ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΙΜΩΝΗ – ΛΙΟΛΙΟΥ
Φιλόλογος – Συγγραφέας
«ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΔΑΚΙ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ
Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝ»
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ακρόπολη
Η λέξη «ακρόπολις» που απαντάται στον Όμηρο, σημαίνει το υψηλότερο μέρος της πόλης. Η φυσική οχύρωση που πρόσφερε το έδαφος, οι πηγές που εξασφάλιζαν το πόσιμο νερό, από την πιο μακρινή εποχή της ιστορίας χρησίμευαν ως καταφύγια των ανθρώπων από εχθρικές επιδρομές και γρήγορα εξελίσσονταν σε μόνιμους οικισμούς, όταν οι συνθήκες αποδεικνύονταν ευνοϊκές.
Η Ακρόπολη των Αθηνών κατοικήθηκε ήδη από τους Νεολιθικούς Χρόνους όπως έδειξαν πολυάριθμα κεραμικά ευρήματα.
Σε όλη τη διάρκεια της Προϊστορικής Περιόδου, που λήγει γύρω στο 1000 π.Χ., ο λόφος της Ακρόπολης ήταν ο τόπος του κύριου Αθηναϊκού Οικισμού και ο τόπος διοικητικού κέντρου. Μικρότεροι υποτελείς οικισμοί, ήταν διάσπαρτοι γύρω από αυτόν – από αυτή την εικόνα εξηγείται και ο πληθυντικός «Αθήναι» - και σιγά, σιγά ενώθηκαν.
Στο τέλος της Περιόδου της Αρχαιότητας, η Ακρόπολη παύει να επιτελεί το ρόλο του οχυρού και του διοικητικού κέντρου και ο ρόλος της γίνεται αποκλειστικά λατρευτικός.
Επιφανέστερη από όλες τις θεότητες, που λατρεύονταν στην Ακρόπολη των Αθηνών, ήταν η Αθηνά, η οποία λατρευόταν σε διάφορα σημεία του βράχου με διαφορετικά επίθετα, όπως με το επίθετο Πολιάς (δηλαδή Πολιούχος) και λατρευόταν στην περιοχή του Ερεχθείου. Ήταν η εξέλιξη της παλαιάς Θεάς της γονιμότητας και της ευτροφίας του εδάφους.
Τα επίθετα Παρθένος και Παλλάς δείχνουν την καταγωγή της από την πολεμική θεά της Ακρόπολης. Με τα επίθετα Νίκη, Εργάνη κλπ λατρευόταν σε άλλα σημεία του λόφου. Η σπουδαιότερη από τις λατρείες ήταν αυτή, που προσφερόταν στην Αθηνά Παλλάδα.
Παρθενών
Παρθενώνας σημαίνει οίκος, δηλαδή το ιερό της Παρθένου, της Θεάς Αθηνά. Το κτίριο του Περικλείου Παρθενώνα δεν ήταν το πρώτο στη θέση αυτή. Είναι γνωστό με βεβαιότητα ότι είχε αρχίσει να οικοδομείται στην ίδια θέση ένας παλαιότερος Παρθενώνας που έμεινε μισοτελειωμένος, ο λεγόμενος Παρθενών. Από τον Προπαρθενώνα σώζεται το επιβλητικό πύρινο θεμέλιο.
Ο Παρθενώνας ήταν το πρώτο και το κυριότερο έργο του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή. Περισσότερο από θρησκευτικό κτίσμα ο ναός ήταν ένα μνημείο, που αποσκοπούσε στην εξύψωση του μεγαλείου της Αθήνας. Αρχιτέκτονές του ήταν ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης, εμπνευστής του όμως ο γλύπτης Φειδίας.
Σε κάτοψη, το κτίριο παρουσιάζει την παρακάτω διαίρεση από τα ανατολικά προς τα δυτικά: πρόδομος, σηκός (που ονομάζεται και ο εκατόμπεδος ναός), κυρίως Παρθενώνας και οπισθόδομος.
