ΟΙ ΒΑΛΑΩΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Δροσίνης, πράος χαρακτήρας, μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, με μια ιστορία κεφάτη, είχε πολλούς φίλους και συνεργάτες. Με την θέση του στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, αργότερα στο Σ.Ω.Β., στην Ακαδημία και στο Υπουργείο Παιδείας γνώρισε λογοτέχνες, καλλιτέχνες και πνευματικούς ταγούς του έθνους.
Εδώ θα προσπαθήσω να μιλήσω για τους δύο Βαλαωρίτες, πατέρα και γιο, και να διηγηθώ τις κοινές αγάπες που μοιράζονταν οι ποιητές στο πέρασμα του χρόνου.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ
Το σπίτι του Βαλαωρίτη στο μαγευτικό νησάκι του Μαδουρή της Λευκάδας. Εδώ αποσύρθηκε το 1869, όταν εγκατέλειψε τη πολιτική ύστερα οπό ένα βίαιο επεισόδιο με τον Γεωργαντάρα Ιακωβάτο, και πέθανε το 1879. Ρομαντικός ποιητής της δημοτικής, αρρενωπός ψάλτης του αρματολισμού και του Εικοσιένα, ο Βαλαωρίτης αποτελεί σταθμό για τη δημοτική γλώσσα μετά τον Σολωμό, (Φωτογρ. Δ. Χαρισιάδη).
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ήταν ποιητής (Λευκάδα 1824 – 1869). Γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί) που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Άκουσε μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία με καθηγητές τον Ασώπιο και τον Οικονομίδη, πήρε το μπακαλορεά στην Ελβετία και σπούδασε νομικά στο Παρίσι και στην Πίζα, αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1952 παντρεύτηκε την Ελοϊσία Αιμίλιου Τυπάλδου στη Βενετία.
Ωραίος, πλούσιος, αθλητικός και εκρηκτικός, φλογερή ιδιοσυγκρασία, ασχολήθηκε με την πολιτική και παράλληλα με την ποίηση και εργάστηκε για όλα τα εθνικά κινήματα της εποχής του (Επτάνησα, Ήπειρος, Κρήτη). Βουλευτής στην Ιόνιο Βουλή από το 1857, ανήκε στο κόμμα των Ριζοσπαστών (ενωτικό) έως την ένωση (1864). Κατόπιν έγινε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση των Αθηνών, ύστερα προσχώρησε στο κόμμα του Κουμουνδούρου και το 1869 αποσύρθηκε από την πολιτική.
Ο Βαλαωρίτης τόσο στην πολιτική όσο και στην ποίηση κυριαρχείται από το πατριωτικό ιδανικό. Στο σημείο αυτό μοιάζει με τον Κάλβο και τον Σολωμό, αλλά δεν έχει ούτε την αυστηρή λιτότητα του πρώτου ούτε την αβρή πνευματικότητα και τη μουσικότητα του δεύτερου. Εμπνέεται από τα δημοτικά τραγούδια, από τους ήρωες του αρματολισμού, από τον αγώνα του ’21 και από τη φύση. Πιστεύει ότι πρέπει να συνεχιστεί και να εκπληρωθεί το ’21. Γι’ αυτό στην ποίησή του κυριαρχεί το ηρωικό στοιχείο. Οι στίχοι του είναι αδροί, αρρενωποί – κοχλάζουν από έξαρση και πάθος. Είναι συνήθως περιγραφικός ή καλύτερα επικός – και γι’ αυτό πολύ λίγο επιγραμματικός. Οι σκηνές που περιγράφει εξελίσσονται πάντα στο ύπαιθρο. Χρησιμοποιεί αγροτικό λεξιλόγιο και μιμείται την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού. Αν και επτανήσιος, επηρεάστηκε πολύ από τον ρομαντισμό και ιδίως από τον Ουγκώ. Στη γλωσσική μεγαλοστομία μοιάζει με τους ρομαντικούς ποιητές των Αθηνών, διαφέρει όμως από αυτούς σε δύο βασικά σημεία: εκείνοι είναι πεισιθάνατοι, αυτός ηρωικό, εκείνοι γράφουν στην καθαρεύουσα, αυτός στη δημοτική (το μόνο στοιχείο που κράτησε από τη σολωμική παράδοση). Η δημοτική του είναι πλούσια και πολύ «υλική», αλλά περισσότερο ρουμελιώτικη παρά επτανησιακή. Τον χαρακτηρίζει στιχουργική ευκολία, εκφραστικός πληθωρι-σμός – «λυρική ρητορεία» – «κοχλάζοντα αισθήματα», συσσωρεύσεις και αντιθέσεις και πολλή φρίκη. Στο εθνικό μαρτυρολογίο που παραθέτει υπάρχουν πολλοί νεκροί, σάβανα, ξυλοκρέβατα, όρνια, κουφάρια, βρικόλακες κτλ. – ένα στοιχείο υπερβολής που έγινε αφορμή να γραφούν παρωδίες εις βάρος του (Π. Πανάς κ.α.).
Από τα ποιήματα που εξέδωσε όσο ζούσε την πρώτη θέση παίρνουν ο Αθανάσιος Διάκος (1867) και ο Αστραπόγιαννος (1867) που αποτελούν ενσάρκωση του αρματολισμού, η Κυρά Φροσύνη (1859) είναι το ασθενέστερο, ενώ τα Στιχουργήματα (1845) και τα Ανέκδοτα ποιήματα (γραμμένα ίσως πριν από τα Στιχουργήματα, αλλά δημοσιευμένα το 1937) είναι πρωτόλεια. Διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα έργα του είναι η τελευταία του σύνθεση, ο Φωτεινός, το καλύτερό του έργο, που έμεινε ατελείωτο και ανεπεξέργαστο και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (1891). Το θέμα πάλι είναι εθνικό, παρμένο όμως από την εποχή της φραγκοκρατίας στη Λευκάδα. Εδώ ο στίχος και η σύνθεση του όλου είναι αρτιότερη και υπάρχουν και δροσερές νότες γυναικείας παρουσίας. Αλλά προ πάντων ο λόγος είναι περιεκτικός – όχι τόσο ρητορικός. Τέλος, σταθμός για το γλωσσικό μας ζήτημα θα μείνει το ποίημα που έγραψε για τ’ αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ (1872) ύστερα από επίσημη πρόσκληση του Πανεπιστημίου. Γραμμένο στη δημοτική, το απάγγειλε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό που ενθουσιάστηκε – κι αυτό σήμαινε την επίσημη πια αναγνώριση της δημοτικής για την ποίηση.
