ΣΕΒΑΣΤΟΠΟΥΛΕΙΟΣ ΣΧΟΛΗ - ΑΘΗΝΑ
Στον μεγάλον εξώστη του σπιτιού της Κηφισιάς, που αντικρίζει την Πάρνηθα, και ίσα ίσα στη μεσημβρινή γωνιά του, που την έχω τις καλοκαιρινές ημέρες υπαίθριο γραφείο μου, είναι τοιχισμένη μια μικρή μαρμάρινη πλάκα κάτασπρη με την επιγραφή: ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ, και από κάτω: 1911. Η πλάκα, πολύ καλοδουλεμένη και τα γράμματα, ωραία αττικά, μαρτυρούν, πως δεν εβγήκε από τη μάνδρα μαρμαρά της αράδας, αλλά από καλλιτεχνικό εργαστήρι.
Όποιος τύχει να πρωτοϊδεί την πλάκα αυτή και να διαβάσει την επιγραφή της, ερωτά με απορία: πώς ευρέθηκεν εκεί και τί σημαίνει; Όχι βέβαια τ’ όνομα του σπιτιού, αφού κάτω, στην κολώνα τις σιδερένιας εξώπορτας, είναι τοιχισμένη άλλη, μαρμάρινη πλάκα με πρασινόχρωμη σκαλισμένη επιγραφή' ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ. Και αναγκάζομαι κάθε φορά νι δίνω την εξήγηση, πως η πλάκα έχει έρθει απ’ αλλού και να λέω την ιστορία της. Κ’ έχει στ’ αληθινά ιστορία μεγαλύτερη από πολλές πλάκες του Αρχαιολογικού Επιγραφικού Μουσείου.
Όταν εκτίστηκε το 1908 στους Αμπελοκήπους η Σεβαστοπούλειος Εργατική Σχολή, παρατηρήθηκε πως έλειπε κάτι που θα συμπλήρωνε τον οργανισμό της: ένα μικρό σπίτι χωριστό από το μεγάλο κατάστημα, για να κατοικεί ο Διευθυντής και να μην έρχεται μόνον στις ώρες της διδασκαλίας, όπως και το άλλο προσωπικό. Έτσι θα γίνουνταν βέβαια πολύ στενότερος ο δεσμός του με τη Σχολή.
Και άλλη μία έλλειψη ήτον: υπόστεγο για τη Γυμναστική και για τα λουτρά. Τα δύο μαζί είχαν λογαριασθεί πως θα στοίχιζαν ως είκοσι χιλιάδες δραχμές. Χρήματα όμως δεν υπήρχαν. Όσα η διαθήκη του Σεβαστοπούλου όριζε για την οικοδομή της Σχολής είχαν ξοδευθεί. Έπρεπε να βρεθούν από αλλού. Από πού όμως;
Ο Βικέλας πολύ άρρωστος στην Κηφισιά και καταδικασμένος σε γλήγορο θάνατο, χωρίς να το ξέρη, αποφάσισε να ζητήσει τις είκοσι χιλιάδες από το σύγγαμπρό του, τον Κοργιαλένιο, χωρίς όμως να ‘χει και μεγάλες ελπίδες. Ήξερε πως ο πολυεκατομμυριούχος τραπεζίτης του Λονδίνου δεν αισθάνονταν καμμιά συμπάθεια κ’ εκτίμηση για τον Σύλλογον των Ωφελίμων Βιβλίων και θεωρούσε ματαιοπονίαν την προσπάθεια να μορφωθεί ο λαός με το διάβασμα. Γι’ αυτό και τον έλεγεν ειρωνικώς Σύλλογον Ανωφελών Βιβλίων, και ούτε έδωσε τίποτε περισσότερο από τις 600 δραχμές ιδρυτού, την αρχική καταβολή του, που δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί στον Βικέλα.
Το παράξενο είναι πως, ενώ δεν είχε καμμιά υπόληψη στην επίδραση του βιβλίου ενόμιζε παντοδύναμη την εφημερίδα και ήτον πρόθυμος να καταβάλει μεγάλα κεφάλαια για την έκδοση ενός καθημερινού φύλλου, κατά τα πρότυπα των μεγάλων αγγλικών εφημερίδων, αν ο Βικέλας έστεργε ν’αναλάβει τη διεύθυνσή του, όπως του επρότεινε.
Την παράκληση όμως για τις είκοσι χιλιάδες την άκουσε πρόθυμα, ίσως για να ευχαριστήσει ένα μελλοθάνατον, κι έγραψε του Βικέλα πως να στείλει αμέσως το ποσόν αυτό δεν ημπορεί, γιατί έχει κλείσει τον ισολογισμό του, άλλα του υπόσχεται για το ερχόμενον έτος 1909.
