Ομιλία της ΗΡΩΣ ΚΟΚΚΕΒΗ,
ιδρυτικού μέλους του Συλλόγου,
μέλους πολλών άλλων συλλόγων,
ανθρώπου με μεγάλη κοινωνική προσφορά.
«ο γεωρποσ δροσινησ και η ορθοδοξία»
Άνθρωπος με βαθιά Πίστη ο Δροσίνης, ήταν φυσικό να εκφράσει τα θρησκευτικά του συναισθήματα μέσα από τον αντίστοιχο, λιτό, όσο και βαθύ τίτλο :
Η ΠΙΣΤΙ
Δεν έχεις Πίστι, όταν τα στάχυα σου
Προσμένης να γενούν σιτάρι,
Κι’ απ’ τα’ άκαρπο δεντρί, πού κέντρωσες,
Προσμένης καρπερό βλαστάρι.
Πίστι έχεις, όταν απ' το χέρσωμα
Κι' απ' τ' άστραποκαμένα ξύλα
Προσμένης τους καρπούς ολόδροσους
Και καταπράσινα τα φύλλα.
Δεν έχεις Πίστι, όταν, πηγαίνοντας
Το δρόμο του βουνού, προσμένης
Να φτάσης ως τ' ανάερο ψήλωμα
Κάποιας κορφής μαρμαρωμένης.
Πίστι έχεις, όταν, αλυσόδετος,
Μεσ’ απ’ τα βάθη της αβύσσου,
Προσμένης ως στα ουράνια ελεύθερο
Να φτερουγίση το κορμί σου.
Δεν έχεις Πίστι, όταν τ' απόβραδο
Προσμένης να προβάλουν τ' άστρα,
Και με του πετεινού το λάλημα
Να φέξη η αυγή ροδογελάστρα.
Πίστι έχεις, όταν — όσο αλόγιστο
Και πλάνο ο νους σου κι’ αν το ξέρη-
Προσμένης ήλιο τα μεσάνυχτα
Κι ' αστροφεγγιά το μεσημέρι.
Δεν έχεις πίστι, όταν, πιστεύοντας,
Ρωτάς την κρίσι και τη γνώσι
Δεν έχεις πίστι, όταν την πίστη σου
Στο λογικό έχης θεμελιώση.
Πίστι έχεις, όταν κάθε σου όνειρο
Το ανάφτης στο βωμό της τάμα,
Κι’ αν κάποιο τάμα σου είναι αδύνατο,
Προσμένης να γενή -το θάμα.
«ΚΛΕΙΣΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ»σελ. 175-176.Εκδ.Α'
Βρήκα λοιπόν τετράστιχα και ποιήματα στο έργο του Δροσίνη, που για να γραφτούν πρέπει να έχεις μελετήσει την Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη, με μια λέξη τη ΒΙΒΛΟ και πιστεύω ότι ο Δροσίνης το έκανε και στις σελίδες της, βρήκε την αλήθεια. Ταυτίστηκε με τις ιδέες τής Ορθοδοξίας, τις έκανε δοξασίες του.
«Κι άλλους πολλούς σαν τον Ισαάκ
ο δόλος έχει φέρει,
φωνή Ιακώβ ακούοντας
ν’ αγγίζουν Ησαύ χέρι.»
Δεν συναντάμε κάθε μέρα τη προδοσία ακόμα από αδελφό σε αδελφό ; Δεν προσπαθούν κάθε μέρα οι άνθρωποι να εξαπατήσουν ιδέες, φιλίες, για το χρήμα και την επιτυχία... δυστυχώς όμως δεν είναι σπάνιο! Και η τιμωρία έρχεται αργά ή γρήγορα, αλλά για όλους!
«Κατακλυσμός και χάθηκαν
κ' οι άνθρωποι και ζώα
Θεέ μου, με τους αμαρτωλούς
γιατί και τόσα αθώα;»
Πόσο επίκαιρα είναι τα λόγια του. Θα το έλεγε κανείς και σήμερα σε κάθε πόλεμο, σε κάθε καταστροφή. Δύσκολο να διαλέξω ποιο από τα τόσα ποιήματα να σας προσφέρω εδώ, για να σκεφτείτε μια στιγμή την ματαιότητα τής ζωής και την δύναμη της πίστης.
Και έταξε τα Χερουβίμ και την φλογίνην ρομφαίαν
την στρεφομένην φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής.
