ομιλια ΤΟΥ Παναγιώτη Νικητέα
Εικαστικός συγγραφέας
«ΠΤΥΧΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ»
Ο Ευαγγελινός (Ευάγγελος – Ιωάννης) Δαυής Βαγγελάτος του Ανδρέα, καταγόμενος από τη νήσο Κεφαλληνία, διέμενε με την γυναίκα του Κατερίνα, το γένος Βινιεράτου και την κόρη του Αδαμαντία, στο προσωρινά παραχωρημένο από τον ΣΕΚ (Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους) επάνω όροφο του διώροφου Σταθμού, ο οποίος είχε δημιουργηθεί για τον ανεφοδιασμό, τη διέλευση εμπορευμάτων και αγαθών με μοναδική αφετηρία και κατεύθυνση τα ανάκτορα του Τατοϊου και τη μετακίνηση της Βασιλικής Οικογένειας και του προσωπικού της. Γι’ αυτό τον λόγο υπήρχε στο ισόγειο, χώρος ειδικά διαμορφωμένος σε σαλόνι, με πολυτελή επίπλωση, για την παραμονή τους μέχρι την επιβίβασή τους στην αμαξοστοιχία - απ’ όπου και η ονομασία «Στάσις Δεκελείας».
Ο Ευαγγελινός κατέχοντας γραμματικές γνώσεις Σχολαρχείου και γνωρίζοντας το χειρισμό του τηλέγραφου διορίστηκε εκεί σε χηρεύουσα θέση στασιάρχη επί είκοσι έξι συναπτά έτη, εκτελώντας παράλληλα, με προσωρινή ανάθεση καθήκοντα σταθμάρχη. Ο διορισμός πραγματοποιήθηκε κατόπιν εισήγησης, η οποία συνοδευόταν από θετικές συστάσεις και χαρακτηρισμό ως ατόμου απολύτου εμπιστοσύνης, από τον Δον Λεονάρδο Πρίντεζη, Διευθυντή Κινήσεως στην Κεντρική Υπηρεσία.
Η πλησιέστερη ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή εκτός των εγκαταστάσεων του τρένου ήταν ο Σταθμός Χωροφυλακής στην τοποθεσία «Αδάμες», ο οποίος προοριζόταν για φύλαξη του μεγάλου σε έκταση άγριου και υποβλητικού δάσους του Τατοϊου από πυρκαγιά και τους λαθροκυνηγούς.
Γι’ αυτό όποιος πλησίαζε την περιφραγμένη περιοχή, οπλισμένοι και αρειμάνιοι δασοφύλακες επενέβαιναν με αυστηρές συστάσεις και την αιτιολογία ότι τα άγρια ζώα δεν πρέπει να αποκτούν οικειότητα με τους ανθρώπους και ειδικά μέσω της τροφής διότι λόγω συνήθειας γίνονται στόχοι ακάλυπτοι. Η λατρευτή μου γιαγιά, Αδαμαντία, η οποία διέμενε με την οικογένειά μας μέχρι θανάτου της, με ανέτρεφε, με τις λεπτομερείς διηγήσεις της για τα περιστατικά που συνέβαιναν στην πυκνή βλάστηση του δάσους με υπόκωφο τα ουρλιαχτά των άγριων ζώων τις εφιαλτικές νύχτες. Στις κατάφυτες όχθες του ποταμού της Χελιδονούς, όπου μεταμόρφωναν τον ελάχιστο χρόνο τους σε λέξεις αγάπης, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και εθιμοτυπίες ο πρίγκιπας Αλέξανδρος και η Ασπασία Μάνου.
Το χειμώνα η πρόσβαση στην μεθοριακή αυτή περιφέρεια ήταν δύσκολη λόγω των έντονων βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων, όμως την άνοιξη και το καλοκαίρι παρέες κυνηγών και φυσιολατρών από την Κηφισιά, την Αθήνα και άλλα μέρη περνούσαν από εκεί.
Από όλες τις συναντήσεις εκείνη που έμεινε ανεξίτηλη στην μνήμη τής οικογένειας Βαγγελάτου και την ανέφεραν συχνά ήταν του Βασιλιά Γεωργίου Α΄, του ποιητή Γεωργίου Δροσίνη και των φίλων του.
