«ΚΑΛΩΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ»
Όσο κι αν ακούγεται παράξενα, η Άνοιξη ήμουν εγώ, αλλά και κάθε παιδί που στα πρώτα του εφηβικά τσαλαβουτήματα στη λογοτεχνία, εύρισκε το απάνεμο εκείνο λιμάνι της μεγάλης αγάπης και βαθιάς γνώσης, για να ακουμπήσει με σιγουριά, τα πρώτα του γραπτά, μεσ’ τη ζεστή αγκαλιά του ανθρώπου, που τόσο αγάπησε τη ζωή και τα νιάτα. Του μεγάλου Γεωργίου Δροσίνη.
Στην Κηφισιά της εποχής του 1945 -εμείς, παιδιά του πολέμου και της κατοχής -βρίσκαμε και πάλι τον εαυτό μας σιγά σιγά. Όσοι από μας τότε είχαμε αρχίσει να περιπλανιόμαστε στα πρώτα μας παιδικά και ανώριμα λογοτεχνήματα, ξέραμε, πως ανηφορίζοντας προς τη γραφική «Αμαρυλλίδα», η πανέμορφη παλιά ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο του μεγάλου ποιητού και πεζογράφου, ξέραμε πως το χαμόγελο μιας απέραντης καλοσύνης μαζί μ' ένα χάδι του στα ατίθασα παιδικά μας μαλλιά, μας περίμεναν καθώς μας καλωσόριζε: «Καλώς την Άνοιξη». Κι εμείς δεν χορταίναμε να τον κοιτάζουμε καθώς μπροστά μας πια σβήναν όλα μπρος στη γλυκεία, φωτεινή του μορφή.
Εκείνος μας προέτρεπε να τον συναντάμε, όχι μόνον για να μας οδηγεί στα πρώτα βήματα του γραπτού μας λόγου, αλλά για να μοιράζεται κοντά μας τις δικές μας χαρές και λύπες. Θυμάμαι ακόμη έντονα πως κάθε φορά που φωλιάζαμε σε εκείνο το τόσο φιλόξενο δωμάτιο του, περνούσε η ώρα τόσο γρήγορα, που θέλαμε κι άλλο, κι άλλο να μείνουμε κοντά του, να κρεμαστούμε κι άλλο από τα χείλη του. Να ακούσουμε ακόμη λίγο τα λόγια του, που τα συνόδευαν το χειμώνα οι αγέρηδες που κατέβαζε η Πάρνηθα, είτε ν’ ακούσουμε το μονότονο ήχο μιας μέλισσας που έψαχνε το καλοκαιράκι να βρει. ποιο ανθό να διαλέξει από το κατάφορτο με λουλούδια μπαλκονάκι της Αμαρυλλίδας, με θέα -τότε-την κορυφή της Πεντέλης.
Τον πρώτο καιρό, συχνά κατέβαινε να μας ανοίξει ο ίδιος την πόρτα του σπιτιού του. Αργότερα, καθώς τον βάραιναν πια τα χρόνια, δεν τα κατάφερνε να μας κάνει αυτή τη μεγίστη για μας τιμή. Τότε, ένα κορδονέτο που ξεκινούσε από πάνω, βοηθούσε στο ν' ανοίξει το μάνταλο της εξώπορτας, καθώς το τραβούσε από πάνω, γεμίζοντας το σπίτι με τη γλυκεία του φωνή: «Καλώς την Άνοιξη!», γεμίζοντας και τις δικές μας καρδιές, αγάπη, χαρά και αισιοδοξία. Ήταν ο δικός μας Δροσίνης. Ο Κηφισιώτης, ο Συμπολίτης μας, που κατέβαινε στα δικά μας τα χαμηλά, με την ίδια την ευκολία που ανέβαινε και στα ψηλά της δόξας του, πάντα με τη σεμνότητα που χαρακτηρίζει τους μεγάλους.
Αυτά, μέχρι τη μέρα, που στην εξώθυρα του δεν χτυπήσαμε εμείς, τα παιδιά του, η Άνοιξη του. Εκείνη τη φορά έστειλε ο θάνατος τον προπομπό του, να τον ειδοποιήσει πως κάποτε η ζωή τελειώνει. Πράγματι, έτσι έγινε, αλλά ο θάνατος τούτη τη φορά γελάστηκε πολύ, πάρα πολύ, όπως γελιέται κάθε φορά όταν τα βάζει με τους αθάνατους. Τα έργα των μεγάλων, δένουν τους δημιουργούς τους στα ανθρώπινα, για να μην φύγουν ποτέ από κοντά μας. Έτσι και τώρα. Μπορεί ο Γεώργιος Δροσίνης να μην κατοικεί πια στην αγαπημένη του «Αμαρυλλίδα», όμως εμείς «Τα παιδιά της Άνοιξης», που κοντεύουμε πια να φτάσουμε τα χρόνια του, ανηφορίζοντας το δρομάκι που οδηγεί στο αγαπημένο μας εκείνο σπίτι του, αισθανόμαστε τα πόδια μας να τρέμουν, καθώς κάθε μας βήμα μας φέρνει εκεί, στην ξύλινη σκάλα, και σηκώνοντας τα μάτια ψηλά, ακούμε καθαρά, και η συγκίνηση μάς πνίγει:
«Καλώς την Άνοιξη»
Ανάμνηση ανεξίτηλη.
Ανάμνηση μοναδική ».