Με την υπόσχεση του Κοργιαλένιου άρχισε το χτίσιμο κατά το σχέδιο του Αριστείδη Μπαλάνου και, ως που να τελειώσει, ήρθαν και τα χρήματα του Κοργιαλένιου. Στο διάστημα όμως αυτό ο Βικέλας είχε πεθάνει και είχεν αφήσει άξιον διάδοχό του τον Αθανασάκη.
Το προορισμένο για το Διευθυντή μικρό σπίτι έπιασε τη μια γωνιά τού περιβόλου της Σχολής, μπαίνοντας από την κεντρικήν είσοδο του κήπου αριστερά, και το υπόστεγο της Γυμναστικής με τα λουτρά τη δεξιά. Το σχέδιο τού σπιτιού ήτον μια μεγάλη επιτυχία για το σχεδιαστή κ’ εκτελεστή του. Και πρώτα πρώτα η εξωτερική του κιτρινωπή όψη με πλατεία φρίζα από αγριάγκαθα και με πράσινα παραθυρόφυλλα, μόλις την αντίκριζε κανείς πηγαίνοντας στη Σχολή από τη λεωφόρο Κηφισιάς, ήτον σαν μια φιλική πρόσκληση και μια υπόσχεση εγκάρδιας υποδοχής. Είχε δύο πατώματα: στο απάνω ανέβαινε κανείς από μια μαρμάρινη σκάλα με πεντέξι σκαλοπάτια και περνούσε ένα καγκελωτόν εξώστη μισο- στεγασμένον. Το πάτωμα αυτό δεν ήτον ψηλότερα του ενός μέτρου από τη γη. Στο κάτω πάτωμα, μισοϋπόγειο, επήγαινε μια πλαγινή είσοδος και κατέβαινε ξύλινη σκαλίτσα, που άρχιζεν από το απάνω πάτωμα για να συγκοινωνούν εσωτερικά τα δύο.
Μπαίνοντας κανείς στο σπίτι από τη μονόφυλλη τζαμωτή πόρτα, βρίσκονταν σ’ έναν μικρό τετράγωνο πρόδομο ή χώλλ, όπως το λένε τώρα, και από κει τρεις πόρτες: η μια αριστερά ήτον του σαλονιού, η αντικρινή μιας μικρής κάμαρας ύπνου και η δεξιά της συγκοινωνίας με το κάτω πάτωμα. Στο πλάγι του σαλονιού ήτον κι άλλη κάμαρα για γραφείο, για ύπνο, για κάθε χρήση.
Το κάτω πάτωμα, προορισμένο για τον επιστάτη της Σχολής με την οικογένειά του, είχε δύο κάμαρες και κουζίνα. Του επιστάτη η γυναίκα θα είχε τη φροντίδα του απάνω πατώματος και θα μαγείρευε για τον Διευθυντή.
Η λειτουργία της Σχολής άρχισεν, άλλα το μικρό σπίτι έμενε στη διάθεση του επιστάτη, που κατοίκησεν αμέσως στο κάτω πάτωμα με τη γυναίκα του και τα δύο του κοριτσάκια. Ο διευθυντής δεν εθέλησε να μετοικήση από το σπίτι, που είχε με την αδελφή του, πολύ κεντρικότερο από τη Σχολή, χτισμένη τότε μέσα σε μια ερημιά σχεδόν ακατοίκητη και τριγυρισμένη από μάνδρες και χωράφια. Εθεωρούσε κι επικίνδυνη τη διαμονή εκεί, και μάλιστα τον ερχομό νύκτα από την πόλη, αν αργούσε να γυρίσει. Φόρος δικαιοσύνης είναι να ομολογήσω πως απ’ αρχής η άψογη διατήρηση του καταστήματος και η κανονικότατη λειτουργία τις εσωτερικής υπηρεσίας είχαν εξασφαλισθεί με τα άξια και ακούραστα χέρια του επιστάτη και της γυναίκας του.
Στη Σχολή επήγαινα τις βραδινές ώρες, άμα τελείωνα από το Υπουργείον της Παιδείας. Έμπαινα στο τραμ 10, κατέβαινα στο τέρμα οδού Ιπποκράτους, από τα δρομάκια και τα μονοπάτια της πλαγιάς τού Λυκαβηττού έφτανα στο πίσω μέρος της Σχολής. Πεζός ή με το τραμ της λεωφόρου Κηφισίας εγύριζα πριν νυχτωθώ. Τις Κυριακές και τις εορτές πήγαινα τα πρωινά κ’ έμενα ως το μεσημέρι. Είχα την Εφορεία της Σχολής κ’ έφρόντιζα για την τάξη και την καθαριότητά της και για του κήπου της την καλλιέργεια, ώστε να γίνει, όπως την είχα φαντασθεί, πρότυπο και παράδειγμα.
