Ο ΚΩΝ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ (ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ) ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Ακαδημαϊκός, ολυμπιονίκης και γλύπτης διεθνούς φήμης, ο Κωνσταντίνος Θ. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1881 στη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινή νοτιοκεντρική Βουλγαρία), όπου, έως το 1906, η ελληνική κοινότητα άκμαζε φιλοξενώντας αξιόλογα εκπαιδευτικά ιδρύματα[1]. Ο Δημητριάδης σπούδασε γλυπτική στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας (τη μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Γεώργιο Βρούτο. Το 1903 έλαβε την Αβερώφειο υποτροφία, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο. Τον επόμενο χρόνο, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην Γκραντ Σωμιέρ (Académie de la Grande Chaumière) και στη Σχολή Καλών Τεχνών (Έcole des Beaux-Arts), To πρώτο του ατελιέ το άνοιξε στο Παρίσι, το 1905, ενώ αργότερα άνοιξε και δεύτερο στο Λονδίνο. Το 1930 επιστρέφει στην Αθήνα και διορίζεται, με παρέμβαση του Ελευθερίου Βενιζέλου, πρώτος διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και καθηγητής της γλυπτικής, θέση που διατήρησε έως το θάνατό του, στις 28 Οκτωβρίου 1943. Η επιτυχία του, όμως, δεν σταματά εκεί. το 1936 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 1937 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1938 συμμετείχε στην πρώτη ετήσια Πανελλήνια Έκθεση, που οργανώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας.
Κατασκεύασε έργα που ήταν πραγματικά αριστουργήματα. Βασικότερη επίδραση στο έργο του δέχτηκε από τις δημιουργίες του Γάλλου γλύπτη Αυγούστου Ροντέν. Έτσι, κάθε δημιουργία του Δημητριάδη αποτελεί και μια μαρτυρία των γνώσεων και της εκτίμησης του ίδιου για την ανατομία του ανθρωπίνου σώματος. Το πιο φημισμένο του έργο, το ορειχάλκινο άγαλμα, «ο Δισκοβόλος»[2], χάρισε στον Δημητριάδη το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924, στο Παρίσι[3], καθιστώντας τον ολυμπιονίκη. Ακόμα, έργα του είναι: «Το άγαλμα της Λουομένης», «Ο ανδρείος κορμός γυναικός», «Οι προτομές του Μ. Αλεξάνδρου, του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Μ. Βοναπάρτη, του Γ. Δροσίνη», «Τα ηρώα της Αγίας Λαύρας και της Χίου» και άλλα.
ΚΩΝ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Η γνωριμία του Δροσίνη με τον Δημητριάδη αρχίζει σίγουρα το 1939, τότε που ο γλύπτης άρχισε τα σχέδια για την προτομή. Η μεγαλύτερη σύνδεση μεταξύ των δύο αντρών καταγράφεται, όταν ο γλύπτης θέλησε να φιλοτεχνήσει την προτομή του Δροσίνη, πράγμα που ο Ποιητής δεν επιθυμούσε.
Άπαντα, τόμος 11ος
Ο Δροσίνης γράφει στο ημερολόγιό του:
30 Απριλίου 1943
«Το ρόλο μοντέλου, που άρχισα με τις φωτογραφίες, είναι κίνδυνος να εξακολουθήσω με την ιδέα τού Κ. Δημητριάδη, που θέλει και καλά να κάνει την προτομή μου αρχισμένη σε πρώτα σχέδια προ 3-4 ετών. Ήρθε χθες με τον Αθανασάκη και Δοανίδη κ' έμεινεν 2 ώρες. Πού να γίνει όμως το ατελιέ; Στο σπίτι εδώ δεν υπάρχει κατάλληλο μέρος. Μόνο καταφύγιο η φιλική γειτονιά, πρόθυμη μόλις το άκουσε. Έχει πολλά διαθέσιμα δωμάτια. Αλλά θα είναι αρκετά φωτερά; Θα πάω να τα ιδώ και θα τηλεφωνήσω του Δοανίδη νά 'ρθει κ'εκείνος να κρίνει τελειωτικά. Ειδεμή, γλυτώνω από την προτομή».