Γεν. Γ. 24
ΕΙΠΕ:
«Ποιος είσαι;» ρώτησε το Χερουβίμ στη θύρα
Του Παραδείσου, υψώνοντας την πύρινη ρομφαία·
Πίσω! είμαι ο φύλακας εδώ και δεν περνά κανένας·
Απ' τον καιρό, πού διώχτηκε το ανθρώπινο ζευγάρι,
Παράκουο κι ' ανυπόταχτο στου Θεού το λόγο. Πίσω!»
«Είμ’ ο Άβελ!» - Κι ' αντιλάλησε χορός αγγέλων: «Ο Άβελ,
Είν’ ο Άβελ, ο άκακος βοσκός, πού του αδερφού το χέρι
Τυφλό απ ' οργή τον έρριξε νεκρό στο χώμα' ο Άβελ,
Πού της θυσίας του ο καπνός, καλόδεχτος στο θρόνο
Του Σαβαώθ ανέβαινε.» - «Της Εύας γέννα, πίσω!»
Βροντόκραξε το Χερουβίμ· «έξω απ' τη θύρα στάσου
Και πρόσμενε! Της μάννας σου το κρίμα σε βαραίνει
Κ' είναι για σένα σφαλιστή του Παραδείσου η θύρα.»
Και στάθηκε προσμένοντας ο αδερφοσκοτωμένος·
Και σύρριζα αναφρίκιασε του Παραδείσου ο τόπος,
Το Χερουβείμ χαμήλωσε την πύρινη ρομφαία,
Χορός αγγέλων έψαλε: «Του Παραδείσου η θύρα
Για σένα, Άβελ, ανοίχτηκε. Της μάννας σου το κρίμα
Ξαγόρασε Ένας σήμερα στο ξύλο του Σταυρού Του».
Και πέρασε απ' την ανοιχτή τη θύρα ο Άβελ πρώτος.
«ΕΙΠΕ» σελ. 14-15.Εκδ.Α΄
Το Μουσείο Δροσίνη στη Κηφισιά δεν είναι απλώς ένα εκθετήριο προσωπικών αντικειμένων της ζωής και του έργου του Δροσίνη, του ανθρώπου, του ποιητή, του πεζογράφου, του δημοσιογράφου ή του ανθρώπου της δράσης.
Κάθε αίθουσα, σου μεταφέρει με τους θησαυρούς της και τα μικρά μυστικά της, την ατμόσφαιρα της εποχής και τις αδυναμίες του ποιητή. Ακόμα και αν κοιτάξεις μόνο τα εκθέματα, γρήγορα θα μάθεις τι τον απασχολούσε στη ζωή, τι δημιούργησε ή τι προσπάθησε να φτιάξει πόσο κοντά στην ορθοδοξία ήταν.
Στην αριστερή αίθουσα είδα βιβλία, φωτογραφίες, αγαλματάκια, παράσημα και... Είδα όμως και ένα σταυρό με τον εσταυρωμένο επάνω, τεράστιο για ένα υπνοδωμάτιο. Θα ταίριαζε σε ιερό εκκλησίας. Δίπλα του μερικές μόνο εικόνες, από ό,τι είχε... Εντυπωσιάστηκα με την πίστη του. Την αναζήτησα στα κείμενά του και την βρήκα παντού· σε τετράστιχα, σε σονέτα, σε διηγήματα και σε μυθιστορήματα του. Μια πίστη διακριτική και ήρεμη. Μια πίστη σταθερή που δίνει ελπίδα, αισιοδοξία, που βοηθά στην καθημερινή κουραστική ώρα που νιώθεις στο σούρουπο, που σου βαστά το χέρι στο πέρασμα από αυτή τη ζωή στο Άπειρο.
χριστός ανέστη
ΝΥΧΤΑ του Πάσχα. Σφαλιστοί στη φυλακή,
Στο ίδιο κελλί κ’ οι δύο: από δίκαιη κρίσι,
Φονιάς ο ένας, -τον άλλο είχε αδικήση
Του νόμου η πλάνη· αθώο τον έρριξαν εκεί.
Χριστός ανέστη! ακούεται ξάφνω η ψαλτική
Κι' ολόχαρη η καμπάνα απ' το ξωκλήσι.
Και του φονιά το μάτι έχει δακρύση,
Γελά του αθώου η όψι εκστατική.
Και τότε - στο κελλί περιχυμένο
Με φως μύριων λαμπάδων, είδαν το Χριστό...
- Ήρθα για σε! είπε στο μετανοιωμένο.
Και μ ' ένα κίνημα της τρυπημένης
Παλάμης, είπε στον αθώο γονατιστό:
— Αθώος εσύ, μπορείς να με προσμένης.
«ΚΛΕΙΣΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ» σελ. 46.Εκδ. Α'
Υπάρχουν ποιήματα και διηγήματα με ιστορικά γεγονότα, με περιόδους του γένους, όπου η ορθοδοξία ήταν η σημαία του Έθνους. Η πίστη έδωσε δύναμη για αγώνες και έφερε νίκες. Εάν διαβάσεις την Έξοδο του Άρεως συγκλονίζεσαι. Άπιστος να είσαι κλονίζεσαι. Διαβάζεις την περιγραφή των γεγονότων και Προσκυνάς.
Η τραγική καταστροφή του 1453 εμπνέει φυσικά τον Δροσίνη και διαλέγω ένα από τα πολλά του ποιήματα της περιόδου αυτής.
τησ αγίας θεοδοσιασ
Τη νύχτα τη μαγιάτικη
Ψυχομαχούσε η Πόλη...
Στα κάστρα οι άντρες όλοι
Κάστρο έχουν την καρδιά
.......................................
Στην εκκλησία ολάνυχτα
Της Άγιας, που γιορτάζει,
Κλαίοντας καθένας τάζει,
Με πίστη προσκυνά.
……………………………
Η λιτανεία ξεκίνησε
Και στάθηκε στη θύρα
Γραμμένο τώχε η μοίρα
Για πάντα να σταθή.
Σπαθιά φονιάδων άστραψαν
Κ’ έπεσαν απ’ τα χέρια
Σβυσμένα τ' αγιοκέρια
Στη ματωμένη γη·
Τα ρόδα ροδοσύννεφα
Κρεμάστηκαν στα ουράνια,
Μαρτυρικά στεφάνια
Στη φοβερή σφαγή.
«ΠΥΡΙΝΗ ΡΟΜΦΑΙΑ»σελ. 9-11.Εκδ. Α'
Ακόμα και τις καθημερινές εικόνες ο Δροσίνης τις ζωγραφίζει με θρησκευτικά χρώματα! Παίρνω στην τύχη μερικά τετράστιχα γραμμένα από το χέρι του. Τα απλώνω χωρίς μελέτη και αναλύσεις -πράγμα που θα άξιζε να γίνει - μπροστά στα μάτια σας, πιστεύοντας ότι θα αγγίξουν την καρδιά σας.
Τελειώνοντας, θα σας διαβάσω ένα κείμενο, μικρό, μια απλή περιγραφή ενός Σαββατοκύριακου, παρμένο από τα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», από το ημερολόγιό του, θα λέγαμε απλά.
Ωρωπός
Γύρω στα 1880 ο Ανδρέας Συγγρός αγόρασε μεγάλες εκτάσεις δασών από το Τατόι μέχρι τον Ωρωπό. Όταν πέθανε, οι εκτάσεις αυτές πέρασαν δια της διαθήκης του στο Αμαλίειον Ορφανοτροφείο.
Στη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε επίσης εκεί το Εμπειρίκειο Άσυλο.
Ο Στράτος Δροσίνης που πήγαινε συχνά στην περιοχή αυτή για κυνήγι αγόρασε ένα μικρό οικόπεδο από το Αμαλίειον Ορφανοτροφείο και το 1931 έκτισε μια μονοκατοικία που την ονόμασε Γαλήνη από την ομώνυμη ποιητική Συλλογή του αδερφού του Γεωργίου Δροσίνη.
Επειδή ο Ωρωπός είναι πέρασμα των χελιδονιών και από εκεί ξεκινούν τα πουλιά για το μεγάλο ταξίδι τους προς την Ανατολή, όταν κάποιο μικρό χελιδόνι πνίγηκε στα νερά του, κατά μια εκδοχή, έδωσε την έμπνευση στον ποιητή να ονομάσει μια συλλογή του «Φευγάτα Χελιδόνια». Όλα τα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι εμπνευσμένα από την παραμονή του εκεί.
Στον Ωρωπό βρήκαν καταφύγιο και μερικοί Έλληνες της Μικρός Ασίας. Κατατρεγμένοι, ξεριζωμένοι, με λιγοστά υλικά αγαθά ο καθένας, γεμάτοι όμως πίστη, κουράγιο και ελπίδα, ξανάρχισαν να κτίζουν τη ζωή τους στην μητέρα Ελλάδα.
Το πρώτο που σκέφτονταν όλοι όπου κι αν εγκαταστήνονταν, ήταν να κτίσουν μια εκκλησία. Την έστηναν, την στόλιζαν με ιερατικά σκεύη που έφερναν από την μακρινή πατρίδα, γιατί προτιμούσαν να αφήσουν δικά τους αγαθά, πίσω στην Ασία, παρά να αφήσουν στους Τούρκους, εικόνες και αγιοπότηρα. Έτσι και στον Ωρωπό απέκτησαν την δική τους Εκκλησία !