Το καλοκαίρι τού 1910 που ήτον κλειστή η Σχολή με τις διακοπές των μαθημάτων και μόνον ο επιστάτης έμενε εκεί, μου γεννήθηκεν η ιδέα να επιπλώσω το απάνω πάτωμα του μικρού σπιτιού με τ’ απαραίτητα, ώστε να μπορώ να μένω όσες ώρες θέλω, να μου μαγειρεύει η γυναίκα του Επιστάτη και να κοιμούμαι ακόμα εκεί. Έτσι θα είχα κ’ ένα εξοχικό καταφύγιο στις μεγάλες ζέστες, αφού δεν θα έφευγα πια από την ’Αθήνα, όπως τα πριν χρόνια. Έβαλα αμέσως σε πράξη την ιδέα μου. Με μερικά περισσευούμενα έπιπλα του σπιτιού μου και άλλα αγορασμένα, επίπλωσα ένα σαλόνι και γραφείο και τραπεζαρία μαζί, και στο πλάγι μια κάμαρα ύπνου. Το πρόγραμμά μου ήτον: να φεύγω από το Υπουργείον το μεσημέρι του Σαββάτου, άμα τέλειωνεν η εργασία, και με το τραμ 10 να πηγαίνω στη Σχολή. Να μένω εκεί ως τη Δευτέρα το πρωί και να γυρίζω ίσια στο Υπουργείον. Ο Επιστάτης και η γυναίκα του εφρόντιζαν κατά την παραγγελία μου για ό,τι εχρειάζουνταν, ώστε να περάσω με λιτή τροφή, χωρίς πολλά και δύσκολα μαγειρέματα. Στην αρχή ήμουν μόνος. Ύστερα όμως ήρχουνταν τακτικά τις Κυριακές από το πρωί κ’ έμενεν ως τη νύκτα ένας άτυχος φίλος μου, που είχε μείνει μόνος στον κόσμο, αφού επέθαναν όλοι οι δικοί του. Η θύμησή του ρίχνει μια πένθιμη σκέπη στις καλές ώρες που πέρασα μαζί του εκεί. Το Σπιτάκι ήτον γι’ αυτόν το τελευταίο λιμανάκι της ζωής του. Για το τραπέζι εννοούσε να φέρνει αυτός τα οπωρικά και στην τσέπη του είχε πάντα ένα βιβλίο αγγλικό, για να μου διαβάζει και να μου μεταφράζει ποιήματα του Σέλλεϋ του Κήτς και του Τέννυσον. Στις Ινδίες, υπάλληλος των Ράλληδων, έζησε κάμποσα χρόνια κοντά στον Πάλλη και στον Εφταλιώτη, και είχε και αυτός μια ποιητική φλέβα, που κάποτε δειλά δειλά αργοστάλαζε στίχους. Μού τούς εδιάβαζε κάθε Κυριακή κ’ έτύπωνε σε μια μικρή συλλογή με την επιγραφή «Αγριάμπελη».
Είχε και μεγάλη αγάπη στα δέντρα, και όποτε ήρχουνταν τα φρόντιζεν, αν είναι σκαλισμένα και ποτισμένα. Μια μικρούλα λεύκα, που είχε φυτρώσει στην άκρη του τοίχου, την εμεταφύτεψε κοντά στη βρύση για να τρέφεται και να μεγαλώνει χορταίνοντας νερό. Και η λεύκα εψήλωσε κ’ έθέριεψε και ανεμίζει ως τώρα τους αργυρόφυλλους κλώνους της.
Το τετράστιχο που του ενέπνευσε, όταν την εκαμάρωνε να μεγαλώνει δεν αλήθεψε:
Η λεύκα που ψιθύριζε τις τόσες αρμονίες
στου λιβαδιού τη ρεματιά τ’ ωραίο το καλοκαίρι
είναι ριγμένη κατά γης από στοιχειών μανίες
κ’ ένα κρινάκι δίπλα της στέκει σαν αγιοκέρι.