Στο βάθος του σηκού ήταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παλλάδος Αθηνάς, έργο του Φειδία, τον τύπο του οποίου γνωρίζουμε από περιγραφές και κάποιες απομιμήσεις και απεικονίσεις.
Η θεά Αθηνά εικονιζόταν όρθια, πάνοπλη, με το δόρυ στον αριστερό της ώμο και την ασπίδα ακουμπισμένη στο πλάι, όπου κουλουριαζόταν το φίδι ο Εριχθόνιος. Με το δεξί της χέρι κρατούσε τη Νίκη που έμοιαζε να πετά προς αυτήν για να την στεφανώσει. Από ελεφαντόδοντο ήταν τα γυμνά μέρη του αγάλματος, δηλαδή κεφάλι και άκρα, ενώ ο κορμός ήταν καλυμμένος από χρυσά ελάσματα, που βιδώνονταν σε ξύλινο εσωτερικό σκελετό.
Η Ζωοφόρος (442-438 π.Χ.) περιέβαλε το επάνω μέρος του κυρίως κτιρίου και είχε ενιαίο θέμα, την Πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων.
Ο Παρθενώνας φημίζεται για τις αρχιτεκτονικές λεπτότητές του, που παρατηρήθηκαν και μελετήθηκαν από τον 19ο αιώνα.
Οι καταστροφές του Παρθενώνα άρχισαν στα αρχαία ακόμη χρόνια. Η έκρηξη του 1687 κατάστρεψε σημαντικό μέρος του κτιρίου, κυρίως το κεντρικό, καθώς και μέρος του πλαστικού διάκοσμου. Το μεγαλύτερο μέρος του πλαστικού διάκοσμου που διέφυγε την καταστροφή αποσπάσθηκε και μεταφέρθηκε στην Αγγλία από τον Ελγίνο στις αρχές του 19ου αιώνα.
Στο Μουσείο της Ακρόπολης βρίσκονται αρκετές πλάκες και τμήματα των άλλων πλευρών της ζωοφόρου, τμήματα μορφών των αετωμάτων και τις μετόπες. Αρκετά τεμάχια υπάρχουν και σε διάφορα άλλα Μουσεία.
τα προπύλαια
Τα Προπύλαια αποτελούν τη μνημειώδη είσοδο της Ακρόπολης, στην ανάβαση του λόφου. Ο συνδυασμός δωρικού και ιωνικού ρυθμού εντυπωσιάζει ιδιαίτερα καθώς και οι μαρμάρινες οροφές.
το καφενεδάκι της ακρόπολης ο παρθενων
το 1909, ακριβώς αντίκρυ στο θέατρο του Ηρώδου του Αττικού και στην άκρη της Πλατείας, εκεί που αρχίζει ο απότομος κατήφορος, κτίστηκε ένα Καφενεδάκι με το όνομα «ΠΑΡΘΕΝΩΝ».
Μόνιμος, αλλά και ιδιαίτερα ξεχωριστός επισκέπτης του, ήταν ο μεγάλος ποιητής του Γένους μας, Γεώργιος Δροσίνης.
Ο Ποιητής αναφέρει στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου»:
«Το νεογέννητο καφενεδάκι δεν το είχα προσέξη ως τα 1910, αν και συχνά ανεβοκατέβαινα στην Ακρόπολη και για τη δική μου ψυχική διάθεση και για λόγους υπηρεσίας».
Ο Γ. Δροσίνης έπαιρνε το τράμ 14 που ερχόταν από το Θησείο. Όταν έφευγε από την Ακρόπολη, έφθανε στην Οδό Στουρνάρα και από εκεί πεζός πήγαινε στο σπίτι του (Πολυτεχνείου 2 και Πατησίων).
