Το αρχοντικό των Κασσαβέτηδων ορθώνεται υπερήφανο στη Ζαγορά Πηλίου, πάνω στη δημοσιά. Ο χρόνος καταστρέφει ξύλα και παράθυρα, αλλά την ιστορία του δεν μπορεί να τη σβήσει.
Η φύση μ' ένα θεϊκό χέρι, προστατεύει τη διπλή μαρμαρένια σκάλα και την κεντημένη μοναδική πόρτα. Πυκνό φύλλωμα από πουρνάρια και άγρια χόρτα σφράγισαν το πέρασμα. Άφησαν μόνο τη μορφή του Δροσίνη να πλανιέται στα μεγάλα δωμάτια, κρατώντας τα χειρόγραφα στο χέρι. Μόλις τώρα γύρισε από το μικρό –Καλύβι- το αγροτικό κατάλυμα που βρίσκεται στον λοφίσκο, ακριβώς πάνω από το Χορευτό.
Εκεί στα μεγάλα τσιφλίκια των Κασσαβέτηδων, εκεί στο δίπατο μικρό σπίτι όπου καλούσε τη Μούσα αγναντεύοντας την θάλασσα και ακούγοντας τις συνομιλίες των απλοϊκών ψαράδων, έγραφε τα αθάνατα έργα του που ακόμα και σήμερα διδάσκουν και συγκινούν όπως "Το βοτάνι της αγάπης", "Το ψάρεμα", "Αι μέλισσαι", " Αμαρυλλίς" , " Αγροτικαί Επιστολαί" και την ποιητική συλλογή "Θα βραδιάζη".
Το εγκαταλελειμένο αρχοντικό περιμένει την ώρα που θα μπορέσει να αναπαλαιωθεί και σαν μουσείο αγάπης και πνευματικής ζωής, για το τόπο της Ζαγοράς να γίνει πόλος έλξης του Έλληνα και του ξένου.
Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ.
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΩΜΑΣ γράφει:
Αν η Σκιάθος απετέλεσε το αντικείμενο της υμνωδίας του Παπαδιαμάντη, το Πήλιο βρήκε ατό πρόσωπο του Δροσίνη τον λυρικό τραγουδιστή του, τον ποιητή που τεκμηρίωσε τον έρωτά του προς αυτό με τον γνωστό εκείνο Ύμνο του και τον επικύρωσε με τις καλοκαιριάτικες περιηγήσεις του βουνού και των γραμμένων του γυρογιαλιών. Φυλάνε ακόμη πολύτιμη την ανάμνησί του οι παλιοί της Ζαγοράς. Αναθυμούνται το Δροσίνη, όταν, ενώ βρίσκονταν στην εξελικτική του τροχιά της ποιητικής του δημιουργίας, επισκέπτονταν τη Ζαγορά και ξεκαλοκαίριαζε εκεί κοντά στο Χορευτό, σ’ ένα καλυβάκι, που με τη σφραγίδα της παλιάδας σήμερα περιχύνει τόνους συγκινησιακούς στον επισκέπτη.
Η γνωριμία του Δροσίνη με το Πήλιο και ειδικώτερα τη Ζαγορά χρονολογείται απ’ το 1899, λίγα χρόνια δηλαδή ύστερα απ’ τους γάμους του με τη Ζαγοριανή Μαίρη Δ. Κασσαβέτη, ή χάρι της όποιας τόσο εκθειάζονταν κείνους τους καιρούς... Από κει κι ύστερα και ίσαμε το 1910 η Ζαγορά ευτυχούσε να δέχεται κάθε καλοκαίρι σχεδόν τον ειδυλλιακό μας ποιητή, πού έρχονταν πάντα με την οικογένειά του, με το πλοίο της γραμμής Πειραιά - Θεσσαλονίκης. Οι φίλοι του και οι δικοί του στη Ζαγορά ήξεραν την ημέρα της άφιξής του και επειδή το βαπόρι περνούσε νύχτα κι ανοιχτά στην θαλάσσια περιοχή του Πήλιου, άναβαν φωτιά μεγάλη στο Χορευτό της Ζαγοράς. Έτσι προσανατολίζονταν το καράβι, σταματούσε για κάμποσο στα νερά και με ντόπιες βάρκες που έπλεαν σιμά του έβγαινε στ’ ακρογιάλι ο «κυρ - Γιωργάκης», όπως χαραχτηριστικά αποκαλούνταν απ’ τους Πηλιορεΐτες.