Το μεγάλο κοινό της εποχής του αγάπησε το έργο του Βαλαωρίτη, ενώ εξέ-χουσες προσωπικότητες της κριτικής (Δημ. Βερναρδάκης, Πολυλάς, Αποστολάκης) τού αρνήθηκαν κάθε ποιητική αρετή. Δικαιότεροι ήταν απέναντι του ο Ροΐδης και ο Παλαμάς. Σήμερα ενδιαφέρει μόνο τους ειδικούς, ενώ το πολύ κοινό δεν το συγκινεί (εκτός από τα ποιήματά του που τραγουδιούνται: Η αγράμπελη, Ο Δήμος και το καριοφίλι του). Όσες επιφυλάξεις και αν έχει κανείς για την ποίησή του, δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως αποτελεί σταθμό για τη δημοτική μετά τον Σολωμό και έναν από τους σημαντικότερους συνδέσμους ανάμεσα στην Επτανησιακή και την Αθηναϊκή σχολή – γιατί στην Επτανησιακή βέβαια μόνο τυπικά ανήκει.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΚΑΙ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Τους δύο ποιητές τους συνδέει η αγάπη τους για τον Κοκκινολαίμη ή Καλογιάννο. Τους εμπνέει, του αφιερώνουν, μόνο αυτοί οι δύο λογοτέχνες, στίχους και κείμενα. Συνδέουν τον Κοκκινολαίμη με τα προβλήματα της ζωής. Ο Δροσίνης στα Άπαντα (τόμος 8ος, σελ. 139 – 140) στο κεφάλαιο Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου γράφει:
«Στο δωμάτιο στο πλάγι του παραθύρου, πάνω σε μια θερμάστρα, ένας Καλογιάννος μπαλσαμωμένος, καθιστός σ’ ένα ξερόκλαδο και κλεισμένος με γυαλιά ολόγυρα μας κοιτάζει ασάλευτος με τα θαρρετά χαντρένια μάτια του. Ήρθε παραγγελμένος στη Γερμανία και χαρίστηκε με την επιγραφή, που διαβάζεις χαραγμένη σε μια ασημένια πλακίτσα: “Πιστός ο Καλογιάννος στους κάμπους κελαηδεί”. Είναι στίχος από ένα ποίημά μου τυπωμένο στα “Φωτερά Σκοτάδια”.
Το ξέρεις από παλιά χρόνια είναι το αγαπημένο μου πουλί, τραγουδημένο μόνον από μένα, ύστερα από τον Βαλαωρίτη, που εκείνος, μόνος από τους παλιούς, το τραγούδησε. Είναι αλήθεια παράξενο πως το πουλάκι αυτό μένει άγνωστο στην Τέχνη την ελληνική, ενώ αλλού όχι μόνο ετραγουδήθηκεν αλλά κ ’ εζωγραφίστηκε κ ’ επλάστηκε κ ’ εσκσλίστηκεν όσο και το αηδόνι.
Και μήπως δεν είναι σαν το φθινοπωρινό αηδόνι, με το γλυκόφωνο κελάηδημά του, στους κήπους μας μόλις δροσίσουν τη γη τα πρωτοβρόχια; Το ακούν όλοι, το χαίρονται — και δεν ξέρουν το ελληνικό όνομά του. Μόνο όσοι έζησαν έξω, και μάλιστα στην Ελβετία, το ξέρουν από εκεί με το όνομά του, “Κοκκινολαίμη ”. Ούτε στη Ζωολογία μας του σχολείου δεν είχε χωριστό δικό του όνομα. Θυμούμαι που τ’ ωνομάτιζεν: “αηδών η ερυθρόλαιμος” και ένα “παρακατιανό αηδόνι”.»
Ατενίζουμε το μέλλον με σεβασμό στο παρελθόν προσμένοντας τα καλύτερα. .. Ο Δροσίνης τραγούδησε: Μικρός προφήτης, φτερωτός, μηνά την άνοιξη, που θα γυρίσει πάλι.
Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά.
Γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει.
Η φλύαρη χελιδονοφωλιά
Χορτάριασε παντέρημη και μόνη.
Του σπιτιού χάθηκ’ η γλυκειά λαλιά,
φοβήθηκε ο μελισσουργός το χιόνι,
Κι η σουσουράδα στην ακρογιαλιά
δεν τρέχει, δεν πηδά, δεν καμαρώνει.
Στης λυγαριάς τ ’ ολόξερο κλαδί,
του φθινοπώρου φτωχικό παιδί,
Ο Καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.
Με λόγια σιγαλά και ταπεινά,
μικρός προφήτης φτερωτός, μηνά
την Άνοιξη, που θα γυρίσει πάλι.
Γεωργίου Δροσίνη
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ
Δεν είναι μόνο ο Κοκκινολαίμης που συνδέει τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη με τον Δροσίνη, αλλά και η αγάπη τους για το ψάρεμα. Οι δύο ποιητές συναντήθηκαν στο Πήλιο. Παρ’ όλο τη διαφορά ηλικίας, η θάλασσα έγινε ο συνδετικός τους κρίκος και το ψάρεμα το πάθος τους. Την αγάπη αυτήν ο Βαλαωρίτης την κληρονόμησε στο γιο του. Ο Δροσίνης συνέχισε τη φιλία και τη δραστηριότητα αυτή με τον απόγονό του Ιωάννη Βαλαωρίτη.«Η φιλία είχε πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές... Σε «καταλόγους» με τους ερασιτέχνες ψαράδες του Βόλου, από τον 19° αιώνα ως εκείνη την εποχή, αναγράφονται από τρία ονόματα ψαράδων, η περίοδος της δραστηριότητάς τους και κάτω – κάτω απεικονίζεται μια βάρκα με το όνομά της, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αναφερόμενοι ψαράδες του Βόλου από το 1880 μέχρι το 1930 - Γ. Δροσίνης, Α. Βαλαωρίτης, Κ. Τοπάλης, 1900 - 1911, Κύκνος.».
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Στη Γερμανία το 1887 γνωστοί στο ευρύ κοινό ήταν οι Βαλαωρίτης, Δροσίνης και Αλέξανδρος Σούτσος. Εκτός από τις διάσπαρτες αναφορές στο ελληνικό στοιχείο, που εμπεριέχουν όλα σχεδόν τα άρθρα, υπάρχουν δύο άρθρα τα οποία εστιάζονται ειδικότερα στο φαινόμενο του φιλελληνισμού στη Γερμανία.
Το πρώτο άρθρο, Γερμανική παράστασις του Φιλοκτήτου, είναι μεταφρα-σμένο κείμενο του συγγραφέα Βόλτζ, υποδηλώνοντας έτσι τον υπερεθνικό χαρακτήρα της ελληνικής κλασσικής παιδείας και την αξία της ως αναπό-σπαστο μέρος της Ευρωπαϊκής πολιτισμικής κληρονομιάς: «Η γενόμενη παράστασις ου μόνον κατέστησε την ημέραν εκείνη ημέραν εορτής δια το γυμνάσιον, αλλά και παρέσχε τρανήν απόδειξιν της εντελούς μορφώσεως, ην παρέχουσιν τα εν Έσση εκπαιδευτήρια. Κι εκεί παρά το αφρίζον ποτήριον ζύθου, πολλά ωραία κι αληθή συνεζητήθηκαν και εις το αιωνίως ακμαίον και θάλλον πνεύμα της ελληνικής ποιήσεως έπαινος και θαυμασμός απενεμήθη.»