Και γράφει:
« Ένα βράδυ κατέβαινα από την Ακρόπολη διψασμένος. Το τραμ αργούσε να φανή … Πρόσεξα και κατάλαβα από τα τραπεζάκια τ’ αραδιασμένα πως ήτον καφενεδάκι. Όλα φαίνουνταν καθαρά, καινούργια. Εδιάλεξα μια θέση κάτω από το υπόστεγο, παράπλευρα στην πόρτα…. Από το βράδυ εκείνο το καφενεδάκι της Ακροπόλεως έγινε ο τακτικός σταθμός μου και η θέση, που πρωτοκάθησα δική μου… ήξερα πως [εκεί] θα βρω μιαν ήσυχη γωνίτσα να καθήσω κατάντικρυ στο Θέατρο, στο Ιερό της Νίκης και στο δυτικό αέτωμα και τη μεσημβρινή πλευρά του Παρθενώνος.
Ποτέ Καφενείο του κόσμου, κι’ από τα φημισμένα δεν μπορούσε να δώση σε πελάτες του τέτοια θέα».
Και συνεχίζει:
«Ήμουν από το 1908 τμηματάρχης του Υπουργείου της Παιδείας και όποτε τύχαινε να λείπη για ανασκαφές ο συνάδελφός μου τμηματάρχης του Αρχαιολογικού (Κουρουνιώτης Κωνσταντίνος), με φιλική εμπιστοσύνη με άφηνε αντικαταστάτη του. είχα λοιπόν τότε στη δικαιοδοσία μου και την Ακρόπολη και ήταν συχνότερο το ανέβασμά μου.
Όταν μάλιστα αποφάσισε η Αρχαιολογική Υπηρεσία να καθαρίση και να ξεχορταριάση το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνος, κ’ έβαλαν σκαλωσιές, δεν έλειψα μιαν ημέρα από κει.
...και είχα τότε την τύχη ν’ ανέβω κ’ εγώ να αγγίξω με το χέρι μου τα συντριμμένα κορμιά των θεών».
Ο Δροσίνης κάθε βράδυ όταν έφευγε από την υπηρεσία του στο Υπουργείο, εάν πήγαινε στο σπίτι του στην οδό Πολυτεχνείου έπαιρνε το δρόμο από το στενό της Καλαμιώτου, πεζός, με κάθε καιρό. Εάν ήθελε να πάει στο καφενεδάκι - ξεκινούσε πεζός μέσα από τους στενούς και λοξούς δρόμους της Πλάκας και τελικά αφού περνούσε από το Μνημείο του Λυσικράτη, έβγαινε στη μεγάλη λεωφόρο της Ακρόπολης.
Περνούσε μπροστά από την ανοικτή σιδερόπορτα του θεάτρου Διονύσου, πολλές δε φορές έμπαινε και ανηφόριζε προς το Εκκλησάκι της Παναγίας – τη μυθική σπηλιά της Νιόβης – για να ανάψει ένα κεράκι και να προσευχηθεί. Μπορούσε από εκεί να χαρεί το θαύμα, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, ενός αττικού ηλιοβασιλέματος.
Στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» γράφει:
«Πολλά καλοκαιρινά βράδια μπορούσα να χαρώ μόνος, ανάμεσα στα χαλάσματα τον ήσκιο της νύχτας που κατέβαινε αργά και χλώμιανε την ασπράδα των μαρμάρων.
…Μια μόνον επιθυμία μου έμεινεν όνειρο: να ξαγρυπνήσω ολόνυχτα στην Ακρόπολη».
Το Καφενεδάκι της Ακρόπολης έγινε τόσο αγαπητό για το Δροσίνη ώστε και το χειμώνα εξακολουθούσε να πηγαίνει. Στις περιγραφές του το ονομάζει «ΤΑ ΠΡΟΠΥΛΑΙΑ».
Γράφει:
«Αψηφούσα και τη βροχή και το χιονιά για τον πηγαιμό και είχα εξασφαλισμένο το γυρισμό με το τραμ ως το σπίτι μου. Όταν ήτον κρύο δεν μπορούσα πια να κάθωμαι στο ύπαιθρο κ’ εδιάλεξα μια γωνιά μέσα μπροστά σ’ ένα παράθυρο με την όψη προς το γιαλό του Φαλήρου.
