Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΓΡΑΦΕΙ:
To σπίτι, πού γεννήθηκα και πέρασα τα πρώτα μου παιδιάτικα χρόνια, είναι στην καρδιά της Πλάκας. Κατεβαίνοντας την οδών Κυδαθηναίων, το αντικρίζει κανένας ίσα ίσα εκεί, που ο δρόμος αυτός φτάνει στην οδόν Aδρια- νού, και λοξεύοντας λίγο για να προχωρήσει προς τον ανήφορο της Ακροπόλεως, αλλάζει όνομα και γίνεται οδός Θέσπιδος. Απάνω λοιπόν στο δεξιό γώνιασμα των οδών Αδριανού και Θέσπιδος είναι το πρώτο σπίτι της ζωής μου.
Και λέω είναι κι’ όχι ήτον, γιατί στέκονται ακόμα ο κυριώτεροι τοίχοι του ορθοί, αν και κατά τ’ άλλα έχει αλλάξει όψη τόσο, που, αν κανένας από τούς πεθαμένους παλιούς κατοίκους του γύριζεν έξαφνα στη ζωή, δε θα μπορούσε να το γνωρίσει.
Το δίπατο αρχοντικό σπίτι, που κατοικούσαν χωριστά μα κ’ ενωμένες σε μιαν αυλή, τέσσερες συγγενικές κι’ αγαπημένες μεταξύ τους οικογένειες, έχασε τώρα το κάτω, το ισόγειο πάτωμά του, καθώς έγινε σε πολλά σπίτια της Αθήνας, έχασε και τη μεγάλη καμαρωτή πόρτα του και ζώστηκε μια σειρά μαγαζιών. Περνώντας από τα χέρια των πρώτων του νοικοκυραίων σε άλλα χέρια, άλλαξε σκοπό κ’ έγινε τέτοιο, που να μπορεί να δίνη καλό εισόδημα κι’ όχι να τω χαίρονται εκείνοι, που το κατοικούν.
Και ίσα ίσα στο μπροστινό μέρος το γωνιακό, εκεί πού γεννήθηκα, είναι τώρα θρονιασμένο ένα χασάπικο και δίπλα του ένα μανάβικο. Κι’ όποτε τύχη να περάσω από ‘κει και ιδώ να τρέχουν ποτάμι τα αίματα των σφαγμένων ζώων, συλλογίζομαι πως το αταίριαστο γραφτό του ήσυχου και ειρηνικού εκείνου σπιτιού ήτο να βαφτεί με τόσο αίμα, με όσο δε βάφτηκε των Ατρειδών το καταραμένο μυκηναϊκό παλάτι. Και νιώθω μόνο κάποιο ξελάφρωμα, γυρίζοντας παρέκει τα μάτια, πάνω στα πράσινα χορταρικά και στα πολύχρωμα οπωρικά του διπλανού μανάβη.
Τα δυο αυτά μαγαζιά έχουν τυφλώσει τα παράθυρα του παλιού ισόγειου πατώματος προς το δρόμο, τα παράθυρα εκείνα, που καθισμένος παιδί νεόφερτο στη ζωή, δέχτηκα σιγά σιγά τις εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου, Γιατί τον καιρό εκείνο το σταυροδρόμι Αδριανού και Κυδαθηναίων, με τη μικρούλα του πλατεία, ήτον ένα από τα κεντρικότερα μέρη της παλιάς Αθήνας και δεν έλειπε η ζωηρή κίνηση από το πρωί ως το βράδυ, που έφτανε σε οχλοβοή τις μεγάλες χρονιάρες μέρες: τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα. "Όσο για τις Αποκριές, στην Πλάκα ήτον η γενική σύναξη των μασκαράδων, και θυμούμαι ακόμα, πως τις δυο τελευταίες Κυριακές εμείς τα παιδιά ζητούσαμε να μας φέρνουν το μεσημεριανό φαΐ στο παράθυρο για να μη χάσωμε ούτε για λίγη ώρα το ατελείωτο πέρασμά τους.