Το δεύτερο άρθρο, Ο μεταφραστής του Φιέσκου: Πρίγκηψ διάδοχος του Σάξεν Μάτνιγγεν, είναι μια σκιαγράφηση του φιλελληνικού πορτρέτου, όπου ο πρίγκιπας είχε μεταφράσει ένα δράμα του Σίλλερ στα Ελληνικά. Αντίτυπο της μετάφρασής του είχε στείλει στον Δροσίνη. «Αναφέρεται ότι ο πρίγκηψ του Μάινιγγεν εζήτησε διδάσκαλο Έλληνα και εύρεν άριστον τον εν Βερολίνο δημοσιογραφούντα λόγιον κ. I. Κ. Μητσοτάκην εκ Κρήτης. Το γεγονός της μετάφρασης, τα διαδοχικά ταξίδια του πρίγκιπα στην Ελλάδα και τα επεισόδια που αναφέρονται στην ζωή του συνδέονται με τον άκρατο φιλελληνισμό του, από τα οποία έχουν αξιοπερίεργο ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση της μέρας των γενεθλίων του, που την είχε αποκρύψει προ-κειμένου να μην στερηθεί ούτε μια μέρα το μάθημα της ελληνικής γλώσσας. Κατεχόμενος όλως υπό των θελγήτρων της γλώσσης, κατά το χρονικόν διάστημα τούτο των 4 ετών διήλθε μετά του διδάσκοντος τους δοκιμώτατους ποιητάς και πεζογράφους της νέας Ελλάδος και απεστήθισε πολλά ελληνικά ποιήματα (προτιμώ τα εν δημώδει γλώσση και ιδίως τους ηχηρούς στίχους του Βαλαωρίτου) και άλλα γνησίως ελληνικά έργα του ποιητού και μετέφρασεν εις γερμανικούς στίχους τον Τυφλόν Επαίτην του Αλεξάνδρου Σούτσου. Δημοφιλής ο ευγενής του Φιέσκου μεταφραστής, θέλει τύχη θερμής υποδοχής και εγκαρδίου δεξιώσεως υπό του ελληνικού έθνους, όπερ και μακρόθεν νυν απευθύνει προς τον διαπρεπή φίλον αυτού βαθύτατης ευγνωμοσύνης χαιρετισμόν.»
Ο Δροσίνης με την αρθρογραφία του προσπαθεί να παίξει το ρόλο διαμεσολαβητή για την ευγενή υποδοχή της μετάφρασης του Γερμανού πρίγκιπα στο ελληνικό θεατρόφιλο κοινό, ελπίζοντας ότι οι δραματικοί θίασοι θα την προτιμήσουν για τις παραστάσεις τους (βλ. Άπαντα Γ. Δροσίνη).
Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ ΣΥΓΚΙΝΕΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή, τη δράση και ιδιαίτερα το μαρτυρικό θάνατο του ήρωα του ’21, Αθανάσιου Διάκου.
Στο Μουσείο υπάρχει το βιβλίο του, έκτασης 561 σελίδων, με τίτλο: ΠΟΙΗΜΑΤΑ του 1821 (εκδοτικός τόπος Αθήνα). Το κάλυμμα είναι από χαρτόνι καφέ με ράχη δερμάτινη, μαύρη. Τα κεφάλαια που αφιερώνει στις σελίδες 189-426 είναι τα εξής:
ΤΟΙΣ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΙΣ, ΠΡΟΑΕΓΟΜΕΝΑ, ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ (Η παραμονή):
Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ
«Ανέβα, Μήτρε, ‘ς του βουνού κατάκορφα τη ράχη.
Πάρε το μάτι ταητού και ταλαφιού το πόδι
και την αγρύπνια του λαγού, και στήσε καραούλι.
Κι ’ αν δεις χιλιάδες τον εχθρό, άλογο και πεζούρα,
με τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά, τον ύπνο μη μου κόψεις,
στάσου, πολέμα μονάχος. Κι ’ αν δεις μες ‘ς το φυσσάτο
να πηλαλάει τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη,
πέτα, ροβόλα, κράξε με... Σύρε με την ευχή μου.»
ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ (Οι τρεις: Διάκος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης), ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ (23η Απριλίου), ΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟΝ (Αποκάλυψη), ΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟΝ (Ομέρ Βριόνης), ΑΣΜΑ ΕΚΤΟΝ (Το δαχτυλίδί).
ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ
Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρη
τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά, που βγάν ’ η γη χορτάρι. [...]
Ρυάζονται, φεύγουν τα θεριά Κλεφτά κλεφτά κι ο γύφτος χωνεύει στην κουφάλα του. Κανείς δεν απομένει
παρ ’ οι αχτίδες του ηλιού, που ασπάζονται το μνήμα.
Ο Γεώργιος Δροσίνης πρώτος δημοσίευσε ένα βιβλίο με τον τίτλο: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ. Ένα βιβλίο με 148 σελίδες, εκδότης Ι.Ν. Σιδέρης στην Αθήνα. Τα κεφάλαια πολλά, το πρώτο το αφιερώνει στον ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ.
Η ιστορία του ήρωα αυτού και, ιδιαίτερα, τα λόγια που είπε πριν πεθάνει, μεταφέρονται μέχρι σήμερα από στόμα σε στόμα για δύο λόγους: α) Ο Δροσίνης έγγραφε σε απλή καθαρεύουσα - σε αντίθεση με τον Βαλαωρίτη, ο οποίος έγραψε σε καθαρεύουσα και απευθυνότανε σε καλλιεργημένους αναγνώστες, β) η ιστορία αυτή πέρασε στα σχολικά αναγνωστικά με το κείμενο του Δροσίνη.
Καταθέτω εδώ την εισαγωγή του βιβλίου του Δροσίνη με νέο τίτλο: Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΔΗΜΟΣ, και με υπότιτλο τον αρχικό τίτλο του βιβλίου.
«Εις την μικρόν επαρχιακήν πάλιν όπου εμέναμεν πριν έλθωμεν εις τας Αθήνας, είχαμε γείτονα τον Μπάρμπα Δήμο. Ο Μπάρμπα Δήμος ήταν γέρων φουστανελλοφόρος μονόχειρ. Πτωχός, πολύ πτωχός, είχεν ως κατοικία μικρόν ισόγειον δωμάτιον, το οποίον είχε παραχωρήσει ευσπλαχνικός ιδιοκτήτης, και διετηρείτο από την μικρόν σύνταξίν του, οκτώ δραχμάς τον μήνα, και από τα ελέη των κατοίκων της μικρός πόλεως, οι οποίοι τον ηγάπων και τον εσέβοντο.
Εις την οικίαν μας ήρχετο συχνά ο γέρων και συχνά εγευμάτιζεν εις την τράπεζάν μας, πολλάκις δε κατά τας εσπέρας του χειμώνος, παρακινούμενος από ερωτήσεις μας διηγείτο με την ζωηρόν και αψεγή γλώσσαν του σκηνάς εκ του μεγάλου υπέρ ελευθερίας αγώνος, κατά τον οποίον είχε πολεμήσει και είχε χάσει την δεξιάν χείρον του. […]
Αι διηγήσεις του γέροντος αγωνιστού μείναν ανεξάλειπτοι εις την μνήμην μου. Αλλά όσον και αν προσπαθήσω να τας αναπαραστήσω τώρα, δεν θα δυνηθώ βέβαια να δώσω όλην την ζωντανήν εκείνη χάριν, την οποίαν έδιδεν εις αυτάς ο Μπάρμπα Δήμος. »
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (1855-1914)
Ο Ιωάννης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα και ήταν ο γιος του μεγάλου ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και της Ελοΐζας Τυπάλδου. Σπούδασε νομικά και διε- τέλεσε σε πολλές σημαντικές πολιτικές θέσεις. Εκλέχτηκε με τις εκλογές του Αύγουστου 1910 πληρεξούσιος της Λευκάδας στην Α' Αναθεωρητική Βουλή και το 1911 αντικατέστησε τον Γεώργιο Στρέιτ στην Προεδρία της Εθνικής Τράπεζας. Δούλεψε άοκνα για την αναμόρφωση της Τράπεζας, αλλά και του νομισματικού συστήματος της χώρας.
