Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Το καλοκαίρι του 1881 σημαδεύεται στο δρόμο της Τέχνης μας. Από τη σατυρική δημοσιογραφία περάσαμε στη σοβαρή λογοτεχνία. Από το Ραμπαγά και το Μη Χάνεσαι στην Εστία, πού διεύθυνε τότε ο Κασδόνης. Μόλις τυπώθηκε το πρώτο μου ποίημα «Το ποτάμι», επανηγύρισα τη νίκη γράφο-ντας στον Παλαμά ένα γράμμα σαν παιάνα. Κι αφού γνωρίσθηκα με τον Κασδόνη και είδα την προθυμία του να μας δεχθεί για τακτικούς συνεργάτας της Εστίας και να βάλει τα ονόματά μας κοντά στα περίδοξα τότε για μας ονόματα του Ραγκαβή, του Βλάχου, του Βικέλα, θέλησα να πάρω και τον Παλαμά «Συνοδοιπόρο» στο ανηφόρισα, και τον έκανα να γράψει και να στείλει το πρώτο ποίημά του με την επιγραφή «Δεκέμβριος», που το ακολούθησαν κι’ άλλα με τα ονόματα των κατόπιν μηνών. Στην Εστία συνοδοιπορήσαμε κι’ αφού την πήρα στα 1889, κι’ αφού την έκανα καθημερινή εφημερίδα στα 1894. Ένα μεγάλο μέρος του έργου και των δυο μας, και ποιητικό και πεζό, βρίσκεται στη σειρά των τόμων της. Εκεί δημο- σιεύθηκαν τα πρώτα διηγήματα του Παλαμά με κορύφωμα το αριστούργημά του «Θάνατος Παλικαριού», παράπλευρα με την «Αμαρυλλίδα» μου και «Το Βοτάνι της Αγάπης». Στο γυρισμό του από την επαρχία κατοίκησε ως το γάμο του στο σπίτι της Αριστοφάναινας, πίσω από το Δημοτικόν Νοσοκομείον, στην οδόν Σόλωνος. Το γκρεμισμένο τώρα σπίτι εκείνο ήτον από τα γειτονικά του Πανεπιστημίου, που νοικιάζουνταν σ’ επαρχιώτες. Δεν επήγαινα ποτέ να τον βρω εκεί, που είχε συνοίκους κι άλλους άγνωστους σ’ εμένα φοιτητάς από το Μεσολόγγι, παρά αν τύχαινε ν’ αρρωστήσει και να μην έρχεται στο Γραφείον της Εστίας τις πρωινές ώρες και στο σπίτι μου τις βραδινές και τις νυκτερινές.
Η Εστία έγινεν αφορμή να γνωριστούμε με τον Κουρτίδη, που ήτον και πριν από μας συνεργάτης, μεταφραστής διηγημάτων. Στην ψηλή καμαρούλα του πατρικού σπιτιού μου της οδού Παρθεναγωγείου, τον «Όλυμπό μου», συχνά μαζευόμαστε τις νύκτες. Κι’ αργότερα, όταν άνοιξα δικό μου σπίτι, στο μεσαίο πάτωμα, ο κύκλος έγινε μεγαλύτερος και καθημερινός τα βράδια πριν του τραπεζιού, κι’ ο Παλαμάς ήτον από τους πιστότερους. Εκεί, κάποιο βράδυ, όταν φεύγοντας βγήκεν από το γραφείο