Όμως, ο επίμονος Δημητριάδης δεν θα αφήσει τελικά περιθώρια στον Δροσίνη. Ένα μήνα μετά, το ατελιέ αποφασίστηκε και οι ετοιμασίες ξεκίνησαν:
16 Μαΐου 1943
«Ήρθε σήμερα με τον Αθανασάκη ο γλύπτης Δημητριάδης, αποφασισμένος να κάνει την προτομή μου και γλήγορα μάλιστα. Του είπα πως μόνη λύση βρήκα το γειτονικό ισόγειο πάτωμα, που είναι αδειανό και μου το παραχωρούν για ατελιέ προθυμότατα. Μόνον δεν ξέρω αν το βρίσκει κατάλληλο κι' αρκετά φωτερό. Πήγε και το είδε κ' εγύρισεν ευχαριστημένος. Λογαριάζει την άλλη βδομάδα να μεταφέρει με το αυτοκίνητο, που του παραχωρεί ο Αθανασάκης, το καβαλέτο και τον πηλό πλασμένον γενικά στα μέτρα της προτομής που μου έχει πάρει. Ώστε δεν μπορώ πια να ξεγλιστρήσω και θα το υποστώ σαν κάτι πεπρωμένο. Μου υπόσχεται πως θα είναι 8-10 ημερών ιστορία».
26 Ιουνίου 1941
Η σχέση τους, όμως, μαρτυρείται και από άλλα γεγονότα. Όπως, όταν, στις 26 Ιουνίου 1941, ο Δημητριάδης πηγαίνει, μαζί με τα αδέλφια τού Δροσίνη (Κάτια και Στράτο), να παραλάβουν το σπίτι τους στον Ωρωπό από το οποίο μόλις είχαν φύγει οι Γερμανοί. Μάλιστα, τρεις μήνες μετά, ο ίδιος ο Δροσίνης σχολιάζει ένα ταξίδι του Δημητριάδη στο Χορευτό Μαγνησίας.
23 Οκτωβρίου 1941
«Ζηλεύω τον Δημητριάδη που θα πάει πάλι στο Χορευτό και θα περάσει εκεί το χειμώνα. Δεν ξεχειμώνιασα ποτέ εκεί, αλλά δεν ξεχνώ το χρόνο, που έμεινα ως τέλος 8βρ. με τα πρωτοβρόχια. Ανάβαμε το τζάκι με ρίζες από λεμονιά, που την είχε ξεράνει ο πάγος, και μοσχοβολούσε η μεγάλη χειμωνιάτικη τραπεζαρία. Έξω έβρεχε και φυσούσε δυνατός αέρας. Η θάλασσα άφριζε. Οι λεύκες τίναζαν τα φύλλα τους. Τα πουλιά μαζεύουνταν στο ακρογιάλι για να φύγουν. Μόλις έκοβε η βροχή κ' έβγαινε ο ήλιος, κάναμε έξοδο προς τη Γαλιάργια και τον ανήφορο του Λογιωτάτου για μανιτάρια, τα γνωστά κοκκινομανίταρα τα ακίνδυνα, κάτω από τις ελιές. Κάποτε με την καραμπίνα Φλομπέρ τουφέκιζα μυιγοχάφτες παχύτατους για πιλάφι. Άμα ξανάβρεχε, πίσω στο σπίτι. Διάβαζα ξαπλωμένος στον απέραντο καναπέ ή έγραφα στίχους, απάνω σ' ένα παράθυρο που ατένιζε το γιαλό».
Επιπλέον, στη σελίδα 224 του ημερολογίου του Δροσίνη μαθαίνουμε ότι ο ποιητής συνήθιζε να διαβάζει τα τελευταία έργα του στον Δημητριάδη. Μάλιστα, ο Δημητριάδης απαθανάτισε τον Γ. Δροσίνη ζωγραφίζοντάς τον στο Κολωνάκι, στη Δεξαμενή[4]. Επίσης, στο βιβλίο του «Στην Αθήνα που ζήσαμε» (Επιμέλεια του Συλλόγου των Αθηναίων, σ.σ. 67-90), ο Δημητριάδης γράφει για τον Δροσίνη κείμενο, παραθέτοντάς το μαζί με μια φωτογραφία του Ποιητή. Το ίδιο κάνει και στο άρθρο του «Πορτραίτα», στο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» (σελ. 961). Φαίνεται λοιπόν πως οι δύο τους διαποτίζονταν από φιλία και έτρεφαν αμοιβαία εκτίμηση.
