Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΛΙΝΕΙ ΤΟ ΓΟΝΥ ΣΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΩΝ FRIEDRICH SCHILLER - ΣΙΛΛΕΡ ΚΑΙ WOLFGANG VON GOETHE – ΓΚΑΙΤΕ»
Η πρώτη ξένη γλώσσα, που έμαθε ο Δροσίνης είναι τα γαλλικά. Η λογοτεχνία της Γαλλίας του έγινε από νωρίς οικεία και αγαπητή.
Βλέπουμε ότι ο Alfonse Daudet, τον επηρεάζει. Μεταφράζει μάλιστα μερικά έργα του. Όταν όμως αποφασίζει να σπουδάσει στο εξωτερικό, διαλέγει τη Γερμανία.
Οι θεοί του από τους μουσικοσυνθέτες ήταν ο Wagner, ο Goethe και ο Schiller από τους ποιητές.
Στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» ο Ποιητής αφιερώνει δύο μεγάλα κεφάλαια για τους εκλεκτούς του. Σήμερα, θα γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τον Schiller.
Ο Δροσίνης γράφει:
«Ήταν Άνοιξη και πρώιμα ζεστός καιρός. Είχα κάνει δύο τάματα, όταν σπούδαζα στη Λειψία. Να επισκεφτώ τους τάφους του Schiller και του Goethe και να παρακολουθήσω μια παράσταση στο Μπάϋρόυτ. Να θαυμάσω ένα έργο του Wagner στο μουσικό παράδεισο.
Το πρώτο τάμα δεν ήταν πολύ δύσκολο, το δεύτερο όμως πολυδάπανο.»
Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο Δροσίνης αυτό που τον ενδιαφέρει στη Γερμανία, είναι να καταλάβει τους μεγάλους πνευματικούς της ταγούς, να δει τι τους εμπνέει και γι’ αυτό θέλει να βρεθεί στους χώρους, που έζησαν, δούλεψαν, δημιούργησαν και βέβαια να προσκυνήσει τους τάφους τους ως ένδειξη τιμής, θαυμασμού και ευχαριστίας.
Ο Δροσίνης πριν καταφέρει να βρει ένα σύντροφο με τις ίδιες ιδέες για το σύντομο ταξίδι μέχρι τη Bαϊμάρη, είχε μια εμπειρία μέσα μάλιστα στο σπίτι του στη Γερμανία.
Βρισκόμαστε στα 1888. Η απόσταση ανάμεσα στο υπηρετικό προσωπικό και την αστική τάξη ήταν τεράστια. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, λίγες μόνο γυναίκες είναι μορφωμένες και ελάχιστες καλλιεργημένες.
Η ανώτερη τάξη μορφώνει μόνο το γιό. Τα κορίτσια μαθαίνουν κάποια γράμματα, πιάνο, ίσα ίσα για να μπορέσουν να παίζουν, όπως όπως, τα μουσικά κομμάτια του Chopin, λίγα γαλλικά και είναι έτοιμες, ιδανικές σύζυγοι, να σταθούν δίπλα στον άντρα, που συνήθως τον διαλέγει ο πατέρας. Αυτές που πηγαίνουν στο Αρσάκειο ξεχωρίζουν. Η αστική οικογένεια των οκτώ παιδιών σκέπτεται: έχω ένα γιό επιστήμονα (δικηγόρο ή γιατρό), μια κόρη δασκάλα, θα παντρευτεί, θα δουλέψει και θα φύγει από την οικογένεια γρήγορα. Είναι το ιδανικό.
Η πρώτη γυναίκα αρχιτέκτων η Ελένη Κανελλοπούλου - Πατρικίου παίρνει το δίπλωμά της από το Πολυτεχνείο το 1918 και αριστεύει τόσο στα θρανία όσο και στην επιστήμη, που διάλεξε και ξεχωρίζει στην Αθήνα.