Και τί δεν περνούσε από το παράθυρό μας εκείνο! Η φοβερή καμήλα, που άρπαξε τα κουλούρια τού κουλουρτζή και τα πορτοκάλια του πλανόδιου μανάβη, κι έδιωχνε από τις αυλόπορτες με ξεφωνητά τα υπηρετικά της γειτονιάς. Το γαϊτανάκι με πολλά καλοντυμένα ζευγάρια, που το έπλεκαν και το ξέπλεκαν χορεύοντας Πόλκα, και θα πήγαιναν ύστερα - εξαιρετική τιμή – να χορέψουν κι εμπρός στο Παλάτι! Εκείνο όμως, που μας ξετρέλαινε τα παιδιά, ήτον ή Αρπαγή της Ωραίας Ελένης, με τους χρυσοντυμένους Τρωαδίτες ολόγυρα στην ασπροφόρετη και στεφανωμένη βασίλισσα της Σπάρτης, και τους κονταροφόρους Αχαιούς, που ακλουθούσαν για να πολεμήσουν και να πάρουν πίσω την αρπαγμένη. Και την Καθαρή Δευτέρα γενικό πέρασμα των μασκαράδων, με τις προσωπίδες φορεμένες πίσω από το κεφάλι, σαν υπακοή στο τραγούδι, το πρόσταγμα, της μέρας, που το αντιλαλούσαν πίπιζες και νταούλια:
Μασκαράδες και πολίται,
στις Κολόννες να βρεθείτε!
Από το ίδιο παράθυρο προσμέναμε κάθε βράδυ, μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, να ιδούμε και το άναμμα του μεγάλου κρεμαστού φαναριού του δρόμου. Τότε μόλις είχαν αρχίσει να μεταχειρίζονται το πετρέλαιο με μεγάλη προφύλαξη και δισταγμό, γιατί έπαιρνε εύκολα φωτιά. Κυριαρχούσε λοιπόν το λάδι της ελιάς. Κ’ εμείς είχαμε μια μπρούντζινη λάμπα του λαδιού στο σαλόνι και στην τραπεζαρία, που πηγαινοέρχονταν ακουμπισμένη στο μεσιανό τραπέζι, και λυχνάρια διπλόφωτα ή μονόφωτα στο μαγεριό και στ’ άλλα μέρη του σπιτιού.
Έξω από το σπίτι μας ψηλά, στο πλάι της καμαρωτής εξώπορτας, κρέμονταν ένα μεγάλο φανάρι από μακρύ σιδερένιο κοντάρι καρφωμένο στον τοίχο. Και κάθε βράδυ ήρχουνταν ένας άνθρωπος ψηλός, αμίλητος, κουκουλωμένος σα μάγος του παραμυθιού, μ’ ένα μακρύ σίδερο στα χέρια κ’ ένα τενεκεδένιο ροΐ γεμάτο λάδι. Με το σίδερο ξεγάντζωνε και κατέβαζε το κοντάρι, κι’ αφού γέμιζε το φανάρι λάδι και το καθάριζε μ’ ένα πανί, το άναβε και το ανέβαζε πάλι ψηλά για να φέγγη το δρόμο. Αυτή η τόσο απλή δουλειά η καθημερινή, με κάθε καιρό, χειμώνα, καλοκαίρι, για τα παιδιάτικα μάτια είχε κάτι το υπερφυσικό και την παρακολουθούσα με κάποια κρυφή λαχτάρα.
Στο σπίτι αυτό λοιπόν το πλακιώτικο, στο γωνιακό του ισόγειο πάτωμα, σε μια καμαρούλα προς την αυλή, ήρθα στον κόσμο της γης τη μικρότερη μέρα του χρόνου, στις 9 Δεκεμβρίου με το παλιό καλαντάρι, την ώρα που έβγαινε ό ήλιος από τον Υμηττό κ’ έπεφταν τα 21 κανόνια για τα γενέθλια της Βασίλισσας Αμαλίας.