μου να φορέσει το επανωφόρι του, δεν το βρήκε, κλεμμένο από λωποδύτη, που ανέβηκε και μπήκεν από τη μισάνοικτη λησμονημένη εξώπορτα χωρίς να τον καταλάβωμε μέσα σε μια ζωηρή συζήτηση για το φλογερό τότε γλωσσικό ζήτημα. Αυτό το ζήτημα και μας ξεχώρισε για κάμποσο καιρό με την ίδρυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, και την ανάθεση της Γραμματείας του σ’ εμένα από τον Βικέλα. Οι άκροι δημοτικισταί με την κόκκινη πολεμική σημαία του Ψυχάρη, εθεώρησαν την πράξη μου σαν αλλαξοπιστία, γιατί ο Σύλλογος καθιέρωνε για τα λαϊκά βιβλία του γλώσσα μέση μεταξύ της δημοτικής και της γραφομένης. Ο Παλαμάς δεν επλησίαζε καθόλου το Σύλλογο και το σπίτι του έγινε τού δημοτικισμού το κέντρο, λίγα βήματα από το Σύλλογο, στην οδόν Ασκληπιού. Εκεί συγκεντρώνουνταν γεμάτοι ζήλο κι ορμητικότητα όλοι οι νεόβγαλτοι δημοτικισταί, που μερικοί τώρα κατέχουν τις ψηλότερες θέσεις στη Λογοτεχνία μας. Ο Παλαμάς ήτον ο «Δάσκαλος» ή ο «Διδάσκαλος» σαν από κληρονομικότητα του αδελφού του πατέρα του, που τόσο ζωηρά μας τον παρουσιάζει στις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων. Και τέτοιος Δάσκαλος ήτον φυσικό να βγάλει άξιους μαθητάς, κι ας έτυχαν και κάποιοι, που τον απαρνήθηκαν αχάριστα, παρασυρμένοι από την αχαλίνωτη επαναστατική βία τού Ψυχάρη, που άστραφτε και βροντούσε. Καλούσε σε μονομαχία το Χατζιδάκι κι απειλούσε το Βικέλα πως θα του κόψει τη μύτη. Στα υστερνά, είναι γνωστό, πως τα βάλε και με τον Παλαμά τόσο, που τον ανάγκασε να του απαντήσει κ’ εκείνος σε γλώσσα... υπερδημοτική. Αν στα παιδιάτικα του χρόνια, καθώς λέει, με τη σωματική του αδυναμία, δεν είχε καμμιά κλίση στα παλαίματα και στα πετροβολήματα, ήτον αντίθετα μαχητικότατος στην ώριμην ηλικία στους αγώνες του λόγου. Στην παραμικρήν επίθεση εναντίον του απαντούσε. Σε κάθε ζήτημα σχετικό με το δημοτικισμό πρωτοστατούσεν ακλόνητος στην πίστη του, αψηφώντας τον κίνδυνο να στερηθεί και τη θέση του στο Πανεπιστήμιον, καθώς συνέβη στα «Ευαγγελικά» και στα «Ορεστειακά». Αν ζούσε στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού κι αν είχε πιστέψει στον Ναζωραίον, τ’ όνομά του θα ήτον μεταξύ των μαρτύρων του Συναξαριστού.
