ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Β. ΑναγνωστόπουλοΥ
Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
«Ο ΕΥΚΕΛΑΔΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ»
Έχουν μεγάλο ενδιαφέρον όλα τα δημοσιεύματα στην εφ. «Η Θεσσαλία», ήδη από το 1965 ίσαμε σήμερα του λαογράφου και ερευνητή Γιώργου Θωμά για τον ποιητή Γεώργιο Δροσίνη (1859-1951). Και έχουν πράγματι ενδιαφέρον, γιατί είναι πρωτογενείς πηγές πληροφοριών για πρόσωπα και γεγονότα που συνδέονται με τη ζωή και τη δράση του Δροσίνη στο Χορευτό Πηλίου, στο γυναικοχώρι κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, συγκεκριμένα από το 1899 έως το 1911.
Έτσι για μια δεκαετία και πλέον, ο Δροσίνης ερχόταν στο Χορευτό και περνούσε το Καλοκαίρι με την οικογένειά του. Συνδέθηκε με απλούς πηλιορείτες που ασχολούνταν με το ψάρεμα, και έχουν πολλές σχετικές ιστορίες να διηγούνται οι ντόπιοι. Ιδιαίτερα συνδεόταν με τον Κωστή Τοπάλη και το λαϊκό ζωγράφο Ν. Χριστόπουλο.
Το Πήλιο, γενικά με την άγρια ομορφιά του υπήρξε πηγή έμπνευσης για τον ποιητή και πεζογράφο Δροσίνη, όπως φαίνεται στις ποιητικές συλλογές «Αμάραντα» (1890) και «Γαλήνη» (1892). Ο ίδιος άλλωστε θα σημειώσει: «Ποτέ μου δεν έγραψα τίποτε το φανταστικό. Ό,τι βρίσκεται στα ποιήματά μου, πρόσωπα, εικόνες, περιγραφές τα είδα και τα έζησα στις Γούβες, το Πήλιο και την Αθήνα».
Ο Σουρής, με τον οποίο ο Δροσίνης συνδεόταν με μακρόχρονη φιλία, θα αναγγείλει με το δικό του τρόπο το 1891 «του αρραβώνος τα δακτυλίδια» του ποιητή με την όμορφη πηλιορείτισσα Μαίρη Κασσαβέτη.
Ο ευκέλαδος Δροσίνης και η Μαίρη Κασσαβέτη, που τους έτρωγε ως τώρα ο σεβντάς και το σεκλέτ, αξιώθησαν ν’ αλλάξουν αρραβώνος δακτυλίδια με δύο λόγια της αγάπης, δίχως λούσα και στολίδια.
Τόσοι δ’ έρωτες τριγύρω πτερυγίζουν φλογεροί
για να δουν μια τέτοια Μούσα, τέτοια νύφη λυγερή,
μα πετά ο τροβαδούρος, που 'χει τέτοια συντροφιά,
και δεν παύει κελαϊδόντας την γλυκεία την ομορφιά:
Έλα στέψε τους νυμφίους, καλλιστέφανε Υμήν,
τρεις φορές ευλογημένο το στεφάνι των ... αμήν!
Ο Δημήτριος Κασσαβέτης ήταν ο πατέρας της Μαίρης Δροσίνη. Έζησε χρόνια στην Αίγυπτο. Εκεί απέκτησε 5 παιδιά: τη Μαίρη (1870) γυναίκα του Γ. Δροσίνη, τον Κωνσταντίνο, την Ελένη, τον Αλέξανδρο (1871) και τον Τζων (1876). Ο Δροσίνης με την Μαίρη δεν πήραν όμως ποτέ επίσημο διαζύγιο, παρότι ζούσαν και οι δύο στην Αθήνα. Πιο ύστερα η Μαίρη εγκαταστάθηκε στην Ελβετία, κοντά στον Ελβετό γαμπρό της και την κόρη της κι εκεί τελείωσε τη ζωή της η Ζαγοριανή αρχόντισσα, το «λουλούδι του Πηλίου» .
Ο Δροσίνης έγραψε για τις ομορφιές του Πηλίου και της Ζαγοράς πολλά ποιήματα. Μεταξύ των οποίων και τον «Ύμνο του Πηλίου».
Στη γυναίκα του Μαίρη Κασσαβέτη αφιερώνει ποίημα, το οποίο δεν δημοσιεύτηκε όσο ζούσε, παρά ένα χρόνο μετά το θάνατό του.
Ο Γιώργος Θωμάς γράφει σχετικά:
«Τώρα ένιωσα την ευχάριστη έκπληξη, βλέποντας να δημοσιεύεται το ποίημα στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Βίγλα - Πλώρη» από τον επιμελητή του και φίλο μου Κώστα Λιάπη με την πληροφορία πως το ποίημα παρουσιάστηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» της 8ης Ιανουαρίου 1952. Το έδωσε στην εφημερίδα η κόρη του Δροσίνη Λίλα Ντε Πλαντά (είχε παντρευτεί Ελβετό) με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός χρόνου από το θάνατο (1951) τού πατέρα της ποιητή. Ο ίδιος το είχε γράψει, όπως μας πληροφορεί ο κ. Λιάπης, με κόκκινη μελάνη το 1903. Ωστόσο, δεν το δημοσίευσε πουθενά, το κράτησε όμως στο αρχείο του» :
Προσκυνητής της Ομορφιάς την εκκλησιά την χτίζω.
Μακρυά ψηλ’ απ’ τους κάμπους, σε πρόσχαρο βουνό.
Στους τοίχους αιθερόπλαστες εικόνες ζωγραφίζω.
Στρωσίδι έχω τη χλόη, σκεπή τον ουρανό.
Και συ Κυματογέννητη, της ασχήμιας νικήτρα,
Πιστή γονατισμένη, ωραία και ταπεινή.
Στην εκκλησιά της Ομορφιάς θεά και προσκυνήτρα,
Τ’ άστρα φορείς στεφάνι και τ' άνθια έχεις θρονί.
Ο Δροσίνης άφησε στο βουνό των Κενταύρων, μα και στην ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας, ανεξίτηλα τα ίχνη της δημιουργικής του πορείας και θα άξιζε αυτά να μελετηθούν εμβριθέστερα. Εφέτος συμπληρώνονται 150 χρόνια από τη γέννησή του και ήδη έχουν προγραμματιστεί εκδηλώσεις από το «Μουσείο Δροσίνη» στην Αθήνα, την Κηφισιά και όχι μόνο. Για προσωπικότητες που λάμπρυναν τα νέα Ελληνικά Γράμματα και έχουν πολυσχιδή προσφορά στην κοινωνία και την εκπαίδευση, όπως ο Γεώργιος Δροσίνης, είναι αναγκαία η διοργάνωση σχετικών εκδηλώσεων, όχι μόνο για λόγους μνημοσύνης, αλλά και για λόγους μάθησης και σπουδής των νεοτέρων.