ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΣ ΜΑΛΑΚΤΑΡΗ – ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ
Καθηγήτρια Δρ της Ελληνικής Φιλολογίας
«Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ – 150 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ»
Σας καλωσορίζω κι εγώ στη φιλόξενη Αμαρυλλίδα και , εφόσον μετά την ξενάγησή σας στο φυσικό χώρο του Δροσίνη, είναι νωπές οι εντυπώσεις από τη ζωή, το έργο και κυρίως τη δράση του «πέραν της Λογοτεχνίας», με σημαντικότερη αυτή στο χώρο των εκδόσεων και της εκπαίδευσης, θα ήθελα να προχωρήσω αμέσως στο θέμα της ομιλίας μας «Ο Γ. Δροσίνης και το Πρώτο Πανελλήνιο Εκπαιδευτικό Συνέδριο -110 χρόνια μετά». Καθώς ασχολήθηκα πολύ καιρό εξετάζοντας ακριβώς αυτή τη δράση του Δροσίνη, την πέραν της Λογοτεχνίας, που ομολογώ με ξάφνιασε με το εύρος και την πολυμέλειά της, δεν αποφεύγω τον πειρασμό να σας τονίσω ότι πρόκειται για μια προσωπικότητα πολυδιάστατη και πολύπλευρη, που υπηρέτησε με ζήλο την παιδεία και τον πολιτισμό μας, ώστε να δικαιώνεται η κρίση του Κ.Θ. Δημαρά ότι «Ο Δροσίνης δεν είχε ποτέ εγκαταλείψει ό,τι θεωρούσε πως ήταν η υποχρέωση του μορφωμένου πολίτη και του λογίου, έναντι του εθνικού συνόλου».
Όπως αναφέρει ο ίδιος στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», η διάθεσή του να ασχοληθεί με το θέμα της εκπαίδευσης και να υπηρετήσει την υπόθεση αυτή σχεδόν διά βίου, προέκυψε μετά την ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την ταπείνωση που υπέστη η χώρα.
«To καλοκαίρι εκείνο του 1897, αποδιωγμένος από το τουρκοπατημένο Πήλιο, είχα καταφύγη στο δροσερό νησί των Σπετσών. Είχα πάρη μαζί μου εκεί βιβλία και περιοδικά, που μπορούσαν να με φωτίσουν για την εκπαιδευτική εξόρμηση στη Γερμανία μετά την Ιένα και στη Γαλλία μετά το Σεδάν. Και άλλα για να με οδηγήσουν στους νέους δρόμους, που εχάραζε για την Παιδαγωγικήν η πρόοδος και η εφαρμογή των Θετικών επιστημών.
Έλαβα την απόφαση ν' αποχωρήσω από την ΕΣΤΙΑ, που την είχα μεταβάλη σε πολιτική εφημερίδα από το 1894, και να εκδώσω περιοδικό με τον σκοπόν που θα διαλαλούσε το όνομά του: ΕΘΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ».
Ο Δροσίνης μελέτησε καλά την ιστορία της εκπαίδευσης των ευρωπαϊκών κρατών και το συμπέρασμα, στο οποίο οδηγήθηκε, ήταν ότι μία βασική αιτία της εθνικής ταπείνωσης θα έπρεπε να αναζητηθεί στην έλλειψη μόρφωσης του λαού. Άλλωστε, αυτή ήταν και η κρατούσα άποψη της εποχής, την οποία υποστήριζαν λόγιοι και παιδαγωγοί.
Τις απόψεις του για το θέμα αυτό τις διατύπωσε διεξοδικά στο πρώτο άρθρο της ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ, (της 1ης Μαρτίου 1898) με τον τίτλο «Επί το έργον!», όπου, μεταξύ άλλων, σημειώνει και τα εξής:
«Έθνος απολαύον της ακροτάτης ελευθερίας, έθνος εν ω κυρίαρχος είνε ο λαός δια της καθολικής ψηφοφορίας, έχει αναπόδραστον ανάγκην της ηθικής και πολιτικής μορφώσεως των πολιτών, άνευ τούτου δε, διατρέχει τον έσχατον κίνδυνον». Πίστευε δηλαδή στη δύναμη της εκπαίδευσης ως βάσης για τη δημιουργία υπεύθυνων πολιτών. Γενικά, η θεωρητική τοποθέτηση του Δροσίνη σχετικά με τα εκπαιδευτικά ζητήματα διατυπώνεται και αναλύεται στα άρθρα του στην «ΕΘΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ». Επειδή θα απαιτούσε πολύ χρόνο η αναφορά στο θέμα αυτό, είναι όμως και απαραίτητη, για τούτο ακροθιγώς μόνο θα επισημάνουμε τα πιο σοβαρά προβλήματα που τον απασχόλησαν, με πρώτο, ίσως και σοβαρότερο, τη δυσμενή επίδραση που ασκείται στην εκπαίδευση από τις εκάστοτε πολιτικές μεταβολές και αναταράξεις. Για την αντιμετώπισή του προτείνει την ίδρυση «Συμβουλίου Δημοσίας Εκπαιδεύσεως», μέλη του οποίου θα είναι όχι μόνον παιδαγωγοί εξ επαγγέλματος, αλλά και άνθρωποι, που ασχολούνται γενικά με θέματα εκπαιδευτικής πολιτικής. Αποστολή του Συμβουλίου θα είναι η διαρκής εποπτεία της σχολικής λειτουργίας σε όλες τις βαθμίδες και η φροντίδα για τη βελτίωσή της. Ως κύριο στόχο του όμως θα έχει να χειραφετήσει τελείως την Εκπαίδευση από την επίδραση της πολιτικής και να μην επιτρέπει στις εκάστοτε κυβερνητικές μεταβολές να επιφέρουν αναταραχή, κυρίως με την αντικατάσταση των υψηλόβαθμων στελεχών.