Όταν ο Δημητριάδης σκόπευε να απαγγείλει δημόσια κάποια από τα ποιήματα του Δροσίνη, ο ποιητής σχολίασε στο ημερολόγιό του πως δεν επιθυμεί τέτοιου τύπου δημοσιότητες οι οποίες, παραθέτουμε τα λόγια του Δροσίνη, «πέφτουν σαν πέτρες στα νερά τα ήσυχα της μοναξιάς μου». Με παρόμοιο τρόπο αντιμετωπίζει ο Δροσίνης και την απαγγελία ποιημάτων του από τον Σικελιανό, το Μάιο του 1944, στην Πλάκα: «το κοινό θα χειροκροτήσει τον ποιητή ή τον ηθοποιό. Εκείνον ή εμένα-Αηδία». Δεν είναι η πρώτη φορά, άλλωστε, που παρατηρούμε την απέχθεια αυτή του ποιητή προς τη δημοσιότητα. την έχουμε συναντήσει ξανά, όταν ο Δημητριάδης θέλησε να φιλοτεχνήσει την προτομή του. Από το ημερολόγιο του ποιητή παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα, στο οποίο ο Δροσίνης αναφέρεται στο λόγο του Δημητριάδη και την απαγγελία του Σικελιανού τον Μάιο του 1944:
24 Μαΐου 1944 (Άπαντα, τόμος 12ος, σ. 254)
«Έμαθα σήμερα για την χθεσινή ομιλία του Κ. Δημητριάδη στο Σύλλογο Αθηναίων στην Πλάκα με θέμα το υποκείμενό μου. Μου λένε πως είχε μεγάλη επιτυχία. Μπορεί. Είναι καλός ομιλητής με ευχάριστη φωνή και πολύ συμπαθητική όψη και θ' ακούστηκεν ευχαρίστως η διήγηση της συνομιλίας του μαζί μου, που είχαμε κάνει εδώ στην Κφσ., γιατί του είχα πει πολλά σχετικά με γνωστά πρόσωπα των περασμένων χρόνων και διασκεδαστικά ανέκδοτα. Μου είπαν, ακόμα, πως το «Μοιρολόι της Όμορφης», που απήγγειλεν ο Σικελιανός ολόκληρο, γοήτεψε το ακροατήριο. Εμένα δε θα με γοήτευε, βέβαια, γιατί θα το μεταμόρφωσε σε θριαμβευτικό παιάνα με τη φωνάρα του».
26 Ιουνίου 1944
Στο τέλος ενός κειμένου γράφει:
«..πώς μου φαίνεται αστείο να δίνουν τόση σημασία στο έργο μου, αυτοί που δεν το πρόσεξαν ποτέ ή τό ‘βαλαν σημάδι της κριτικής σαΐτας τους, όπως τα παιδιά του δρόμου, που κυνηγούν τα πουλιά με τα λάστιχα. Έχω αποδείξεις πως χωρίς να με διαβάσουν, πολλοί έκαμαν μαθήματα σχετικά με τα έργα μου και έφθαναν ως τα «Αμάραντα» και την «Αμαρυλλίδα» και αγνοούσαν όλα τα κατόπιν. Κι' ο Κ. Δημητριάδης, που μίλησε τώρα τελευταία στον Σύλλογο Αθηναίων, όταν ήρθε να με ιδή εδώ, δεν είχε διαβάση τα Σκόρπια Φύλλα κι' ούτε ήξερε «Το Μοιρολόι της Όμορφης».
Έχουμε δύο αναφορές, στις 24 Μαΐου 1944 και στις 28 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, από τον Δροσίνη για τον Δημητριάδη, αν και οι εγκυκλοπαίδειες γράφουν ότι ο Δημητριάδης απεβίωσε το 1943. Απλώς, το καταθέτουμε και ο προβληματισμός παραμένει.
26 Οκτωβρίου 1947, σ. 327.
Εορτή του Αγίου Δημητρίου σήμερα. Πανηγυρίζει ο γειτονικός ναός από χθες βράδυ με χαρμόσυνες καμπάνες και σημαιοστολισμόν. Πόσοι φίλοι του καλού καιρού εώρταζαν σήμερα και δεν ζει κανένας! Αιγινήτης, Καμπούρογλου, Λουκόπουλος, Δημητριάδης, Ηλιόπουλος, Δεληγιώργης, Τσάτσος. Αντί ευχών ανάβω το λυχνάρι της Μνήμης στους τάφους των».
