ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ – ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΕΓΑΖΕΤΑΙ Η ΙΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Με τ’ όνομα αυτό: Καινούργιο Σπίτι, το πρωτογνώρισα και πριν γεννηθεί ακόμα, πρωτοχάραχτο σε φύλλα χαρτιού, με χρωματιστά μολύβια, από τον πατέρα μου κι’ από φίλους του μηχανικούς, που τον βοηθούσαν, πως να το κάνει καλύτερο – ή χειρότερο.
Από τα σχέδια εκείνα δεν καταλάβαινα βέβαια τίποτε, 'και μόνον τα χρώματά τους μου φαίνονταν σα να ήταν αυτά, που θα ταίριαζαν για να σχεδιαστεί ένα καινούργιο σπίτι στο χαρτί, και πως δε θα μπορούσε αλλιώτικα να το παραστήσει κανένας. Το ίδιο νόμιζα κι’ αργότερα, πρωτοβλέποντας χάρτες γεωγραφικούς, που με διαφορετικά χρώματα ξεχωρίζονταν οι χώρες του κόσμου: πως δε θα μπορούσε με άλλον τρόπο να σημαδευτεί η καθεμιά. Κ’ η πρώτη παιδιάτικη εντύπωση τόσο βαθιά μου ’μείνε στο νου, που και τώρα ακόμα κάθε όνομα χώρας (της Ευρώπης προ πάντων που μου ήτον πιο γνώριμη) μου φέρνει μπροστά στα μάτια και το χρώμα της – το χρώμα στο χάρτη εκείνο το γεωγραφικό.
Μα πού θα το χτίζαμε το καινούργιο σπίτι; Από τις περιγραφές, που έκαναν οι μεγάλοι μεταξύ τους, δεν εφωτιζόμουν καθόλου, γιατί η τοπογραφική μου περιοχή ήτον πολύ περιορισμένη και δεν έφτανεν ως τη μακρινή γειτονιά του καινούργιου σπιτιού. Άκουα μόνον συχνά να το τοποθετούν αντίκρυ στην Εταιρεία, καθώς έλεγαν τότε το Αρσάκειον, κι αυτή η ακατανόητη για μένα λέξη είχε γίνει σαν το φως τού Δράκου στο παραμύθι, που τραβούσε τη λαχτάρα των παιδιών να παν να το βρουν.
Στα υστερνά με πήραν κάποια ωραία μέρα χειμωνιάτικη, με ήλιο κι’ απανεμιά, και πήγαμε με άμαξα και σταθήκαμε μπροστά σε μια μεγάλη δίφυλλη αυλόπορτα με δυο ψηλές κολόνες χτιστές στα πλάγια, πόρτα περιβολιού πλατεία και ψηλή για να περνά μ’ ευκολία κάρο φορτωμένο. Από το άλλο μέρος του δρόμου, αντίκρυ στην πόρτα, ένα παλάτι, μικρότερο από το βασιλικό, μα και πάλι μπροστά στ’ άλλα σπίτια ασύγκριτα μεγαλύτερο κι’ αρχοντικότερο: η Εταιρεία – το Αρσάκειον.
Μια ξύλινη βαρδιόλα, στημένη λίγο πλαγιανά στην πρόσοψή του τη μαντρισμένη, μου το παρουσίαζεν ακόμη περισσότερο σαν παλάτι, που έχει και βάρδια. Στ’ αληθινά η βαρδιόλα εκείνη δεν ήτον του Αρσακείου, αλλά του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που είχε νοικιασμένο το γωνιακό προς την οδόν Σταδίου σπίτι από την Εταιρεία. Όλα αυτά άλλαξαν χίλιες όψεις ανάμεσα στα εβδομήντα τόσα χρόνια, που πέρασαν από τότε.
Από την αυλόπορτα του περιβολιού, που ανοίχτηκε για να μπούμε, αντίκρισαν τα μάτια μου μυγδαλιές ανθισμένες. Μπορεί να είχα ίδή και πριν, μα δεν τις είχα προσέξει. Για μένα τότε πρωτοβλάστησαν και πρωτάνθισαν στο χώμα, που θα χτίζουνταν το καινούργιο σπίτι. ’Ίσως από τότε το δέντρο αυτό, κάθε χρόνο πού το βλέπω ανθισμένο, μου φέρνει μια ξεχωριστή συγκίνηση.
Καημένες ανθισμένες μυγδαλιές, νυφούλες λευκοφόρες, τι κακή μοίρα σάς πρόσμενε! Απάνω στον ανθό σας έπεσε το πελέκι και σας σώριασε στο χώμα. Σας ξαναείδα πλαγιαστές κάτω και σκεπασμένες με τ’ άνθη σας, σαν να σέρνατε απάνω στα παρθενικά κορμιά τα πέπλα σας, για να σκεπάσετε κι’ άψυχες τη γύμνια σας, της Πολυξένης και της Μακαρίας αδελφές.