Το σπίτι των Κασσαβέτηδων στο Χορευτό και το καλυβάκι του «Λογιωτάτου», δέκα λεπτά απάνου απ’ το περιγιάλι καρτερούσε τη πολύτιμη συντροφιά. Πότε το ένα και πότε τ’ άλλο παρείχαν άσυλο στο ποιητή μας κατά τα 9—10 καλοκαίρια πού πέρασε στο Πήλιο. Φυσιολάτρης όμως καταπώς ήταν ο Μεσολογγίτης ποιητής, ένοιωσε απ’ αρχής βαθειά μέσα του τον αντίκτυπο της ομορφάδας του βουνού, έκφρασι του όποιου αποτελεί κι ένα — απ’ τα πολλά — ποίημα, με το όποιο ευχαριστεί τη γυναίκα του, επειδή τον ωδήγησε στο Πήλιο κι από τυφλός που ήταν — όπως σημειώνει ο ίδιος — γνώρισε το φως καινούργιου κόσμου.
Απ’ τα πρώτα λοιπόν χρόνια της γνωριμίας του με το Πήλιο αρχίζει μια νέα ποιητική δημιουργία του Δροσίνη. Κυκλωμένος ολούθε απ’ την πράσινη πλημμυρίδα του βουνού και εντυπωσιασμένος απ’ τα γελάμενα γυρογιάλια, τους απλούς ανθρώπους και την πλούσια παράδοσι του τόπου, νοιώθει να θερμαίνεται η ευπαθής ψυχή του. Πάνω στο ταπεινό μα τόσο γραφικό κι όμορφο κόσμο σκύβει ο Δροσίνης με επιμονή, ενωτίζεται τους παλμούς του, συνειδητοποιεί τις χαρές του, τις πίκρες του, τα βάσανά του, τα όποια αρχίζει να τραγουδάη όχι με τη ποιητική λύρα του απογοητευμένου, μα με τη λύρα του αισιόδοξου, του ανθρώπου που αντικρίζει τη ζωή με άδολο ενθουσιασμό, με πίστι προς ό,τι συνθέτει το νόημά της. Κάπου σαράντα με πενήντα ποιήματα, εμπνευσμένα απ’ τον εναγύρο κόσμο εκθειάζουν τη σαγήνη του περιβάλλοντος, τα έθιμα, τα εκκλησιδάκια, τα ψαρέματα, τα κυνήγια, την αγάπη. Κι όλα αυτά στιχουργημένα με τρόπο σαφή κι ανάλαφρο, γιομάτα ζωή, ζεστασιά, αχνάδα και πλαστικότητα, με στίχους εύληπτους και ξεκάθαρους που δεν σε ποτίζουν με κάματο, όταν εντρυφάς σ’ αυτούς, αλλ’ αντίθετα σου ξεκουράζουν το νου και τη φαντασία, ενώ ένα κύμα μουσικότητας, βγαλμένο μεσ’ απ’ αυτούς, σου θέλγει την καρδιά.
Ας μη νομιστώ ως τόσο ότι ο Δροσίνης παρεπιδημούσε μονάχος τα καλοκαίρια στο Χορευτό. Συχνά - πυκνά προσκαλούσε και φίλους του κι άλλους διανοητές και ηύξανε έτσι τη συντροφιά του εκεί. Ανάμεσα πάντως στους ξένους που παρήλασαν απ’ το τόπο σα φιλοξενούμενοι του Δροσίνη ήταν κι ο Γ. Ψυχάρης με τη γυναίκα του, ακόμα και η δασκάλα της αγγλικής Ελένη Γκαρώ, η όποια είχε φορτιστή με το χρέος της διδαχής της ξένης γλώσσας στη Μαίρη Δροσίνη. Αναφέρω και τη Γκαρώ, γιατί έχει συνδεθή μ’ ένα διασκεδαστικό περιστατικό που απαθανάτισε ο Δροσίνης σε τέσσερους ανεκδοτικούς στίχους του. Όταν έφτασε ο χρόνος να φύγη απ’ τη Ζαγορά η δασκάλα για την Αθήνα, πήρε το ζώο του Ζαγοριανού μπαρμπ’- Αποστόλη Μωρού — φίλου του ποιητή — και με τη συντροφιά αυτού ξεκινάει για το Βόλο. Στο δρόμο όμως τους πιάνει βροχή κι αναγκάζονται να επανακάμψουν στο κονάκι τους. Την επαύριο πορεύονται ξανά για το Βόλο. Του κάκου όμως, πάλι βροχή! Το ίδιο και τη τρίτη μέρα. Λεπτός είρωνας λοιπόν ό Δροσίνης σκιτσάρισε το γεγονός με το τετράστιχο.
