έργων μου δεν είχε τα χαρίσματα αυτά κι έπεσαν σε παρανοήσεις αστείες. Ο Βολτζ (στις Αγροτικές Επιστολές 1884) πχ την εορτή της Αγίας Παρασκευής 26 Ιουλίου την ανακάτωσε με την Μεγάλη Παρασκευή, χωρίς να προσέξη πως Πάσχα δεν μπορούσε να είναι τον Ιούλιο, μεσοκαλόκαιρα. Δεν ξέρω η Edmonds στην Αγγλική μετάφραση της Αμαρυλλίδος (το 1891) τι έκανε».
Ο Γ. Δροσίνης το επιμελήθηκε. To βιβλίο συγκεντρώνει το ημερολόγιο του μεγάλου Φιλέλληνα γιατρού, δημοσιογράφου και αγωνιστή Ιάκωβου Ιωάννη Μάγερ, ο οποίος σκοτώθηκε έξω από τα τείχη του Μεσολογγίου, κατά την Έξοδο, μαζί με τη Μεσολογγίτισσα γυναίκα του και τα παιδιά του.
Οι αναφορές είναι από την ιστορική εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά» που τύπωνε ο Μάγερ στο Μεσολόγγι κατά την διάρκεια του ιερού Αγώνα.
Ο Γεώργιος Δροσίνης, το 1938 συγγράφει ένα βιβλίο με 256 σελίδες και τίτλο «Γεώργιος Νάζος και το Ωδείο Αθηνών» ( το πρώτο Ωδείο Αθηνών ιδρύεται το 1873). Το εκδίδει ο Οίκος Μάϊσνερ και Καργαδούρη. Το βιβλίο «μιλά» για τον Νάζο το μουσικό, Διευθυντή του Ωδείου Αθηνών το 1891, δάσκαλο στο πιάνο, στο τραγούδι και στη Χορωδία του Ωδείου. Ο Γ. Νάζος ήταν πεθερός του επιφανούς ζωγράφου Γ. Γύζη.
Είναι μία αξιόλογη προσωπικότητα, με έντονη δραστηριότητα.
Το 1895 ο Γεώργιος Νάζος ιδρύει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών (Το Ωδείο Αθηνών βρίσκεται στην οδό Πειραιώς), την μετέπειτα Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Το 1903 ιδρύει τη Σχολή Βυζαντινής Μουσικής, το 1916 τη Χορωδία Αθηνών και το 1930, μετά από μελέτη, εκδίδει τη Συλλογή Δημωδών τραγουδιών της Πελοποννήσου και της Κρήτης. Ο Γ. Νάζος αναδιοργάνωσε το Ωδείο: Το οίκημα επισκευάζεται εξωτερικά και εσωτερικά.
· Αυξάνονται τα τακτικά μέλη του Μουσείου και του Δραματικού Συλλόγου.
· Εγγράφονται πολλοί νέοι μαθητές. Δέχεται και τρόφιμους του ορφανοτροφείου Χατζηκώστα.
· Οι ώρες διδασκαλίας καθ’ εβδομάδα ανέρχονται σε 180 (43 ώρες διδάσκει ο Διευθυντής και 137 οι λοιποί 21 καθηγητές).
· Το 1892 – 1893 για πρώτη φορά οι εξετάσεις γίνονται με την πλήρη
εφαρμογή του νέου προγράμματος και 29 Μαΐου εδώθη η πρώτη
συναυλία.
Ο Γ. Δροσίνης είχε συνδεθεί φιλικά μαζί του και με την οικογένειά του και τον είχε πάντα δίπλα του στην προσπάθειά του συλλογής δημοτικών τραγουδιών της Ελλάδας, που τόσο αγάπησαν και οι δύο.
Στο Μουσείο Δροσίνη υπάρχει ένα μηχάνημα (παλαιού τύπου), που μαρτυράει την προσπάθεια εγγραφής δημοτικών τραγουδιών.
Ο Δροσίνης, για τον οποίο το αίσθημα της φιλίας είχε ιερότητα, με αληθινή συγκίνηση ασχολήθηκε με τη συγγραφή της βιογραφίας του Γ. Νάζου, βοηθούμενος από αυθεντικά στοιχεία, που είχε θέσει στη διάθεσή του η σύζυγός του Έδλα Νάζου.
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΗΡΩΔΟΥ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ.