Η Γραμματεία του Συλλόγου με την τεράστιαν ανάπτυξή του, είχε πάρει όλο μου τον καιρό κι απορροφούσε κάθε μου σκέψη. Έμενα συγκεντρωμένος εκεί, μακριά από τη λογοτεχνική ζωή, ξένος και αδιάφορος. Στου Παλαμά το σπίτι δεν πήγαινα από μιας αρχής, παρά μόνον καμμιά γιορτή. Κ’ εκείνος, που είχεν αραιώσει τον ερχομό του στο δικό μου το σπίτι από τότε, που αποχώρησα από τη Διεύθυνση της Εστίας, στα 1897, έκοψε κάθε σχέση κι αποξενωθήκαμε για λίγον καιρό. Γι’ αυτό και πολλοί από κείνους, πού πρωτοβλάστησαν στο φυτώριον της οδού Ασκληπιού έμειναν ξένοι για μένα κι ως τα κατοπινά χρόνια, κι’ αυτή την όψη τους δεν έγνώρισα. Τα δυο μεγαλόπνοα έργα του, τη Φλογέρα του Βασιλιά και το Δωδεκάλογο του Γύφτου, που του στερέωσαν το θρόνιασμά του στην ψηλότερη κορυφή του «Παρνασσού», γεννήθηκαν χωρίς να τα πρωτοχαρώ διαβασμένα από τα χειρόγραφα, σαν τόσα άλλα ποιήματά του. Κι’ ούτε ήτον πια ο αχόρταστος αναγνώστης της βιβλιοθήκης μου, που μάς είχε κάνει να πρωτογνωρίσωμε μαζί εκείνους που ονομάζαμε «Πιλότους του Πνεύματος»: τον Κάρλαϋλ, τον Έμερσον, τον Τολστόη, τον Ρενάν, τον Ταίν, τον Ίψεν, τον Ράσκιν. Ως τώρα ακόμα, παίρνοντας στα χέρια μου κανένα τόμο από τα έργα τους, βρίσκω τις κοκκίδες με κόκκινο μολύβι, που είχα δώσει την ελευθερία να κάνει ο Παλαμάς στα περιθώρια, όπου βρίσκει κάτι άξιο να σημειωθεί. Τα δικά μου τα σημάδια ήταν με μαύρο μολύβι για να ξεχωρίζουν.
Ξανασμίξαμε με τον Παλαμά, αφού έβαλε λίγο νερό στο δυνατό κρασί του, και δεν μας εξεχώρισε πια παρά μόνον ο θάνατός του, κι’ ας μας κρατούσε σε απόσταση η σωματική αδυναμία και των δυο μας. Όσο κατοικούσε λίγα βήματα μακριά από του Συλλόγου το Κατάστημα, ήρχουνταν συχνά τα πρωινά, προτιμώντας πάντα να είμαστε μόνοι ή με συντροφιά τρίτου κάποιου παλιού φίλου, σαν τον Δαμβέργη ή τον Προβελέγγιο, φερμένον περαστικά από τη Σίφνο του. Οι ξένοι και πρωτογνώριστοι τον ενοχλούσαν και κάποτε έφευγε πριν έμπει στο γραφείο μου, αν άκουεν ομιλίες απ’ έξω. Πολλούς στίχους του πρωτόγραφους, μου τους έλεγεν εκεί. Τα Τετράστιχά του και τις Νύχτες του Φημών, γεννημένα σιγά σιγά, τα πρωτάκουσα εγώ το ίδιο πρωινό. Τα μετρούσε και μπαίνοντας μου ‘λεγε:
– Έγιναν τριάντα πέντε.
Και σε λίγες ημέρες:
– Έφθασαν τα εβδομήντα έξι.
– Και ως τα πόσα θα πας; τον ρωτούσα.
– Μπορεί να γίνουν εκατό.
Κ’ έγιναν εκατοντάδες!
Από τούς νέους φίλους μας ξεχώριζε και αγαπούσε το ζωγράφο Μπισκίνη, που τον έχει ζωγραφίσει τρεις φορές: τη μια στο Σπιτάκι της Σεβαστοπουλείου Σχολής, σ’ ένα σκίτσο με λάδι, την ίδια μέρα, που είχε κάνει με πηλό και ο Τόμπρος τη μικρούλα προτομή του. Την άλλη σωστή προσωπογραφία, μέσα στο Εκπαιδευτικόν Μουσείον του Συλλόγου και την τρίτη όταν τυπώθηκαν οι Βωμοί, σαν ιερέα του, Απόλλωνος, που κάνει θυσία σ’ ενός βωμού την πλάκα.
Κάποιο πρωινό, που έτυχε να είναι και ο Μπισκίνης, μου έφερεν ένα λεύκωμα φίλης του Κυρίας να γράψω κάτι κ’ εγώ. Για να τον ευχαριστήσω, της έγραψα το τετράστιχο:
Πώς τη ζωή μου να χαρώ,
τέτοια, που μ’ απομένει;
Το δαχτυλίδι το φορώ,
μα η πέτρα είναι χαμένη.