Ο Δροσίνης τονίζει τη σημασία του οικονομικού παράγοντα, εφόσον, όπως γράφει, «εκεί ακριβώς προσκόπτουσι συνήθως πάντα τα μεταρρυθμιστικά σχέδια». Η ελληνική πολιτεία έχει υποχρέωση να ενισχύσει με σημαντικά κονδύλια την Παιδεία, όπως συμβαίνει σε προηγμένα κράτη (και αναφέρει τις περιπτώσεις της Σουηδίας, της Αμερικής, της Ελβετίας, της Ουγγαρίας)· το αντίθετο, όμως, συμβαίνει στην Ελλάδα, φαινόμενο το οποίο και επισημαίνει.
Μεγάλη σημασία αποδίδει επίσης στη στοιχειώδη εκπαίδευση. Αυτήν θεωρεί ως βάση του εκπαιδευτικού οικοδομήματος. Το Δημοτικό Σχολείο οφείλει να δίνει στα παιδιά τα εφόδια, για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της ζωής και να τα προετοιμάζει για το ρόλο τους ως εργαζόμενων και ενεργών πολιτών. Για το λόγο αυτό σημειώνει: «ότι το Δημοτικό Σχολείο είναι η προς τον πρακτικόν βίον γέφυρα».
Εφόσον λοιπόν έτσι διαγραφόταν ο ρόλος του Δημοτικού Σχολείου, έπρεπε όχι μόνο οι παιδαγωγοί, αλλά όλοι οι πολίτες, να είχαν λόγο για τη λειτουργία του και κυρίως οι εκπρόσωποι των παραγωγικών τάξεων, οι οποίοι με την πείρα τους θα ήταν σε θέση να προτείνουν τι έπρεπε να διδάσκεται ένα παιδί στο Δημοτικό Σχολείο, ώστε αν δε συνέχιζε τις σπουδές του, το πλέον σύνηθες για την εποχή, να μπορούσε να αντιμετωπίσει τα πρακτικά προβλήματα της καθημερινής ζωής.
Αλλά ο Δροσίνης προχωρεί και στα ενδότερα της εκπαίδευσης. Τον απασχολεί ακόμη πολύ και η μέθοδος διδασκαλίας, που εφαρμοζόταν στην καθημερινή σχολική πράξη, καθώς από το ελληνικό σχολείο έλειπαν τα εποπτικά μέσα. Οι εκπαιδευτικοί περιορίζονταν στη θεωρητική ανάπτυξη των μαθημάτων και οι μαθητές στην αποστήθιση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, όπως επεσήμαινε, την αδυναμία των νέων να αναπτύξουν σκέψη δημιουργική και πρακτική, να καλλιεργήσουν τη φαντασία τους, να ασκήσουν την παρατηρητικότητά τους. Μέσω του «Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων», ο Δροσίνης δραστηριοποιείται και για τον εξοπλισμό των διδακτηρίων με τα αναγκαία όργανα και εποπτικά μέσα διδασκαλίας.
Ακρογωνιαίο λίθο της εκπαίδευσης για τον Δροσίνη αποτελούσε ο δάσκαλος, η μόρφωση του οποίου ήταν απαραίτητο να αποτελεί πρωταρχική μέριμνα της πολιτείας, εφόσον χωρίς δασκάλους άξιους τίποτε δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί. Συμπερασματικά αναφέρει: «Άξιον εκπαιδεύσεως σύστημα είνε ο αγαθός διδάσκαλος». Τον απασχολούσε επίσης σοβαρά και το πρόβλημα της στέγασης των σχολείων, διότι σημειώνει, «Δια τας Αθήνας μάλιστα το αίσχος της οικτρότητας των Δημοτικών Σχολείων είνε ακόμη αισθητότερον, διότι παρ' αυτά υψούνται άλλα μέγαρα και ανάκτορα στεγάζοντα την Ανωτάτην Εκπαίδευσιν ή και μη στεγάζοντα τίποτε».