Ο Δροσίνης δέθηκε με δυνατούς δεσμούς φιλίας με κάθε έναν από τους αναφερθέντες. Για χρόνια περπάτησαν δίπλα δίπλα, μόνο ο θάνατος τους χώρισε!
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΣΤΟΝ ΣΥΛΛΟΓΟ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
Ας μείνουμε λίγο περισσότερο σε εκείνο τον Μάιο του 1944. Τότε ήταν που εκφωνήθηκε στον Σύλλογο των Αθηναίων ο λόγος του Δημητριάδη, στον οποίο περιγράφει μια επίσκεψή του στο σπίτι του Δροσίνη στην Κηφισιά «Τον περασμένο Απρίλη»[5] και τη φιλική συνέντευξη την οποία πήρε από τον ποιητή εκεί.
Ο λόγος ξεκινάει με μία αντίθεση ανάμεσα στην «Άνοιξη», που βασίλευε έξω από το σπίτι του ποιητή, και στη «Βαρυχειμωνιά» στο εσωτερικό του. Ο χειμώνας αποτελεί ένα σύμβολο του γήρατος στην ποίηση του Δροσίνη. Ο Ποιητής φωλιασμένος στην πολυθρόνα του, πλάι στα σκόρπια φύλλα του, δέχτηκε εγκάρδια τους επισκέπτες του. «Πόσες νοσταλγικές θύμησες μου ξαναφέρνετε στο νου με τις ομιλίες σας γύρω από την Αθήνα την Παλιά!», είπε ο Δροσίνης και άρχισε να αναπολεί: τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, την παλιά Πλάκα με τα καρναβάλια της, το πατρικό του, που γίνηκε αγορά, το δεύτερο σπίτι του στην Πεσματζόγλου, πλάι στο Αρσάκειο, όπου έγραψε την ειδυλλιακή ιστορία «της Αμαρυλλίδος», τους δροσόλουστους κήπους της Αθήνας (των Ιλισσίδων, των Χαρίτων και των Νυμφών). Ακόμα και τα πρώτα του καρδιοχτύπια τους διηγήθηκε, στην «Ανοιξη των αναμνήσεών του».
Η πρώτη ερώτηση για τον Δροσίνη ήταν πότε έγραψε το αθάνατο τραγούδι τής «Ανθισμένης Μυγδαλιάς». ο Ποιητής απάντησε: «Ήταν στα 1879 πού 'χα γράψει τους στίχους της από μια ζωντανή εικόνα. Κάποιο δειλινό, είδα μιαν όμορφη ξαδερφούλα μου Αρσακειάδα, την κατόπιν κυρία Μελετοπούλου, να κουνάει στο περιβολάκι μας μιαν ανθισμένη νεραντζιά και να πλημμυρίζει απ' τους ανθούς της. Τότε στο στίχο μου την έκανα για πιο ποιητικό, μυγδαλιά, και δημοσίευσα το ποίημα. Ύστερα, ταξίδεψα στη Λειψία για σπουδές. Κι όταν γύρισα, μετά από χρόνια στην Αθήνα, κάποιο βράδυ περνώντας απ' την οδό Πινακωτών[6] στάθηκα ν' απολαύσω ένα ωραίο τραγούδι μιας παρέας κανταδόρων με κιθάρες. Και ποια ήταν η έκπληξή μου, όταν πρόσεξα κάτω απ' τη γλυκιά εκείνη μελωδία, τα ίδια τα δικά μου λόγια της Ανθισμένης Αμυγδαλιάς». Ο Δροσίνης είχε ζητήσει να μάθει το μουσουργό των νεανικών του εκείνων στίχων, αλλά δεν το κατόρθωσε. Παρακάτω στο λόγο ο Δροσίνης αναφέρει ότι είναι «τα πιο πρόχειρα έργα των ποιητών που γνωρίζουν τις πιο μεγάλες δόξες, κι’ εκείνα που γράψανε με όλη τους τη δύναμη πέρασαν ολωσδιόλου απαρατήρητα».