Στον θαυμάσιο πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, που όλοι τον καμαρώνουμε είναι, ως γνωστόν το θέατρο Ηρώδου του Αττικού. Κάθε καλοκαίρι πολλοί είναι οι επισκέπτες του, σαν θεατές σε παραστάσεις θεατρικές ή ακροατές σε συναυλίες και ρεσιτάλ διασήμων καλλιτεχνών Ελλήνων και ξένων. Είναι ένα κόσμημα για την Αθήνα κι οι ξένοι έχουν εκφραστεί με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτό το αρχαίο θέατρο, που ευτυχώς το διατηρούμε όπως του αξίζει.
Την άνοιξη του 1937 εγκαινιάστηκε η πρώτη τακτική περίοδος συμφωνικών συναυλιών στο αρχαίο αυτό θέατρο του Ηρώδου του Αττικού, κάτω από την Ακρόπολη. Οι συναυλίες δίνονταν απόγευμα και βράδυ, ενώπιον χιλιάδων Αθηναίων. Όσοι μάλιστα δεν προλάβαιναν ν’ αγοράσουν εισιτήρια ανέβαιναν στην Ακρόπολη για ν’ ακούσουν από εκεί τα εκτελούμενα από τις ορχήστρες έργα. Ήταν μια εκδήλωση που προκαλούσε το ενδιαφέρον στους φιλόμουσους όλου του κόσμου.
Ήταν η αρχή του Φεστιβάλ Αθηνών, όπως το ξέρουμε σήμερα.
Βέβαια το θέατρο Ηρώδου του Αττικού δεν συγκέντρωνε τότε για πρώτη φορά καλλιτέχνες. Είχαν προηγηθεί άλλες εκδηλώσεις, μεμονωμένες βέβαια, όπως εκείνη της συναυλίας με την ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών, που διεύθυνε την άνοιξη του 1920 ο διάσημος Γάλλος μουσουργός Καμίλλ Σαιν Σανς ή εκείνη του 1926 που την ορχήστρα είχε διευθύνει ο διάσημος μουσουργός Ρίχαρδ Στράους.
Ο Σαιν Σανς φτάνει στην Αθήνα τον Απρίλη του 1920 με το ελληνικό ατμόπλοιο «Άνδρος», που έκανε τη γραμμή Πειραιά-Μασσαλία. Τον υποδέχονται στο λιμάνι ο διευθυντής του Ωδείου Αθηνών Γεώργιος Νάζος με τους καθηγητές και τον προσφωνεί ο δήμαρχος Πειραιά. Ο Σαιν Σανς κι ο Νάζος επιβαίνουν σ’ ένα ανοιχτό αυτοκίνητο, ανεβαίνουν στην Αθήνα και κάνουν τον γύρο της Ακρόπολης. Μπροστά στη θέα του ιερού Βράχου ο Γάλλος αρχιμουσικός μένει εκστατικός. Επαναλαμβάνει διαρκώς τη φράση: «Είναι ένα πραγματικό όνειρο».
Οι Αθηναίοι φιλόμουσοι είναι ενθουσιασμένοι. Πρόκειται ν’ απολαύσουν το Φεστιβάλ Σαιν Σανς. Δίδεται μια συναυλία στο Δημοτικό θέατρο της Αθήνας και το πρόγραμμα περιλαμβάνει μόνο έργα του Γάλλου μουσουργού. Σπάνια στο θέατρο έχει συγκεντρωθεί τόσος πολύς κι εκλεκτός κόσμος. Ο Σαιν Σανς, που είναι τότε ηλικίας 85 ετών, γοητεύει τους Αθηναίους. Ο ίδιος εκτελεί στο πιάνο. Το ακροατήριο τον ευγνωμονεί. Μια δεύτερη συναυλία στις 9 Μαΐου 1920 σημειώνει ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία. Η αποχαιρετιστήρια γιορτή αποφασίζεται για τις 16 Μαΐου. Γίνεται μια σκέψη να δεξιωθούν τον Σαιν Σανς στον Παρθενώνα. Ο ίδιος όμως εκφράζει μια επιθυμία να γίνει η γιορτή στο θέατρο Ηρώδου του Αττικού. Το πρόγραμμα είναι ενδιαφέρον. Περιλαμβάνει μετά τις τυπικές προσφονήσεις την απαγγελία της προσευχής του Ρενάν επί της Ακροπόλεως κι ακόμη δυο συνθέσεις του Σαιν Σανς ελληνικής έμπνευσης στην Νεότητα του Ηρακλή και τον Ύμνο της Παλλάδας Αθηνάς.