Μερικά στοιχεία που αξίζει να αναφερθούν για τον Ιωάννη Βαλαωρίτη είναι πως χάρη στο νόμο ΓΧΜΒ του Μαρτίου του 1910, που είχε εισηγηθεί ο ίδιος την εποχή που ήταν ακόμα Υποδιοικητής του μεγαλύτερου τότε πιστωτικού ιδρύματος της χώρας, δόθηκε δικαίωμα στην Κυβέρνηση να συνάπτει συμβάσεις με την Εθνική Τράπεζα για την έκδοση ορισμένου αριθμού γραμματίων με την υποχρέωση να έχει ίσο σε ποσό χρυσό. Με το νόμο αυτό τα αποτελέσματα υπήρξαν σωτήρια, καθώς κατά τους δύο νικηφόρους πολέμους, η Εθνική Τράπεζα είχε αποθέματα 200 εκατομ. εις στο εξωτερικό.
Προκειμένου να καλυφθούν οι υπέρογκες δαπάνες των Βαλκανικών πολέμων, χρησιμοποίησε την τραπεζική του δεινότητα και τις μεγάλες διασυνδέσεις του και εξασφάλισε με εξωτερικό δανεισμό τη χρηματοδότηση της μεγάλης εθνικής προσπάθειας. Εκείνη την εποχή θεωρούταν ο άτυπος Υπουργός Οικονομικών και έχαιρε του σεβασμού όλων. Συμμετείχε στον εκσυγχρονισμό της χώρας, σε έργα όπως η διώρυγα της Κορίνθου, και υπήρξε στενός συνεργάτης του Ελευθέριου Βενιζέλου, όπου κοινή τους ήταν η προσπάθεια για ανόρθωση της οικονομίας και στήριξη των πολεμικών αγώνων των Ελλήνων.
Ο Ιωάννης Α. Βαλαωρίτης ευτύχησε να αναπτύξει τη δράση του σε μια εποχή ταραγμένη, αλλά άκρως δημιουργική για την Ελλάδα. Μια εποχή που, αφού η χώρα κατόρθωσε να ξεπεράσει τις συνέπειες της χρεοκοπίας του 1893 και της ήττας του 1897, σημαδεύτηκε από το κίνημα στο Γουδί, την εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέλου στα πολιτικά πράγματα του τόπου, τους Βαλκα-νικούς Πολέμους και το διπλασιασμό της Ελλάδας. Η εμφάνιση της ομάδας των κοινωνιολόγων και του κινήματος των δημοτικιστών χαρακτηρίζουν το ανανεωτικό πνεύμα της εποχής, στο πλαίσιο του οποίου έδρασε ο Ιωάννης Βαλαωρίτης. Σημάδεψε με το πολύπλευρο ταλέντο του το πέρασμα από τον δέκατο ένατο αιώνα στον εικοστό, όχι μόνο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και ως ένα βαθμό του τόπου.
Συχνά πραγματοποιούσε θαλάσσιες εξορμήσεις. Ήταν γνωστή η αγάπη του Ιωάννη Βαλαωρίτη για τη θάλασσα και τα σκάφη, άλλωστε πέθανε εξαιτίας σύγκρουσης ατμόπλοιου με σκάφος στο οποίο επέβαινε ανοιχτά του Πειραιά. Αμέσως ειδοποιήθηκε ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος για το συμβάν, καθώς και πολλά άλλα γνωστά ονόματα της εποχής. Η τύχη ήθελε την ημέρα που έγινε το συμβάν αυτό οι εφημερίδες να αναγγέλλουν με πανηγυρικό τρόπο την επίτευξη δανείου εκ μέρους της Εθνικής Τράπεζας, δάνειο που αποτέλεσε μια προσωπική επιτυχία του ίδιου του Βαλαωρίτη. Όταν πέθανε ήταν 58 ετών, ίδια ηλικία που πέθανε και ο ποιητής πατέρας του.
Ο Ιωάννης τίμησε επίσης την μνήμη του ποιητή πατέρα του, αφού ήταν εκείνος που εξέδωσε τα Άπαντα του Αριστοτέλους Βαλαωρίτου. Είχε συγγράψει αρκετά έργα, μεταξύ αυτών και την Ιστορία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Διέμενε μόνιμα στην Αθήνα. Παιδιά του ήταν ο Κωνσταντίνος Βαλαωρίτης, διπλωμάτης, ο Αριστοτέλης I. Βαλαωρίτης και η κόρη του Ελένη, σύζυγος Φίλιππου Δραγούμη. Εγγονός του είναι ο διάσημος ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης και δισέγγονη του η ηθοποιός Ναταλία Δραγούμη. Το φλογερό του πατριωτισμό του και την αγάπη του για την ποίηση κληρονόμησε ο γιος του Αριστοτέλης.
Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ: Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ
Αγαπημένο απόφθεγμά του Γ. Δροσίνη: «Η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στις αναμνήσεις και στις ελπίδες.»
Στη γνωστή σειρά ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ο Γ. Δροσίνης γράφει για τα ωραία που πέρασαν, αφιερώνοντας ιδιαίτερα κεφάλαια και στους αναχωρούντες φίλους. Δεν συμφωνούσε με τον Δάντη «πως τις μέρες της δυστυχίας τις κάνουν πιο δυστυχισμένες οι αναμνήσεις περασμένων καλών ημερών».
Καταθέτει πως: «Μέσα σε πολλά, τα καλύτερα, αλησμόνητα κυνήγια μου τα χρωστάω στον Ιωάννη Βαλαωρίτη και στην ξεχωριστή αγάπη που μου φανέρωνε, παίρνοντάς με μαζί του στο χαριτωμένο κοτεράκι του, τη Σαπφώ, κάθε Σαββατοκύριακο και κάποτε μια ολόκληρη εβδομάδα». Φορούσαν τα κυνηγητικά τους και ξανοίγονταν στο πέλαγος με την ελπίδα να βρουν πέρασμα τρυγονιών ή ορτυκιών. Γεύονταν τη μαγειρική του καπετάν Σπύρου. Σε κάθε ταξίδι τους ο Βαλαωρίτης τού είχε παραγγείλει την παστιτσάδα - όπως την έλεγε - να είναι το πρώτο, που θα τους σερβίρει. Το συνηθισμένο τους δρομολόγιο ήταν Βουλιαγμένη με τέρμα πάντα το Σούνιο. «'Όταν ο Βαλαωρίτης, βουλευτής τότε, για να αποφύγει την υποψηφιότητα τού Προέδρου, που του επέβαλε το Θεοτοκικό Κόμμα, ξέφυγε κρυφά χωρίς να ξέρει κανένας που πήγε. Με πήρε σύντροφό του με την υποχρέωση να μην πω κι εγώ που και για πόσο πηγαίναμε. Και περάσαμε, αλήθεια μια αλησμόνητη βδομάδα στο Σούνιο.» Μια σχέση αγάπης κι εκτίμησης είχε εξελιχθεί στον ίδιο χώρο. Για τα ψαρέματα με τον φίλο Ιωάννη Βαλαωρίτη αναφέρεται και στο βιβλίο του Κώστα Δημητριάδη ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ.
ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ: ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ
Μερικές σχετικές πινελιές και μικρά μυστικά προσέγγισης στο έργο του Γ. Δροσίνη και της βιωματικής φιλικής ζωής του.
Όπως έχει καταγραφτεί, οι ρίζες της εύπορης οικογένειάς του Γ. Δροσίνη ξεκινούν από το Μεσολόγγι, από την πλευρά του πατέρα του, Χρήστου Δροσίνη, που ήταν ανώτατος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Ποιητής και πεζογράφος, αλλά και άνθρωπος με ευρύτερη εθνική και κοινωνική δράση, δημιουργός νέας πορείας, ο Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1859, την ίδια χρονιά με τον Παλαμά και με καταγωγή επίσης από το Μεσολόγγι.
Ο Δροσίνης, άνθρωπος δραστήριος και πολύτροπος, καταπιάστηκε με πολλά και διάφορα, μοιράζοντας την ενέργειά του σε διάφορους τομείς. Σπούδασε στην αρχή νομικά, αλλά μετεγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή με προτροπή του Νικόλαου Πολίτη, ενώ ακολούθησαν σπουδές στο Βερολίνο, τη Λειψία και τη Δρέσδη. Μαζί με τον Κωστή Παλαμά, τον Νίκο Καμπά και άλλους πνευματικούς ανθρώπους θεωρούνται οι πρωτεργάτες της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και πρωτοστάτησαν στην ανανέωση του γραπτού λόγου με βασικό στόχο την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Το 1894, λίγο μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Εστία, το οποίο μετέτρεψε σε καθημερινή εφημερίδα.
Σφραγίζει με την ποίησή του τουλάχιστον 70 χρόνια, τραγουδώντας τη φύση και τον έρωτα με τον δικό του λεπτό, αλλά διεισδυτικό τρόπο γραφής που αγγίζει καρδιές, τέρπει ψυχές και αφήνει το άρωμα, την ευωδιά μιας ευγενικής ποιητικής φωνής! Το έργο ξεχειλίζει από τρυφερότητα, από αγνά συναισθήματα, που ενέπνεαν τον ποιητή κι έγραφε ποιήματα γεμάτα αισιοδοξία και ομορφιά. Ακόμα και από εκείνα που απέπνεαν μια θλίψη, δεν έλειπε κάποιος στίχος ανατροπής του κλίματος. Ο Δροσίνης αγαπούσε τη ζωή, τη νιότη, που την εξυμνούσε σε κάθε ευκαιρία, τη φύση και γι' αυτό ο παράδεισός του ήταν η Κηφισιά και η έπαυλη «Αμαρυλλίς» - που πέρασε εκεί δώδεκα χρόνια της ζωής του*, ιδίως της εποχής της ωριμότητας και των βαθιών γηρατειών του (πέθανε μόλις έκλεισε τα 92 προς 93 χρόνια της ζωής του). Είναι ο τελευταίος της γενεάς του, μετά τον Βικέλα, τον Πολέμη, τον Προβελέγγιο και τον Παλαμά, που φεύγει από τη ζωή.
Βλέποντας το έργο αυτό, παρακολουθείς βήμα προς βήμα τη ζωή, τη δράση (φιλανθρωπική - κοινωνική - πνευματική), τους πνευματικούς φίλους του ποιητή (Κ. Παλαμάς, Α. Βικέλας, Α. Σικελιανός, Jean Moreas, Βιζυηνός, Πρωτοπαπαδάκης, Γεωργαντάς, Καμπούρογλους, Σουρής, Τσάτσος, Ψυχάρης, Γ. Ξενόπουλος) και φυσικά τη γυναίκα που του σημάδεψε τη ζωή του, Αικατερίνη Τυπάλδου!
ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ 12 – ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
Ο νους του Δροσίνη γυρίζει στα παλιά με εκπληκτική διαύγεια. Ζωντανεύει γνωστούς και φίλους ποιητές, τον Γρυπάρη, τον Μαλακάση, τον Πολέμη, προπαντός, τον Παλαμά. Με αφορμή τον θάνατό του τελευταίου, αναλογίζεται τους εν Ελλάδι «εθνικούς ποιητές». Στα καθ’ ημάς, ο τίτλος απονέμεται σε όσους έχουν τραγουδήσει την πολεμική δόξα, ενώ στην αλλοδαπή ένας Ουγκώ ή ένας Σίλλερ τιμήθηκαν για το σύνολο του έργου τους κι όχι μόνο για τα πατριωτικά τους.
Ο τίτλος «Εθνικός Ποιητής» δόθηκε μετά θάνατο στον Παλαμά, τον Σολωμό, τον Βαλαωρίτη, τον Παράσχο, τον Συνοδινό, όπως στον Ουγκώ, τον Σίλλερ και από τους αρχαίους στον Όμηρο. Εθνικός ποιητής, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνος που έχει γράψει πατριωτικά ποιήματα. «Φαντάζομαι πως μόνο σ' εμάς έχει γίνει αυτή η τιμητική διάκριση. Τους τον χαρίζω τον τίτλο αυτό και δεν έχω την παραμικρή αξίωση να τον πάρω, αφού πεθάνω. Μου φτάνει να ξέρω πώς οι στίχοι μου αντιλαλούν της ελληνικής καρδιάς τα αισθήματα κι έχουν περάσει πολλά δίστιχά μου για δημοτικά σε λαογραφικές συλλογές.» Ένας παλιός φίλος του, στιχουργός από τη Ζάκυνθο, του ανέφερε το παρακάτω δίστιχο, που είχε ακούσει σε καντάδα, χωρίς να ξέρει ότι ήταν του Δροσίνη απ' την ενότητα Αλφάβητο της αγάπης:
Μέτρησε, νύχτα, τ’ άστρα σου κι ’ αν λείπει ένα ζευγάρι,
Ρώτησ' εμένα να σου πω, ποιος Κλέφτης το ‘χει πάρη.
Ο Δροσίνης αποκρίθηκε: «Μπα το θαρρείς δημοτικό; Μα είναι δικό μου!»
«Ποιο άλλο τραγούδι μου είναι καταλληλότερο από το Μοιρολόι της Όμορφης με τον τύπο της ιδανικής Ελληνοπούλας, της Λυγερής του λαού;» Ρώτησε μια μαθήτρια που πήγε να τον συμβουλευτεί. Τον ανησυχούσε όχι τόσο η εκλογή των ποιημάτων του, όσο το πώς θα τα διαβάσουν θα τα καταλάβουν και, ιδιαίτερα, πώς θα τα αναλύσουν!
Σε συνέντευξη του Λουκά Δαράκη ο Δροσίνης λέει: «Μπορεί να περάσουμε πολλές και μεγάλες ταλαιπωρίες, αλλά πάντα θα επιζούμε. Το παρελθόν μας θ' αποτελεί πάντοτε το μεγάλο όπλο για το μέλλον μας!» Ας τα θυμόμαστε τα λόγια του ποιητή μας και ας είναι και για μας ένα «Πιστεύω».