Τον απασχόλησε και το θέμα των διδακτικών βιβλίων, αλλά εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον έδειξε και για το εξωσχολικό βιβλίο, ως μέσον μόρφωσης και ψυχαγωγίας όχι μόνο των μαθητών αλλά και των πολιτών. Από τη θέση του Γραμματέα του «Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για την ίδρυση σχολικών βιβλιοθηκών, τα βιβλία των οποίων ήταν στη διάθεση όχι μόνον των μαθητών αλλά και των οικογενειών τους. Με τον τρόπο αυτό, όπως σημειώνει σε άρθρο του, το σχολείο γίνεται «το κέντρο της εν τω τόπω πνευματικής κινήσεως, η μικρά Ακαδημία του χωρίου».
Χαρακτηριστικό για τις προοδευτικές του αντιλήψεις αποτελεί και το γεγονός ότι, ως Γενικός Επιθεωρητής της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, «είχε εκφραστεί με ενθουσιασμό» για το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Βόλου, τη στιγμή που οι αντιδράσεις εναντίον του ιδρύματος εκείνου ήταν τόσο έντονες και δραστικές, ώστε οδήγησαν σε δίωξη του Διευθυντή του, Αλέξανδρου Δελμούζου, και σε κλείσιμο του σχολείου.
Εν συντομία, αναφέρθηκε το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι απόψεις του Δροσίνη για τα εκπαιδευτικά ζητήματα. Όμως, ως άνθρωπος της δράσης, δεν περιορίστηκε στον προβληματισμό και την ανακοίνωση των θέσεών του μέσα από την αρθρογραφία. Εργάστηκε με συνέπεια, ευαισθησία, ευσυνειδησία και έμπνευση, προκειμένου να στηρίξει με συγκεκριμένες δράσεις την αναβάθμιση του ρόλου της εκπαίδευσης. Μια από αυτές είναι και η σύγκληση του Α΄ Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συνεδρίου το οποίο και αποτελεί το επιστέγασμα όλων των σχετικών προβληματισμών του.
Το Πρώτο Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο διεξάγεται στην Αθήνα από 31 Μαρτίου έως 4 Απριλίου του 1904. Ο Δροσίνης μετέχει στη διοργάνωσή του από τη θέση του Γραμματέα της οργανωτικής επιτροπής. Η κυριότερη όμως συμβολή του έγκειται στο γεγονός ότι είναι ο εμπνευστής και τελικά η ψυχή του.
Η συστηματική ενασχόληση και το διαρκές ενδιαφέρον του για τα εκπαιδευτικά ζητήματα του τόπου, η συναναστροφή του με ανθρώπους, που συμμερίζονται τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες του, και η παρακολούθηση των εξελίξεων που συντελούνται σε θέματα εκπαίδευσης στα προηγμένα κράτη αποτελούν τους κινητήριους μοχλούς της ιδέας για την οργάνωση ενός εκπαιδευτικού συνεδρίου, στο οποίο θα συμμετέχουν κυρίως εκπαιδευτικοί, αλλά και άλλοι φορείς.
Η υλοποίηση της ιδέας του πραγματοποιείται κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες:
Στις 2 Απριλίου 1903 ο Γεώργιος Δροσίνης υποβάλλει στο Διοικητικό Συμβούλιο του «Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» την πρόταση για συνεργασία με τον «Σύλλογο προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» και τον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», προκειμένου να συγκληθεί στην Αθήνα Εκπαιδευτικό Συνέδριο το 1904, κατά την εβδομάδα του Πάσχα. Παράλληλα προς το Συνέδριο και προς στήριξη του έργου του προτείνει και τη λειτουργία Σχολικής Έκθεσης.
Οι προαναφερθέντες σύλλογοι συμφώνησαν και όρισαν εκπροσώπους τους ως μέλη της Διευθύνουσας Επιτροπής του Συνεδρίου, πρόεδρος της οποίας ορίστηκε ο Πρόεδρος του Σ.Ω.Β. Δημ. Βικέλας.
