Ομιλία ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΜΠΟΛΗ Δικηγόρου
ενεργού μέλους του Συλλόγου
«Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη»
Συμμετέχει σε πολλές οργανώσεις και σωματεία
«ΣΠΙΘΕΣ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΗΧΟΣ ΤΟΥΣ»
Το βιβλιαράκι του Γεωργίου Δροσίνη με τον τίτλο «ΣΠΙΘΕΣ ΣΤΗ ΣΤΑΧΤΗ» ήρθε στα χέρια μου σαν δώρο από μια πιστή φίλη. Με βιασύνη και ανυπομονησία το ξεφύλλισα θέλοντας να κλέψω όσο πιο γρήγορα γινόταν τα μυστικά του.
Γελάστηκα. Κάθε τετράστιχο μια ολάκερη ιστορία, κάθε σελίδα μια ολόκληρη ζωή. Ένα φύλλο τέσσερις διαφορετικές εικόνες που σε βάζουν σε σκέψεις και σου φέρνουν αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα.
Το βιβλιαράκι μιλάει από τον τίτλο του κι όλας για περασμένα γεγονότα που έγιναν πια θύμησες. Πληγές που έχουν γιατρευτεί από το χρόνο, στάχτες στο σώμα, στην καρδιά. 0 ποιητής ολοκλήρωσε αυτή τη συλλογή στα 81 του χρόνια. Ο ίδιος πίστευε ότι αναμοχλεύοντας τις αναμνήσεις, καμιά φορά πετάγονται σπίθες. Σπίθες που για λίγο γίνονται φωτιές και καίνε τα σωθικά, όπως τότε παλιά, την ώρα της φωτιάς.
Στο ερημικό και ξώμερο
της νιότης μου καλύβι
σβυσμένη απόμεινε η φωτιά
μα η στάχτη σπίθες κρύβει.
Ο Δροσίνης παρακαλεί τις αγάπες που πέρασαν από τη ζωή του να μην χαθούν στη λησμονιά, μέσα στη γκρίζα τη φθορά, μέσα στη λάβρα της νυχτιάς, αλλά να κρατηθούν ζωντανές, αναλλοίωτες, με τα χρώματα και τη δροσιά της πρωτόβγαλτης εικόνας. Και θα' ρθει η στιγμή που εκείνος κρατώντας τη μασιά θ' ανασκαλέψει τη στάχτη του χρόνου και θα πεταχτεί η σπίθα που θα ζεστάνει την ψυχή, σαν την πρώτη εκείνη τη βραδιά που ‘φέρε τη λάμψη στη ματιά, ακόμα κι αν ήταν ψέμα.
Αγάπες μου: αν το χώμα σας
το σκιώνουν κυπαρίσσια,
μένετε νιες κι αθάνατες
στης μνήμης μου τα Ηλίσσια.
Ο Δροσίνης μελαγχολικός, φοβάται την αγάπη. Την βλέπει σαν φωτιά που κατακαίει, που με το δαυλί δυναμώνει τις φλόγες που τυλίγουν, κυκλώνουν, σφίγγουν με το κατακόκκινο φωτεινό πυρακτωμένο χρώμα τους τη διαβολική δύναμή τους και νικούν στο πέρασμα ανθρώπους και θεούς.
Κι εσύ νομίζεις ότι είσαι ο ένας, ο τυχερός, που επειδή αγαπάς πιστεύεις ότι θα κρατήσεις αιώνια την ευτυχία. Είσαι έτοιμος να ορκιστείς, και λες αλήθεια, ότι θα κάνεις θυσίες γι' αυτή την αγάπη. Μα έρχεται η Λησμονιά, όμορφα ντυμένη και ήρεμη, καρτερική, λίγο απόμακρη και παγερή και κάθεται απρόσκλητη δίπλα σου. Κρατά ένα κανάτι γεμάτο νερό: το λαγήνι. Το 'χες μόλις γεμίσει με δάκρυ, δάκρυ από χαρά κι ελπίδα, νομίζοντας ότι έφτιαξες τ' αθάνατο νερό η Λησμονιά το χύνει. Το σκορπά πάνω στα κούτσουρα που ακόμα καίνε και χαμηλώνει τη φωτιά και κάνει στάχτη τις εικόνες, τα αισθήματα, τα σχήματα, τα όνειρα, και απλώνεται ένα βαθύ σκοτεινό χρώμα μπροστά σου και ένα άσπρο κενό. Δεν ξεχωρίζεις τίποτα πια και δεν λες ψέματα, φταίει η Λησμονιά που σου 'χει αλλάξει την καρδιά !
Ο ποιητής, σ' αυτόν που πονάει από τον χωρισμό, σ’ αυτόν που ‘μείνε πίσω, σ' αυτόν που απόρριψαν, που μάτωσαν, που υποφέρει και αναζητά τον θάνατο για να γλιτώσει από τις μαχαιριές, σ’ αυτόν, για βοηθό στέλνει τον Χρόνο. Τον μεσήλικα, μεγαλόσωμο άντρα με τα παράξενα ακαθόριστα ρούχα, που με μια του δρασκελιά περνάει σ' άλλον αιώνα και μ’ ένα γύρισμα του κεφαλιού γυρίζει το ρολόι πίσω. Αυτόν, τον θεό, τον νεροφύλακα, στέλνει ο ποιητής, να παρηγορήσει!
Έχει δύναμη αλλιώτικη. Αλλάζει κάθε σκέψη, αποδιώχνει θλίψεις και στεναγμούς, κοιμίζει πάθη και ξεσηκωμούς, γελάει μ' αυτά που ακούμπαγες κι έκλαιγες. Σου προσφέρει το χέρι του ν' ανασηκωθείς, σε ξεδιψά με το νερό της λησμονιάς!