Η παρουσία του Γεωργίου Δροσίνη διατηρείται ζωντανή μέσα στο Μουσείο Δροσίνη (Αγ. Θεοδώρων και Δημητρίου Κυριάκου στην Κηφισιά www.drossinismuseum.gr) με πλουσιότατο υλικό από τη ζωή και τη δράση του (ομοιώματα, προσωπικά του αντικείμενα, βιβλία, χειρόγραφα, παρτιτούρες από τα μελοποιημένα του ποιήματα κ.ά. Το Μουσείο Δροσίνη υπήρξε κατοικία του ποιητή για τα 13 τελευταία χρόνια της ζωής του και σήμερα είναι ένας ιδιαίτερος τόπος αναφοράς στους μαθητές, σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για τη ζωή και το έργο του, για φίλους της ιδιαίτερης ποιητικής του προσωπικότητας, η οποία διατηρείται πάντα ζωντανή.
Η κ. Μαίρη Σουρλή, συγγραφέας-ποιήτρια, γράφει:
«Πάντα ευχάριστα διαβάζω και ξαναδιαβάζω Γ. Δροσίνη!
Δεν μπορεί κανείς να μην θαυμάζει και να μην τιμά τη μνήμη του λυρικού μας ποιητή που απόπνεε Ελλάδα. Μια ανάσα τόσο σπάνια στις χαλεπές μέρες μας.
Είναι φτωχά τα λόγια... Αισθάνομαι πολύ μικρή ώστε να σκιαγραφήσω κάτι από την πολύκλαδη πνευματική και φιλολογική δράση του, ωστόσο νιώθω την ανάγκη να πω ταπεινά ένα μεγάλο ευχαριστώ που μου δόθηκε η τιμή να αναφερθώ σε αυτόν, που ύμνησε με τις γλαφυρές περιγραφές του «ό,τι ωραιότερο συναντά κανείς στη φύση, μέσα στη ζωή και στους ανθρώπους της»! Το ποιητικό έργο του Γεωργίου Δροσίνη θεωρείται σήμερα ιδιαιτέρως σημαντικό για την εποχή του και την εποχή μας. «Κάθε εποχή έχει την ποίησή της και η κάθε ποίηση έχει την εποχή της». Θεωρώ όμως πως ακόμη και τα καλύτερα ποιήματά μας δε μπορούν να σταθούν δίπλα σ' αυτά του Δροσίνη. Δεν υπηρέτησε μόνο τη Μούσα αλλά και τους συνανθρώπους του από πολλά μετερίζια με ζήλο και πολύ πείσμα, προκειμένου να πετύχει το καλύτερο για το κοινωνικό σύνολο .
Δικαίως του αξίζει ο τίτλος Εθνικού Ποιητή, αφού έμεινε πιστός στο γνήσιο πνεύμα του λαού και συμπεριλαμβάνει ως εθνικό κάθε τι Ελληνικό κι ωραίο. Έχει τραγουδήσει σε τόσες σειρές ποιημάτων με το δικό του τρόπο τη χαρά της ζωής, τον άνθρωπο, τη γυναίκα, τον έρωτα, την ελληνική ζωή μέσα στις ομορφιές της ελληνικής φύσης, τις εποχές, τη θάλασσα, τον ουρανό, το χωράφι, το δάσος. Μέσα στα ποιήματά του, αναδεικνύεται η αξία της ταπεινότητας και του πατριωτισμού Κι αυτή είναι η ουσία τους.
Το πέρασμά του από το Υπουργείο της Παιδείας άφησε ζωηρά ίχνη. Όσοι αγαπούν να ονειρεύονται κι όσοι πιστεύουν ακόμα στο όραμα της παιδείας, ας συνεχίσουν μια δράση αποδοτική και φιλοπρόοδη. Αξίζει να γίνονται παρουσι-άσεις και η διάδοση των ωφελίμων βιβλίων του, για να γνωρίσουμε τόσο τον συγγραφέα και το έργο του, όσο και το πνευματικό κλίμα της εποχής του και να μάθουν, ειδικά τα νέα παιδιά, το έργο του. Ας ξαναδιαβάσουμε Γ. Δροσίνη, ας ξεκινήσουμε από τα Ημερολόγιά του!
Είναι συμπαθέστατος ποιητής που αγάπησε πολύ ο λαός μας και δεν υπήρξαν ελληνικά χείλη, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, που να μην τραγουδήσανε το πασίγνωστο ποίημα Η ανθισμένη αμυγδαλιά, όπως παρέμεινε μέχρι τέλους ανθισμένη η καρδιά του ποιητή, έτοιμη να δώσει καρπούς, κυρίως στα παιδιά που πίστευε και λάτρευε.».
Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΙΤΗ ΒΙΘΥΝΟΥ – ΜΑΝΟΥ
Από τα κείμενα του Δροσίνη μαθαίνουμε ότι η Κηφισιά έγινε μόνιμη κατοικία των Δροσίνηδων από το 1939.
Τα χρόνια πέρασαν, το σώμα βάρυνε. Ο Δροσίνης δεν μετακινείται πια εύκολα. Η καλοκαιρινή βεράντα προς τη μεσημβρινή γωνία του σπιτιού γίνεται το γραφείο του. Αντικρίζει την Πάρνηθα και γράφει τα ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.
Η «Αθάνατη φίλη», η μεγάλη αγάπη του Δροσίνη, τον επισκέπτεται ελάχιστα. Στην κάμαρά του απέναντι ζει η τελευταία Μούσα του, ένα κοριτσόπουλο γεμάτο δροσιά και χάρη.
Θυμάται ότι, όταν πρωτογνωρίστηκαν, ήταν Φθινόπωρο το 1928, ήταν μεσημέρι. Εκείνος διάβαζε στον εξώστη του υπνοδωματίου του. Η αδελφή της έπαιζε μια σονάτα του Beethoven και μια γυναικεία νεανική φωνή έκλεισε τη μεσημβρινή αυτή συναυλία. Ο ίδιος γράφει: «Πέρα από το πλαγινό δρομάκι και τα χαλάσματα των Αγίων Θεοδώρων, για πρώτη φορά ξεχωρίζω απ’ ένα μεγάλο δίπατο σπίτι, να έρχεται γλυκόφωνο τραγούδι. Τι θαύμα!»
Αναζήτησε τη φωνή και συνάντησε τη γυναίκα. Δεν τραγουδούσε μόνο ωραία, αλλά διάβαζε επίσης θαυμάσια. Τα νιάτα της, το χαμόγελό της, τα χέρια της τον κατακτούν. Μερικοί περίπατοι στους καταπράσινους δρόμους της Κηφισιάς, οισυζητήσεις τους, η παρέα της τον επηρεάζουν, τον εμπνέουν. Γράφει ποιήματα για την Καίτη1.
Διαλέγουμε ένα:
Η ΝΙΟΤΗ ΣΟΥ2
Τριανταφυλλιά ανθισμένη η Νιότη σου,
με της αφροντισιάς τη χάρη,
σκορπά τα ευωδιαστά ροδόφυλλα
στον άνανθο και ξερό χορτάρι.
Βρυσούλα κρυσταλλένια η Νιότη σου,
δροσοσταλάζει τη χαρά της
στα χέρια που διψώντας ο άχαρος
απλώνει της ζωής διαβάτης.