Ο Γ. Δροσίνης πήγαινε συχνά στον Ωρωπό. Από το ημερολόγιο του παίρνουμε το παρακάτω κείμενο.
Ο ποιητής γράφει :
«Ο αδελφός μου κι εγώ, μια Κυριακή, πήγαμε να δούμε την εκκλησία στα Νέα Παλάτια. Την είχαν στολίση με τα εικονίσματα, τους πολυελέους και τα καντήλια όσα πρόφτασαν να φέρουν από τη ρημαγμένη πατρίδα. Βρήκαμε δύο επιτρόπους της εκκλησίας που μας εξήγησαν κάθε τι αξιόλογο. Μας έδειξαν και μία ξεχωριστή εικόνα που τα μάτια μου δεν πίστευαν πως ήταν από χέρι Ορθόδοξου Αγιογράφου: η Παρθένος κρατούσε το Χριστό σαν μικρό αδελφάκι της.
— «Γιατί δεν κάνετε μια κορνίζα αντάξια της»; Ρώτησα τον ιερομένο.
— «Πού τα χρήματα για μια τέτοια πολυτέλεια. Απάντησε.
Την ημέρα του Πάσχα ο Επίτροπος είρθε να μας ευχηθή στη «Γαλήνη» κρατούσε την εικόνα. Καλύτερα να την πάρετε και να της ταιριάσετε μια κορνίζα της εκλογής σας...
Ακουμπήσαμε την εικόνα στο τζάκι και της ανάψαμε ένα πρόχειρο καντήλι ως την Τρίτη το πρωΐ που την έφερα στην Αθήνα με το αυτοκίνητο, κρατώντας την όρθια στα γόνατά μου. Το άλλο πρωί εδοκίμασα να την απαλλάξω από την άθλια κορνίζα και τότε παρατήρησα πως ήτο τόσο σαρακοφαγωμένο το ξύλο που σκορπούσε σε σκόνη κίτρινη σαν θειάφι. Επεριμάζεψα τα αποκόμματά της και τη σκόνη της και τα έκαψα όλα στη θερμάστρα. Επαράγγειλα μια χρυσή πλατειά κορνίζα στα μέτρα της και την παρέδωσα στους Επιτρόπους. Την ίδια μέρα έλαβα από την κοινότητα συγκινητικό ευχαριστήριο»
Πόσες φράσεις αλήθεια από αυτό το μικρό κείμενο δεν δείχνουν την πίστη και τον σεβασμό του στα θεία!!!
Το ποίημα του «Τί λοιπόν» που ακολουθεί, κοντά στα λόγια του Ευριπίδη, μας δείχνει την πίστη του και τη φιλοσοφία για την άλλη ζωή.
ΤΙ ΛΟΙΠΟΝ;
Τις δ' οίδεν ει ζην τουθ' ο κέκληται θανείν
το ζην δε θνήσκειν εστί;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
ΤΙ ΛΟΙΠΟΝ; Της ζωής μας το σύνορο
Θα το δείχνη ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι' απ' ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε,
Τάφου γη θα μας έχη χωρίση;
Ό,τι αγγίζομε, ακούμε και βλέπομε,
Τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε;
Κι’ αυτό τρέμομε μήπως το χάσωμε
Και χαμένο στους τάφους το κλαίμε;
Σ’ ό,τι αγγίζομε, ακούμε και βλέπομε,
Της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
Τίποτε άλλο; Υστερνό μας απόρριμμα
Το κορμί, πού σκορπιέται και λυώνει;
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο,
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζη
Κι’ ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
Μήπως πέρ’ απ’ το θάνατο αρχίζη;
Η ψυχή, ταξιδεύτρα μεσ’ τ’ Άπειρο,
Σταλαμίδα νερού μήπως μοιάζει,
Που ανεβαίνει στα νέφη απ’ τα πέλαγα,
Κι' απ' τα νέφη στους κάμπους σταλάζει;
Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα
Γλυκοχάραμ' αυγής είναι πέρα...
Κι' αντί νάρθη μια νύχτ' αξημέρωτη,
Ξημερώνη μι ' αβράδυαστη μέρα;
Μήπως είναι η αλήθεια στο θάνατο
Κ' η ζωή μήπως κρύβη την πλάνη;
Ό,τι λέμε πώς ζη μήπως πέθανε
Κ' είναι αθάνατο ό,τι έχει πεθάνη;
«ΦΩΤΕΡΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ» σελ.174-175.Εκδ.Α΄