ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣταύροΥ Ιντζεγιάννη
Συγγραφέας
«ΖΩΗ ΚΑΙ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ»
Η ιδέα να μιλήσω για τον Γεώργιο Δροσίνη ήρθε σαν ανέκδοτο. Φίλος ηλικιωμένος που τραγουδάει ωραία , δημοτικά τραγούδια ,κάθε που θα με βρει στο δρόμο ή όπου αλλού έρχεται για να μου πει: Να σου απαγγείλω ένα ποίημα που έγραψα, να δεις τι ωραίο που είναι; Ούτε ιδέα βεβαία να αρνηθώ. Δε γλιτώνω με τίποτε. Μόνη λύση το να καθίσω να τον ακούσω. Και πράγματι μερικά είναι ωραιότατοι δεκαπεντασύλλαβοι. Πριν καιρό, την εποχή που ο πρόεδρος της εταιρείας έφτιαχνε το πρόγραμμα των ομιλιών για τα φιλολογικά βραδινά, με βρήκε μέσα στο λεωφορείο και με κάθισε κοντά του : Άκου ένα ωραίο ποίημα που έγραψα. Κι άρχισε να απαγγέλλει:
Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
Και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
Άφησε να πάρω κάτι από σένα,
Γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη.
Με έπιασαν τα γέλια. Δικό σου είναι ;ρώτησα.
- Γιατί, δε σου αρέσει.;
- Ομολόγησα ότι είναι ωραιότατο και για να μη του χαλάσω την ωραία αυταπάτη που σίγουρα τον ζούσε και τον ζει, δεν του απεκάλυψα ότι γνώριζα τον ποιητή. Τον Γεώργιο Δροσίνη.
Έτσι όταν ο πρόεδρος με ρώτησε με ποιο θέμα ήθελα να μιλήσω είχα κιόλας μέσα μου την απάντηση. Άλλωστε όπως συμβαίνει συχνά μου είχε κολλήσει σαν να είχε χαλάσει η βελόνα στο γραμμόφωνο και για δύο τρεις μέρες μέσα μου έλεγα και ξανάλεγα : «Τώρα που θα πας στα ξένα....γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη !»
Φυσικά ο πολύς κόσμος έχει συνδέσει το όνομα του Δροσίνη με την πολυτραγουδισμένη και που αντέχει μέχρι σήμερα (120 χρόνια και πάνω από τότε που γράφτηκε από τον ποιητή και που μελοποιήθηκε από άγνωστο μουσουργό) «Ανθισμένη Αμυγδαλιά», που όμως μόνο αμυγδαλιά δεν ήταν. Όπως εξήγησε σε φίλους του ο Δροσίνης, οι στίχοι γράφτηκαν για μια νεαρή εξαδέλφη του που μια μέρα τίναξε την νεραντζιά του σπιτιού της «και γέμισαν απ’ άνθη πλάτες αγκαλιές και μαλλάκια της.» Αμυγδαλιά έγινε γιατί ο ποιητής το θεώρησε ποιητικότερο άνθος.
Το 1888 - σημειώνει ο Μ. Περάνθης - ο ποιητής, έχοντας επιστρέψει από τη Γερμανία , καθώς κατηφόριζε ένα βράδυ τη Χαριλάου Τρικούπη γυρίζοντας από μια φιλολογική βεγγέρα στο σπίτι του Σουρή , άκουσε έκπληκτος να την τραγουδούν κάποιοι νεαροί και μάλιστα με καλές φωνές όπως είπε.
Την άλλη μέρα έμαθε από φίλους του Δημοσιογράφους, ότι το τραγούδι είχε διαδοθεί σε όλη την Ελλάδα από τους στρατιώτες που επέστρεφαν από την επιστράτευση του 1885.
Συντοπίτης- Μεσολογγίτης από τη μεριά του πατέρα του - με τον Κωστή Παλαμά συνδέθηκε μ’ αυτόν με μεγάλη ως το τέλος τους φιλία που δέθηκε ακόμη πιο πολύ, αφού οι γυναίκες τους Μαρίες και οι δύο είχαν στενή κι αυτές φιλία και μάλιστα η Μαρία Δροσίνη είχε βαφτίσει τον Άλκη Παλαμά.