Λαμπάδα της Λαμπρής η Νιότη σου,
Που την ανάβει η καλωσύνη,
Στην εκκλησιά την αλειτούργητη
Το φως της Αναστάσεως δίνει.
ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ3
Με το κορμί το λιόφωτο
λεύκας ξεβλαστημένης
σε βλέπω πρωτοξύπνητη
να με προσμένης.
Θεόπλαστη τη Νιότη σου
κι ’ ανέγγιχτη απ’ το χρόνο
στο πρωινό της ξύπνημα
την καμαρώνω.
……………………………..
Με του χεριού ένα χάϊδεμα
χτενίζεις τα μαλλιά σου
πέρδικας ύμνος ορθρινός
είναι η λαλιά σου.
Στο φως της μέρας ξέθαρρα
πετιέσαι απ’ όλους πρώτη.
Στο πρωινό της ξύπνημα
φαίνεται η Νιότη.
Η συνάντηση του γέρου λογίου με την νεαρά Καίτη ήταν φωτιά στο τζάκι το καταχείμωνο, φως από Λαμπάδα της Λαμπρής, ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα! Ο Δροσίνης τη δέχτηκε σαν δώρο του καλοκαιριού.
Η ΧΑΡΗ1
Ανείπωτη, ατραγούδητη, αζωγράφιστη
κι’ ασκάλιστη μένει η δική σου χάρη.
Πως να την παραστήσουν λόγια, χρώματα,
μαρμάρου σκάλισμα, λύρας δοξάρι:
Η ομορφιά σου σταθερή κι’ ασάλευτη
πιάνεται από τεχνίτη αυτί και μάτι.
Μα η χάρη σου είναι αφρός, αγέρας, σύννεφο.
γλιστρά, περνά χωρίς ν ’ αφήσει κάτι....
Και νιώθοντάς την ο τεχνίτης άπιαστη
κ’ έξω από κάθε Τέχνη του πλασμένη,
πετά τ’ ανώφελα της Τέχνης σύνεργα,
τη βλέπει, την ακούει – και σωπαίνει.
1928. Εκείνη τη χρονιά η τύχη έφερε ένα ήπιο φθινόπωρο και ο χειμώ-νας άργησε να ‘ρθεί. Έτσι οι Δροσίνηδες παρέμειναν στην ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ μέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Οι μήνες που ακολούθησαν πέρασαν χωρίς κανένα νέο από την Κηφισιά. Τ’ αδέλφια δεν ανέβηκαν και οι ζεστές βραδιές του καλοκαιριού κλειδώθηκαν στα συρτάρια του γραφείου.
Τον Ιούνιο του 1930 η δεκαεξάχρονη Καίτη τον περίμενε, όπως ένα πολύχρωμο βιβλίο. Πρόσμενε να το διαβάσει και ο Δροσίνης καλοδέχτηκε τα νιάτα και πάλι!
Ο ίδιος γράφει: «1929-1930 χειμώνας-άνοιξη κάθε Παρασκευή πρωί ανέβαινα στην Κηφισιά μόνος κ’ έμενα ως Κυριακή πρωί τις περισσότερες ώρες μου περνούσα με νεανική συντροφιά ή σε μακρινούς περιπάτους ως τα μάρμαρα της Πεντέλης ή στην κάμαρά μου ή σε γειτονικό σπίτι, που το πρωτόδεσε με το δικό μου σπίτι, ανάερο το γεφύρι του τραγουδιού.
...με διάβασμα μεγαλόφωνο και χαμηλόφωνη εξήγηση προσπαθούσα να μεταδώσω στις δύο νεανικές ψυχές που μ’ άκουαν σταλαματιές από το συναγμένο μέλι της ανθρώπινης σοφίας τριάντα αιώνων. Τις βραδυές τις περνούσαμε στην κάμαρά μου με μουσική... Ένα μικρό ραδιόφωνο από τα πρώτα που ήρθαν στην Ελλάδα, μια «Αρκολέττα» της τηλεφούνκεν... Η συντροφιά μας τελείωνε κατά τα μεσάνυχτα...».
Σ.Φ.Ζ. τόμ. Δ΄σελ.22.
ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ1
…………………………………………………
Ν’ αποδιώχνη απ ’ τη χαρά της Νιότης σου
τους καϋμούς, τους πόνους, τις λαχτάρες.
Καθώς έχεις το δικό της όνομα
να ’χης κι ’ όλες τις δικές της χάρες.
…………………………………………………
Τα νιάτα της διώχνουν μακριά τις δυσάρεστες σκέψεις του Ποιητή, τους καημούς και τις έγνοιες. Βλέπει, στο ανθισμένο σώμα του κοριτσιού, τη γυναίκα αλλά δεν φοβάται τις σαϊτιές. Οι χάρες της σαν βάλσαμο αγγίζουν το κυρτό κορμί του. Το γέλιο της, η φωνή της, σιγά σιγά και αθόρυβα, γλιστρούν κρυφά στην ψυχή του.
ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΥΠΝΟΣ1
Της Νιότης ύπνος έρχεται
στα μάτια σου αλαφρός;
πάχνη σε χλωρολίβαδο,
σ’ ακροθαλάσσι αφρός.
…………..……………………
Το στόμα σου ακροχάραχτο,
για γέλιο ή για φιλί,
με κάποιου ονείρου πλάνεμα
σιγά παραμιλεί.
Στέλνει η καρδιά στα χείλη σου
Κάτι περαστικό....
Μη φοβηθής; Δεν τ’ άκουσε
κανείς το μυστικό!
Από νέος ο Δροσίνης είχε δέσει το θαυμασμό του στην τέχνη, τη μαγεία της ποίησης, την ομορφιά του λόγου, με την απόλαυση, τον έρωτα και την ηδονή.
Από την αλληλογραφία που υπάρχει στο αρχείο του Μουσείου, βλέπουμε ότι το τέλος της ζωής δεν το φοβάται, αλλά βρίσκει τρόπους να αντιμετωπίσει την αδυσώπητη αλήθεια.
Τα χρόνια της ζωής είναι λιγοστά . μπορεί του χρόνου να μην τον δει η ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ.
Γράφει στην Adele Boyd, την φίλη από την Αμερική: «Δούλευε, γράφε, ζωγράφιζε, χάριζε τα δημιουργήματά του, πρόσφερε ό,τι μπορείς σε όσους μπορείς. Σκέψου ότι υπάρχει αύριο, μόνο αύριο, άφησε τα μεγάλα όνειρα, περίμενε το γράμμα μου, σκέψου ότι το μικρό μπουμπούκι, που ανθίζει στην τριανταφυλλιά, αύριο θα είναι ένα κατακόκκινο ωραίο λουλούδι. Να χαρείς την ομορφιά του. Διώξε τις μαύρες σκέψεις. Αναζήτησε τη μοναξιά μετά από τη ζεστή ματιά ενός αγαπημένου προσώπου και απόλαυσέ την».
Ο Δροσίνης αυτό κάνει. Χαίρεται τη συντροφιά της Καίτης.
Ο Ποιητής γράφει: «το τραγούδι σου, όπως το πρωτάκουσα, τέτοιο να τ’ ακούω παντοτινά προσμένω, λεύτερο πουλί - κι’ όχι για το κελάδημα σε κλουβί κλεισμένο».