Τα δυο αυτά όμως δεν έχουν σημαδέψει ως τώρα μέ τίποτε ξεχωριστό τη ζωή μου. "Αν γεννήθηκα της μεγαλύτερης νύχτας τα ξημερώματα, δεν πλάκωσε η μαυρίλα της τις μέρες της ζωής μου, κι’ αν βροντούσαν κανόνια, δεν πήρα κανένα χάρισμα παλικαριάς καί πολεμικής ορμής από τη φλόγα κι’ από τον καπνό τους. Η κάμαρα που γεννήθηκα έβλεπε προς τη μεγάλη με τηνιακές πλάκες στρωμένη αυλή, συντροφική όλων των κατοίκων του σπιτιού.
Και την αυλή τη χαίρονταν φυσικά τα παιδιά και τα υπηρετικά των τεσσάρων νοικοκυριών. Η αυλή είχε μερικά ψηλά δέντρα, και υστέρα από την αυλή ήρχουνταν, σαν πιο παράμερα, ένα περιβόλι με πυκνότερα άκαρπα και καρπερά δέντρα, χωρίς καμμιά άλλη καλλιεργημένη βλάστηση. Το μόνο στολίδι του περιβολιού αυτού, που φαίνουνταν σ’ εμάς τα παιδιά σα μια απέραντη ερημιά, ήταν τα παγώνια του. Και βέβαια τα λαμπρόχρωμα φτερά τους τα γαλανομάτικα ήταν το πρώτο Ωραίο, που θάμπωσε τα παιδιάτικά μου μάτια, γιατί μου απόμειναν από τότε ζωγραφισμένα βαθιά στις κόρες τους. Θυμούμαι με ποια λαχτάρα μαζεύαμε όσα παγωνόφτερα. τύχαινε να πέσουν των παγωνιών, και τα φέρναμε θριαμβευτικά στο σπίτι να τα προσθέσουμε στ’ άλλα τα παγωνόφτερα, που απλώνουνταν ριπιδωτά μέσα ατά φαρφουρένια ανθογυάλια των σαλονιών.
Δυο σκάλες πέτρινες από την αυλή κατέβαιναν στα υπόγεια του σπιτιού φραγμένες με ξύλινα κάγκελα. Τα υπόγεια ήταν έρημα κι’ ακατοίκητα κ’ οι σκάλες τους χορταριασμένες, και μια μυρωδιά μούχλας ανέβαινε από τα βάθη τους. Σ’ εμάς τα παιδιά δεν ήτον συχωρεμένο να πηγαίνουμε κοντά σ’ αυτές τις δυο σκάλες. Μάς είχαν τρομάξει με αράπηδες, με στοιχειά, με κάθε λογής φαντάσματα, που κατοικούσαν στα σκοτεινά κι’ αραχνιασμένα βάθη. Και κάποιοι κρότοι παράξενοι, που ακούονταν από ‘κει κάτω, όταν παίζαμε στην αυλή, μας έπειθαν πως μεγάλα μυστήρια γίνονται στα υπόγεια εκείνα.
Ύστερα από χρόνια έμαθα την αληθινή αιτία, που έκανε τους μεγάλους να έχουν τόση ανησυχία για τα παιδιά, μην τύχη και κατέβουν σε κανένα από τα υπόγεια. Οι κρότοι πού ακούαμε, οι ανεξήγητοι για την παιδική αντίληψη, ήτον κάποιο νερό, πού έτρεχε από παλιό υδραγωγείο σε μια μεγάλη πέτρινη γούρνα εκεί κάτω, και στη γούρνα αυτή είχε πέσει και είχε πνίγη μια μικρή ψυχοπαίδα του σπιτιού θέλοντας να πάρει νερό. Κι’ αφορμή ήταν τα πρωτόβαλτα παπούτσια, που την έκαναν να γλιστρήσει, χωριατοπούλα αμάθητη να φορεί παπούτσια.