Είναι γνωστό το τόσο χαρακτηριστικό της κοινής τους ποιητικής πορείας το ποίημα που αφιέρωσε ο Παλαμάς στον Δροσίνη και η απάντηση του δεύτερου.
Ήταν άλλωστε συνήθεια της εποχής αυτά τα ποιητικά αφιερώματα που πλούτισαν την ποιητική μας γραμματεία με την ομορφιά τους, το ποίημα του Παλαμά είναι το ακόλουθο.
Πως αλλιώς να σε πω ;
Ο Συνοδοιπόρος
------------------------------------
Αν παράθεσα αυτά τα δύο αφιερώματα - ποιήματα με όλο που είναι γνωστά στους παροικούντες την πνευματική Ιερουσαλήμ της εποχής μας- δεν είχα άλλο στόχο παρά να θυμίσω τη διαφορά ανάμεσα στους δύο φίλους -συνοδοιπόρους και οι οποίοι μάλιστα οριοθετούν μαζί με τον Πολέμη και κυρίως τον Νίκο Καμπά την ποιητική στροφή σ’ αυτό που ονομάστηκε Νέα Αθηναϊκή Σχολή .
Είναι χαρακτηριστικός ο στίχος του Δροσίνη :
Εσύ το Ωραίο μεσ’ στα μεγάλα ζήτησες
κι εγώ στα ταπεινά κι απορριμένα,
και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο
κι’ άφησες τον πηλό της γης σε μένα.
Κι αληθινά ο Δροσίνης στάθηκε ο φυσιολάτρης του ταπεινού βουκολικού τοπίου, χωρίς διάθεση για τα μεγάλα που ο Παλαμάς τόσο πετυχημένα κυνήγησε.
« Η ποίηση του Δροσίνη - γράφει ο Μιχάλης Περάνθης- δεν εγείρει αισθητικά προβλήματα. Είναι εύληπτη και σαφής. Την αποδέχεσαι όταν τύχει κοντά σου χωρίς κόπο , μια και η ουσία της δεν έφτασε τα ακρότατα εκείνα όρια
της λεπτότητος και της υποβολής που γεννούν την τάση της διαρκούς επικοινωνίας, που περνούν τη μέθη του οίστρου και ξεπετούν οξείς τόνους πάθους. Είναι μια ποίηση χαμηλού συγκρατημένου τόνου ειλικρινής στη διάθεσή της, στρωτή στην απλότητά της και διαυγής στην περιγραφική της επιδίωξη. Άλλωστε ο ποιητής δεν επεδίωξε τίποτε περισσότερο. »
Το ποιητικό του ξεκίνημα υπήρξε μια προσφορά στην υπηρεσία του Δημοτικού Νατουραλισμού, όπως τον διακήρυξε ο Νίκος Πολίτης, την οποία εφήρμοσε ο κύκλος των οπαδών της «Νέας Σχολής» όπως την ονόμασε ο Σπυρίδων Λάμπρος ή της « Σχολής της Αντιδράσεως » όπως την προτιμούσε ο Γαβριηλίδης.
Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ο προσωπικός τόνος, η λυρική έκφραση, μια εμφανής φυσιολατρία και το βιωματικό αισθηματικό στοιχείο.
Το περίεργο είναι ότι η χρονική έκταση της Νέας Αθηναϊκής σχολής με τη δημοτικιστική της περιχαράκωση προσδιορίζεται από το 1900 - πάνω, κάτω- έως το 1920, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι αυτό είναι και το ακροτελεύτιο όριό της, αφού όλοι τους συνέχισαν να γράφουν ποίηση κι άλλωστε τα όρια, από τη μια σχολή ή τη μια τάση στην άλλη ή το ένα ρεύμα-στο άλλο, δεν είναι ποτέ τόσο σαφή, ώστε να μπορεί κανείς να τραβήξει διαχωριστικές γραμμές. Οι αλλαγές επέρχονται σιγά -σιγά και μόνο από τη διάρκειά τους και την επίδρασή τους στην εποχή τους και τους προβληματισμούς της μπορεί να κρίνουμε την ανανέωση, την πρόοδο ή την οπισθοδρόμηση και να τις προσδιορίσουμε .