Αργότερα η πρώτη δικηγόρος θα είναι η Αλεξάνδρα Σταυροπούλου – Βασσενχόβεν, στην οποία δεν επέτρεψαν να εξασκήσει το επάγγελμα λόγω της υψηλής κοινωνικής θέσεως των γονιών της. Την ίδια περίοδο τα υπηρετριάκια έρχονται από τα χωριά, οι νταντάδες από τα νησιά για τροφοί και φύλαξη των παιδιών. Στο χωριό οι μητέρες κρατούν την μεγάλη κόρη στο σπίτι για να μεγαλώσει τα μικρότερα αδέλφια και να βοηθήσει στις δουλειές του σπιτιού, ο πατέρας κρατά ένα αγόρι για τις εργασίες στο χωράφι (δεν είναι πάντα ο πρωτότοκος) και στέλνουν ένα γιό να σπουδάσει στην Αθήνα με οικονομικές θυσίες όλης της οικογένειας.
Τα ανήλικα κορίτσια αμόρφωτα, θα σταλούν ως υπηρετριάκια, δουλικά όπως τα ονόμαζαν, στα αθηναϊκά σπίτια με την εντολή να υπακούουν στην κυρά και να μαζεύουν χρήματα για να κάνουν την προίκα τους.
Κοιμούνται σε υπόγεια ή σοφίτες χωρίς ανέσεις ή θέρμανση. Συνήθως τα κακομεταχειρίζονται. Συγκεκριμένα ο Δροσίνης έγραψε στην «Εστία», αργότερα όταν έγινε ιδιοκτήτης του περιοδικού, σειρά άρθρων για την προστασία τους.
Στην Γερμανία λοιπόν ο Δροσίνης χαρακτηρίζει ζωντόβολο και αμόρφωτο το υπηρετριάκι της πανσιόν, που μένει, γιατί τότε τα κοριτσόπουλα αυτά βρίσκονταν πολύ κοντά στις συνήθειες των πρωτόγονων χωριών τους και με πολύ αργό ρυθμό εξελίσσονταν στην πόλη. Σκεφτείτε λοιπόν την εποχή, τις τότε αντιλήψεις και θα καταλάβετε το μέγεθος των εκπλήξεων, που θα δεχτεί ο Δροσίνης με την πιο κάτω ιστορία:
Τις δουλείες του σπιτιού της έκανε ένα μικρό κορίτσι από τον Κάτω Ρήνο. Οι συναντήσεις γίνονταν στη σκάλα πάντα με τα ψώνια στο χέρι. Ανταλλάσσουν καλημέρες χωρίς πραγματικά να την έχει προσέξει ιδιαίτερα. Την θεωρούσε ένα ζωντόβολο, αμόρφωτο. Μια μέρα την ώρα που ο Δροσίνης ετοιμαζόταν να φύγει για το θέατρο, η κοπέλα χτύπησε την πόρτα δειλά δειλά και παρακλητικά του είπε:
- Κύριε, Δόκτωρ. Μου δίνετε την άδεια να πάρω από το τραπέζι σας το βιβλίο του Schiller, για να το διαβάσω; Η κυρία θα λείψει για ώρες και εγώ θα την προσμένω.
Η πρώτη έκπληξη ήταν για το κορίτσι. Ήξερε λοιπόν να διαβάζει και την συγκινούσε ποιός; Ο Schiller! Η δεύτερη ήταν ότι ο Γερμανός ποιητής είχε καταφέρει να γράφει ποιήματα, που άγγιζαν όλο τον κόσμο, που μιλούσαν συγκινούσαν και μετά το θάνατό του κάποια ύπαρξη, όπως το δουλάκι! Βέβαια της έδωσε το βιβλίο και για πρώτη φορά στάθηκε η ματιά του επάνω της.
Την άλλη μέρα τη συναντάει πάλι στις σκάλες. Η κοπέλα βάσταγε εκτός από το δίχτυ με τα ψώνια και λίγα τιποτένια άνθη μαζεμένα σίγουρα από εδώ και από εκεί!
Θεώρησε σχεδόν ανάγκη να της μιλήσει και της είπε γελώντας:
- Τα λουλούδια, σου τα πρόσφερε κάποιος φίλος;
Και τότε ήρθε η τρίτη έκπληξη.
- Όχι τα πήρα για να τα βάλω στην εικόνα του Schiller. Έχει σήμερα τα γενέθλιά του!