Η λεύκα, μένει πάντα ολόρθη σαν το πιο ταιριαστό μνημείο του. Αλλά στό έρημο χώμα του δε φυτρώνει κρινάκι, ούτε καίει αγιοκέρι, γιατί λείπουν τα χέρια της αγάπης, που θα τα φρόντιζαν. Η μελαγχολία για τη σαρακοφαγωμένη υγεία του και ο φόβος του μη χάσει το φώς του – γιατί από το ένα του μάτι είχε σχεδόν τυφλωθεί, – τον έφεραν στην απόγνωση. Και μια Κυριακή, που τον επρόσμενα από το πρωί, μου ήρθε το απόγευμα το θλιβερό μήνυμα πως είχε δώσει τέλος στην άχαρη ζωή του με μια σφαίρα πιστολιού, κάτω από έναν μεγάλον ευκάλυπτο του Ζαππείου.
Τον Χειμώνα τού 1910 είχα περισσότερα διαθέσιμα έπιπλα από το σπίτι μου κ’ εσυμπλήρωσα τις ελλείψεις και τού σαλονιού και τής κάμαρας του ύπνου. Εξασφάλισα και τη θέρμανση με μια καλή πήλινη θερμάστρα, ώστε μπορούσα σε κάθε καιρό να πηγαίνω και να μένω και νύκτες εκεί.
Αλλά μόνον από την Άνοιξη του 1911 είχα σωστό σπιτικό, που δεν του ‘λείπε τίποτε, και μπορούσε να δεχθεί και να φιλοξενήσει φιλικές συντροφιές. Κ’ οι συντροφιές αυτές ήταν φυσικά από τους στενότερα δεμένους μαζί μου, παλιούς συνοδοιπόρους στο δρόμο της ζωής και της Τέχνης και από μερικούς νεώτερους, που εξεκινούσαν προς το ανηφόρισμα αναζητώντας το Άφθαστο. Και ήρχουνταν τις Κυριακές ο Παλαμάς και ο Πολέμης, οι ζωγράφοι Ροϊλός και Λουκίδης, ο γλύπτης Θωμόπουλος, και, μόλις τελειωμένοι από το Πολυτεχνείο, ο Μπισκίνης και ο Τόμπρος.
Επέρασε και η Μουσική από το Σπιτάκι. Είχα φέρει ένα μικρό αρμόνιο από την Ελβετία και το ζωντάνεψε κάποτε ο Ναπολέων Λαμπελέτ για ν’ακούσω πως είχε τονίσει τούς στίχους μου.
Όχι! τα ρόδα τα κλειστά δεν είναι ρόδα ακόμα.
Και μια γυναικεία φωνή μας έψαλε κάποιο μαγιάτικο βράδυ τους Καθολικούς Χαιρετισμούς της Παναγίας.
Φυσικά τις ωραίες μέρες δεν τις περνούσαμε κλεισμένοι στο Σπιτάκι. Κατεβαίναμε στον κήπο. Για κάμποσο καιρό μάλιστα είχαμε εύρη και μία ευχάριστη απασχόληση, τη Σκοποβολή με τις μικρές καραμπίνες Φλόμπερ στο Σκοπευτήριο των μαθητών της Σχολής. Εκεί έλαβε το «βάπτισμα του πυρός» ο Παλαμάς κι έριξε την πρώτη τουφέκια στη ζωή του.
Στις ομιλίες μας ελέγαμε, χωρίς ν’ αναφέρουμε τη Σεβαστοπούλειο Σχολή:
– Ήμουν στο Σπιτάκι.
– Πώς πέρασες στο Σπιτάκι;
Και ξέραμε για ποιο σπιτάκι ήτον ο λόγος. Μια Κυριακή του 1911, που είχε έρθει ό Θωμάς Θωμόπουλος κι επρογεύθηκε μαζί μου, όταν έφευγε, μου είπε:
– Για τ’ όνομα που του εδώσαμε χρειάζεται και μια επιγραφή: Το Σπιτάκι. Εγώ θα τη κάνω και θα σου τη φέρω την άλλη Κυριακή.
Και αληθινά, την άλλη Κυριακή, ενώ ήμουν στον κήπο κ’ έκοβα τριαντάφυλλα, ένα αμάξι στάθηκε στη σιδερόπορτα και ο Θωμόπουλος κατέβηκε κρατώντας στην αγκαλιά κάτι βαρύ τυλιγμένο σε πανί άσπρο σα μωρό παιδί.
– Την έφερα την πλάκα, μου είπε θριαμβευτικά. Δε θα την ιδής όμως τώρα αμέσως. Θα την αφήσωμε απάνω σε μια πεζούλα της σκάλας και θα κάνωμε τα αποκαλυπτήριά της υστέρα, πίνοντας ένα βερμούτ.
Έγινε καθώς το ήθελε:
– Και τώρα, είπε, να διαλέξωμε το μέρος, που θα την τοιχίσωμε, και την άλλη Κυριακή θα φέρω ένα μάστορη με τα σύνεργά του.