Θυσία ευγενική γίνατε κ’ εσείς για να θεμελιωθεί πιο στέρεο το καινούργιο σπίτι. Εκεί, που οι τοίχοι του ριζώθηκαν στο σκαμμένο χώμα, με τις δικές σας ρίζες σμίχτηκαν, και τ’ απαλά σας άνθη μαδημένα χτίστηκαν ανάμεσα στις βαρείες και τραχείες πέτρες του.
Τίποτε ξεχωριστό δε θυμούμαι από το χτίσιμο του καινούργιου σπιτιού, κι’ ας με ξαναπήγαν κάμποσες φορές να το ιδώ πριν φτάσει στα κεραμίδια. Η πεταλούδα της παιδιάτικης μνήμης μου φτερουγίζει στον αέρα χωρίς να σταθεί σε κανένα κλαδί, ως τη μέρα, πού μετακομιστήκαμε από το σπίτι της Πλάκας, μια πολύ ζεστή μέρα τού Αυγούστου. Θυμούμαι πως ήτον ζεστή, γιατί φάγαμε πρόχειρα στο ύπαιθρο το μεσημέρι, απάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια της αυλής προς το κατοικήσιμο υπόγειο πάτωμα του σπιτιού, όπου η τραπεζαρία, η κουζίνα και του υπηρετικού η κάμαρα. Φάγαμε εκεί με τον τρίτον αδελφό μου, που πέθανε κι’ αυτός απάνω στο χρόνο, σαν να τον έσυραν στο χώμα εκδικήτρες οι θυσιασμένες μυγδαλιές. Εκείνος καθισμένος στα γόνατα της νταντάς, μιας αφοσιωμένης γριάς Αντριώτισσας του παλιού καιρού, κ’ εγώ σ’ ένα μαξιλαράκι κόκκινο.
Κατοικήσαμε στο μεσαίο πάτωμα και στο υπόγειο. Το απάνω το νοικιάζαμε. Με τρία πατώματα, με σκάλες διπλές, με κάμαρες και παρακάμαρες και μπαλκόνια και ταράτσες, αδειανό ακόμα, κατακαίνουργο, με τη μυρωδιά του ασβέστη και του λινόλαδου, μου φαίνουνταν σαν ένας καινούργιος κόσμος, μια άλλη πλάση έξω απ’ ό τι ήξερα ως τότε, μακριά από την Πλάκα, μακριά κι από την παλιά Αθήνα – τα γνωστά μου σύνορα.
Εκείνο όμως, που ξεχωριστά χαιρόμουν, ήτον η αυλή και το περιβολάκι μας, το αγέννητο ακόμα, που ο νους μου το φύτευε από πριν με κάθε λογής φανταστικά δέντρα κι ονειρευτά λουλούδια.
Σαν να προαισθανόμουν από την πρώτη μέρα, πως σ’ εκείνη την πλακοστρωμένη αυλίτσα και σ’ εκείνο το καγκελοφραγμένο περιβολάκι θα περάσω τις καλύτερες μέρες, τις παιδιάτικες και τις νεανικές, και πως αυτές οι λίγες μαντροτοιχισμένες πήχες γης θα γίνουν για μένα το ωραιότερο ζωγραφισμένο βιβλίο φυσικής ιστορίας. Εκεί πρωτογνώρισα τα ζωντανά πλάσματα της γης, από τα ταπεινά σκουλήκια, που τρώγοντας τα φύλλα των μενεξέδων τα κεντούσαν σαν την καλύτερη τεχνίτρια της βελόνας, ως τον Καλογιάννο –τότε τον ήξερα Κοκκινολαίμη – που με ξυπνούσε με το πρωινό γλυκό του κελάηδημα, γυρίζοντας ταχτικά κάθε χρόνο, άμα θα ‘φευγαν τα χελιδόνια και θ’ άφηναν αδειανές τις φωλιές κάτω απ’ το μαρμαρένιο μπαλκόνι μας. Και είχε πάντα ο Καλογιάννος σα σύντροφο πιο παρακατιανό, σαν ακόλουθο και σαν υπηρέτη του, φτωχικά ντυμένο και μικρότερό του, το Τρυποκάρυδο – το Μικρό Πουλάκι, καθώς το είχα βαφτίσει πριν μάθω από τη Ζωολογία τού Σχολείου το αληθινό του όνομα.
Τι να πρωτοθυμηθώ από τον κόσμο το ζωντανό και το φυτικό του μικρού μας περιβολιού και της αυλίτσας μας! Ο πατέρας μου είχε μεγάλη αγάπη και στα δέντρα και στ’ άνθη και στα χορταρικά, και κοντά σ’ αυτά στα ζωντανά, όσα μπορούσε να θρέψει σφαλιστά, χωρίς να του χαλούν τα φυτεμένα. Από όλα ήθελε να ‘χει κάτι διαλεχτό, και χρησιμοποιούσε τις φιλίες του και στην Αθήνα και στις επαρχίες για να τα προμηθεύεται. Έτσι είχε φέρει δίφορες λεμονιές από τον Πόρο, μια κοντούλα κιτριά από τη Νάξο, δύο κερασιές από την Κηφισιά. Τις τριανταφυλλιές του τις είχε από τον περίφημο ανθόκηπο του Λεκάτη στον Ιλισσό, τούς διπλούς μενεξέδες απώ τον κήπο τού Ορφανίδη τού βοτανικού στην Αγγλική Εκκλησία, και τα μεγάλα διπλά ζουμπούλια από τον αρχικηπουρό τού Βασιλικού Κήπου, του Βαυαρό Σμίθ.