Ο Δροσίνης γράφει:
«Ήξερα πως ο Schiller είναι ο καθ’ αυτού εθνικός Ποιητής της Γερμανίας, πολύ αγαπητότερος του Goethe. Το άγαλμά του βρίσκεται στημένο και στο φτωχότερο χωριό, αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ, πως η μέρα των γενεθλίων του θα εορταζόταν ως το καμαράκι ενός δουλικού από ένα χωριό του Κάτω Ρήνου».
Ποιόν έπρεπε να θαυμάσει; το κοριτσάκι ή τον μεγάλο Schiller; που αν και πέθανε 45 χρονών πρόλαβε και μάγεψε τις καρδιές των συμπατριωτών του; πόσο τον ζήλεψε ο Δροσίνης!
Η ημέρα που θα έφευγε για τη Βαϊμάρη είχε φθάσει. Ο σύντροφος ομοϊδεάτης ήταν σύμφωνος. Τα λεφτά είχαν βρεθεί και το τρένο τους οδήγησε στην πόλη. Θα έμεναν μόνο λίγες ώρες για να μην διανυκτερεύσουν. Ο σκοπός και των δύο ήταν να επισκεφθούν τα σπίτια του Schiller και του Goethe μια και βρίσκονταν στο ίδιο μέρος. Δυστυχώς το σπίτι του Schiller, ήταν κλειστό λόγω επισκευών, πέρασαν μόνο απ’ έξω από την καγκελόπορτα. Ευτυχώς που το σπίτι του Goethe τους ικανοποίησε. Οι αποστάσεις μικρές, οι επισκέψεις σύντομες.
Το πρωί ακόμα ήταν μπροστά τους. αποφάσισαν να επισκεφτούν την αγροτική κατοικία του Goethe. Η αντίθεση μεγάλη! Το σπίτι της πόλης με πολλά πατώματα επιβλητικό φαινόταν παλάτι μπροστά στο καλύβι της εξοχής. Σίγουρα αυτή η διαφορά θα ξεκούραζε τον ποιητή. Θα του έδινε άλλα κεντρίσματα, άλλη διάθεση!
Το μεσημέρι, η κούραση τούς ανάγκασε να σταματήσουμε για λίγο. Ένα ζαχαροπλαστείο τους υποδέχθηκε. Η επίσκεψη δεν είχε πάει και πολύ καλά. Η τύχη δεν ήταν με το μέρος τους. Κι όμως μια απρόβλεπτη συνάντηση άλλαξε τα πάντα! Την ώρα που προσπαθούσαν να βρουν το γλυκύτερο γλυκό για να το γευτούν, ένας Έλληνας τους πλησίασε. Ήταν ο φίλος Μανούσης, ηθοποιός, στο θέατρο του «Βαϊμάρ». Ο φίλος τούς συμβούλεψε να επισκεφτούν τους τάφους των ποιητών, οι οποίοι βρίσκονται στην κρύπτη της Δουκικής Καπέλλας, δίπλα στα φέρετρα των μεγάλων Δουκών.
Μετά από μια κουβεντούλα αποφάσισαν να πάνε και οι τρεις στην κρύπτη. Τον ευχαρίστησαν για τη φιλική αυτή υπόδειξη.
Άρχισαν να κατεβαίνουν με οδηγό έναν καντηλανάφτη με μαύρο ράσο, με μια λαμπάδα σα δαυλό στο χέρι, προχωρούσε μπροστά δείχνοντάς τους το δρόμο. Οι τοίχοι υγροί, η σκάλα στενή και περιστροφική, με δυσκολία έβλεπες τα γρανιτένια σκαλοπάτια.
Τα σκαλιά τούς έφεραν σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο από σαρκοφάγους. Η μια πιο στολισμένη από την άλλη. Οι φίλοι προχώρησαν σε δεύτερο δωμάτιο και βρέθηκαν μπροστά σε τρεις περίτεχνες μαρμάρινες λάρνακες, του Σίλλερ του Δουκός Κάρολου Αυγούστου και του Γκαίτε. Επάνω στις λάρνακες των ποιητών υπήρχαν στέφανα από δρυ και δάφνη ακουμπισμένα ανάμεσα σε φρέσκα λουλούδια που είχαν εναποθέσει χέρια, που θαύμαζαν τους ποιητές, λίγες μέρες πριν.