– Μα για στάσου. Πολύ δρόμο επήρες με τον ενθουσιασμό σου! Ξέχασες πως το Σπιτάκι δεν είναι δικό μου. Ανήκει στη Σχολή, προορίζεται για τον διευθυντή της κ’ εγώ είμαι περαστικός κάτοικός του.
Τα λόγια μου τον επάγωσαν.
– Και λοιπόν η πλάκα θα πάει χαμένη! Κρίμα στη χαρά, που είχα να σου τη φέρω!
Τον επαρηγόρησα:
– Θα βρούμε τρόπο να τη βάλωμε κάπου, χωρίς να την κτίσωμε. Και όταν έρθει η ώρα που θ’ αναγκασθώ ν’ αδειάσω το Σπιτάκι, θα την πάρω και θα τη φυλάξω, σαν αναμνηστική πλάκα της ωραίας ζωής που επέρασα εδώ.
Του άρεσεν η συμβιβαστική λύση κ’ εβάλαμε την πλάκα απάνω σ’ ένα ντουλαπάκι στον πρόδομο του σπιτιού κατάντικρυ στην πόρτα. Έτσι μόλις έμπαινε κανείς, τα μάτια του θα πέφταν στην επιγραφή.
Ο ζωγράφος Μπισκίνης εκατοικούσε τότε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας με τη μητέρα του, όχι πολύ μακριά από τη Σχολή, και ήτον μετά το 1912 ο συχνότερος σύντροφός μου τις Κυριακές. Ήρχουνταν από το πρωί κ’ έφευγε την νύκτα αργά. Καθισμένοι και οι δυο στον εξώστη τις καλές ημέρες, αμίλητοι, καθένας δουλευτής της Τέχνης του. Εκείνος εσχεδίαζε με το μολύβι κλαδιά και φύλλα δένδρων κι εγώ έγραφα στίχους. Αν μας έπαιρνεν εκεί ο ήλιος, κατεβαίναμε στον κήπο, κάτω από τον ίσκιο μιας μεγάλης ακακίας. Εκεί κάποτε, χωρίς να μου το πει, ενώ σκυφτός εδιάβαζα έκανε ένα σκίτσο μου με λάδι.
Στο Σπιτάκι έχει κάνει κι ένα μικρό, πολύ ζωηρό πορτραίτο του Παλαμά. Και ο Τόμπρος εκεί κάποιο απομεσήμερο έπλασε με πηλό παρμένον από τη Σχολή τη μικρή προτομή του Παλαμά, που έχω τώρα στην κάμαρά μου της Κηφισιάς, γύψινη. Ελογαριάζαμε με τον Τόμπρο να την πολλαπλασιάσουμε σε χαλκό. Δεν εκατωρθώσαμε όμως να νικήσουμε τις μεγάλες δυσκολίες, που παρουσιάσθηκαν στην εκτέλεση κι έτσι έμεινε μοναδική.
Το Σπιτάκι το έεωγράφισε με λάδι πρώτα ο Ροϊλός στην αρχή του, με τον κήπο πρωτόβλαστο. Και ο Μπισκίνης ύστερα, με τον κήπο στην μαγιάτική του όψη επάνανθον. Ο ίδιος σε μιαν ακουαρέλα του απαθανάτισε μπροστά στο Σπιτάκι τη Ντουντού, τη χαριτωμένη κατσικίτσα της επιστάτισσας, και μου την χάρισεν. Τρίτος ο Λουκίδης, μια μέρα φθινοπω-ρινή εζωγράφισε κι’ αυτός την πόρτα του στεφανωμένη με κοκκινόφυλλα αγριάμπελα του κήπου.
Με ποιά λαχτάρα επρόσμενα όλη την εβδομάδα, κλεισμένος στο Υπουργικό Γραφείο μου, το μεσημέρι του Σαββάτου για να πάρω το δρόμο προς το Σπιτάκι! Στις πιο βαριές και πληκτικές ώρες της γραφειοκρατίας, το μόνο ξαλάφρωμα ήτον η προσδοκία μου αυτή. Και για να πείθομαι πως δεν είναι πλάνη της φαντασίας, έβαζα το χέρι στην τσέπη μου κι εύρισκα το κλειδί από το Σπιτάκι, σαν απόδειξη της αλήθειας.
Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα, με κάθε καιρό, από το λιοπύρι του Ιουλίου, ως την παγωνιά του Γενάρη, επέρασα μέρες και νύκτες εκεί, τις περισσότερες ώρες μόνος.