... Έμενα ως τις οκτώμιση για να είμαι την ώρα του τραπεζιού στο σπίτι μου….. Είτε έξω, είτε μέσα, το τραπεζάκι του καφενείου γίνονταν γραφείο μου.
Έγινα «του σπιτιού»…είχαν δικό μου μπρικάκι για τον καφέ και ιδιαίτερο φλιτζανάκι… και μια γαλλική θερμαστρούλα των ποδιών με οινόπνευμα την είχα αφήση εκεί.
Σιγά, σιγά όμως έμαθαν φίλοι και γνώριμοι το καταφύγιό μου...»
Ο Δροσίνης αναφέρει ότι ποτέ δεν έκανε τη ζωή του καφενέ, ούτε έπαιζε μπιλιάρδο, ούτε τάβλι, ούτε πρέφα. Επίσης δεν τον ενδιέφεραν τα πολιτικά νέα του δρόμου καθώς και οι μεγαλόφωνες συζητήσεις και κρίσεις που γίνονταν γύρω μου από τραπεζάκια φορτωμένα με μισοπιωμένους καφέδες και αποτσίγαρα.
Και τονίζει χαρακτηριστικά:
«Οι ώρες όμως που περνούσα στο καφενεδάκι της Ακροπόλεως ήταν ίσα ίσα το εναντίον της πολυτάραχης ζωής του καφενέ: μοναξιά, ησυχία, σιωπή…
Με σταθμό το Καφενεδάκι, το ανεβοκατέβασμα στην Ακρόπολη μού ήταν παιχνίδι».
Και ο Δροσίνης με λύπη αναφέρει τα εξής:
«Αφού εγύρισε από την Αμερική ο ιδιοκτήτης κ’ έφυγε ο αδελφός του από το Καφενεδάκι, άρχισε να χάνη την πρώτη του απλή χάρη για μένα και να κερδίζη νέες χάρες για τον άλλο κόσμον. Το εμεγάλωσαν, το επλάτυναν με μια μεγάλη ταράτσα, του πρόσθεσαν και ένα γραμμόφωνο κι η πρώτη ερημιά και μοναξιά του εχάθηκεν. Τα περίχωρα γέμισαν από προσφυγικούς συνοικισμούς και τα σπίτια ξεφύτρωναν (γύρω του) το ένα κοντά στο άλλο – η γειτονιά δυσάρεστη και αποκρουστική. Δεν ήμουν πια, μετά το 1923, ο καθημερινός πελάτης του. Και αν από συνήθεια εσταματούσα για λίγο, ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη, εύρισκα στην παλιά μου θέση καθισμένους άλλους».
Όπως αναφέρει ο Δροσίνης πολλά από τα ποιήματά του γεννήθηκαν στην Ακρόπολη τα χρόνια εκείνα και τα περισσότερα γράφτηκαν στο καφενεδάκι.
Μπορούμε να αναφέρουμε μερικούς τίτλους διαλεγμένους από τους πολλούς από την ποιητική συλλογή «Πύρινη Ρομφαία», «Κλειστά Βλέφαρα» και «Φευγάτα Χελιδόνια».
ΤΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ
Βαρυά, απ’ τη σαραντάχρονη καβάλα σκουριασμένα,
Των Προπυλαίων τα μάρμαρα πατώντας αντρειωμένα,
Του Βασιλιά προσκυνητή βροντούν τα φτερνιστήρια.
Στην Παναγιά Αθηνιώτισσα φέρνει τα νικητήρια:
Το περιστέρι το χρυσό, που τα φτερά ζυγίζει
Κι’ ανασαλεύει κρεμαστό χωρίς να φτερουγίζη,
Και το χρυσό, μονόφωτο, θαματουργό καντήλι,
Πούχει το λάδι του άσωστο κι’ άκαγο το φυτίλι.
