«ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ, ΤΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ»
Κοινή μοίρα των ανθρώπων, πέρα από το θάνατο, είναι η αιώνια λησμονιά, χωρίς κανένα σημάδι από το πέρασμα της πρόσκαιρης ζωής.
Έτσι και η τόση ευεργετική ακτινοβολία στις ψυχές των ανθρώπων από το ηθικό κάλλος εκείνων που έφυγαν από τη ζωή, με το πέρασμα τού χρόνου δεν μπορεί παρά να σβήσει από τις μνήμες των ανθρώπων.
Και το σβήσιμο αυτό θα είναι οριστικό, αν το παράδειγμα της παρουσίας και του έργου του Γεώργιου Δροσίνη δεν γίνει σύμβολο και παράδοση στη συνείδηση των επιγόνων με γραπτές παρακαταθήκες, με σεμνά υπομνήματα στις επερχόμενες γενιές από ένα σημαντικότατο πνευματικό όργανο της χώρας, το Σύλλογο «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΓΕΏΡΓΙΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ»', του οποίου προεδρεύει η ερίτιμη κυρία Βαχάρη Ελένη.
Ο πολυσχιδής αυτός ποιητής είδε το φως της ζωής το 1859 στην πόλη των Αθηνών, με καταγωγή από οικογένεια αρματωλών και αγωνιστών του Μεσολογγίου, όπου πολέμησε ο παππούς του ως αντιστράτηγος στη θρυλική πολιορκία του και σκοτώθηκε κατά την έξοδο, το 1826.
Το οικογενειακό του περιβάλλον επέδρασε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Εργάστηκε αποδοτικά και με πρωτοτυπία σε πολλούς τομείς της δημόσιας και κοινωνικής ζωής της χώρας.
Διεύθυνε από το 1878, μαζί με τον Ν. Πολίτη, το περιοδικό «ΕΣΤΙΑ», τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε μόνος του από το 1891 - 1898.
Αργότερα ανέλαβε την έκδοση και διεύθυνση των περιοδικών: «ΕΘΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ», «ΜΕΛΕΤΗ» και «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ».
Διετέλεσε γραμματέας και σύμβουλος του «Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων».
Επέδειξε εργατικότητα απύθμενη, πολύπλευρη και γόνιμη κοινωνική δραστηριότητα. Στις εκδόσεις του συμπεριλαμβάνονταν και επτά δικά του βιβλία.
Ασχολήθηκε με την έκδοση των πρώτων «Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων» για τη διδασκαλία της νεώτερης λογοτεχνίας, παίρνοντας σημαντική θέση στη πνευματική ζωή της Ελλάδας.
Υπήρξε αναντίρρητα μια φωτεινή φυσιογνωμία των ελληνικών γραμμάτων και της νεοελληνικής πνευματικής ζωής.
Οι παλμοί της μεγάλης του καρδιάς ήταν παλμοί αγάπης και συμπόνοιας για τους συνανθρώπους του.
Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν η απερίγραπτη αφιλοκέρδεια και ανιδιοτέλεια μετουσιωμένη σε ατέρμονες θυσίες για τους αδυνάτους, τους καταπιεζόμενους και πάσχοντες.
Καρποί του μόχθου, της πρωτοβουλίας και της αγάπης του προς τον άνθρωπο είναι η ίδρυση της «Σεβαστοπούλειου εργατικής σχολής» και του «Οίκου Τυφλών».
Η ανταπάντησή του σε απάντηση του αρμόδιου υπουργού, που τον επισκέφθηκε για αίτημα για τους τυφλούς, πως εμείς δεν έχουμε λεφτά για τους ανοιχτομάτηδες κι εσύ ζητάς για τους τυφλούς, έμεινε παροιμιώδης λέγοντάς του ότι η λέξη ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ δεν υπάρχει στο δικό μου λεξικό.
Διορίστηκε το 1908 «Τμηματάρχης Δημοτικής Εκπαιδεύσεως» στο Υπουργείο Παιδείας και το 1913 – 1923, «Τμηματάρχης Γραμμάτων και Τεχνών» στο ίδιο Υπουργείο.
Σε πρωτοβουλία του οφείλεται η δημιουργία του «Γραφείου Σχολικής Υγιεινής», η οργάνωση του «Μουσείου Κοσμητικών Τεχνών», η καθιέρωση της «Γιορτής της Σημαίας» και η σύνταξη τού «Ιστορικού Λεξικού της Ελληνικής Γλώσσας». Ενδιαφέρουσα παρουσία είχε και στο θέατρο.
Τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων το 1915 και το 1926, με την ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας υπήρξε 1ος γραμματέας της, έγινε ακαδημαϊκός.
Τα έργα του σε ποιήματα και πεζογραφήματα ήταν πολλά και περιλαμβάνουν διηγήματα, μυθιστορήματα, παιδικά παραμύθια, και μελέτες.
Ανήκει στη γενιά εκείνη τη λογοτεχνική, που παρουσιάστηκε σαν ποίηση με την στροφή του νεοελληνικού πολιτισμού στις γνήσιες λαϊκές πηγές και στη σύγχρονη εθνική ζωή.
Αστείρευτες πηγές απ' όπου αντλούσε τα θέματά του είναι η φύση, τα υπέροχα δημοτικά τραγούδια, οι παραδόσεις και οι θρύλοι του λαού μας, η εθνική μας ιστορία, οι απλοί άνθρωποι και η θρησκεία.
Ένιωθε ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου, τους ψαράδες και τους ξωμάχους, γι' αυτό και συχνά έκανε παρέα μαζί τους.
Η απλότητα, η αισιοδοξία, η τρυφερότητα και η γαλήνη χαρακτηρίζουν τόσο την ποίηση όσο και τα πεζά του. Διακρινόταν για το ευπρόσιτο των στίχων του.
Πάνω όμως απ' όλα τα αισθήματα χαρακτήριζε το Γεώργιο Δροσίνη βαθειά θρησκευτικότητα και κοχλάζουσα φιλοπατρία. Η λατρεία του προς το Χριστιανισμό και τις άξιες παραδόσεις του είναι η απέραντη εκτίμηση προς τις θείες αρχές, που σημειώνουν και την υψηλότερη ηθικοπνευματική κατάκτηση του ανθρώπου.
Υπήρξε βαθύτατα, ολόψυχα πατριδολάτρης, παθιασμένος Ελληνολάτρης.
Η λατρεία της φλογερής ψυχής του αγκαλιάζει όλη την Ελλάδα, όλον τον Ελληνισμό, καθότι υπήρξε και διεκδικητής των δικαίων του «Ποντιακού Ελληνισμού».
Υπήρξε ευρύτερη πνευματική προσωπικότητα.
Δυναμισμός, ωραίος και δημιουργικός, στολίζει τον ψυχικό του κόσμο.
Θυμοσοφία λεπτή διανθίζει συχνά τις συζητήσεις του.
Η ασίγαστη φωνή και ο χαλύβδινος κάλαμός του έψαλλε παιάνες και θρήνους.
Από την παλλαϊκή συμμετοχή στην κηδεία του και τις εκδηλώσεις του λαού αποδεικνύεται ότι κατάκτησε την εκτίμηση τού πανελλήνιου.
Το ποίημά του η «Αμυγδαλιά» εξακολουθεί να τραγουδιέται και σήμερα, αν και πέρασαν τόσα χρόνια από τότε που το έγραψε.
Από την ΚΟΙΛΑΔΑ - ΚΟΖΑΝΗΣ