ΓΛΥΚΕΙΑ Η ΦΩΝΗ ΣΟΥ1
Πώς σου ήρθε το Απολλώνειο χάρισμα
μέσ’ στ’ άλλα σου ξεχωριστό;
Ποιά Μούσα φίλησε το στόμα σου
νιογέννητο και σφαλιστό;
Γλυκόματη και γλυκογέλαστη
και πριν στα μάτια μου φανής,
ήτον δικό σου πρωτογνώρισμα
για μένα η γλύκα της φωνής.
Αφήνεται στη μαγεία των αισθήσεων χωρίς φόβο, χωρίς σκιές. Τολμά να της εκμυστηρευτεί ότι είναι η μόνη κάτοικος στο καμαράκι της ψυχής του. Της μιλάει σαν ερωτευμένος. Ζητά από εκείνη μόνο την παρουσία της, το πέρασμά της από την κάμαρά του. Το πέρασμα της Άνοιξης από την ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ.
Και ζει με το άρωμά της, που διώχνει τις άσχημες σκέψεις, ξεχνά την καθημερινή ρουτίνα, που τον φέρνει πιο γρήγορα στο θάνατο. Χαίρεται, όταν μένει μόνος στο σπίτι. Η ύπαρξή της κοντά του τον εμπνέει, η μούσα καθοδηγεί το χέρι που δεν τρέμει. Της γράφει από την κάμαρά του:
«Δευτέρα του Πάσχα 21/4/30. Το απόγευμα δε σάλεψα από το σπίτι. Οι άλλοι, αδέλφια, κόρες και γαμβροί πήγανε στην Κηφισιά για καμιά ώρα. Κατόρθωσα να μην έχουν το κλειδί της κάμαράς μου, κι έτσι έμεινε απάτητη, αμόλυντη από την ώρα που της χάρισες το τελευταίο ευώδιασμα και το φως σου. Ούτε και το παράθυρο ανοίχτηκε.»
Το 1942 της αφιερώνει,το ακόλουθο τετράστιχο:
Του γέλιου της τη γέννηση
δεν είδα σ’ άλλη ακόμα
περιγελούν τα μάτια της
κι ’ αντιγελά το στόμα.
Ο Δροσίνης από το 1939 μαζί με τα αδέλφια του και τη θεία Μαριγώ μένουν μόνιμα στην Κηφισιά.
Εκεί περνά τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του. Χρόνια δύσκολα της Κατοχής. Πόνος, ανέχεια, δυστυχία, παντού. Σ’ αυτά τα χρόνια, χάνει τον αδελφό του, τη θεία Μαριγώ, τον Πάκη το σκύλο.
Εκείνο τον καιρό, η Καίτη, ώριμη πια γυναίκα, παντρεύεται τον διαλεκτό της καρδιάς της.
Ο Δροσίνης, όταν το μαθαίνει, αναστατώνεται. Βλέπει τώρα καθαρά ότι η κρεμαστή ασημένια καντήλα εκκλησιάς το ασημένιο καλαμάρι, τα λουλούδια που του προσέφερε, δείχνοντας έτσι ότι τον σκέπτεται, ήταν μόνο από τον απέραντο θαυμασμό στο γέρο Ποιητή.
Το χέρι αυτή τη φορά τρέμει. Πόσο θα του λείψει το φως της, η χαρά της, που γινόταν και δική του;
ΕΦΥΓΕΣ1
Ποιος να πιστέψη
πως η βρύση θα στερέψη,
θα σωπάσουν τα πουλιά,
πως θα βασιλέψουν τ’ άστρα,
και θα μαραθή στη γλάστρα
πάνανθη η τριανταφυλλιά!
…………..……………………
Στ’ αλήθεια παντρεύεται; Μα είναι παιδί ακόμα!
Για λίγες ώρες, όταν η νέα γυναίκα του ανάγγειλε την απόφασή της εκείνος αρνήθηκε να γνωρίσει τον άντρα, που θα έπαιρνε μακριά την ελπίδα του, την μοναδική μέσα στη σκοτεινιά τού χειμώνα, που τον κύκλωνε. Δεν θέλησε να πονέσει περισσότερο.
Αλλά ο Δροσίνης άνθρωπος ήρεμος, χωρίς πάθη, χωρίς εκρήξεις ξαναβρήκε γρήγορα τον απόλυτο έλεγχό του. Εύχεται στον άντρα κάθε ευτυχία τονίζοντας τις χάρες της κυρίας Αικατερίνης Βιθυνού-Μάνου2.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΛΑΜΠΕΣ
1945. Τα χρόνια της Κατοχής απομακρύνονται. Αλλά τα οικονομικά προβλήματα παραμένουν, τόσο στο σπίτι της Κηφισιάς, όσο και στις οικογένειες των παιδιών του.
Ένα φως στους γέρους Κάκια και Γιώργο είναι η εμφάνιση μιας φίλης της Μπεμπούλας, η Μάρω, τραπεζικός υπάλληλος, χωρίς υποχρεώσεις, με μια αδελφή συγγραφέα1, έρχεται και εγκαθίσταται στον Κοκκιναρά. Θαυμάστρια του έργου του Δροσίνη, έρχεται με διάθεση να προσφέρει. Του διαβάζει διαλεγμένους στίχους και κείμενα, δακτυλογραφεί το Ημερολόγιό του, φροντίζει να γίνει το πορτραίτο του από τον Γιαννουκάκη2, οργανώνει φιλικές συντροφιές και στα γενέθλιά του, φίλοι και παιδιά τραγουδούν κάτω από το παράθυρό του την Ανθισμένη Αμυγδαλιά.
Τον πιέζει ν’ απαντήσει στα γράμματα της αγαπημένης του κόρης Μπεμπούλας και του κάνει συντροφιά ώρες πολλές.
Εκείνος αφήνεται στις φροντίδες της. Δεν γράφει ποιήματα, για τη Μάρω, αλλά σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι περιμένει την επίσκεψή της σαν δώρο, σαν το καλύτερο Nobel.
Η Μάρω Οικονόμου, που έφυγε από τη ζωή το 2000 μίλησε στα μέλη του Συλλόγου για το χαμηλόφωνο Δροσίνη για τον ταπεινό άνθρωπο, ο οποίος διαβάζοντας αγαπημένα του έργα, εύρισκε την πρόσκαιρη ευτυχία.
Οι τελευταίες καταγραφές του 1951 μιλούν για ένα κρυολόγημα. Από τα ογδοντατέσσερά του χρόνια διαβάζουμε στο ημερολόγιό του την παράκλησή του στο Θεό να τον βρει ο θάνατος στον ύπνο του. Στα ενενήντα δύο του, ο αρχάγγελος τον βρίσκει απόνετο τα μεσάνυχτα. Δίπλα του, η ιατρός Μαρία Πετάση ξαγρυπνάει.
Της πιάνει το χέρι, της μιλά για τα παιδιά του, για το τραγούδι του, την ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ, που το ακούει να το τραγουδούν άγγελοι και της λέει: «– Εσύ είσαι τα τρία μου παιδιά μαζί.» Γέρνει το κεφάλι και περνά στην αιωνιότητα.
Η αδελφή του Κάκια, στο διπλανό υπνοδωμάτιο, θα μάθει το θάνατό του τα ξημερώματα.
ΦΑΝΗ ΠΑΝΙΤΣΙΔΟΥ
Αντιπρόεδρος του Συλλόγου