Πότε με τα παράθυρα ορθάνοικτα μεθώντας από τη μοσχοβολιά της ανθισμένης ακακίας και πότε με του πουπουλόχιονου την θολούρα στα σφαλιστά τζάμια.
Από το Σπιτάκι αποχαιρετούσα τον Χειμώνα:
Πέρασε πια ο Χειμώνας κ’ οι λαχτάρες του.
Κι από το Σπιτάκι εδέχουμουν την Άνοιξη:
Να την η Άνοιξη! έρχεται, έρχεται!
Στο Σπιτάκι κλεισμένος κάποιαν άγρια νύχτα τού Δεκέμβρη ένιωσα την τρομάρα της μοναξιάς:
Και με το φως της Αστραπής βλέπω πως είμαι μόνος
σα ναυαγός ριγμένος σε μια άγνωστη αμμουδιά.
Από πάνω από το Σπιτάκι άκουσα στον αυγουστιάτικο ουρανό να περνούν τα διαβατάρικα πουλιά μεσάνυκτα και τα κραξίματά τους μου εφάνηκαν:
…αγάπης στεναγμοί πως έρχονται απ τ’ αστέρια.
Στο Σπιτάκι μου φανερώθηκε πως τ’ άνθη της μυγδαλιάς:
σκορπούν μια ανθόπλαστη χιονιά στο πράσινο χορτάρι
και στρώνουν τον κορυδαλλού νυφιάτικο κλινάρι.
Από το Σπιτάκι ανάσανα τη μυρωδιά της γης ύστερα από βροχή σαν να ήτον:
της χλόης της αφανέρωτης ανασασμός κρυφός.
Και στο Σπιτάκι μπροστά είδα τη βρυσούλα την αργυροστάλαχτη ν’αντιφεγγίζει:
ό,τι μέσ στο άπειρο τά μάτια μας ποθούν.
Για να φτάσουν στο Σπιτάκι, όσοι ήρχουνταν να μ’ εύρουν, έπρεπε να περάσουν από τον κήπο, μεγάλον και πλούσιο σε βλάστηση. Είχε και δένδρα για τον ίσκιο τους και δένδρα για τον καρπό τους και λαχανικά και άνθη για την ομορφιά και για την ευωδιά τους, γιασεμιά και μενεξέδες και τριανταφυλλιές πολλές και κάθε λογής. Και μου ήτον ο κήπος αυτός και μάλιστα το μέρος προς το Σπιτάκι, αγαπητός και για κάτι άλλο:
Είχα μεταφυτέψει εκεί από τον κήπο του σπιτιού μας, όταν το γκρέμισαν για να κτισθεί η Ιονική Τράπεζα, τα λεμονόδενδρά του και τις καλύτερες τριανταφυλλιές του και τα δύο αγιοκλήματα του. Και ίσα ίσα μπροστά στο Σπιτάκι είχα βάλει τον μεγάλο χειμωνανθό, το καμάρι του παλιού μας κήπου, για να μου χαρίζει κ’ εδώ τα ευωδιαστά του άνθη χρυσά στολίδια της Πρωτοχρονιάς.
Την Άνοιξη του 1913 ο κήπος είχε φθάσει στη μεγαλύτερην ακμή του. Όποιος ήρχουνταν στο Σπιτάκι έφευγε με μιαν αγκαλιά τριαντάφυλλα και γιασεμιά και αγιοκλήματα, και φιλικές μου οικογένειες έπλεξαν από τ’ άνθη του τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια τους.
Αλλά, με τους Βαλκανικούς πολέμους πρώτα, κατόπιν με τον Ευρωπαϊκό και τέλος με την άτυχη Μικρασιατική Εκστρατεία, και η Σχολή και ο κήπος μαζί και το Σπιτάκι περνούν από επίταξη σ’ επίταξη. Στις δύο μεγάλες κάμαρές του αποθηκεύονται τα διδακτικά όργανα και οι εικόνες της Σχολής και μόλις μου μένει στη μικρή κάμαρα μια γωνιά για το κρεβάτι μου, ώστε να μπορώ ακόμα κάποτε να μένω νύκτα εκεί.
Καμιά συντροφιά πια! Η παρουσία μου, άχρηστη για τη Σχολή, μου δίνει μόνον αφορμή λύπης και στενοχώριας με τον τρόπο που βλέπω να μεταχειρίζονται όσα με τόσην αγάπη είχα μαζέψει και καλοταιριάση. Σπασμένα, ξεσχισμένα, σκόρπια στα γύρω χωράφια, σαν κόκκαλα πεθαμένων ζώων, τα πατούσα στον πηγαιμό μου και μόλις τα αναγνώριζα. Κήπος δεν υπήρχε πια και μόνον τα δένδρα απόμεναν, που είχαν μεγαλύ-τερη αντοχή. Η άλλη βλάστησή του ρημαγμένη. Πολλές τριανταφυλλιές, αρπαγμένες με τη ρίζα τους, βέβαια για να φυτευθούν αλλού, τα γιασεμιά σύρριζα κομμένα για να γίνουν πίπες. Και ό,τι εγλύτωσεν από τα ανθρώπινα χέρια, το εβόσκησαν ή το καταπάτησαν τα άλογα και τα κάρα, που εμπαινόβγαιναν ανεμπόδιστα.