Τίποτε άλλο από τα κατατόπια του μεγάλου αυτού σπιτιού με τις τέσσερες κατοικίες δεν έχει μείνει στην παιδική μου θύμηση, κι’ ούτε μπορούσε να μείνει, αφού μόνον τα πέντε μου πρωτόβλαστα χρόνια πέρασα εκεί. Θυμούμαι όμως, πως ξεχωριστό φόβο μου έκαναν τα μαυρισμένα από τον καπνό τζάκια του απάνω πατώματος, όταν ήταν σβηστά και κλεισμένα μπροστά μ’ ένα μουσαμά σκασμένο και τρύπιο. Η μαυρίλα τους κι ο αέρας, που σούρωνε κ’ έκανε το μουσαμά να τρίζει, μου έκαναν τόσο κακό, που δεν πήγαινα ποτέ μόνος σε κάμαρα με τέτοιο τζάκι.
Αν με ρωτήσει κανένας, πώς ήταν επιπλωμένο το δικό μας το σπίτι, δε θα μπορούσα να το περιγράψω, γιατί δε μου μένει άλλο στο νου παρά το μάλλινο βυσσινόχρωμο σκέπασμα ενός στρογγυλού τραπεζιού στη μέση του σαλονιού, σταμπαρισμένο με μαύρους ήσκιους κλαδιών και φύλλων. Όλα τα άλλα, που θα επίπλωναν τότε σαν κάθε νοικοκυρεμένο σπίτι και το δικό μας, τα θυμούμαι μαζευτά, ανακατωμένα σε μια θαμπάδα καταχνιάς, χωρίς να μπορώ να ξεκαθαρίσω τίποτε έξω από το σταμπαριστό τραπεζομάντιλο. Γιατί τάχα; Γιατί μόνον αυτό κι’ όχι τίποτε άλλο; Ούτε κι εγώ δεν ξέρω. Κι’ όμως δε μου φεύγει από τα μάτια κι’ ως αυτή την ώρα, ύστερα από τόσα και τόσα χρόνια. Καθώς άλλα σημαντικά πλάσματα της δημιουργίας, πού έχουν πάρει από τη μοίρα το χάρισμα ν’ αφήνουν ακατάλυτη τη θύμησή τους σε γενιές γενιών, όμοια, φαίνεται, και μερικά από τα πιο τιποτένια πράματα για τους πολλούς, παίρνουν κάποτε το χάρισμα να φυλάγωνται σαν πολύτιμα κειμήλια στη θύμηση ενός άνθρωπου. Κι’ απ’ αυτά ήτον και το ταπεινό ωκεανό σταμπαριστό τραπεζομάντιλο του σπιτιού μας.
Δεν πρέπει όμως ν’ αδικήσω και κάτι άλλο, που βρίσκω σκαλίζοντας τα κατάβαθα του νου: τα δύο χρυσά σκυλάκια του πρώτου μου παιδιάτικου κρεβατιού. Απάνω από το προσκέφαλο ψηλά, σαν αέτωμα έστεκε μια πλάκα σιδερένια μαύρη και βερνικωμένη, που έδειχνε δυο ζώα αντιμέτωπα και χρυσωμένα έτσι, ώστε μου φαίνονταν δυο σκυλάκια αναστυλωμένα στα πισινά τους πόδια. Πιστεύω τώρα, πως θα ήταν λεοντάρια κακότεχνα ξεσηκωμένα από κανένα νησιωτικό οικόσημο. Για μένα όμως ήταν σκυλάκια. Σκυλάκια μου τα είπαν και τα παραδέχτηκα ανεξέταστα, γιατί ή ζωολογική μου σοφία περιορίζονταν ακόμα στα λίγα ζωντανά του σπιτιού.
Φαίνεται, πως με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν οι δικοί μου να με πείσουν ν' αφήσω την κούνια μου και να κοιμηθώ στο καινούργιο αυτό κρεβάτι. Ό,τι όμως δεν κατόρθωσαν οί άνθρωποι, τα δυο χρυσά σκυλάκια το πήραν σαν προσωπική φιλοτιμία. Πήγαν λοιπόν στο ζαχαροπωλείο της γειτονιάς, αγόρασαν ένα σακουλάκι καραμέλες και μου το κρατούσαν κρεμασμένο από τ’ ανασηκωμένα μπροστινά τους πόδια. Αν πλάγιαζα στο κρεβάτι, θα μου ’διναν κάθε πρωί που θα ξυπνούσα μια καραμέλα. Πώς ήτον δυνατό να φανώ αχάριστος σε μια τέτοια εξαιρετική μεγαλοδωρία!