Του Schiller τα στέφανα έλαμπαν με τη βοήθεια της λαμπάδας. Τόσο το χρυσό όσο και το ασημένιο.
Ο Δροσίνης παρακάλεσε το φίλο, να παρασύρει λίγο μακρύτερα τον οδηγό τους ζητώντας του εξηγήσεις για τη γενεαλογία των Δουκών.
Και έτσι αθώρητος έκοψε δύο φύλλα δάφνης από τα στέφανα των ποιητών και τάκρυψε στο τσαντάκι, που κρατούσε πάντα μαζί του.
Το ταξίδι άξιζε και μόνο γι’ αυτό. Είχε αποκτήσει κάτι πολύτιμο. Κρατούσε κάτι από τους αθάνατους ποιητές.
Το ίδιο θα γινόταν λίγους μήνες αργότερα, όταν θα επισκεπτόταν τον τάφο του Wagner στο Μπάϋρόυτ.
Στα γεράματα γράφει στο ημερολόγιό του: «Το καθ’ ένα χωριστά, επάνω σε μαύρο ατλάζι μέσα σε γυαλοσκέπαστες μαύρες κορνίζες, κρέμονται στον τοίχο (της κάμαράς μου) κάτω από μια μικρή κρεμαστή βιβλιοθήκη. Και στο καθένα χρυσογραμμένο ένα όνομα Goethe – Schiller – Wagner.
Πενήντα χρόνια πέρασαν, κι όμως διατηρούνται απείραχτα σαν να τους έχουν δώσει κάτι από την αθανασία τους, τα ονόματα των τριών Μεγάλων».
Τα καδράκια κοσμούν σήμερα το Μουσείο Δροσίνη! Θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε τη φράση του Δροσίνη αντικαθιστώντας τη λέξη «πενήντα» με «εκατονσαράντα τρία» χρόνια. Ο Goethe, o Schiller και ο Wagner κρατούν ακόμα τους θρόνους τους μέσα στο παγκόσμιο στερέωμα και τα μικρά φύλλα, δάφνης, που βρίσκονται φυλαγμένα στην «Αμαρυλλίδα» με την ίδια ευλάβεια, που ο Δροσίνης τα είχε κρατήσει. Λάμπουν ακόμα μέσα στα καδράκια τους, σαν να έχουν πάρει την αθανασία τους από τα ονόματα των τριών Μεγάλων.
Ο Δροσίνης στην ποιητική συλλογή «ΚΛΕΙΣΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ»
αφιερώνει στο Goethe τα ακόλουθα ποιήματα μεταφράζοντάς τα:
α) ΣΤΕΡΝΟ ΚΙΝΗΜΑ
Ο ΓΚΑΙΤΕ, λένε, πριν πεθάνη σήκωσε
Το χέρι του κ’ έγραψε ανάερα κάτι,
Που δεν το είδε, κι’ ούτε ποτέ το διάβασε
Του ανθρώπου μάτι
Σαν τι να ήτον το αμίλητο τραγούδι του
Την ύστερη την ώρα του θανάτου;
Τον πόνο του σ’ αέρινη πλάκα χάραξεν
Ή τη χαρά του;
Ήτον – μπροστά στην άβυσσο του Τίποτε –
Της ζωής ύμνος, θρήνος απελπισίας;
Ή το προφήτεμα μιας φωτοστέφανης
Αθανασίας;
β) Σ΄ ένα ζευγάρι μάτια
Όταν γλυκολιγόνεσθε, ολόμαυρά μου μάτια
Γίνονται χίλια θρύμματα οι Πύργοι τα παλάτια
Και τούτος ο παληότοιχος που την καρδιά μου κλείνει
Συλλογισθήτε το λοιπόν μπορεί γερός να μείνη;
γ) ΠΟΘΟΣ
Όποιος γνωρίζει τι είναι πόθος,
Αυτός μαντεύει τι υποφέρω,
Μόνος εδώ και χωρισμένος
Απ’ όλες τις χαρές που ξέρω.