Σε μία διακοπή, ο Δημητριάδης εξήγησε στον ποιητή πως ένας από τους κύριους σκοπούς των διαλέξεών τους, από το Ραδιόφωνο και από τον Σύλλογο των Αθηναίων, αποτελούσε (παραθέτουμε τα λόγια του Δημητριάδη): «να φέρουμε εμείς οι νεώτεροι, στους σεβαστούς πρωτοτεχνήτες του στίχου, του τραγουδιού και του λόγου, ένα μήνυμα αγάπης και βαθειάς ευγνωμοσύνης, γιατί με τις δημιουργίες τους, ομόρφυναν την ζωή της περασμένης και της σημερινής Ελληνικής γενιάς, και τώρα τρέφουν το βλέμμα τους γαλήνια, προς το χρυσό ηλιοβασίλεμα». Ο ποιητής άκουσε με συγκίνηση τα λόγια του Δημητριάδη και πρόθυμα δέχτηκε να μιλήσει για περισσότερα σημεία της ζωής του και του έργου του, τα οποία σχετίζονται με τη ζωή τής παλιάς Αθήνας έως το 1902.
Μίλησε αρχικά, αφού ρωτήθηκε, για τη μεγάλη επιτυχία της δημιουργίας του στο κοινό. Η επιτυχία: Ένα βεγγαλικό που λαμπροφωτάει τον ουρανό και τα πάντα γύρω, για λίγες στιγμές, και ξάφνου σβήνει απότομα και σ' αφήνει πάλι στο πηχτό σκοτάδι, μ' ένα... καμένο ξυλάκι στο χέρι - όπως είχε πει ο Καρλάιλ, νομίζω». Έπειτα, αναφέρθηκε στην πρώτη του εμφάνιση με το ψευδώνυμο «Αράχνη», σε ηλικία 19 ετών, στον περίφημο «Ραμπαγά», με το ποίημά του «Το λάθος του Θεού». Με το φίλο του και «συνοδοιπόρο στην τέχνη» Κωστή Παλαμά παιδεύονταν τότε να δημοσιεύουν έργα στη ζωντανή δημοτική γλώσσα καθώς πλήθος «γλωσσαμυντόρων» τους παραφύλαγε. Τελικά, ο Δροσίνης βρήκε ένα τρόπο, χρησιμοποίησε την καθαρεύουσα για το αφηγηματικό μέρος των διηγημάτων τους, αλλά στα διαλογικά μέρη έβαζε δύο χωρικούς να μιλάνε στη δημοτική. Έτσι, σιγά-σιγά, ο Δροσίνης έντυσε την αφήγηση των έργων του με τη δημοτική. Χαρακτηριστικά είναι τα ειρωνικά λόγια του Αχιλλέως Παράσχου για τους δύο νέους οι οποίοι άνοιγαν καινούριους δρόμους στην ποίηση: «Εκείνα τα... παιδαρέλια, ο Γιωργάκης κι ο Κωστάκης». Όπως λέει και ο Δροσίνης: «Έτσι είναι πάντα... οι παλιοί με τους νέους: Νύφη και Πεθερά! Ασυμβίβαστοι».
Στην ερώτηση εάν υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στον ίδιο και στον Παλαμά, ο Δροσίνης απάντησε: «Κάθε άλλο! Τον αγαπούσα πολύ τον Παλαμά. Κι' εκείνος το ίδιο. Κι' ο ένας υπερηφανευόταν πάντα για τις επιτυχίες του αλλουνού. Μα εκείνος ανέβηκε με τα χρόνια πιο ψηλά απ' όλους μας. Γιατί: όπως όλα τα δέντρα, και το δέντρο της Τέχνης έχει μόνο μια ψηλή κορφή. Κι' η κορφή του, η ψηλότερη στην ποίηση, είναι ο Παλαμάς!». Ο Δροσίνης μίλησε στον Δημητριάδη και για τους υπόλοιπους φίλους από την «Εστία»: τον Πολέμη, τον Κασδόνη, τον Βικέλα, τον Άγγελο Βλάχο, τον Άδωνι Κύρου, τον Σουρή. Μάλιστα, αστειεύτηκε για τη μυωπία του Σουρή, ο οποίος χαιρετούσε «αιγινίτικα κανατάκια σε γνωστά παράθυρα παίρνοντάς τα για ωραίες γειτόνισσες», «και πόσους ρασοφόρους Ριζαρίτες δεν έπαιρνε ο Σουρής για Αρσακειάδεςμε μαύρες ποδιές...».