Τα καθήκοντα του Γραμματέα της επιτροπής ανέλαβε ο Γεώργιος Δροσίνης, στον οποίο και ανατέθηκε η προετοιμασία και η όλη οργάνωση του Συνεδρίου, εφόσον αυτός «συνέλαβε πρώτος και υπέβαλε την περί τοιούτου συνεδρίου ιδέαν», όπως αναφέρεται στα σχετικά πρακτικά του Σ.Ω.Β. Στη συνέχεια, ο Δροσίνης κατήρτισε και εισηγήθηκε τον Κανονισμό των Εργασιών του Συνεδρίου και τα θέματα προς συζήτηση. Ανέλαβε μάλιστα και τη φροντίδα για τη σύνταξη σχετικής αγγελίας, την εκτύπωση και αποστολή της στον τύπο, στα διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα και στους εκπαιδευτικούς λειτουργούς του κράτους και του απανταχού Ελληνισμού.
Χαρακτηριστικό για την ευθύνη και τη συμβολή του Δροσίνη στην οργάνωση και διεξαγωγή του Συνεδρίου είναι και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής αλληλογραφίας απευθύνεται προσωπικά σ΄αυτόν. Αλλά και το περιοδικό του, την Εθνική Αγωγή, το έθεσε στη διάθεση του Συνεδρίου, καθώς στις στήλες του δημοσιεύονται όλες οι σχετικές ανακοινώσεις και οδηγίες.
Το γεγονός ότι στο Συνέδριο αυτό, εκτός από τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, καλούνται να συμμετάσχουν και άλλοι φορείς που ενδιαφέρονται για την εκπαίδευση του λαού, ο Δροσίνης το θεωρεί άκρως θετικό και εποικοδομητικό.
Και επισημαίνει ότι: «Αφυπνίζεται επί τέλους και παρ΄ ημίν το κοινόν ενδιαφέρον υπέρ της αγωγής του Έθνους και στρέφεται μετά μεγάλης στοργής η προσοχή και των μη εξ επαγγέλματος διδασκάλων προς το Σχολείον». Επιπλέον, διατυπώνει την άποψη ότι η συνεργασία όλων όσων έχουν να προσφέρουν κάτι στην υπόθεση της Παιδείας θα έχει θετικότερα αποτελέσματα απ' ό,τι οι μελέτες κατά μόνας και οι έριδες και αντεγκλήσεις των ολίγων ειδικών.
Ο Δροσίνης θεωρεί βέβαιη την επιτυχία του Συνεδρίου, εφόσον αυτή την εγγυάται «η συνεργασία των φίλων της εκπαιδεύσεως και των εξ επαγγέλματος λειτουργών αυτής». Και πρακτικό πνεύμα, καθώς είναι, προσδιορίζει την επιτυχία: «Και επιτυχίαν δεν εννοώ την προσέλευσιν πολυαρίθμων μελών και την εκφώνηση πομπωδών λόγων, αλλά τα εκ του Συνεδρίου πρακτικά αποτελέσματα επί της σχολικής εν γένει αγωγής».
Αναφερόμενος στη Σχολική Έκθεση κρίνει ότι θα λειτουργήσει επιβοηθητικά για το σκοπό του Συνεδρίου καθώς, αφενός θα δώσει μία εικόνα της σχολικής δράσης και θα ωθήσει σε ευγενή άμιλλα τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, και, αφετέρου, μέσω των εκθεμάτων των πλέον προηγμένων χωρών, θα υποδείξει τρόπους βελτίωσης kαι προόδου της ελληνικής σχολικής πραγματικότητας.
Σύμφωνα με τον κανονισμό, τον οποίο, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε εισηγηθεί ο Δροσίνης, το Συνέδριο λειτουργεί σε τέσσερα τμήματα: της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως, της Μέσης Εκπαιδεύσεως, της Γυναικείας Αγωγής και της Τεχνικής και της Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως. Τα θέματα που απασχολούν το κάθε τμήμα ορίζονται ως εξής:
1. Στοιχειώδης Εκπαίδευσις: Ευρύτερα διάδοσις της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως και ελάττωσις του αριθμού των αγραμμάτων των υπερβάντων την ηλικίαν της εκ του Νόμου υποχρεωτικής φοιτήσεως εις το Δημοτικόν Σχολείον.
2. Μέση Εκπαίδευσις: Η Παιδαγωγική μόρφωσις του διδακτικού προσωπικού όλων των Ελληνικών Σχολείων και Γυμνασίων.
3. Γυναικεία Αγωγή: Μεταρρύθμισις του προγράμματος των Παρθεναγωγείων, όπως παρέχωσι ταύτα αγωγήν σύμφωνον προς τας ελληνικάς παραδόσεις και προς τον προορισμόν της γυναικός εν τη οικογενεία και την κοινωνία.
4. Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευσις: Οργάνωσις συστήματος τεχνικής προπαιδεύσεως και διδασκαλίας συμπληρωματικής του Δημοτικού Σχολείου δια τους παίδας του λαού τους μέλλοντας να επιδοθώσιν εις βιομηχανικά επαγγέλματα.
Ως γενικό θέμα, που θα συζητηθεί στην ολομέλεια του Συνεδρίου, ορίζεται η «βελτίωσις των διδακτικών βιβλίων και λόγω συνθέσεως και λόγω εξωτερικής μορφής».
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η θεματική του Συνεδρίου αφορά σε ζητήματα γύρω από τα οποία εστιαζόταν το ενδιαφέρον του Δροσίνη. Ο στόχος του Συνεδρίου, αναφέρεται στην εγκύκλιο της Διευθύνουσας Επιτροπής προς τους Επιθεωρητές της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως, όπου σημειώνονται τα εξής: «Το Συνέδριον αποβλέπει κυρίως εις εξεύρεσιν των μάλλον τελεσφόρων μέσων προς ενίσχυσιν και οργάνωσιν των πνευματικών δυνάμεων του Έθνους και παρασκευήν αυτού εν τω ολονέν παροξυνομένω αναιμάκτω μεν αλλά και πείσμονι αγώνι της πολιτιστικής υπεροχής εν τη Ανατολή».
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι ο σκοπός του Συνεδρίου δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια του προβληματισμού για εκπαιδευτικά μόνο θέματα, αλλά επεκτείνεται ακόμη και στην αναζήτηση τρόπων συνένωσης των πνευματικών δυνάμεων του Έθνους, προκειμένου να προβληθεί η πολιτιστική υπόσταση του Ελληνισμού έναντι των άλλων κρατών. Πρόκειται, επομένως, για στόχο εθνικό. Άλλωστε, το πνεύμα της μεγάλης ιδέας και μια ελληνοκεντρική αντίληψη κυριαρχούν και διαπνέουν την όλη νοοτροπία, ενώ από την άλλη πλευρά και οι ιστορικές συγκυρίες συντελούν προς τη στοχοθεσία αυτή του Συνεδρίου.
Επιπλέον, η ρευστή κατάσταση στα Βαλκάνια, που ένα χρόνο αργότερα θα οδηγήσει στην επίσημη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, επιβάλλει εντονότερα την εθνική μας συσπείρωση.
Στο Συνέδριο καλούνται να λάβουν μέρος:
α. Οι αντιπρόσωποι των Δήμων και Κοινοτήτων και των Ελληνικών παροικιών, των Εκπαιδευτικών Συλλόγων και των Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, εν γένει.
β. Οι ανήκοντες εις τον εκπαιδευτικόν κλάδον, καθηγηταί, επιθεωρηταί και διδάσκαλοι αμφοτέρων των φύλων και παντός βαθμού.
γ. Οι ενδιατρίβοντες εις εκπαιδευτικά ζητήματα ή οπωσδήποτε ενδιαφερόμενοι περί τούτων».
Επίτιμος Πρόεδρος του Συνεδρίου ανακηρύσσεται ο, κατά το χρόνο της συγκλήσεώς του ο Υπουργός των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Οι οργανωτές επιδιώκουν έτσι τη συνεργασία και τη στήριξη του κράτους, εφόσον αυτό είναι εν τέλει υπεύθυνο και αρμόδιο για την όποια εφαρμογή των συμπερασμάτων και των προτάσεων που θα προκύψουν. Η Κυβέρνηση ανταποκρίνεται και με ενέργειές της στηρίζει και διευκολύνει τη διεξαγωγή του Συνεδρίου και, ιδιαίτερα, ο Υπουργός Παιδείας, Σπ. Στάης.
Οι εργασίες του Συνεδρίου διεξάγονται στις αίθουσες του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Ο αριθμός των συνέδρων ανέρχεται σε 979 άτομα. Οι περισσότεροι είναι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων συμμετέχουν όμως και λόγιοι και εκπρόσωποι συλλόγων και σωματείων. Ένα σημαντικό ποσοστό (19,5%), περίπου δηλαδή 200 σύνεδροι προέρχονται από περιοχές του αλύτρωτου Ελληνισμού και τις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού.
Το Συνέδριο αποτέλεσε σημαντικό γεγονός της ζωής του τόπου· η σπουδαιότητά του τονίστηκε και από την παρουσία του βασιλιά Γεωργίου Α, ο οποίος και κατά τη δημόσια συνεδρία της 31ης Μαρτίου 1904 κήρυξε την έναρξη των εργασιών του στη μεγάλη αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι εργασίες διεξήχθησαν σε τέσσερα τμήματα και τέλος, όπως προέβλεπε ο κανονισμός, επακολούθησε η πανηγυρική καταληκτική συνεδρίαση.