Συχνοί επισκέπτες της περιοχής μετά το τέλος του κυνηγιού ξαπόστεναν κάτω από τα φυλλώματα των αιωνόβιων πεύκων πίνοντας δροσερό νερό και καφέ που τους κερνούσε η προγιαγιά μου Κατερίνα συνοδεία φρούτων εποχής (πίσω από τα κτίσματα της υπηρεσίας υπήρχε μεγάλος κήπος με εσπεριδοειδή και λαχανικά).
Έτσι περνούσαν ώρες συζητώντας και με τον Ευαγγελινό όταν οι υποχρεώσεις του το επέτρεπαν, διάφορα θέματα και στιγμιότυπα τοπικού χαρακτήρα, τα οποία προκαλούσαν το ενδιαφέρον της παρέας όπως αυτό που συνέβη κατά τη διέλευση συρμού γεμάτου στρατιώτες για το μέτωπο κοντά στη “Στάση”.
Αιφνίδια αρσενικό μεγαλόσωμο ελάφι βρέθηκε στις γραμμές του τρένου, τρομαγμένο από το θόρυβο και τους σπινθήρες της ατμομηχανής, στις προσπάθειες του οδηγού να τη σταματήσει, όρμησε προς αυτήν με αποτέλεσμα να πιαστούν τα κέρατά του στη σχάρα του και να σκοτωθεί. Αμέσως ειδοποιήθηκαν οι υπηρεσίες των ανακτόρων, οι οποίες έστειλαν προσωπικό για την παραλαβή του νεκρού ζώου.
Τις κρύες νύχτες του χειμώνα, χτυπούσαν τη σιδερένια πόρτα της “Στάσης” ψειριασμένοι λιποτάκτες διαμαρτυρόμενοι για τις άσχημες συνθήκες στο στράτευμα, παρακαλούσαν να μη τους καταδώσουν για λίγο φαϊ και πρόχειρο ύπνο ώστε το πρωί προτού χαράξει με τα πόδια να συνεχίσουνε για την Αθήνα και άλλες πόλεις.
Βραδιά που λυσσομανούσε ο βοριάς και το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, αγνώριστος μες στην στολή του κυνηγού, σωστός χιονάνθρωπος, τους επισκέφτηκε απρόσμενα. Aπό το φόβο των άγνωστων επισκεπτών του άνοιξε ο κλειδούχος και ζήτησε από τις ξυπνητές, την προγιαγιά μου και την κόρη της, να του φέρουν κοντά στο τζάκι ζεστό ψωμί, ζεστό κρασί και ελιές. Κουβεντιάζοντας μαζί τους πάνω από ώρα τους διηγήθηκε ότι βγήκε με την προσωπική του φρουρά στο καρτέρι για αγριογούρουνα σε δύσκολο πέρασμα αλλά από τη χαμηλή ορατότητα έχασαν τον προσανατολισμό τους και αυτός που ήταν πιο κοντά πέρασε από εκεί.
Με τον τηλέγραφο ειδοποίησε την τρομαγμένη οικογένειά του από το φόβο πιθανού ατυχήματός του, να του στείλουν φρουρούς για να τον οδηγήσουν στο παλάτι. Φεύγοντας τους ευχαρίστησε για το γεύμα και ζήτησε κι άλλο ζυμωτό ψωμί και ελιές, το οποίο έβαλε μέσα στον κυνηγητικό του σάκο.
Ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπαν ζωντανό.
Έφυγε για Θεσσαλονίκη όπου δολοφονήθηκε στις 5/3/1913.
Το ζευγάρι μες στον καταιγισμό πληροφοριών και απόψεων για μια Ελλάδα που τα οράματά της γίνονταν πραγματικότητα, και τον ρόλο, τις ευθύνες των πρωταγωνιστών της στις ιστορικές αυτές στιγμές, επικέντρωνε το ενδιαφέρον του σε πληροφορίες που αφορούσαν την πρόοδο των Ελληνικών Δυνάμεων στο πεδίο των μαχών, εξαιτίας του στρατευμένου γιου τους Γεωργίου και πάντα παρουσία του ιδιόρρυθμου και παιχνιδιάρη γάτου του σπιτιού.