Και τι δεν επέρασε από κει και σε τι δεν εμεταμορφώθηκεν η ταλαίπωρη Σχολή! Στρατώνας με χίλιους στρατιώτες, ιματιοθήκη επιστράτων, φυλακή αξιωματικών και τελικά Άσυλον Αναπήρων Πολέμου με το όνομα «Στέγη της Πατρίδος», που του έδωσα εγώ.
Στην αρχή ελειτουργούσεν από ιδιωτική πρωτοβουλία σαν αγαθοεργόν ίδρυμα και με πολλά μέλη της Εφορίας του είχε φιλικές σχέσεις ο Σύλλογος Ωφελίμων Βιβλίων. Αυτό μ’ έκανε να πηγαίνω συχνότερα στο Σπιτάκι, αφού μάλιστα δεν είχα πια τη θέση μου στο Υπουργείον της Παιδείας. Σε κάποια ομιλία μου με την Εφορία του Ασύλου είπα πως δεν ταιριάζει το όνομα «Άσυλον» σ’ ένα ίδρυμα, που ο σκοπός του δεν είναι κοινωνικός, αλλά εθνικός, και δεν περιμαζεύει θύματα της Τύχης, αλλά βοηθεί εκείνους που εθυσίασαν τη σωματική τους αρτιότητα για την Πατρίδα. Πρέπει λοιπόν να δοθεί στο ίδρυμα ένα όνομα ανάλογο προς τον ιερό προορισμό του, και επρότεινα το όνομα «Στέγη της Πατρίδος», που έγινε πρόθυμα δεκτό και καθιερώθηκε τόσο, ώστε επί χρόνια είχε χάσει η Σεβαστοπούλειος Σχολή τ’ όνομά της και την έλεγαν όλοι «Στέγη της Πατρίδος», ως και αυτή τη Στάση του Τραμ. Η τελευταία της χρησιμοποίηση ήτον τουλάχιστον εξαγνισμός για τις προηγούμενες. Ψυχή βέβαια και χορηγός ανώνυμος της «Στέγης της Πατρίδος» ήτον ό Αλέξανδρος Μπενάκης. Εκεί εγνώρισα μόνον αυτόν από την οικογένεια Μπενάκη. Είχαν πολύ το ελκυστικόν οι τρόποι του και γλήγορα εγίναμε φίλοι. Όταν εκουράζουνταν από την εργασία της «Στέγης» ήρχουνταν στο Σπιτάκι να πιει έναν καφέ μαζί μου. Τον ετραβούσε και κάτι άλλο: ένας μικρός γύψινος ανδριάς του Μπάϋρον.
Ήτον έργον του Βιτσάρη, που είχε σταλεί σε διαγωνισμό για το Μεσολόγγι και δεν είχε θεωρηθεί άξιο τού βραβείου. Έμενε στο εργαστήρι του ως τον θάνατό του και το είχα αγοράσει μαζί με πεντ’ έξι μικρά πήλινα προπλάσματα ανεκτέλεστων έργων του. Ο Μπενάκης, σαν να είχε από τότε στον νου του το τωρινό Μουσείο Μπενάκη, αναζητούσε κάθε τι σχετικόν με την Ελληνική Επανάσταση και είχε καταρτίσει συλλογή από μπαστούνια επισήμων αγωνιστών. Τον ανδριάντα του Μπάϋρον με το καλλιτεχνικό βάθρο του, προωρισμένον για το Ηρώον του Μεσολογγίου, το εθεωρούσε, φαίνεται, σημαντικόν απόκτημα και κάθε φορά ακάθουνταν αντίκρυ του και τον εθαύμαζε από τον εξώστη, στημένον σε μια γωνιά μέσα στο Σπιτάκι.
– Είναι ο ωραιότερος Μπάϋρον απ’ όσους έχω ίδή σε εικόνες και σε αγάλματα!
Μια μέρα εξεθάρρεψε και μου είπε:
– Δεν μου τον πουλάτε;
Ξαφνιάστηκα:
– Να πουλήσω ένα Μπάϋρον; ποτέ! Θα σας τον εχάριζα, αν δεν μου ήτον κάτι που δεν μπορώ να το χωρισθώ.