Είναι χαρακτηριστικό της Νέας Αθηναϊκής Σχολής ότι τόλμησε την απογαλάκτωσή της από την αυστηρή προσκόλλησή της στο μητρικό μαστό της κι αν δεν αποκόπηκε ολότελα και καταλυτικά από αυτόν ώστε να περάσει μια και καλή στον ελεύθερο στίχο, ωστόσο κατάφερε μια χειραφέτηση έτσι, ώστε να μπορούμε να πούμε, ότι βρέθηκε στην ποιητική πρωτοπορία του καιρού της. Γράφει σχετικά ο Αντρέας Καραντώνης :
«Όχι πια θέματα παρμένα από τους κοινούς τύπους των αφηρημένων ρωμαντικών ιδεών, όχι θρηνητικές αναμνήσεις της αρχαίας Δόξας, όχι ψεύτικα και αρθρογραφικά υμνολογήματα της εποποιίας του εικοσιένα, μα θέματα απλά, ταπεινά θα λέγαμε, θέματα πού αποτελούν το άλφα και το ωμέγα της καθημερινής ζωής ενός απλού μα ζωντανού ανθρώπου. Ενός απλού, ζωντανού και σωστού Έλληνα που θέλει να δημιουργήσει τη δική του ζωή, πέρα από τα νεκροταφεία της αρχαιότητας. Με τους νέους εκείνους, η ποίησή μας είχε πάψει να κλαίει και να ρητορεύει, κι’ είχε αρχίσει να τραγουδεί. Να τραγουδεί τη ζωή: Την αγάπη που φουσκώνει τα στήθη μιας νέας, ή ενός παλληκαριού. Την ομορφιά ενός ελληνικού τοπίου, τη νοσταλγία του χωριού, της θάλασσας, του δάσους, της στάνης. Τον ήλιο μας, τις ελιές, τα κυπαρίσσια, τα πανηγύρια και τα ξωκλήσια μας. Το θερισμό και τον τρύγο. Το ψάρεμα και το κυνήγι. Το κόκκινο κρασί και την αγάπη. Το βοσκό και την φλογέρα των αγνών ποιμενικών ειδυλλίων. Οι νέοι εκείνοι ποιητές, μας τα έδιναν ολ’ αυτά με στίχους απλούς, ζεστούς, εύρρυθμους, με εικόνες παρμένες από τη ζωγραφική πραγματικότητα της ζωής, με στροφές καλοδουλεμένες και λίγες, με ποιήματα μικρά που δεν κούραζαν μα ξεκούραζαν την ψυχή και τη φαντασία. Μας τα έδιναν με στίχους σαν κι’ αυτούς του Δροσίνη, το «Στη μικρή μου Κερασιά –κρεμασμένα-ντροπαλά μισοκρυμμένα - μες των φύλλων τη δροσιά - ροδοκοκκινίζουνε - σαν χειλάκια που φιλιά –λαχταρούνε- μα δε θέλουν να το πούνε-και γελούν με μαργιολιά - και με δαιμονίζουνε».
Είναι γνωστό από τα βιογραφικά του σημειώματα ότι ο Δροσίνης ως μαθητής υπήρξε τόσο ζωηρός, που η μάνα του έλεγε στην περίοδο των διακοπών: «Πότε θα έρθει ο Άγιος Σεπτέμβριος να ανοίξουν τα σχολεία».
Στα μαθητικά του χρόνια ήταν πιο καλός στα μαθηματικά και τη χημεία. Αργότερα φοίτησε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου όπου μεταγράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή, απ’ όπου και πάλι αποφάσισε να σπουδάσει στη Γερμανία Ιστορία της Τέχνης κατά τη σύσταση του Νικολάου Πολίτη.
Έτσι βρίσκεται στη Γερμανία παρακολουθώντας τα μαθήματα του καθηγητή Οβεμπεργκ στη Λειψία. Γυρίζει στην Ελλάδα, όταν κηρύχτηκε η επιστράτευση και ξαναφεύγει για σπουδές απ’ όπου επιστρέφει οριστικά το 1888, όταν ο Κασδόνης τον καλεί να αναλάβει τη διεύθυνση του περιοδικού «Εστία».