……………………………………………………..
Πέρασαν χρόνια και καιροί κ’ έγινε σκλάβα η Πίστη.
Το περιστέρι επέταξε, και το καντήλι εσβύστη·
Της εκκλησίας το χάλασμα χορταριασμένο μένει
Κ’ η Παναγιά Αθηνιώτισσα για πάντ’ αποδιωγμένη.
……………………………………………………….
Πέρασαν χρόνια και καιροί και κάποια νύχτα πάλι
Φάντασμα στήθηκε η εκκλησιά με τα παλιά της κάλλη.
Μόσκου καπνός ευώδιασεν άπ' τά λιβανιστήρια
Στα μάρμαρα αντιλάλησαν βαρυά τα φτερνιστήρια·
Μεσουρανώντας κύλησε διπλόφωτο έν’ αστέρι,
Και το καντήλι ανάφτηκε - κ' ήρθε το περιστέρι.
Από τη συλλογή «Πύρινη Ρομφαία»
ΣΤΑ ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΝΙΟΒΗΣ, ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ Η ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ, ΕΝΑΣ ΑΡΧΑΙΟΣ ΜΥΘΟΣ, ΟΙ ΕΞΙ ΚΟΡΕΣ ΤΟΥ ΕΡΕΧΘΕΙΟΥ και άλλα.
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΙΔΟΥΛΑ
Ένδεκα χρόνια κλείνεις σήμερα—
Κι’ αν ήσουν μια πιστή Αρρηφόρα,
Της Αθηνάς μικρή διακόνισσα
Κάποιον παλιό καλό καιρό,
Το σκεπαστό κανίστρι θάφερνες
Με τ' άγνωστα, κρυμμένα δώρα,
Νυχτοσταλμένη απ’ την Ακρόπολη
Στης Αφροδίτης το ιερό.
Τ' αρχαία τεμένη καταλύθηκαν—
Μα εσύ, σαν Αρρηφόρα πάλι
Διαβαίνεις μέσ’ στο μοσκοβόλημα
Της ανοιξιάτικης πνοής,
Με τα δυό χέρια το κανίστρι σου
Ψηλά κρατώντας στο κεφάλι,
Και φέρνεις, πρόσχαρη κι' άφρόντιστη,
Τ' άγνωστα δώρα τής ζωής.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
……………………………….
Στου θεάτρου τας σκόρπια χαλάσματα
Σαν κρίνα απ’ τη γη φυτρωμένα,
Αέρινα αγάλματα εστήθηκαν
Επτά χοηφόρες παρθένες
………………………………
Και μόνη η Αντιγόνη αναβλέποντας
Ατάραχτη εστάθη μπροστά του
Και τ’ άθαφτο λείψανο ερράντησε
Τριπλή τη σπονδή του θανάτου.
Κάποτε ο τότε υπουργός Παιδείας Γιάννος Τσιριμώκος (1912-1915), όταν του ανέθετε κάποια εργασία που θα είχε ανάγκη από ησυχία του έλεγε: «Στο γραφείο σου δεν θα σ’ αφήσουν να συγκεντρωθής. Πήγαινε κοντά στα λημέρια σου, προς την Ακρόπολη, κι’ εύρε μια γωνιά εκεί ήσυχη».
Ο Δροσίνης δέχθηκε το πρωί της Παραμονής των Χριστουγέννων του 1916 ένα φιλικό μήνυμα που του έλεγε να ανεβεί στο βραχόκτιστο εκκλησάκι της Παναγίας στην πλαγιά της Ακρόπολης, επάνω από το Θέατρο του Διονύσου και να ανασηκώσει μια παλιά εικόνα κρεμασμένη εκεί του Αγίου Γεωργίου.
Γράφει στο Ημερολόγιό του:
« ...Πίσω από την εικόνα βρήκα την πλάκα αυτή με την ωραία προσταγή, και από τότε την έχω (στο δωμάτιό του στην Κηφισιά) σαν σύμβολο για να παίρνω θάρρος και δύναμη στο δρόμο της ζωής.