Οι εφημερίδες πανηγυρίζουν και γράφουν την επόμενη μέρα, ότι η εκδήλωση ήταν θέαμα και άκουσμα και ανάσταση αρχαίου κάλλους και αναβίωση περασμένης ομορφιάς δια μέσου των αιώνων και αρμονισμός υψηλής τέχνης μέσα στο τρισέβαστο αρχαίο πλαίσιο. Στα πρώτα εδώλια κάθονται οι άρχοντες κι οι ιερείς, όπως την καλή εποχή του Διονύσου. Κι έπειτα, ως επάνω στα τελευταία εδώλια ένα πλήθος προσεκτικό και κυρίες με ανοιχτά χρώματα, άνοιξη μέσα στο κιτρινισμένο περιβάλλον.
Ο Σαιν Σανς εκδηλώνει εκείνο το απόγευμα την επιθυμία να διευθύνει ο ίδιος την ορχήστρα. Κι ο ένδοξος γέρος με το βάρος των 85 χρόνων του, προχωρεί προς την ορχήστρα συγκινημένος, ανεβαίνει στο πέτρινο βάθρο με τη βοήθεια κάποιου μουσικού και σηκώνει την μπαγκέτα του μαέστρου. Οι Αθηναίοι μένουν έκπληκτοι, για το νεανικύ σφρίγος με το οποίο ο υπέργηρος Γάλλος μουσουργός διευθύνει την ορχήστρα. Θύελλα χειροκροτημάτων ακούγεται στο τέλος. Ο Σαιν Σανς με θαυμαστή ευκινησία υποκλίνεται προς όλα τα σημεία του αμφιθεάτρου. Ο υπουργός των Εξωτερικών Νικ. Πολίτης τον πλησιάζει κι ανάμεσα στις επευφημίες του πλήθους του απονέμει τον Ελληνικό μεγαλόσταυρο του Σωτήρος.
Να όμως, που το 1926 έχουμε μια νέα πανδαισία στο Ηρώδειο. Ο διάσημος μουσουργός Ρίχαρδ Στράους έρχεται για δεύτερη φορά στην Αθήνα και διευθύνει τη συμφωνική ορχήστρα. Κόσμος πολύς. Επίσημοι κι ανώνυμο πλήθος. Φιλόμουσοι, αλλά και περίεργοι. Το Ηρώδειο είναι γεμάτο μέχρι τα βραχάκια. Η εκτέλεση των έργων άψογη. Ο Στράους διευθύνει με τη μαγική μπαγκέτα του κι η ορχήστρα αποδίδει το τέλειο. Μόλις τελειώνει η συναυλία ο κόσμος ξεσπάει σ’ ένα χειροκρότημα, που δεν έχει τέλος. Ο Στράους υποκλίνεται. Εκείνο το βράδυ η κυβέρνηση τον παρασημοφορεί.
Κατά τις επαφές του με τους Έλληνες μουσικούς κι άλλους παράγοντες της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας, ο Στράους προτείνει μια ιδέα. Κάνει μια ιδιαίτερα κολακευτική πρόταση για την Ελληνική πρωτεύουσα. Υποστηρίζει πως πρέπει να χτιστεί ένας μεγαλοπρεπής ναός της Τέχνης στο κατάλληλο περιβάλλον και με όλα τα αναγκαία μέσα, όπου όλοι οι μουσικοσυνθέτες έργων με αρχαία υπόθεση ευχαρίστως θα τα παρουσίαζαν στο διεθνές κοινό. Από το 1926 ο Ρίχαρδ Στράους ρίχνει την ιδέα για να καθιερωθεί ένα Φεστιβάλ Αθηνών.
Η ιδέα όμως αυτή δεν ήταν πρωτότυπη. 0 διευθυντής του Ωδείου Αθηνών Γεώργιος Νάζος, πριν οπό τέσσαρα χρόνια,το 1922, είχε κάνει μια παρόμοια πρόταση. Ζητούσε δηλαδή τότε από το υπουργείο Παιδείας, με υπόμνημά του, να παραχωρηθεί τμήμα της βόρειας περιοχής του Εθνικού κήπου ή και άλλο μέρος εξ ίσου κατάλληλο, όπου, χωρίς να καταστραφούν τα δέντρα, θα μπορούσαν να γίνουν λαϊκές συναυλίες κάθε καλοκαίρι για να εκλαϊκευτεί η μουσική, κατά το υπόδειγμα των υπαίθριων συμφωνικών συναυλιών, που δίδονταν τότε στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις και λουτροπόλεις.