Τις πρώτες του φιλολογικές δοκιμές υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Αράχνη». Συνεργάστηκε στα περιοδικά «Μη Χάνεσαι» και «Ραμπαγάς» ενώ από το 1889 έως το 1894 συνδιεύθυνε την «Εστία» με τον Νικόλαο Πολίτη.
Από το 1898 εξέδιδε μόνος του τα περιοδικά «Εθνική αγωγή» 1898-1903 «Μελέτη» και το «Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος». Είναι ενδιαφέρον παρεμπιπτόντως να αναφερθούμε για λίγο στην έκδοση του περίφημου «Ραμπαγά» που είχε τότε αρχίσει την έκδοσή του και που στάθηκε σταθμός στα φιλολογικά σατυρικά πράγματα του καιρού του. Τον παράξενο αυτόν τίτλο είχαν παρμένο δύο νέοι δημοσιογράφοι από μια Γαλλική κωμωδία του Σαρντού, μεταφρασμένη από τον Αλέξανδρο Λεονάρδο και που απαγορεύτηκε να ανεβεί στο θέατρο, γιατί κρίθηκε ότι σατίριζε γνωστό Έλληνα πολιτικό.
Αυτό έγινε αφορμή να το κάνουν θέμα κάποιες εφημερίδες και ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος με τον Βλάση Γαβριηλίδη ωφελήθηκαν από την περίσταση κι έβγαλαν τη σατυρική εφημερίδα με τον παράξενο αυτό τίτλο.
Γράφει ο Δροσίνης για το πρωτόλειό του :
«Στο «Ραμπαγά» πρωτοπαρουσιάστηκα με στίχους τον Απρίλη του 1878, αλλά με προσωπίδα που την κράτησα για κάμποσο καιρό. Έτσι ένιωσα τη χαρά των μασκαράδων της Αποκριάς, που δεν μπορούν να τους γνωρίσουν. Με το ψευδώνυμο! «Αράχνη» έστελνα ταχυδρομικώς τους στίχους μου στην εφημερίδα, χωρίς να το ξέρη κανείς. Είχαν κάποια επιτυχία, γιατί ήταν η αντίδραση του εύθυμου τραγουδιού της ζωής προς τη ρομαντική θρηνωδία.
Λίγο πριν είχαν παρουσιαστή στο Ραμπαγά ο Παλαμάς με την υπογραφή Κώστας και αργότερα Κωστής, κι’ ο Καμπάς με την υπογραφή Νίκος. Πώς μου ήρθε να γράψω τους καινούργιους αυτούς στίχους, τόσο αντίθετους και στα νοήματα και στη γλώσσα με τα πρώτα μου ψευτορομαντικά ξεφωνήματα; Από τα τραγουδάκια, πού βρήκα ξεφυλλώντας τις γαλλικές οπερέττες, τις αγορασμένες στο δρόμο, κι’ από μια πρόστυχη λαϊκή έκδοση τραγουδιών του....Πώλ ντέ Κόκ! Το πρώτο μου μάλιστα που τυπώθηκε στο «Ραμπαγά» της 22ας Απριλίου 1878 με την επιγραφή : «Το Λάθος του Θεού», ήτον από κάποιους δικούς του στίχους παρμένο.
Κατά καλή μου τύχη γρήγορα ανέβηκα παραπάνω από το πολύ ταπεινό αυτό επίπεδο. Είχα αρχίσει μάθημα γερμανικό, κι’ ο δάσκαλός μου ύστερα από λίγες μέρες μούφερε μια Γερμανική Ανθολογία και μου υπαγόρευσε να γράψω και να αποστηθίσω ένα τραγουδάκι του Χάϊνε, αφού μου εξήγησε ελληνικά το νόημά του. Και κάθε τόσο μου υπαγόρευε άλλο. Αυτό ήταν σαν αποκάλυψη για μένα. Μου φαίνουνταν τόσο χαριτωμένα, μα και τόσο απλά και εύκολα, που είπα μέσα μου :
- Τέτοια μπορώ κ’ εγώ να γράψω! Έτυχε να μου χαρίσουν του Αγίου Γεωργίου κι’ έναν τόμο ποιημάτων του Μυσσέ. Άλλη αποκάλυψη;
- Μα και τέτοια μπορώ να γράψω !