Οι εισηγήσεις δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Εθνική Αγωγή, το οποίο ο Δροσίνης είχε θέσει στην υπηρεσία του Συνεδρίου. Από τις εισηγήσεις αυτές αναφέρουμε τους τίτλους των πιο αντιπροσωπευτικών, για το πνεύμα που επικράτησε: «Περί υποχρεωτικής εκπαιδεύσεως», «Η διάδοσις της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως», «Η εκπαίδευσις των αγραμμάτων», «Παιδαγωγική μόρφωσις των λειτουργών της Μέσης Εκπαιδεύσεως», «Το προσωπικόν της Μέσης Εκπαιδεύσεως», «Η γυναικεία αγωγή», «Αι ατέλειαι της παρ' ημίν εκπαιδεύσεως των θηλέων», «Περί τεχνικής προπαιδεύσεως εν τω Δημοτικώ Σχολείω», «Τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευσις» και «Η βελτίωσις των διδακτικών βιβλίων».
Οι εισηγήσεις και οι προτάσεις κινούνται στους εξής άξονες: Μέριμνα για την αυστηρή εφαρμογή του Νόμου περί υποχρεωτικής παρακολούθησης της Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως και για την επέκτασή της από τετραετή σε εξαετή· καταπολέμηση του αναλφαβητισμού με ίδρυση από ιδιωτικούς συλλόγους εσπερινών και «Κυριακών» σχολείων, σχολείων δηλ. που θα λειτουργούσαν τις Κυριακές για τους εργαζόμενους και δημιουργία σχολείων στο στρατό, ίδρυση σχολείων για άτομα με ειδικές ανάγκες, αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού, με παράλληλη μέριμνα για την παιδαγωγική του κατάρτιση και την επιμόρφωσή του και καθιέρωση της μονιμότητας των καθηγητών, βελτίωση της ποιότητας της σχολικής ζωής- αναβάθμιση της Γυναικείας Εκπαιδεύσεως, μέριμνα για την Προσχολική Αγωγή, βελτίωση της ποιότητας των διδακτικών βιβλίων. Συμπερασματικά, «στο Εκπαιδευτικό Συνέδριο του 1904 αποτυπώνεται ο προβληματισμός της εποχής για τα εκπαιδευτικά πράγματα και εκφράζονται όλες οι υπάρχουσες τάσεις».
Οι εντυπώσεις για τον προγραμματισμό του Συνεδρίου, όπως αυτές διατυπώθηκαν σε δημοσιεύματα ή επιστολές, ήταν άκρως θετικές. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις κρίσεις του Γρ. Ξενόπουλου: «[...]. Τα πάντα ενηργήθησαν, επρονοήθησαν και συνεδυάσθησαν σοφώτατα, ώστε το Συνέδριον να περιβληθή με την πρέπουσαν αίγλην και επισημότητα». Και εν συνεχεία, αναφερόμενος ειδικά στη συμβολή του Δροσίνη, προσθέτει: «Οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι η διευθύνουσα Επιτροπή [...] προ πάντων ο ακάματος γραμματεύς κ. Δροσίνης έκαμαν παν ό,τι ήτο δυνατόν υπέρ της επιτυχίας τόσο δύσκολου εγχειρήματος».
Ο Βικέλας αναφέρει ότι ουδέποτε ελληνικό συνέδριο είχε συγκεντρώσει τόσα μέλη. Εκτός όμως από το μεγάλο αριθμό των συνέδρων, εκείνο που αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα είναι το εύρος της αντιπροσώπευσης.
Είναι άξιο θαυμασμού πώς κατέστη δυνατόν να συμμετάσχουν όχι μόνο εκπαιδευτικοί, αλλά και άτομα με ενδιαφέρον για την Εκπαίδευση από όλη την Ελλάδα, από τις αλύτρωτες περιοχές, από τον Ελληνισμό της Διασποράς, σε μια εποχή που τόσο τα μέσα επικοινωνίας όσο και συγκοινωνίας δεν διευκόλυναν αυτού του είδους τις πρωτοβουλίες. Πιθανόν, χωρίς την έμπνευση και το όραμα του Δροσίνη, χωρίς τις γνώσεις, την ενημέρωση και το ενδιαφέρον του, χωρίς την ακάματη εργατικότητα και τις οργανωτικές του ικανότητες, δεν θα είχε πραγματοποιηθεί μια τόσο φιλόδοξη και πρωτοποριακή για την εποχή της πρωτοβουλία, η οποία, και κατά τον Αλέξ. Δελμούζο, ήταν «σωστός συναγερμός του Ελληνισμού για την παιδεία του».