24-12-1916.
Ξεσπάθωσε, ψυχή μου, και τράβα εμπρός,
ο σκοπός σου αξίζει τον αγώνα!»
Η πλάκα υπάρχει στο Μουσείο. Μπορεί κανείς να τη διαβάσει. Είναι γραμμένη στα γερμανικά. Είναι τα λόγια του Ibsen.
Σ’ ένα χορταράκι του Παρθενώνος
Όταν η Αρχαιολογική Υπηρεσία αποφάσισε να καθαρίσει και να ξεχορταριάσει το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα και είχαν βάλει σκαλωσιές, ο Γ. Δροσίνης, ανέβηκε στην Ακρόπολη και αναφέρει:
«…Από το ανέβασμά μου εκείνο επήρα κι ένα χορταράκι ριζωμένο σε μια σχισμάδα μαρμάρου… ήτον Ύσσωπος (αρωματικό φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες). Ποιος το φύτεψε σ’ εκείνα τα ύψη; Ή ο άνεμος ή κανένα πουλί θε έφερε το σπόρο του. τους στίχους που μ’ έκαμε να γράψω το ταπεινό εκείνο βοτάνι, που «χωρίς να είναι δάφνης, ελιάς, μυρτιά κλωνάρι» είχε στεφανώσει της δόξας την πιο ψηλή κορφή».
Σ’ ΈΝΑ ΧΟΡΤΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΟΣ
Δεν θέλησε στο χώμα του κάμπου να βλαστήση,
Ν’ ανθίση, να πεθάνη σαν πλάσμα ταπεινό.
Της πεταλούδας πήρε φτερά να φτερουγίση
Κ’ υψώθηκε ν’ ανέβη κατά τον ουρανό.
Ανάερα ριζωμένο, φτωχό της γης χορτάρι,
Σε μιά του Παρθενώνος αθάνατη γλυφή,
Χωρίς καν νάναι δάφνης, ελιάς, μυρτιάς κλωνάρι,
Της δόξας στεφανώνει την πιο ψηλή κορφή.
Από τη συλλογή «Πύρινη Ρομφαία»
Γράφει ακόμη:
«Το Μουσείο της Ακροπόλεως δεν είχε πια μυστικά για μένα….. κάποιο κομμάτι από δυο μαρμάρινα ποδαράκια, χαμένης Κόρης, και το πέρασμα μιας ωραίας άγνωστης ….επλάσθηκε το ειδύλλιον της ΕΡΣΗΣ……».
Το 1913 επέβλεπε τα έργα συντήρησης και ανασκαφών στην Ακρόπολη και έτυχε πολλές φορές ο φύλακας να τον κλειδώσει μέσα.
Όταν ο Ποιητής έλαβε από το Παρίσι φιλικό χάρισμα μιας λάτρισσας του Ωραίου, τη θαυμάσια έκδοση προσευχής με πολύχρωμες εικόνες, δεν την άνοιξε και δεν έκοψε τα φύλλα της.
Γράφει:
«Έκανα τάμα να την πάρω μαζί μου (την Έκδοση της Προσευχής) μιά ημέρα ηλιόφωτη και να τη διαβάσω κάτω από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνος, στ’ απόσκιο, καθισμένος σ’ ένα ξύλινο σκαμνί, που μου έφερνε πάντα ο φύλακας. Έγινεν, όπως το έταξα.
Κ’ επειδή ήτον καθημερινή πρωί, κανένας αδιάκριτος δικός μας ή ξένος δεν επέρασε από κοντά μου να μ’ ενοχλήση. Ο φύλακας, από σεβασμό, είχε πάη στο ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνος, αφού μου έδωσε το σκαμνί του. Ήμουν λοιπόν μόνος, με συντροφιά δυο κάτασπρα περιστέρια, καθισμένα ψηλά κατάντικρύ μου, σαν να ήταν σκαλιστά σ’ ένα σπασμένο μάρμαρο. Επήρα θάρρος από τη μοναξιά και, για να χαρώ διπλά την μουσικότητα της Προσευχής, με το μάτι και το αυτί, άρχισα να την διαβάζω μεγαλόφωνα.