Σε ερώτημα σχετικά με τις Ποιητικές Σχολές ο Δροσίνης απάντησε: «Οι Σχολές! Τι βάσανο ήταν ν' ανήκει κανείς σ' αυτές! Ήταν σαν το σπουδαστή που δε βλέπει την ώρα να τελειώση μια μέρα το σκολείο για να πετάξει πια εκείνο το παλιό του πηλήκιο, με τον αριθμό και την κουκουβάγια και να ελευθερωθεί». Η συζήτηση στράφηκε ύστερα στα ταξίδια του Δροσίνη στην Σκύρο, στα ψαρέματά του με το φίλο του Ιωάννη Βαλαωρίτη και τα κυνήγια του. Ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις του Ποιητή είχαν και οι περίφημες βεγγέρες στο αρχοντικό του Αγγέλου Βλάχου, όπου σύχναζαν τότε οι λόγιοι και σκάρωναν τις ιστορικές ποιητικές «Μπερλίνες», καθώς και τα παιχνίδια φιλολογικών πειραχτικών ερωταπαντήσεων, για παράδειγμα: «Ένα κι ένα πόσα κάνουν;», «Σε όλες τις περιστάσεις: Δύο. Στον έρωτα: Ένα. Στην απιστία: Τρία!», απαντούσε ο Δροσίνης.
Ζητήθηκε έπειτα από τον Δροσίνη να ονομάσει μουσουργούς οι οποίοι μελοποίησαν τους στίχους του. Αφού ο ποιητής ονόμασε τον Λαυράγκα, τον Ξανθόπουλο και κάποιους άλλους, είπε: «Μα είναι και κανένας απ' τους Έλληνες μουσουργούς που να μην έχει μελοποιήσει στίχους μου;». Αμέσως τον ρώτησαν τότε, τι ήταν εκείνο που του έφερε έμπνευση στις δημιουργίες του. Ο Δροσίνης, αφού πάλι ονόμασε ορισμένες βασικές πηγές έμπνευσής του (τ’ αστέρια, το φεγγοβόλημα, οι ωραίες γυναίκες, τα λουλούδια, η μουσική...), σταμάτησε ξαφνικά και είπε στον Δημητριάδη: «Αγαπητέ μου! Πώς θέλεις να ξεχωρίσω ένα μονάχα όργανο από μιαν ορχήστρα; Εμένα με συγκινούσε και φτέρωνε πάντα τις εμπνεύσεις μου ολάκαιρη η ορχήστρα της ομορφιάς! Ολάκαιρη!».
Από όλες τις ποιητικές συλλογές του Δροσίνη, εκείνη, που τον χαρακτήριζε περισσότερο στο έργο του, ήταν τα τραγούδια με τίτλο «Θα Βραδιάζη». Σε εκείνα, ομολόγησε ο ίδιος, δείχνει τη μεγάλη αγάπη του για τη ζωή του χωριού. Μάλιστα, «αν καμιά σημερινή Φρύνη [...] πάγαινε και τούλεγε [...] πως πήραν φωτιά όλα του τα έργα, για να τρέξει να σώσει και να της χαρίσει το καλύτερό του, ο ποιητής θα φώναζε: Τρέξτε! Σώστε! Τα τραγούδια με τον τίτλο Θα Βραδιάζη!». Όπως λέει ο Δημητριάδης: «Ο Δροσίνης αγάπησε θερμά τα δέντρα, τα φυτά και τα ζωντανά του χωριού, όπως κι' ο Γκαίτε. Οι πιστές, οι ασύγκριτες ζωγραφιές απ' την Ελληνική φύση, που μας δίνει στα τραγούδια του αυτά, αστέρια είναι, που θα λάμπουν για πάντα στον ποιητικό ουρανό μας».