Ο Νάζος είχει υποδείξει από το 1922 ν’ ανοικοδομηθεί το θέατρο Ηρώδου Αττικού για να δίδονται εκεί κάθε Μάιο μεγάλες συμφωνικές συναυλίες, με τη συμμετοχή και παγκοσμίου φήμης καλλιτεχνών, όπως και παραστάσεις αρχαίων δραμάτων, κατάλληλα διασκευασμένων και άλλα έργα με μουσική. Τότε μάλιστα ο Νάζος συνεννοείται με διάσημους Έλληνες αρχαιολόγους και με διευθυντές ξένων αρχαιολογικών σχολών, που με ενθουσιασμό συμφωνούν, ότι είναι δυνατό να ανακαινισθεί το αρχαίο αυτό μνημείο.
Την εποχή εκείνη στην Αθήνα βρίσκεται κι ο μεγάλος Ελληνας σκηνογράφος, που διέπρεψε στη Γερμανία, ο Πάνος Αραβαντινός. Ενθουσιασμένος από την ιδέα προσφέρεται να συνεργαστεί για την τελειότερη επιτυχία του εκπολιτιστικού αυτού έργου· Έτσι ο Νάζος είναι ο πρώτος που είχε την ιδέα να χρησιμοποιηθεί το Ηρώδειο για μόνιμες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις κι όταν ο Ρίχαρδ Στραους πρότεινε την ανέγερση ναού της Τέχνης, έγραψε στις εφημερίδες, ότι η ιδέα του ξένου μουσουργού είναι περίφημη και μπορεί ν’ ανοίξει ένα νέο καλλιτεχνικό στάδιο για τον τόπο μας υπό την προϋπόθεση όμως, ότι θα χρησιμοποιηθεί γι’ αυτό το σκοπό το Ηρώδειο. Ο Νάζος, εξηγώντας τους λόγους που πρότεινε το Ηρώδειο, έλεγε:
1. Είναι αρχαίο θέατρο υπό τον Αττικό ουρανό, που σημαίνει πολλά.
2. Είναι ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, τη μια και μόνη στον κόσμο και γι ’ αυτό έχει ιδιαίτερη αίγλη.
3. Αυτό καθ’ αυτό έχει μεγάλα προτερήματα και πρώτα πρώτα εξασφαλισμένη θαυμάσια ακουστική, που δεν μπορεί να εξασφαλίσει εκ των πρότερων οποιοδήποτε άλλο θέατρο ανεγερθεί.
4. Έχει σκιά από τις 5,30 το απόγευμα.
5. Χωρούσε κατά την αρχαιότητα 7.000 θεατές.
6. Συναυλίες θα μπορούν να δίδονται δύο την ημέρα, μια το απόγευμα και μια άλλη το βράδυ. Παραστάσεις όμως θα δίδονταν μόνο κάθε βράδυ.
Ο Νάζος υποστήριζε επίσης, ότι αυτό το θέατρο θα προκαλέσει ασφαλώς το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Οι συναυλίες επίσης να είναι πάντα ανάλογες του περιβάλλοντος, ώστε να συντείνουν στη μόρφωση και την ανύψωση του καλλιτεχνικού αισθήματος του τόπου και κατέληγε με την κατηγορηματική υπόδειξη, ότι θα πρέπει να προστατευτεί ο χώρος από κάθε εκμετάλλευση και από κάθε υπερβολή ζήλου, που θα επεδίωκε να τον χρησιμοποιήσει για μικρά και ασήμαντα.
Τα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να πει, ότι είναι η προϊστορία του Φεστιβάλ Αθηνών, που κατά καιρούς γνώρισε μεγάλες επιτυχίες, αλλά και κάποιες περιπέτειες.
Ο Δροσίνης από την θέση του στο Υπουγείο φρόντισε να αναπαλαιωθεί το Ηρώδειο με μάρμαρα παλαιάς κοπής και να αποκτήσει μια ξύλινη σκηνή η οποία θα φυλάσσεται κάθε χειμώνα.
Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου διαβάζουμε:
Με το χειμώνιασμα η Ζωή
τα φύλλα της τινάζει
κι’ όσα δεν παίρνει ο άνεμος
η Μνήμη τα συνάζει.
Κηφισιά 1939.
Ο Δροσίνης έλεγε για τους φίλους λογοτέχνες ή για κάποιους ξεχωριστούς ταγούς ότι οι περισσότεροι αρχίζουν να γράφουν την βιογραφία τους με κάθε λεπτομέρεια και συνήθως ο θάνατος έρχεται πριν την ολοκλήρωσή της.
Εκείνος λοιπόν, το 1938-1939 όπως χαρακτηριστικά το λέει στο τετράστιχο, γράφει μικρές ιστορίες για τους προγόνους του, για τα σπίτια του στην Πλάκα στην Εύβοια, για τα ζώα και τα πουλιά του, για την ΕΣΤΙΑ και τους φίλους της, τον Άγγελο Βλάχο, γράφει για τ’ Αλησμόνητα του Σουρή, για τη φιλία του Βικέλα, τη Γερμανία και τελειώνει με ένα κείμενο οκτώ σελίδων με τον τίτλο: Η ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ, μια ιστορία ρομαντική που άρχισε το 1887, χωρίς έντονη πινελιά, που έσβησε για 46 χρόνια και ξαφνικά μ’ ένα γράμμα, με ημερομηνία 18 Ιουνίου 1933, αφού αναζήτησε τον παραλήπτη του σε διάφορα μέρη, έφτασε στα χέρια του Δροσίνη γεμίζοντάς τον αναμνήσεις από την Tale της Γερμανίας και ζητώντας του αλληλογραφία.
Ο Δροσίνης αφιερώνει οκτώ φύλλα για την Adele. Με κάποια χαρά περιμένει το επόμενο γράμμα της, δεν τον κουράζουν τα σπασμένα γαλλικά της, την συμβουλεύει πως να περάσει τα δύσκολα χρόνια της τελευταίας ηλικίας, μέχρι που το 1939 μαθαίνει ότι πέρασε στην άλλη ζωή, ήρεμη και ευχαριστημένη κρατώντας το γράμμα του στα χέρια της.
Στο Μουσείο Δροσίνη μια γωνιά είναι αφιερωμένη στην Adele. Πίνακες ζωγραφισμένοι από την ίδια και τα χειρόγραφά της φυλαγμένα σ’ ένα ωραιότατο secrétaire εποχής
Μια συναισθηματική ιστορία, που παίζεται γύρω από το νοσοκομειακό κρεβάτι ενός λοχαγού του Μηχανικού, ο οποίος τραυματίστηκε κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία σε διάφορα μέρη του σώματος και προσωρινά τυφλώθηκε.
Η νοσοκόμα του είναι η αδελφή Ειρήνη, κυρία παντρευμένη, πλούσια, με μια κόρη που σπουδάζει στην Ελβετία. Η κυρία Ειρήνη μόλις αντίκρισε τον λοχαγό αναγνώρισε στο πρόσωπό του την πρώτη της αγάπη, τον Λάμπρο Κλήμη, ο οποίος είχε αθετήσει όλους του όρκους που της είχε δώσει και την είχε εγκαταλείψει πριν από δέκα οκτώ χρόνια.
Η Ειρήνη τον περιποιείται κατά την ανάρρωσή του, και πριν βγάλει τους επιδέσμους από τα μάτια του, φεύγει μαζί με τον άντρα της για την Ελβετία αφήνοντας ένα γράμμα, στο οποίο του αποκαλύπτει την αλήθεια.
Οι ογδονταπέντε σελίδες του βιβλίου, διαβάζονται ευχάριστα, κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, οι αξίες προβάλλονται, η αγάπη για την πατρίδα υπερέχει. Ο Δροσίνης αγάπησε το τελευταίο του αυτό μυθιστόρημα, το οποίο έχει διάφορες πτυχές να διηγηθεί.
Από την αλληλογραφία του Ποιητή με το φίλο του Γεωργαντά, που έμενε στη σημερινή Πεύκη, τότε Μαγκουφάνα, μαθαίνουμε ότι του ζητά να έρθει στην Αμαρυλλίδα να του διαβάσει το μυθιστόρημα αυτό.
Το έργο έπαιξε ρόλο στην εποχή που γράφτηκε το 1940, γιατί ο Δροσίνης δεν θέλησε να το δημοσιεύσει όσο οι γερμανοί κρατούσαν την Ελλάδα λαβωμένη κι’ αυτό έκανε κι’ άλλους λογοτέχνες να ακολουθήσουν το παράδειγμά του.