Ο χρόνος νεροφύλακας
της λησμονιάς τη βρύση,
δίνει νερό σ' όποιον πονεί
να τόν παρηγορήσει.
Ο Δροσίνης 80 χρονών σχεδόν ψιθυρίζει στους νέους :
Απόνετη μην τη θαρρείς,
καρδιά που ‘χει γεράση,
σωρό τη στάχτη όπου θωρής,
φωτιά θα ‘χη περάση.
Αυτό το τετράστιχο τα λέει όλα, με τόσες λίγες λέξεις που είναι δύσκολο να προσθέσουμε εμείς κάτι παραπάνω. Μπορούμε μόνο να πούμε ότι καλότυχος είναι αυτός που 'χει να θυμάται, διαλεκτός από τη μοίρα εκείνος που δεν πόνεσε πολύ, αν και αγάπησε !
Αν μπορείς, όταν ρωτήσεις την μάντισσα:
— Για πες μου ονειρομάντισσα,
όνειρο τι σημαίνει
κερί άναψα και σβύστηκε;
και πάρεις την απάντηση:
— Μια αγάπη ήταν απαρνημένη.
Τότε, αν δεν πονέσεις σε θύμιση
και αν μπορέσεις να πεις:
— Εγώ πρωτόπια το κρασί
στ' ανέγγιχτο κρυστάλλι
Τι τάχα, αν τ' αποπίματα
τώρα τα πίνουν άλλοι;
Ε τότε δεν φοβάσαι αν θα γεράσεις γιατί θα 'χεις να πεις:
Ω θύμησες της νιότης μου
χαράς απομεινάρι
στερνό μου βίος που δεν μπορεί
κανείς να μου τις πάρη.
Ο Κώστας Καιροφύλλας πατέρας του Γιάννη Καιροφύλα, φιλόλογος, νομικός, δημοσιογράφος, σε Παρίσι, Λονδίνο και Νέα Υόρκη επί 25 χρόνια, ιστοριοδίφης με πολλές μελέτες και συγγραφικά έργα, το 1949 σχολιάζει:
«Δυο βιβλία του Δροσίνη στα ενενήντα του χρόνια»
Μετάφραση αποσπάσματος από γαλλική εφημερίδα
Ο τελευταίος ποιητής της περασμένης γενεάς, τα ποιήματα και τα πεζά του οποίου γοήτευσαν το ελληνικό κοινό περίπου για τα 3/4 του αιώνα είναι ο Γεώργιος Δροσίνης, ο οποίος συνεχίζει να προσφέρει λογοτεχνικά δώρα στους πιστούς του αναγνώστες.
Πριν από λίγο χρονικό διάστημα, εξέδωσε έναν ογκώδη τόμο με τις αναμνήσεις του, πολύ ενδιαφέροντα, που αναφέρεται στην λογοτεχνική και πολιτική ζωή από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και το πρώτο του 20ου.
Γράφτηκε πριν από λίγους μήνες, με μια φρεσκάδα και με μια πνευματική δύναμη εντυπωσιακή, ιδιαίτερα για την τόση προχωρημένη ηλικία του. Δεν ξεχνάει τα παλιά του έργα που είχαν τόση επιτυχία, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, πολλά τα οποία μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες.
Τις τελευταίες αυτές μέρες, δύο από τα έργα του αναδημοσιεύονται σε 4η έκδοση, κάτι το μοναδικό για την ελληνική αγορά, ο «Μπάρμπα-Δήμος» και τα «Ελληνικά Παραμύθια».
Ο «Μπάρμπα-Δήμος» έχει κι ένα υπότιτλο «Διηγήσεις Αγωνιστού». Πρόκειται για διηγήσεις αληθινών αναμνήσεων, ενός ήρωα του αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία της Πατρίδας τους. Ο Δροσίνης τον γνώρισε γέροντα πια, κοντά στο οικογενειακό του κτήμα, στις Γούβες Ευβοίας.
Ο γέροντας ερχόταν συχνά στο σπίτι μας και έτρωγε μαζί μας τις χειμωνιάτικες βραδιές και μιλούσε για τη ζωή του σε μια απλή γλώσσα ζωντανή, διηγούμενος σκηνές από τον μεγάλο αγώνα της ανεξαρτησίας του Έθνους στον οποίο είχε πάρει μέρος και έχασε το δεξί του χέρι.
«Εδώ και λίγα χρόνια έμαθα ότι ο Μπάρμπα-Δήμος πέθανε. Τον κηδέψανε χωρίς τελετές στο κοιμητήρι του μικρού χωριού. Θάψανε μαζί του το μετάλλιο Ανδρείας που η Πατρίδα του είχε απονείμει και ένα παλιό σκουριασμένο γαϊταγάνι που το είχε πάντα κρεμασμένο στο προσκέφαλό του».
Ο Δροσίνης συγκέντρωσε τις διηγήσεις του Γέρου αγωνιστού σ' ένα βιβλίο το οποίο έχει δυο αξίες: μας δίνει μια ζωντανή περιγραφή του αγώνα μας για την Ελευθερία και είναι ένα λογοτεχνικό έργο τέχνης, άξιο της πένας του Δροσίνη.
Αυτή η 4η έκδοση το 1964 έγινε με εντολή του Υπουργείου Στρατιωτικών, το οποίο πολύ σοφά αποφάσισε να το μοιράσει στους στρατιώτες που έπρεπε να επαναλάβουν πολεμώντας τα θαύματα του 1821, για να τους δείξει ότι είναι οι πραγματικοί απόγονοι των ηρώων που έδωσαν μια ελεύθερη Πατρίδα.