Κάποιος – αλλοίμονο σ’ εμένα,
Που μ’ αγαπά και με γνωρίζει,
Είναι μακριά μου κ’ εκεί πέρα
Πάντα το βλέμμα μου γυρίζει.
Τι ζάλη τώρα και τι λαύρα
Κλείνω μες τα στήθη, εγώ το ξέρω
Κι όποιος γνωρίζει τι είναι πόθος
Αυτός μαντεύει τι υποφέρω.
Και στον Σίλλερ το ακόλουθο:
ΑΜΟΥΣΙΑ
Έχεις τη Μούσα, αν τη δεχθής εις το θερμό σου στήθος
Για του βαρβάρου την ψυχή δεν είνε παρά λίθος.
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ
Φυσάει στο δάσος άνεμος κι’ η πλάσις σκοτει-
[νιάζει.
η ώμορφη κόρη κάθεται, στην ακροποταμιά.
Κυλούν, αφρίζουν τα νερά κ’ εκείνη ανα-
[στενάζει
και χύνει μαύρα δάκρυα’ στη σκοτεινή τη νυχτιά.
«Μαράθηκε η καρδούλα μου κ’ ειν’ ερημιά για
[μένα
όλος ο κόσμος, τίποτα δεν θέλω πειά να ιδώ.
Θεέ μου! πάρε με απ’ τη γη, λυπήσου μια
[παρθένα.
Είδα τη γλύκα της ζωής, αγάπησα κ’ εγώ.
Του κάκου λειώνω απ’ τον καϋμό…όσοι είναι
[πεθαμένοι
δεν βγαίνουν απ’ τον τάφο τους. Μα τι να
[κάνω, τι,
για ναύρω μια παρηγοριά ‘ςτον πόνο μου η
[καϋμένη;
Αχ πες μου είναι πολύ γλυκό ό,τι ο θεός μας
[πη.»
-Τα δάκρυά σου ας τρέχουνε, στο μαύρο πόνο
[μείνε
Η πειό καλλίτερη κ’ η πειό γλυκειά παρηγοριά
για μια παρθένα, που έχασε το λατρευτό της είνε,
Να κλαίη και νάχη από έρωτα γεμάτη την
[καρδιά.
Στο Μουσείο υπάρχει το βιβλίο «Η Καμπάνα», που έγραψε ο Schiller το 1799, είχε όμως αρχίσει τη σύνθεση το 1797.
Είναι ένα μεγάλο ποίημα 10 φύλλων, που περιγράφει την κατασκευή μιας καμπάνας. Ακόμα είχε μελετήσει το σχετικό άρθρο της εγκυκλοπαίδειας του Κρύνιτς, απ’ όπου πήρε τη λατινική επιγραφή της Καμπάνας και την έβαλε ως υπότιτλο «Vivos Voco mortuos plango, fulgura frango».
η Καμπάνα θεωρήθηκε από τον Καίρνερ ως ένα από τα πιο επιτυχημένα ποιήματα του Σίλλερ και από τον Ουμβόλδ ως η πλέον θαυμαστή πιστοποίηση της τέλειας ποιητικής Μεγαλοφυΐας. Επίλογο στην καμπάνα έγραψε ο Γκαίτε αντί μνημοσύνου φιλολογικού στο θάνατο του φίλου του.
« ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ»
Με πηλό στη γη ψημένη
χτίστη η φόρμα εκεί βαθειά
Η καμπάνα ευθύς θα γένη,
Εμπρός, σύντροφοι, στη δουλειά!
Θερμός ο ιδρώτας σας,
ας ρέη στα μέτωπα σας.
Το έργο το μάστορη τον κάνει.
Μα η ευλογία απ’ τα ουράνια φτάνει !
Στο έργο που φκιάνεις στα σωστά,
λόγια σωστά και του ταιριάζουν
Με τέτοια λόγια συντροφιά
φτουράει η δουλειά, τι ξεκουράζουν.
Ελάτε ας δούμε φρόνιμα αυτού
σαν τι το χέρι μας πασχίζει.
Όποιος δουλεύει δίχως νού,
Την καταφρόνια την αξίζει.
………………………………..