Στο Μουσείο εκτός από το χειρόγραφο της «Ειρήνης» έχουμε και ένα χειρόγραφο προσχέδιο, πράγμα που ο Δροσίνης δεν το συνήθιζε. Σήμερα μια γωνία είναι αφιερωμένη στο έργο αυτό. Τα αντικείμενα, ένα βάζο γεμάτο τριαντάφυλλα, ένα μαντηλάκι κεντημένο, ένα κουτάκι ασημένιο μιλούν για την ιστορία της Ειρήνης, διηγούνται την χαμένη αγάπη, την αγάπη που ήρθε την μια φορά πολύ νωρίς και μετά πολύ αργά!
Είναι το δεύτερο βιβλίο με τον ίδιο τίτλο.
Τα κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε επιφυλλίδα της απογευματινής εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» το Νοέμβριο του 1946.
Το βιβλίο περιλαμβάνει τα εξής κεφάλαια:
Επαρχιώτικα, Στα σκαλοπάτια του Παρνασσού, Ένας παράσιτος, Τα στε-φάνια μου, Πρόωρος γυρισμός, Δεύτερο ξεκίνημα, Η καθημερινή ΕΣΤΙΑ, Δύο πιστόλια μονομαχίας, Η γέννηση ενός σχολείου, Το σπιτάκι, Το πέρασμά μου από το Υπουργείο
Επιμέλεια Γ. Δροσίνη (μέχρι το 1939) και Λ. Κορομηλά
Εκδόσεις «Εκλογή»
Ο Νικόλαος Γύζης (1842 – 1901), επιφανής Έλληνας ζωγράφος. Γεννήθηκε στην Τήνο και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου των Αθηνών, όπου εισήχθει σε ηλικία μόλις 8 ετών. Αποφοίτησε το 1861 και στη συνέχεια με ενέργειες του Τήνιου φιλότεχνου Νάζου αναχώρησε για το Μόναχο όπου και γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών.
Το 1872 πραγματοποιεί το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα και μένει έκθαμβος από το ελληνικό φως. «Η κάθε γυναίκα εδώ γίνεται πραγματική Αφροδίτη», γράφει σε Γερμανό φίλο του. Ο Γύζης παρατηρεί και μελετά την ελληνική ζωή. Αναβαπτίζεται στον ελληνικό χώρο!
Το 1874 αποφασίζει να φύγει και πάλι για τη Βαυαρία. Είναι κατάφορτος από συναισθήματα από το ελληνικό δράμα, σαν δράμα ενός λαού πάντοτε αγωνιστού αλλά και πάντοτε εσταυρωμένου. Ο ελληνισμός ως ιδέα ζει πια έντονα στην ψυχή του, με πλήθος εικόνων από την καθημερινή ζωή.
Στην γαλήνη του Μονάχου οι εικόνες αυτές παίρνουν σάρκα και οστά, γίνονται πίνακες. Είναι «Το κρυφό σχολειό», «Η πρώτη εξομολόγηση», «Το καρναβάλι των Αθηνών» κ.α. Πολλά από τα έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη.
Το 1892 γίνεται καθηγητής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου. Στο έργο της δημιουργίας, προστίθεται και το διδακτικό έργο. Στην περίοδο αυτή, η τέχνη του φτάνει στο αποκορύφωμά της με το έργο του «Η Αποθέωσις της Βαυαρίας», που είναι και το αριστούργημά του και ακολουθούν οι περίφημοι πίνακές του «Η δόξα εις Ψαρά», «Ο Έρως και ο Κένταυρος» και «Η Αράχνη».
Το βιβλίο, που επιμελήθηκαν ο Δροσίνης και ο Κορομηλάς περιλαμβάνει επιστολές του Ν. Γύζη προς τον πεθερό του Ν. Νάζο, την αδελφή της γυναίκας του Ουρανία, προς συγγενείς και φίλους. Περιλαμβάνει ακόμα γράμματα προς την νεαρή μαθήτριά του Άννα Μάη.
Ο Σύλλογος «Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη» εξέδωσε το 2006 το βιβλίο αρ. 12 με τίτλο: ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΥΖΗ. Επιμέλεια Νικ. Β. Μαυρολέων.