Στην Επανάσταση του εξήντα δύο ήτον ανακατωμένο και το Δροσαίικο σπίτι της Πλάκας, γιατί ο Δημήτριος Δρόσος, από τους γεροντότερους του απάνω πατώματος, επολιτεύουνταν κι οι νεώτεροι τον ακολουθούσαν στον αγώνα του εναντίον του Όθωνος. Και θυμούμαι πως, τις παραμονές βέβαια της 10 Οκτωβρίου, απάνω στο βυσσινόχρωμο τραπεζομάντιλο του σαλονιού μας έβλεπα τις βραδινές ώρες ακουμπισμένα πιστόλια, και πρόσεχαν να είναι καλά κλεισμένα τα παραθυρόφυλλα του δρόμου, γιατί είχαν υποψία πως απ’ έξω τριγύριζαν κατάσκοποι.
Τη νύχτα της 10 Οκτωβρίου μ’ άρπαξεν ημητέρα μου από τον ύπνο και με πήγε για μεγαλύτερη ασφάλεια στο απάνω πάτωμα, μόλις ακούστηκαν οι πρώτοι μακρινοί πυροβολισμοί. Εκεί όλοι συναγμένοι, οι γεροντότεροι κ’ οι γυναίκες με τί παιδιά, πρόσμεναν με αγωνιά να βεβαιωθούν, αν είχε επιτύχει το επαναστατικό κίνημα. Έξαφνα ακούστηκαν ποδοβολητά άλογων: ήτον τω Ιππικόν, που περνούσε με πυροβολισμούς και φωνές:
– Κάτω ο τύραννος! Κάτω ο ψωρίτης! Ζήτω η Ελευθερία!
Και τότε ένας από τούς γέρους, που ήτον εκεί, άρπαξε μια μεγάλη πιστόλα με τσακμάκι, κατέβηκε κάτω στην εξώπορτα και πυροβόλησε στον αέρα για χαιρετισμό, φωνάζοντας κ’ εκείνος:
– Ζήτω η Ελευθερία!
Από την Επανάσταση του εξήντα δύο μου μένουν μισοσβησμένες κι άλλες περαστικές εικόνες: Ο Μακρυγιάννης με τ' άσπρα γένια και την άσπρη φουστανέλα κρατώντας στο χέρι το τσιμπούκι κι’ ανεβασμένος σε μία μαρμαρένια πλάκα αντίκρυ στα παράθυρά μας δημηγορούσε προς τους Πλακιώτες συναγμένους ολόγυρά του. Και στα λεγάμενα Ιουνιακά, που ματώθηκε η Επανάσταση με αδελφικό αίμα, νεκροκρέβατα σκεπασμένα με άσπρα σιντόνια τα περνούσαν στα χέρια και τά πήγαιναν στο γειτονικό μας αστυνομικό τμήμα.
Από τα παράθυρά μας βλέπαμε κάθε Κυριακή την Εθνοφυλακή της Πλάκας να γυμνάζεται στη μικρή πλατεία. Ζηλεύαμε τα κόκκινα κασκέτα και τα γυαλιστερά κουμπιά και ζητούσαμε να μας κάνουν τέτοιες στολές, γιατί είχαμε ήδη ένα παιδάκι του μπακάλη της γειτονιάς ντυμένο εθνοφύλακα κοντά στον πατέρα του, που ήτον, καθώς μας τον έλεγαν, λοχαγός με χρυσά γαλόνια και μακρύ σπαθί.
Για να ιδώ κ εγώ το Βασιλέα Γεώργιο, πρωτοφτασμένο στα 1863, με πήραν από το σπίτι της Πλάκας και πήγαμε σ’ ένα φιλικό μπαλκόνι της οδού Ερμού, γωνιά οδού Ευαγγελίστριας. Η μόνη ζωγραφιά, που μου μένει από τη μέρα εκείνη, είναι ένα χρυσό αμάξι και μέσα ένα ωραίο βασιλόπουλο. Κι’ από τότε σε κάθε παραμύθι, που μου ‘λεγαν για βασιλόπουλα, έβλεπα με τη φαντασία τον εδραίο Βασιλέα μας.