«O noblesse! O beauté simple et vraie….». Κ’ εξακολούθησα χωρίς διακοπή ως το τραγικό τέλος: πως κ’ οι θεοί καθώς κ’ οι άνθρωποι, περνούν και δεν είναι αιώνιοι.
Όλη την ώρα, τα δυο περιστέρια, σαν να είχαν στ’ αληθινά μαρμαρώση, δε σάλεψαν από τη θέση τους. Μόνον όταν ετελείωσα και μ’ ένα ασυναίσθητο τίναγμα ενθουσιασμού πετάχθηκα ορθός, τρόμαξαν και ξεφτερούγισαν κτυπώντας τα φτερά σαν να χειροκροτούσαν».
Ο Γ. Δροσίνης εκφράζει τις ιδιαίτερες ψυχικές του καταστάσεις. Εξομολογείται:
«…Και τότε σε μια ψυχική κατάσταση, που ήτον σαν έκσταση και σαν θεοληψία είδα το θαύμα της Αθηνάς:
Όλο το φως, που ήπιαν τα μάρμαρα
τον ύπνο αιώνων κοιμισμένα
-χρυσάφι των ματιών αλόγιαστο –
το σκόρπισαν σε μια στιγμή.
Κι’ ολόρθοι οι στύλοι ακέρια εστύλωσαν
τ’ αετώματα τα γκρεμισμένα,
στα βάρθρα υψώθηκαν τ’ αγάλματα
κι’ άναψαν οι σβυστοί βωμοί.
Και κάτι ωραίο, σαν δοξολόγημα,
προς τ’ ουρανού τη θεία γαλήνη
άφωνο, αγνό, ελαφρό φτερούγισε
μ’ ορθάνοιχτα λευκά φτερά!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Γεώργιος Δροσίνης, ο μεγάλος ποιητής του Γένους μας, παρουσιάζει με έναν ιδιαίτερα εκφραστικό και ζωντανό τρόπο όλα αυτά που βλέπει να παρουσιάζονται και να συμβαίνουν γύρω του. χαρακτηριστικό είναι το νηφάλιο και ήρεμο ύφος του. οι περιγραφές του, δίνουν την δυνατότητα στον καθένα, που έρχεται σε επαφή με όλα όσα περιγράφει, να μπορεί πραγματικά να ζει και να απολαμβάνει την ομορφιά, τη μαγεία και το αληθινά ξεχωριστό και ειδυλλιακό περιβάλλον της Ακρόπολης.
Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική μια παλιά ρήση του Μάνου Ελευθερίου: «Υπήρξαν στον τόπο μας σπουδαίοι άνθρωποι, που και με τη ζωή τους και με το έργο τους μας βοήθησαν. Αυτούς έχουμε μυστικούς δασκάλους.
Είναι στο χέρι μας να τον ακολουθήσουμε και να συνεχίσουμε να κυλάμε αυτή τη ρόδα που βρέθηκε στα χέρια μας».
Ο Γ. Δροσίνης, ο μεγάλος ποιητής του Γένους μας, είναι ένας από τους ιδιαίτερα διακεκριμένους Έλληνες του πνεύματος, που αποτελεί φωτεινό παράδειγμα ήθους, αγαθότητας, καλοσύνης, ταπεινότητας και απλότητας.
Είναι ο ποιητής – πεζογράφος με μια πολυσύνθετη προσωπικότητα. είναι ο λυρικός ποιητής με βαθιά πίστη στον Πανάγαθο Θεό, με άπειρη αγάπη στον άνθρωπο με υπέρμετρη αγάπη και στοργή στα παιδιά.