Η συμβολή του Δροσίνη όμως στο Εκπαιδευτικό Συνέδριο δεν περιορίζεται στην έμπνευσή του και στη διεκπεραίωση οργανωτικών εργασιών.
Προχωρεί και επί της ουσίας με μία πρόταση που υποβάλλει στο Συνέδριο· πρόταση πολύ ενδιαφέρουσα και πρωτοποριακή: τη σύσταση «Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συνδέσμου», κατά το πρότυπο ανάλογων σωματείων άλλων κρατών, με σκοπό «την διάδοσιν της εκπαιδεύσεως και την βελτίωσιν των μέσων και των τρόπων διδασκαλίας και της καθ' όλου αγωγής ανά το Ελληνικόν Κράτος, τας Ελληνικάς χώρας και τας απανταχού Ελληνικάς κοινότητας και παροικίας.
Ο Σύνδεσμος ενισχύει ηθικώς και υλικώς κατά το δυνατόν παν έργον συντελούν εις εκπλήρωσιν του σκοπού αυτού».
Μέλη του συνδέσμου θα μπορούσαν να γίνουν: οι απανταχού (δηλ. εντός Ελλάδος, στις ελληνικές κοινότητες του αλύτρωτου και απόδημου Ελληνισμού) Σύλλογοι, Εταιρείες, Δήμοι, οι Αδελφότητες, οι Επιτροπείες των Ελληνικών Κοινοτήτων και τα Διοικητικά Συμβούλια ή Αδελφάτα αναγνωρισμένων αγαθοεργών καταστημάτων, τα οποία έχουν οπωσδήποτε σχέση με την εκπαίδευση, ακόμα οι Διευθύνσεις ιδιωτικών σχολείων καθώς και μεμονωμένα άτομα.
Η Διευθύνουσα Επιτροπή του Πρώτου Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συνεδρίου θα αναλάμβανε για τη διετία 1904-1906 την προσωρινή διοίκηση του Συνδέσμου και την προετοιμασία διεξαγωγής του Δεύτερου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου, την εβδομάδα του Πάσχα του 1906.
Όπως προκύπτει, ο Δροσίνης, όταν υπέβαλε την πρόταση της σύγκλησης του Εκπαιδευτικού Συνεδρίου, είχε κατά νου μία διαρκέστερη και αποτελεσματικότερη παρέμβαση στα εκπαιδευτικά πράγματα του τόπου αλλά και του απανταχού Ελληνισμού, και όχι απλά μία συγκέντρωση για ανταλλαγή απόψεων. Το έργο αυτό θα αναλάμβανε ο «Ελληνικός Εκπαιδευτικός Σύνδεσμος», ο οποίος θα είχε κύρος θεσμικό και πανεθνικό.
Η πρόταση έγινε δεκτή. Το καταστατικό εγκρίθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Ιουλίου 1904, αλλά το σωματείο δεν ιδρύθηκε ποτέ. Τα γεγονότα στη Μακεδονία και η κατάσταση αναβρασμού που επικρατούσε, δεν επέτρεψε την οργάνωση του Δεύτερου Εκπαιδευτικού Συνεδρίου, που ήταν και ο βασικός σκοπός της σύστασης του Συνδέσμου.
Η επιδείνωση της καταστάσεως που ακολούθησε ματαίωσε την ίδρυσή του.
Όσο και αν το σχέδιο του Δροσίνη δεν τελεσφόρησε και παρέμεινε απλός σχεδιασμός, ωστόσο παραμένει το γεγονός ότι πρώτη φορά γίνεται λόγος για ανάληψη μέριμνας και ευθύνης για θέματα εκπαίδευσης του όλου Ελληνισμού, στην οικουμενικότητά του, από ένα όργανο, στο οποίο θα συμμετείχε, μέσω των αντιπροσώπων του, ο απανταχού Ελληνισμός. Η σύλληψη της ιδέας και ο σχεδιασμός της εφαρμογής της δείχνουν, αφενός, ευρύτητα πνεύματος, γνώση, όραμα, ικανότητα αντίληψης των προβλημάτων σε όλες τους τις διαστάσεις και, αφετέρου, πρακτικό και οργανωτικό νου με δυνατότητα να προτείνει λύσεις. Για να επανέλθουμε όμως στην αξιολόγηση τού Συνεδρίου αυτή δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην ευρύτητα και το πλήθος των συμμετοχών και στην επιτυχία της διοργάνωσής του. Κυρίως ενδιαφέρει η συμβολή και η δυνατότητα παρέμβασής του στα εκπαιδευτικά θέματα του Ελληνισμού.