Μου ήρθε τότε μια ιδέα: Σ’ ένα φύλλο του λευκώματος να κάνει ο Μπισκίνης το σκίτσο τού χεριού τού Παλαμά την ώρα πού κρατεί την πέννα και γράφει. Αυτό θα ήτον για τη φίλη του Κυρία πολύτιμο απόκτημα. Ο Παλαμάς δεν εδυστρόπησε, καθώς συνήθιζε. Του δάνεισα το στυλογράφο μου, ακούμπησε το χέρι του σ’ ένα χαρτί πάνω στο τραπέζι μου, και το δημιουργικό χέρι του σχεδιάσθηκε απαράλλακτο, γεμάτο ζωή, έτοιμο να φύγει από το στενό φύλλο του λευκώματος, που το περιώριζεν.
Ο Μπισκίνης τον έκανε να γνωρίσει και μια νέα ζωγράφο, μαθήτριά του και περισσότερο της γυναίκας του, την Άλεξ. Ήτον ένας ωραίος ανατολίτικος τύπος, πού τον τραγούδησα σε πολλά τραγούδια μου στα Φευγάτα Χελιδόνια. Ευγενικότατο, αγαθότατο και αφελέστατο πλάσμα, απόκτησεν αμέσως τη συμπάθεια του δύσκολου Παλαμά. Και αφού τη γνώρισε περισσότερο κάποια μέρα στων Μπισκίνηδων το ξώμερο χαρωπό σπιτάκι, δέχτηκε και την πρόσκλησή της να πάμε όλοι ένα απογεματινό στο πλουσιότατο σπίτι της, που κατοικούσε με τη μητέρα της – πατέρα δεν είχε – σε μια πάροδο της οδού Πατησίων. Η Άλεξ μας προσκάλεσε τότε εξ ονόματος της μητέρας της να πάμε όλοι ένα βράδυ στο σπίτι της να φάμε. Δέχτηκε πρόθυμα κι’ ο Παλαμάς. Τον πήραν από το σπίτι του οι Μπισκίνηδες μ’ ένα ταξί, πέρασαν και πήραν κ’ εμένα από την οδόν Πολυτεχνείου και πήγαμε όλοι μαζί. Πλουσιότερο τραπέζι δεν μπορούσε να γίνει και τόσο καλόκαρδο. Ο στρυφνός Παλαμάς ποτέ δεν ήτον τόσο διαχυτικός και εύθυμος. Ζαλισμένος από τα καλά κρασιά τραγουδούσε το «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» μέσα στο αυτοκίνητο, που ήρθε και μας πήρε κοντά τα μεσάνυχτα.
Έχω ακόμα φωτογραφίες του Παλαμά με την Άλεξ, και άλλες με τη συντροφιά και των Μπισκίνηδων. Για του καιρού εκείνου, του 1928, το θυμητικό, έχω βοηθό πολύτιμο, ένα γράμμα τού Μπισκίνη γραμμένο στις 21 Μαΐου 1943 ημέρα τού Αγίου Κωνσταντίνου, που εόρταζε τ’ όνομά του ο Παλαμάς. Ο Μπισκίνης έχει τη φυσική χάρη, που είχε κι’ άλλος ζωγράφος, ο Γύζης, να γράφει ωραία γράμματα, και αυτό είναι από τα ωραιότερα.