Εκοκκίνισε και μου αποκρίθηκε:
– Έχετε δίκιο. Σας εννοώ. Με συγχωρείτε που ετόλμησα να σας το προτείνω. Ας τον χαίρομαι τουλάχιστον με τα μάτια όσο έρχομαι εδώ.
Με τη «Στέγη της Πατρίδος» άλλαξε γενικά και της Σχολής η όψη και του κήπου η κατάσταση. Αρχίσαμε πάλι να τον καλλιεργούμε με τη βοήθεια την πρόθυμη μερικών αναπήρων. Αν και δεν είχα πια την άνετη εγκατάσταση στο Σπιτάκι, μου ήταν ευχάριστες οι ώρες εκεί, τόσο που περνούσα και τις νύκτες.
Από τις νύκτες εκείνες μου μένει αλησμόνητη μια νύκτα των Χριστουγέννων. Κλεισμένος στη μικρή κάμαρα είχα διαβάσει με το φως του κεριού στο πλάγι του κρεβατιού μου το Ευαγγέλιο της Γεννήσεως του Λουκά με την περιγραφή της οπτασίας των ποιμένων. Και το είχα διαβάσει, όχι από το συνηθισμένο κείμενο της Βιβλικής Εταιρείας, αλλά από ένα μεγάλο παμπάλαιο εκκλησιαστικό Ευαγγέλιο, σαρακοφαγωμένο και γεμάτο στάλες κεριού:
«Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγρανλούντες και φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών. Και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς... και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν και λεγόντων: Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία.»
Με την αποκαλυπτικήν αυτήν εικόνα είχα κλείσει τα μάτια. Προς τα ξημερώματα και πριν ακόμα φέξη, μ’ εξύπνησαν οι καμπάνες, που καλούσαν τους πιστούς, και κάτω από το παράθυρό μου άκουσα τα δεκανίκια των Αναπήρων τής Στέγης, πού επήγαιναν στην εκκλησία. Εσηκώθηκα και άνοιξα τα παραθυρόφυλλα. Ένα μεγάλο άστρο έφεγγε στον ουρανό μπροστά τους, σαν να τούς ωδηγούσε στο προσκύνημα τής Φάτνης... Όταν τη Στέγη της Πατρίδος την ανέλαβε το Κράτος και την Εφορεία της αντικατέστησαν στρατιωτικοί, αποδιώχθηκα από το Σπιτάκι, πού εγκατέστησαν τα γραφεία τους. Στριμωμένη σε μια γωνιά έμεινεν εκεί και η πλάκα με την επιγραφή σαν κάτι περιττό και άχρηστο πια. Μόλις στα 1929, μετά πολλούς αγώνας κι’ από αναβολή σε αναβολή, κατωρθώθηκε να λυθή η επίταξη της Σχολής και να ελευθερωθή το Σπιτάκι. Επέρασαν δύο χρόνια ακόμα για να γίνουν ριζικές επισκευές και ν’ αντικατασταθούν όπως όπως τα κατεστραμμένα και αρπαγμένα έπιπλα και σκεύη. Και μόλις στα 1931 ξανάρχισε η λειτουργία της Σχολής και ο νέος Διευθυντής ήρθε να κατοικήση με την μητέρα του στο Σπιτάκι. Επήρα τότε τα ελαφρότερα έπιπλά μου και τα βιβλία μου και τα καλλιτεχνικά έργα και την πλάκα και τα επήγα στο σπίτι της Αθήνας, και από κει αργότερα τα μετεκόμισα στο σπίτι τής Κηφισιάς. Την πλάκα την ακούμπησα σε μια πεζούλα του εξώστη, κολλητή στον τοίχο, έμεινεν εκεί ως το καλοκαίρι τού 1940. Ό μάστορης, πού έξυσε τούς παλιούς σοβάδες και ξεκαινούργωσε την πρόσοψη του σπιτιού, αυτόγνωμα, χωρίς να ρωτήση και χωρίς να τον ιδή κανένας, ετοί- χισε την πλάκα στη θέση, που την είχε βρή, με τον σκοπό να την στερεώση καλύτερα! Αυτή είναι η ιστορία της, με όλες τις περιπέτειες. Κρίμα πού δεν έζησεν ο Θωμόπουλος να ιδή αληθεμένα τα λόγια, που του είχα πή όταν μου την έφερε: Πώς θα την φυλάξω για πάντα σαν αναμνηστική πλάκα της ωραίας ζωής, που επέρασα στο χαμένο Σπιτάκι.