Στον πατέρα μου χρωστώ την χαρά, που ένιωσα, μαζεύοντας κεράσια από την κερασιά μας, σαν πληρωμή, που μού δίνε για το ταχτικό πότισμα και το φροντισμένο σκάλισμά της.
Στον πατέρα μου χρωστώ το πρώτο ευώδιασμα τών χεριών μου από τ’απριλιάτικα ρόδα της δικής μου τριανταφυλλιάς, που παράστεκα όταν τη φύτευαν.
Στον πατέρα μου χρωστώ το πρώτο άσπιλο αυγό, που πήρα νεογέν-νητο, ζεστό από τις όρνιθές μας.
Τι είναι αυτά τα μικρά τάχα και τα τιποτένια, κι’ όμως πόσο βαθιά σημάδια αφήνουν σ' όλη μας τη ζωή!
Και πώς να μη θυμηθώ τα μυρμήγκια μου, τ’ αγαπημένα μικρά ξανθά μυρμήγκια, που μάζευα όλα τα ψίχουλα του ψωμιού από το τραπέζι, όσα δεν άξιζαν για τις όρνιθές μας, και πήγαινα και τάιζα τις μυρμηγκοφωλιές της αυλής! Ήτον παιδιάτικη πλάνη ή με γνώριζαν και με πρόσμεναν τη συνηθισμένη μεσημεριάτικη ώρα και παραφύλαγαν στην άκρη της τρύπας τον ερχομό μου; Και πόσες φορές δεν έμεινα πεσμένος κάτω με το σαγόνι στις δύο παλάμες και τους αγκώνες στις πλάκες της αυλής παρακολουθώντας τούς δρόμους σας, τις φροντίδες σας, τα κρυφομιλήματά σας, όταν κάτι εξαιρετικό βέβαια σας έκανε να ζητάτε τη γνώμη ή τη βοήθεια και των άλλων μυρμηγκιών της φωλιάς σας!
Την αυλή και το περιβόλι μας τα χαιρόμουν με τον καλό καιρό. Τις μέρες τις κρύες ή τις βροχερές τις περνούσα κλεισμένος στο σπίτι, τα πρώτα χρόνια μόνος, χωρίς άλλους ομήλικους συντρόφους. Για να τους αντικαταστήσω είχα ζωντανέψει τ’ άψυχα, που με τριγύριζαν, και είχα πλάσει έναν δικό μου κόσμο με λογής – λογής μικροπράματα: σανιδάκια, κουβαρίστρες, κουτάκια, ζωγραφίτσες. Όλα αυτά τα μεταμόρφωνεν η παιδιάτικη φαντασία η θαματουργή και τους έδινε τα χαρίσματα, που ήθελα, σε κάθε περίσταση. Κι αυτά ίσα – ίσα τ’ αγαπούσα περισσότερο παρά τ’ αγοραστά παιγνίδια, που μου χάριζαν τις εορτάσιμες μέρες, γιατί εκείνα είχαν μια τελειωτική κι’ ορισμένη μορφή, που τους έδωσεν ο τεχνίτης. Η φαντασία μου δεν μπορούσε να τους την αλλάξει. Και τα βαριόμουν γλήγορα και τα παράρριχνα και γύριζα πάλι στα δικά μου τα πλάσματα.
Εξαίρεση μόνον έκαναν οι βόλοι, οι γυαλένιοι βόλοι. Αυτοί με τα πολύχρωμα και πολύπλοκα γυαλόφραχτα σχήματα, είχαν ένα ανεξήγητο μυστήριο για τα θαμπωμένα από τη φεγγοβολιά τους μάτια μου.
Και τι δε θαρρούσα πως έβλεπα κλεισμένο μέσα τους! Τι φανταστικά όντα, που ήταν σαν από φτερά πεταλούδας, σαν από φύλλα λουλουδιών. Με τί έκσταση, με τί μέθη τους γύριζα ηλιοφωτισμένους, κρατώντας τους με τα δύο δάχτυλα! Αλήθεια: οι γυαλένιοι βόλοι ήταν τα πρώτα άστρα του ουρανού μου!...
Τις απογευματινές και τις βραδινές ώρες τις χειμωνιάτικες τις περνούσα στο παράθυρο με κλειστά τζάμια βλέποντας το σχόλασμα τών κοριτσιών τού Αρσακείου και το πέρασμα τών φοιτητών και μαθητών τών άλλων σχολείων, γιατί η σημερινή τραπεζική κι εμπορική γειτονιά ήτον τότε ένα είδος Quartier latin του Παρισιού.