Κανένα σημαντικό περιστατικό, απ’ όσα βέβαια θα έγιναν στο σπίτι μας τα πρώτα μου χρόνια, δε θυμούμαι. Ούτε κι’ ο θάνατος του μικρότερου αδελφού μου μ’ άφησε καμμιάν εντύπωση. Με πήραν σε άλλο φιλικό σπίτι τη μέρα της κηδείας κ’ έτσι δεν είδα τίποτε. Και κάτι, πού δεν το έχει δει ένα παιδί, είναι σαν να μην έγινε. Το μόνο που θυμάται, όχι το μάτι αλλά το αυτί μου, είναι το μοιρολόγι μιας γριάς μαγέρισσας καθισμένης παράμερα στην πεζούλα της αυλής. Από τα λόγια της δεν καταλάβαινα τίποτε άλλο παρά το όνομα τού αδελφού μου, που γύριζε και ξαναγύριζε μέσα σε μια μονότονη θρηνωδία. Κ’ έφευγα, έφευγα μακριά, γιατί μου ήρχουνταν να κλάψω.
Ένα μόνο είναι το πολύ εξαιρετικό, που θαρρώ πως θυμούμαι, σαν να το είδα με τα μάτια μου. Λέω θαρρώ, γιατί ήμουν σε τόσο μικρή ηλικία όταν έγινε – ούτε δυο χρόνων – ώστε δεν μπορώ να είμαι βέβαιος, αν από δική μου αντίληψη το έχω στη μνήμη μου ή γιατί άκουσα, κι’ αφού μεγάλωσα, τους άλλους να το λένε και να το ξαναλένε.
Η κάμαρα πού γεννήθηκα έβλεπε προς την αυλή με τα μεγάλα δέντρα. Το ψηλότερο απ’ όλα ήτον μια λεύκα. Και κάποια μέρα, μέσα σε φοβερή νεροποντή, έπεσε στη λεύκα αυτή αστροπελέκι και την έκαψε. ’Ήμουν μισοκοιμισμένος στην κούνια μου. Με θάμπωσε το ξαφνικό ξάστραμα – κρότο δε θυμούμαι – και βρέθηκα αρπαγμένος σε μια αγκαλιά, που απλώθηκε με λαχτάρα απάνω μου: στην αγκαλιά της μητέρας μου.
Όπως κι' αν είναι, κάθε φλόγα και κάθε φώς αφήνουν ξεχωριστή θύμηση στα πρωτάνοιχτα παιδιάτικα μάτια. Κ’ έτσι κ εγώ, έξω από τη φλόγα της αστραποκαμένης λεύκας, θυμούμαι κ’ ένα άλλο φώς ήσυχο και χαϊδευτικό: το φώς του κρεμαστού καντηλιού, που αντίκριζαν κάθε βράδυ τα νυσταγμένα μάτια μου μπροστά στα εικονίσματα.
Το φως αυτό, πέφτοντας σε μια ασημένια Παναγία, και περνώντας με το αντιφέγγισμά του μέσα από τις μισοκλεισμένες βλεφαρίδες μου, άλλαζεν όψη. Και σιγά σιγά μεγάλωνεν, απλώνουνταν, γίνουνταν σαν ένας κρυσταλλένιος πολυέλαιος μ’ όλα τα κεριά του αναμμένα, που γέμιζε την κάμαρα και δε χωρούσε. Κ’ έφευγαν ολόγυρα οι τοίχοι, κι’ άνοιγε απάνω το ξύλινο ταβάνι, κι’ ανέβαινε σαν ένα μεγάλο ολόφωτο σύννεφο προς τα ουράνια. Και κάτι από μένα, πανάλαφρο, φτερωτό, ανέβαινε μαζί του. Και με την έκσταση αυτή, που ήτον σα μια υπέρτατη ευτυχία – αποκοιμιόμουν.