Ο Γεώργιος Δροσίνης διάνθιζε την κουβέντα τους με παροιμιώδη περιστατικά και σοβαρές απερισκεψίες που συνέβαιναν με κυνηγούς κατά τη χρήση νέων κυνηγητικών όπλων με καινοτομίες κατασκευής. Επίσης τη μάστιγα που είχε προκύψει από την εμπόλεμη κατάσταση, κατά την οποία στρατευμένοι και μη είχαν στην κατοχή τους πολεμικά όπλα τα οποία χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι αυθαίρετα και για τη λύση προσωπικών τους διαφορών.
Πολλές φορές η ίδια παρέα τελείωνε το οδοιπορικό της ρουφώντας με βουλιμία τα κρύα αφεψήματα και αφηγούμενη με κομπορρημοσύνη τα κυνηγετικά της κατορθώματα σ’ ένα μικρό οίκημα της «Στάσεως» (για καλοκαιρινή διαμονή) στις Αδάμες. Εν συνεχεία, ο ποιητής έχοντας προεπιλέξει ένα μεγάλο πεύκο ως τόπο έμπνευσης και δημιουργίας, καθόταν απομονωμένος και έγραφε.
Κατά προσωπική μαρτυρία της γιαγιάς μου, κυριολεκτικά κατάθεση μνήμης, (παρούσα στα διαδραματιζόμενα και παρακολουθώντας τα με ενδιαφέρον και διακριτικότητα) τα ποιήματά του με τους χαρακτηριστικούς τίτλους συγκεντρωτικών σειρών «Ανθισμένες μυγδαλιές I» και «Ανθισμένες μυγδαλιές II» που παραμένουν ανέκδοτες σε χειρόγραφη μορφή, στο αρχείο του «Μουσείου Γ. Δροσίνη», γράφτηκαν κάτω από το ίδιο πεύκο.
Όταν της ζητούσα να επαναλάβει την εξιστόρησή της, γινόταν κατηγορηματική ως προς την αξιοπιστία των ανωτέρω αφηγήσεων, λέγοντας ότι και αυτή περιστασιακά, κεντούσε τον ελεύθερο χρόνο της στην ίδια θέση.
Ο ποιητής σ’ αυτούς τους στίχους του χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα με εκφραστική απλότητα, πειθαρχημένο πάθος και άρτια τεχνική. Τα θέματά του εμπνευσμένα από την πλούσια χλωρίδα και πανίδα της περιοχής, περιέχουν πλήθος εικόνων, μεταφορών (“Κι όμως”, “Με τ’ άσπρα περιστέρια”, “Σαν πετροχελίδονο”) και στοιχείων λαϊκής παράδοσης (“Ο Γκιώνης”, “Η Νεράιδα μάνα”) και μέσω αυτών παρουσιάζει με τρυφερότητα προσωπικά του συμβάντα με αγαπημένες του μούσες (“Θάλεια”, “Για ένα χαρισμένο προσκέφαλο”, “Αν εσύ δεν ήσουν”) παραθέτοντας και τους θεωρητικούς του προβληματισμούς (“Το διάβασμα”, “Νιόκοπα μάρμαρα”). Καλλιγραφήματα από το συρτάρι με τα μαραμένα γιασεμιά.
Τα προλεχθέντα συμβάντα έλαβαν χώρα κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913.
Τις πληροφορίες άντλησα από το τετράδιο αναμνήσεων της μητέρας μου Καίτης Νικητέα με τον τίτλο «Ανταύγειες από το παρελθόν της ζωής της Νόνας μου Κατερίνας» και από τις κατ’ επανάληψη προφορικές διηγήσεις του οικογενειακού μου περιβάλλοντος, τις οποίες διεφύλαξαν μαζί με τ’αντικείμενα της εποχής εκείνης ως έχουσες ιστορικό ενδιαφέρον στις λαίλαπες των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών και με τις σιωπές τους συνωμοτικά να καλύπτουν τις καταστρεπτικές συνέπειες του Εθνικού Διχασμού.