Η τεχνική απειρία μ’ έκανε να νομίζω, πως όσο πιο απλό είναι κάτι, τόσο ευκολώτερα γίνεται. Αργότερα κατάλαβα, πώς τα απλούστερα είναι και τα δυσκολώτερα.»
Με την υπογραφή «Αράχνη» δημοσιεύτηκαν τότε στο «Ραμπαγά» μαζί με αλλά και μερικά, που έγιναν δημοτικώτερα, γιατί τονίστηκαν και τραγουδήθηκαν, όπως «Η Αμαρτωλή» από το Ρόδιο :
Παπά, αν έρθη μια μελαχρινή
να την ξεμολογήσης,
κοντούλα, αφράτη, με γλυκεία φωνή,
πρόσεξε μην τυχόν και την αφήσης
να μεταλάβη - η αμαρτωλή!
δε νήστεψε μια μέρα το φιλί.
Μετά την πρώτη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Ιστοί αράχνης» ακολουθήθηκαν σωρεία πεζών ή ποιητικών συλλογών γιατί εκτός από ποιητής ήταν και εξαίρετος πεζογράφος και το «Βοτάνι της αγάπης», όπως και η «Αμαρυλλίς», μεταφράστηκαν σε αρκετές ξένες γλώσσες.
Ο Κώστας Καιροφύλλας γράφει για τον Δροσίνη:
«Ο Δροσίνης αγκαλιάζει με το στίχο του την ελληνική φύση και την κάνει τραγούδι. Φυσιολάτρης μανιώδης, ανεβαίνει στα βουνά είτε για ορειβασία είτε για κυνήγι, κατεβαίνει στα γαλανά ακρογιάλια, ψαρεύοντας, ρεμβάζει στις ομορφιές του Πηλίου, παίζει με το κύμα του Ωρωπού, όπου κτίζει ένα σπιτάκι για να καταφεύγη και να ψαρεύη. Κι όλα αυτά τα αποτυπώνει σε στίχους, που ενωμένοι αποτελούν μια αμίμητη ζωγραφιά της ελληνικής φύσης. Γι’ αυτό ο Δροσίνης ως ποιητής και αφηγητής είναι κοσμαγάπητος και τα ποιήματά του- όπως συνέβη και με πολλά ποιήματα του Σολωμού, γίνηκαν σαν λαϊκά, σαν δημοτικά. Το μουσικό του αυτί τον βοηθούσε και στη γλώσσα, ξέροντας να διαλέγη στο στίχο τις κατάλληλες αρμονικές λέξεις, που να μη ενοχλούν τον αναγνώστη. Δημοτικιστής, δεν γίνηκε ποτέ Ψυχαριστής. Τράβηξε το μέσο δρόμο, ακολουθώντας τη σοφή αρχαία συμβουλή «μηδέν άγαν». Κανενός ποιητή μας δεν τονίστηκαν τόσο πολλά τραγούδια όσο του Δροσίνη· και σήμερα ακόμη πολλά βρίσκονται στο στόμα του λαού μας, μ’ επί κεφαλής την θρυλική «Αμυγδαλιά».
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Δροσίνη είναι ο προσωπικός τόνος ο γεμάτος από τα βιωματικά του συναισθήματα που συγκινεί με την απλότητα του λόγου αλλά και τη μουσικότητα του στίχου καθώς είναι γνωστό ότι ο ποιητής πρόσεχε ιδιαίτερα την αισθητική του ήχου κάθε λέξης ώστε να μιλάμε για το λυρικό στοιχείο της ποίησής του.
ΤΑ ΔΥΟ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ
Τα δύο χέρια μου στα χέρια σου,
Τα πιστά κι’ αγαπημένα,
Σαν κισσού κλωνάρια δέθηκαν -
Πεθαμένα θα λυθούν.