Οπωσδήποτε, η ιδέα του Δροσίνη και η υλοποίησή της δεν φιλοδοξούσε να δώσει άμεση λύση και να προβεί στη λήψη μέτρων, πράγμα που ξεπερνούσε, οπωσδήποτε, και τις δυνατότητες του Συνεδρίου. Όπως παρατηρεί άλλωστε και ο Βικέλας στη Λογοδοσία του 1904, το έργο των συνεδρίων είναι προπαρασκευαστικό και ο στόχος τους περιορίζεται στην απλή ανακίνηση των θεμάτων και στην αφύπνιση και προπάντων τον προβληματισμό της κοινής γνώμης. Και από την άποψη αυτή, του προβληματισμού δηλαδή της κοινωνίας, της προβολής των εκπαιδευτικών θεμάτων, της ανακίνησης του ενδιαφέροντος και ενεργοποίησης των αρμόδιων φορέων, η συμβολή του Συνεδρίου είναι σημαντική. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση που διατυπώνει σχετικά ο Δημήτρης Γληνός: «Το πρώτον συνέδριον αναμφισβήτως επέτυχεν». Και οι οργανωτές του Συνεδρίου αισθάνονται ικανοποίηση για την επιτυχία του εγχειρήματός τους.
Στα χρονικά του Σ.Ω.Β., εξάλλου, αναφέρεται σχετικά:
«Η επιτυχία αμφοτέρων [του Συνεδρίου και της Σχολικής Εκθέσεως] υπερέβη και των οργανωσάντων τας προσδοκίας». Εφόσον, πράγματι ανάλογη προς το Συνέδριο επιτυχία σημείωσε και η Σχολική Έκθεση.»
Συνεχίζοντας την αποτίμηση του Συνεδρίου, θα πρέπει, εκτός της εκπαιδευτικής, να προσέξουμε και μία άλλη διάστασή του: την εθνική. Το Συνέδριο προκάλεσε μια Πανελλήνια στην οικουμενικότητα συνάθροιση η οποία, πέρα από τη συζήτηση των εκπαιδευτικών προβλημάτων του έθνους, είχε στόχο της να καταδείξει στους εθνικούς αντιπάλους την πνευματική ενότητα του απανταχού Ελληνισμού του ελεύθερου, του απόδημου και του αλύτρωτου.
Συμπερασματικά, λοιπόν, επισημαίνουμε τα εξής:
Ο Δροσίνης συνέλαβε την ιδέα και εργάστηκε με ζήλο για την οργάνωση και διεξαγωγή του Α' Ελληνικού Εκπαιδευτικού Συνεδρίου. Ως άνθρωπος της δράσης, όμως, δεν αρκέστηκε σ' αυτό. Ένα χρόνο αργότερα, το 1905, καταστρώνει το σχέδιο ίδρυσης και λειτουργίας της πρώτης τεχνικής επαγγελματικής σχολής, της γνωστής Σεβαστοπουλείου Εργατικής Σχολής. Τον ίδιο επίσης χρόνο αρχίζει τις ενέργειες για την ίδρυση του Οίκου Τυφλών. Επίσης, το έτος 1905, συμμετέχει στην οργάνωση επιμορφωτικών μαθημάτων από τον ΣΩΒ, τα οποία από το 1921 θα εξελιχθούν σε συστηματικά εσπερινά μαθήματα με μορφή «Λαϊκού Πανεπιστημίου».
Σε μια εποχή, όπως η σημερινή, που ο ρόλος του Σχολείου έχει απαξιωθεί, σε μια εποχή που το σχολείο αντιμετωπίζεται ως «φροντιστήριο» για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ και επίσης ως διαρκές εξεταστικό κέντρο, προκαλεί θαυμασμό αλλά ίσως και θλίψη το να αναλογιζόμαστε ότι 110 χρόνια πριν τα θέματα Παιδείας - και όχι των εξετάσεων - αποτελούσαν κύρια μέριμνα όχι μόνο των εκπαιδευτικών και των λογίων, αλλά όλης της κοινωνίας· και ότι την κρατική αδυναμία ή αδιαφορία έσπευδαν πρόθυμα να την καλύψουν το πάθος και η πρωτοβουλία ατόμων, που διέθεταν χρόνο, μόχθο, χρήμα, αλλά και δημιουργική έμπνευση, με ένα σκοπό να συνδράμουν σε έργα παιδείας και πολιτισμού.
Και από την άποψη αυτή αισθανόμαστε την ανάγκη να ευχαριστήσουμε τον Σύλλογο «Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη» και ιδιαιτέρως την Πρόεδρό του, κα Ελένη Βαχάρη για την ευκαιρία που μας έδωσαν να πληροφορηθούμε και να προβληματιστούμε.