Η Ελένη η Γκαρώ
με τον Αποστόλη το Μωρό
τρεις φορές ξεκίνησαν
μα πάλι είν’ εδώ…
Δηλωτικό ωσαύτως της ευστροφίας, με την οποία σκάρωνε στίχους είναι και το άλλο γεγονός: Μια μέρα είδε από μακριά τη γυναίκα του στο μπαλκόνι του σπιτιού να τινάζη φορέματα. Γυρίζει τότε στο συνοδοιπόρο του Αποστόλη Μωρό και του λέει: Αποστόλη, Αποστόλη, να κι η Μαίρη στο μπαλκόνι με τη φούστα της μαλώνει...
Κι άλλα τέτοια περιστατικά, πού έλαβαν χώρα στο Χορευτό με το ταπεινό κόσμο της θάλασσας και του βουνού, αποτελούν την εναργή έκφρασι της ανοιχτοκαρδιάς του ποιητή και δίνουν το μέτρο της αισιοδοξίας, με την όποια αντιμετώπιζε τη ζωή. Ένδειξι ακόμα της «χρυσής καρδιάς» του και της ευπροσηγορίας του αποτελεί το γεγονός ότι ο Δροσίνης αρέσκονταν να διαλέγη κατά τις ώρες της σχόλης του τους πιο χαρακτηριστικούς κι απλοϊκούς τύπους του τόπου, με τους όποιους συνέθετε μια εγκάρδια και συνδιαλλακτική συντροφιά. Ώρες περνούσε με τον ζεστά ανθρώπινο αυτό κόσμο, συζητώντας αδελφικά, ήρεμα, ενώ διήνθιζε την ομιλία του με ποικιλία φαιδρολογιών και χαριτολογημάτων. Ο Δροσίνης πέρα απ’ την ανθρωπιά του διακρίνονταν και για το πηγαίο χιούμορ του, για τούτο δε αρέσκονταν να πρωτοστατή σε αστεϊσμούς που περίχυναν τόνους ευθυμίας και ευφροσύνης στην ομήγυρι. Η αχώριστη πάντως παρέα του στο Χορευτό της Ζαγοράς αποτελούνταν από κάποιο Καλογρίδη ή Βουβό κι απ’ τούς Γιάννη Στόλκο, Γιάννη Ρούση, Θανάση Λάταρη ή Κατσαρίδα (ο ίδιος ο Δροσίνης τον είχε... βαφτίσει έτσι), Γιάννη Σταύρου, Κωνσταντίνο Μωρό, Αποστόλη Μωρό κ. ά.
Αλλ’ ο μεγάλος έρωτας του ποιητή ήταν η θάλασσα. Ειρωνικός κατακτητής των ανθρώπων αυτή, κατέκτησε και την ευπαθή ψυχή του Δροσίνη, που την έκανε τραγούδι στα χείλη του. «Απ’ τις μεγάλες τις Αγάπες είσαι συ της θάλασσας αγάπη, της ομορφιάς αναγεννήτρα συ...» τραγουδάει με λυρικό αναπαλμό. Μέρες και νύχτες περνούσε πλάϊ στο κύμα του Χορευτού, ψαρεύοντας πάνω στους βράχους ή, ξανοιγμένος με τη βάρκα του στ’ ανοιχτά, καλάριζε και λεβάριζε τα παραγάδια του και τα ψαρικά σκοινιά του, τα όποια φύλαγε στο υπόγειο της κατοικίας του στο Χορευτό. Τη βάρκα του την είχε αγοράσει απ’ τον αναγνωρισμένο τότε ναυπηγό τού Χορευτού Γκαγκάνη, όπως κι ο ίδιος άλλωστε υπογραμμίζει στα «Σκόρπια φύλλα της ζωής μου», μαζί με άλλα καθέκαστα της ψαρικής ζωής του. Δεν άσκουσαν όμως γοητεία στο ποιητή μας μόνο τα ψαρέματα. Με την ίδια ζέσι καταγίνονταν και με το κυνήγι στη ξηρά. Όταν η θάλασσα έμενε απρόσιτη, ο Δροσίνης πότε μόνος του και πότε με παρέα ωργάνωνε κυνηγετικές εξορμήσεις στην άτακτη επιφάνεια του Πηλίου. Ήταν τόσο δεξιοτέχνης