Κι’ αν μια μέρα τ’ αποδιώξουνε
Θ’ απομείνουν απλωμένα,
Για να σ’ ευλογήσουν άφωνα
Και για να προσευχηθούν
Από τη συλλογή «Πύρινη Ρομφαία» - «Αλκυονίδες»
Κι ακόμα χαρακτηριστικό του εικονοπλαστικού του λυρισμού είναι το ακόλουθο ποίημα:
ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά τη φάτνη τους
τα άδολα βώδια
Κι’ ο ζευγωλάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα
Χ ρ ι σ τ ό ς γεννιέται!!
------------------------------------------------------
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
-ποιος δεν το ξέρει;-
των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.
Κι’ όποιος το βρη μεσ’ στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάση
σε μια ά λ λ η Β η θ λ ε έ μ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάση.
Από τη συλλογή «Φευγάτα Χελιδόνια»
Γράφει ο Μ. Περάνθης :
«Εκεί που έβαλε περισσότερη προσπάθεια είναι η τεχνική του. Προσέχει τη λέξη, διαλέγει το επίθετο, σμιλεύει το στίχο. Επιδιώκει τη μουσικότητα, την πλαστικότητα, την υποβολή της εικόνας, την φραστική αρμονία, την εκφραστική ακρίβεια. Παλαιότερα τον είπαν γι’ αυτό –παρνασσικό-. Σήμερα ο χαρακτηρισμός φαίνεται υπερβολικός. Του μένει όμως η χάρη, η κομψότητα, ο πλούτος της εικόνας, η περιγραφική δεξιοσύνη, η δροσερή έμπνευση, που κι’ αν ακόμα δεν είναι πηγαία και ξεκινάει από βουλητική παρόρμηση, έχει την ικανότητα να την επενδύη με ποιητικήν ειλικρίνεια.
Χωρίς ασαφείς αλληγορίες, χωρίς ποιητικές παραισθήσεις και μεταφυσικούς συμβολισμούς, τραγούδησεν απλά και μουσικά, με αίσθημα, με συγκίνηση, με καθαρά περιγράμματα, τραγούδησε τα ειδύλλια των αγρών και το φως των ελληνικών τοπίων, οδηγώντας την εγχώρια ποίηση, στην βρεφική ηλικία της, από το ψευδές κλίμα του πεισιθανατισμού στο καθαρό ύπαιθρο, όπου επρόκειτο να μεγαλώση».
Αξίζει να θυμηθούμε το ακόλουθο ποίημα που είναι χαρακτηριστικό:
ΤΟ ΦΤΑΣΙΜΟ
Θα βραδιάζη η μέρα, όταν θα φτάνωμε
Στου χωριού τ’ αποσκιωμένα αλώνια·
Θα φανούν λευκά τα χωριατόσπιτα
Πίσω από των πεύκων τ’ ακροκλώνια.
Μακρινά θ’ ακούωνται αρνιών βελάσματα.
Βραδινή καμπάνα θα σημαίνη.
Στη βρυσούλα βώδια θα ποτίζωνταί.
Θα καπνίζουν φούρνοι φλογισμένοι.
Θα βαθυανασαίνωμε στο διάβα μας
Μυρωδιά από στάχυα θερισμένα.
Θα μας ευχηθούν το «καλώς ήρθατε»
Χέρια από τον κάματο αργασμένα.
Από το κατώφλι αναμερίζοντας
Του καιρού τ' αγκάθια και τα χόρτα,
Του κλειστού παλιόπυργου θ’ ανοίξωμε
Τη βαριά, τη σιδερένια πόρτα.
Κι’ όταν το λυχνάρι μας θ’ ανάψωμε
Ταπεινό-την ώρα πού νυχτώνει-
Τη χαρά θα νιώσωμε πώς είμαστε
Χωρισμένοι άπ’ όλα: μόνοι, μόνοι.