Όσον αφορά το πιο αγαπημένο τραγούδι που είχε γράψει, ο Δροσίνης απάντησε με συγκίνηση: «Το πιο αγαπητό, μα και το καλύτερο τραγούδι μου είναι το Μοιρολόι της Όμορφης, που τό 'χα γράψει για μιαν αιθέρια χωριατοπούλα, τη Μορφούλα Κόλια». Ο Δημητριάδης μας πληροφορεί ότι ο ποιητής είχε γνωρίσει τη Μορφούλα ένα καλοκαίρι σ' ένα χωριό της Εύβοιας, τις Γούβες, όταν ήταν αυτός παιδί. Με τα χρόνια, βέβαια, έμαθε ο Δροσίνης πως την πάντρεψαν με έναν πλούσιο επιχειρηματία από την Αιδηψό, «μα το λουλούδι εκείνο του βουνού μαράθηκε γρήγορα απ' τη νοσταλγία και χάθηκε μια μέρα, πάνω στο άνθος του». Στο σημείο αυτό, ο Δημητριάδης τοποθετεί μέσα στο κείμενο ένα απόσπασμα από το Μοιρολόι της Όμορφης.
Ο Δημητριάδης έπειτα ζητά από τον Δροσίνη να του εκμυστηρευτεί το μυστικό των θαλερών γηρατειών του και το γνωμικό που τον κατευθύνει στη ζωή του. Ο Δροσίνης απαντά: «Το μυστικό μου!... Το περίμενα Ο Θεός χαρίζει σ' όλους μας ένα μεγάλο κεφάλαιο: Μην το σπαταλάτε. Σας φτάνει να ζείτε θαυμάσια μόνο απ' το εισόδημά του! Μα οι περισσότεροι -και μάλιστα οι πιο νέοι- καταβροχθίζουνε με βουλιμία ολάκαιρο το κεφάλαιο και... ξοφλάνε! Ενώ εγώ έζησα τόσα χρόνια πολύ καλά, μονάχα με τους τόκους του. Να το μυστικό μου!». Όσον αφορά το αγαπημένο μου γνωμικό: «Ό,τι προφτάσωμεν. Αυτό με οδηγεί πάντα.» Μίλησε τέλος ο ποιητής για τα σχέδια, για τις ανησυχίες του και για τις ιδέες του.
Το κείμενο κλείνει με την ίδια αναφορά στο χειμώνα και την άνοιξη όπως ξεκίνησε, αυτή τη φορά όμως η εικόνα είναι ανεστραμμένη. «Στο τέλος, η στερνή χειμωνιάτικη φωτιά στο τζάκι του είχε πια σβηστεί. Κι αφήσαμε τη γελαστή Άνοιξη να βασιλεύει στο γραφείο του! Κι όταν κλείσαμε την πόρτα του, έξω, κυριαρχούσε ένας βαρύς χειμώνας!».
Δήμητρα Κωνσταντίνου
Μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου
«Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη»
[1] Στη Στενήμαχο στα 1903 καταγράφονται τα ακόλουθα εκπαιδευτικά ιδρύματα: Ένα σχολαρχείο με 85 μαθητές και 3 δασκάλους, μία Αστική σχολή με 309 μαθήτριες και 7 δασκάλους, τρία δημοτικά σχολεία, με περισσότερους από 450 μαθητές και 8 δασκάλους, και τρία νηπιαγωγεία.
[2] Το έργο αυτό σήμερα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, ενώ αντίγραφό του είναι τοποθετημένο στην Αθήνα, απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο.
[3] Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1924 πραγματοποιήθηκαν, πέρα από αθλητικά αγωνίσματα, και καλλιτεχνικοί διαγωνισμοί.
[4] Το έργο, ζωγραφισμένο με πενάκι, υπάρχει στο Μουσείο Δροσίνη.
[5] Για παράδειγμα, στην αρχή του λόγου αναφέρεται «χτυπούσαμε την σιδερένια πόρτα του τραγουδιστή της Ανθισμένης Αμυγδαλιάς, που γιορτάζει φέτος τα 85 χρόνια», καθώς ο Δροσίνης έκλεινε τα 85 του το 1944. Η εκδοχή (πιο απίθανη) είναι να έχει γίνει λάθος στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δημητριάδη, εξαιτίας της γερμανικής κατοχής, ο οποίος ίσως πέθανε τον επόμενο χρόνο το 1944. Σίγουρα είναι νεκρός το 1947, σύμφωνα με το απόσπασμα στις 26 Οκτωβρίου του 1947.
[6] Πινακωτών. Πινακωτά - συνοικία των Αθηνών στο λόφο του Στρέφη. Ο δρόμος σήμερα λέγεται Χαριλάου Τρικούπη.