σκοπευτής και τόση εμπιστοσύνη είχε στις σκοπευτικές του ικανότητες ώστε χρησιμοποιούσε όπλο όχι με σκάγια, άλλα με σφαιρίδιο που, όπως εξυπακούεται, ελαττώνει τις πιθανότητες της επιτυχίας. Κατά τα περιδιαβάσματά του αυτά ο Δροσίνης έρχονταν σ’ εγκάρδια επαφή με τους αντιπροσωπευτικούς τύπους τού βουνού, με εξωτάρηδες, των συλλογισμών και των καημών των όποιων γίνονταν κοινωνός. Μαζί του δε έφερνε και το σημειωματάριό του, πάνω στο όποιο μετουσίωνε τις εμπνεύσεις του από το περιβάλλον σε ποίησι και λόγο. Το ίδιο σημειωματάριο ωσαύτως τον συνώδευε και κατά τις ναυτικές και αλιευτικές του περιπλανήσεις, για να του δίνη διέξοδο στον όγκο των εντυπώσεων που του συσσώρευε μέσα του ο περίγυρος κόσμος του βουνού και της θάλασσας. Κι όταν τις νύχτες κούρνιαζε στα αγροτόσπιτό του σμίλευε τους περίτεχνους στίχους του και στοχάζονταν τα ποιητικά του συνθέματα με τη λυρική ιδιοσυστασία τους και την ανάλαφρη δόμησι.
Η παρουσία του Δροσίνη στη Ζαγορά δεν ήσκησε έλξι μόνο στους αγροδίαιτους και στους ψαράδες, μα και στους Ζαγοριανούς δασκάλους, πού δεν εύρισκαν την ώρα να αναστραφούν με το λυρικό μας ποιητή, για να παίρνουν κυρίως τις γνώμες του αναφορικά με τα επίμαχα θέματα της Παιδείας. Σε κάποια μάλιστα επαφή δασκάλων και Δροσίνη, ο τελευταίος, αμύντορας καταπώς ήταν της δημοτικής γλώσσας, μίλησε στους πρώτους εκτεταμένα για τους φραστικούς θησαυρούς της, τονίζοντας συνάμα την ανάγκη να καταστή αυτή αξίωμα μεταξύ των Ελλήνων. Θαυμαστής όμως και λάτρης του ελληνικού παρελθόντος, δεν έπαυε να τονίζη κοντά στα άλλα και την ανάγκη της συντηρήσεως και της αξιοποιήσεως του Σχολειού τού Ρήγα Φερραίου που αποτελεί όντως το σήμα κατατεθέν της Ζαγοράς. Κάποτε μάλιστα, όταν το επεσκέφθηκε και είδε ότι στον εσωτερικό του χώρο σταυλίζονταν ζώα, έσκουξε όσο μπορούσε στους παλιούς Ζαγοριανούς για την κατάντια αυτή. Κι όταν αργότερα επέστρεψε στην Αθήνα ο Δροσίνης, φρόντισε και φιλοτέχνησε με δική του δαπάνη την ανάγλυφη μορφή τού Ρήγα, την οποία έστειλε στη Ζαγορά, για να στηθή πλάϊ στο πρώτο σκολειό του Βάρδου της Ελευθερίας. Η γλυπτή αυτή μορφή σώζεται ως τα σήμερα στο περίβολο του Ιστορικού, αλλά αναξιοποίητου δυστυχώς ακόμα μνημείου της Ζαγοράς.
Τέτοιος παρουσιάστηκε ο Γεώργιος Δροσίνης στο Πήλιο. Εγκάρδιος, στοχαστικός, πλημμυρισμένος πάντοτε απ’ τους χυμούς της αισιοδοξίας, αλλά και πιο ταπεινός απ’ τούς ταπεινούς, εδημιούργησε ένα άλυτο δεσμό με το τρισκάλλινο βουνό — μέχρι τα βαθειά του γηρατειά αναθυμόταν το Πήλιο και μιλούσε νοσταλγικά γι’ αυτό — κι άφησε αξεθώριαστη τη τροχιά της ζήσης του στη Ζαγορά.