Από τη συλλογή «Θα βραδιάζη»
Ωστόσο, αν και πιο γνωστός είναι σαν ποιητής, πιο σημαντικό και από την ποίηση και από το πεζογραφικό του έργο. Γνωστότερα «Η Αμαρυλλίς», «Το βοτάνι της αγάπης», «Η ελληνική Χαλιμά», «Η πεντάμορφη», «Τα Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» κ.ά), είναι η καθοριστική προσφορά του στην εκπαίδευση όπου ως διευθυντής εκπαιδεύσεως του Υπουργείου Παιδείας και αργότερα ως Γραμματέας Γραμμάτων και Τεχνών πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες απαλλάσσοντας την εκπαίδευση από το σχολαστικισμό της εποχής. Σ’ αυτόν οφείλεται και η ίδρυσή του «Συλλόγου προς διάδοση Ωφελίμων Βιβλίων» με τα οποία είχε γεμίσει τις σχολικές βιβλιοθήκες . Με δική του πρωτοβουλία ιδρύθηκε η «Σεβαστοπούλειος εργατική σχολή» και ο «Οίκος Τυφλών» για τον οποίον παίρνοντας αφορμή από ένα συνέδριο στο Εδιμβούργο έκανε πράξη στέλνοντας την Ειρήνη Λασκαρίδου να εκπαιδευτεί στην Αλσατία.
Μανιώδης ψαράς και κυνηγός. Παρά δε την οικονομική του άνεση και την κοινωνική του θέση έκανε παρέα με απλούς ανθρώπους του καθημερινού μόχθου που τους θεωρούσε ισάξιούς του.
Εξ άλλου αυτή η φυσιολατρία του υπήρξε καθοριστική της ποιητικής του ουσίας που διέπεται από μια εικονοπλασία και έναν λυρισμό που δεν μπορείς αλλού να συναντήσεις παρά μόνο στο μεγαλείο της φύσης. Παρά μόνο σε ό,τι απλό, σεμνό και απέριττο.
Ο Σπύρος Μελάς νεκρολογώντας τον σε μια του επιφυλλίδα γράφει μεταξύ άλλων:
«Η συμβολή του στο μεγάλο αγώνα για την επικράτηση του δημοτικισμού είναι από τις πιο σημαντικές.
Η αντίδρασή του κατά του καθαρευουσιάνικου μακαρονισμού και του πεισιθάνατου ρομαντισμού είναι ταυτόσημη. Ήταν αγώνας για τη ζωντάνια και την αλήθεια εναντίον ενός ξενόφερτου και ψεύτικου κινήματος και μια γενναία προσπάθεια γυρισμού -στη γνήσια ελληνική παράδοση - τη λαϊκή. Τρία «παιδαρέλια», όπως τους είπανε τότε, είχαν αναλάβει τον σπουδαίο αυτόν αγώνα: ο Νίκος (Καμπάς), ο Κωστής (Παλαμάς) και η «Αράχνη»-είτανε το νεανικό ψευδώνυμο του Δροσίνη. Ο πρώτος έφυγε για την Αίγυπτο, κυνηγώντας τη χίμαιρα του πλούτου, Ο δεύτερος έζησε την περιπέτεια του συκοφαντημένου και «ακαταλαβίστικου» πρωτοπόρου. Ό Δροσίνης στάθηκε σ'αδιάκοπη επαφή με το λαό, χάρη στην ελληνικότητα τής ποίησής του, την ξαστεριά και το ευπρόσιτο των στίχων του. Αυτός ήταν ο σταθερός και μεγάλος του κίνδυνος : Η άκρα του απλοποίηση, που μπορούσε να τον φέρει στην ευκολία του Πολέμη. Απέφυγε το σκόπελο, με το δούλεμα και το σφίξιμο του στίχου, που του δίνει, πολύ συχνά, μια δύναμη επιγραμματική.»
Ο ποιητής έσβησε τη νύχτα της 2ας προς την 3η Ιανουαρίου. Ήρεμος γαλήνιος πέρασε στην αθανασία ακριβώς όπως την είχε περιγράψει σε ένα από τα λυρικότερα ποιήματά του. Ίσως προφητικό για τον θάνατό του.
Μπορεί ο καθένας να το πη
τις ώρες που νυστάζει:
-Γλυκός που θά ναι ο θάνατος,
αν με τον ύπνο μοιάζη.
Από τη συλλογή «Σπίθες στη στάχτη»
Από την ΠΑΤΡΑ