Αντιγράφω την αρχή του: «Ταξιδευτής ο νους μου αυτή την ώρα φεύγει, πετιέται στα χρόνια μου τα εφηβικά και συντροφεμένος απ’ όλα τα όνειρα της νιότης, ανηφορίζω στο έμπα της οδού ’Ασκληπιού, όπου οι ανθισμένες νεραντζιές του κήπου του αντικρινού στου Παλαμά τα παραθύρια σκορπούσαν ολόγυρα το μεθυστικό το μύρο τους. Τότε όλο και προς τ’ αυριανά αρμένιζεν η σκέψη κι’ απίκραντη ήτανε η καρδιά. Δεν είχα γνωρίσει ακόμα τον Ποιητή, που τον μεθούσαν τα ίδια τα νεραντζάνθια της γειτονιάς του κ’ έγραφε γι’ αυτά:
Και μέσα μου και τα γερά και τ’ άρρωστα μεθάνε
με τ’ απριλιάτικο κρασί, καθώς μου το κερνάνε
μέσ’ στ άσπρα ποτηράκια τους τα νεραντζάνθια...
»Στον ίδιο δρόμο κ’ υστέρα από χρόνια, συντροφιά με σας και με την Άλεξ ανεβαίναμε κ’ οι τρεις μας στου Παλαμά το σπίτι, ανήμερα στη γιορτή του, για να τον ευχηθούμε. Σεις κρατούσατε κάποιο δεματάκι κ’ η Άλεξ μιαν αγκαλιά τριαντάφυλλα. Στη σάλα είχαν κι όλας κρεμάσει το πορτραίτο του Ποιητή, που του είχα κάμει κείνο τον ίδιο μήνα μέσα στο Μουσείο του Συλλόγου, και είχατε ‘σεις φιλικά φροντίσει για το κορνίζωμά του. Η όψη του Παλαμά ήταν φωτισμένη από χαρά, κι η γλώσσα του δεν μπορούσε να βρει λόγια να δείξει την ευχαρίστηση, που έπαιρνε βλέποντάς μας. Ήτανε στα 1928. Τί γιορτινό πάλι, στ’ αλήθεια, που ήτανε κείνο το Μαγιάτικο πρωινό! Έλαμπεν ο γαλανός ουρανός της Αθήνας από ήλιο λουσμένος και φέγγανε τα μάτια όλων μας, σαν να καθρεφτίζονταν οι φλόγες μύριων αναστάσιμων λαμπάδων μέσα τους. Ήταν σαν Πασχαλιά, γιορτή της Αγάπης εκείνη η μέρα!»
Και ο τόνος αλλάζει με μιας παρακάτω:
«Σήμερα γιορτή τ’ Αη Κωνσταντίνου, τον γιορτάζομε στο ιερό της μνήμης μας τον Κωστή Παλαμά. Και γυρίζει ό νους μου, στις πρώτες μέρες του ίδιου του Μαγιού, που εδώ πάνω, στο σπιτάκι μου, είχαμε σμίξει οι ίδιοι φίλοι. Καθιστός στο χείλος του πηγαδιού μας ο Παλαμάς και πλάι του ολόρθη, στητή σαν κανηφόρα η Άλεξ, πάντα με το γέλιο της ξένοιαστης νιότης της. «– Να η σκηνή του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα! είπατε ‘σείς, να ιδούμε τί θα της πεις τώρα!» Κι ο Παλαμάς, με το φασαμέν κάτω απ’ τα δασωμένα φρύδια του, γελαστός για το πείραγμά σας, κοιτάζοντας καλά την Άλεξ, είπε: «– Μα, αδερφέ, η κοπέλλα δεν έχει ούτε έναν άντρα ακόμα, πώς θέλεις να της φορτώσω πέντε στη ράχη της;»
Και τελειώνει:
«Έτσι το Συνοδοιπόρο σας στο ανηφόρισμα της Τέχνης τον ζούμε μέσα στην ψυχή μας, καθώς και κάθε άλλο αγαπημένο πρόσωπο, που έφυγε πρωτύτερα από μάς. Αν φευγάτοι αγαπημένοι μας παίρνουν κάμποσο απ’ τη δική μας ζωή μαζί τους, ωστόσο κ’ εμείς κρατούμε πολύ από τη δική τους ύπαρξη στη θύμησή μας»