Η ομιλία του ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΟΛΕΟΝΤΑ
«Ο ΕΡΩΤΑΣ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΕΛΗΣΕ
ΝΑ ΠΕΙ Τ' ΟΝΟΜΑ TOΥ»
Στην αποκαρδιωτικά παρακμιακή εποχή μας, όπου συμβαίνει συχνά ο ευδαίμων νεαρός, μόλις την επομένη να πληροφορήται το όνομα εκείνης με την οποίαν επέρασε την ερωτική βραδυά, πολύ δύσκολο μάς είναι να αντιληφθούμε, πώς σκέπτονταν και πώς ενεργούσαν κάποιοι πολιτισμένοι άνθρωποι μιας άλλης, περασμένης, αλλ' όχι και τόσο απομεμακρυσμένης, ακόμα, εποχής, τότε που, «κατά τας επιταγάς» του 19ου αιώνος, ο ρωμαντικός έρως, παγίαν αποτελούσε πρακτική, δε πλατωνικός υψηλόν ιδεώδες.
Φιλία, υποτιθέμενη αγνή, μεταξύ ανδρός και γυναικός χωρίς υποβόσκοντα ερωτισμό, απλώς, ουδέποτε υπήρξε - και, εξ όσων αντιλαμβάνομαι, η ίδια κατάστασις απαρασάλευτα μέχρι σήμερα συνεχίζεται, - έστω και αν ο έρωτας αυτός είναι ανομολόγητος, κρυφός και υφέρπων, οπότε την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, δεχόμεθα τότε την ύπαρξη της λεγομένης «ερωτικής φιλίας». Μιαν τέτοιαν ακριβώς είχε κι ο Δροσίνης την τύχη να γευθεί, πρώτα μεν ως νέος εικοσιοκτώ ετών, κατόπιν δε την κατάληξη της προς τα δυσμάς του βίου του, σαρανταέξι χρόνια αργότερα.
«Η ζωή αντιγράφει την τέχνη» κατά Όσκαρ Ουάιλντ και η υπό μελέτην περίπτωσις, εύγλωττα επιβεβαιώνει το πνευματώδες,του Ουάιλντ, παράδοξο. Η όλη απίθανη και συγκινητική αυτή ιστορία αρχίζει τον Ιούλιο του 1887 όταν ο ήδη φέρελπις συγγραφεύς Δροσίνης, πηγαίνει για διακοπές στην γερμανική πολίχνη Τάλε, στο ορεινό συγκρότημα Χάρτζ, στο μέσον της Γερμανίας,σε μέρη,τόπους και χώρους,που είχαν εμπνεύσει την ποιητική ιδιοφυία του μεγάλου Γκαίτε.
Η μετά το 1960 πολιτιστική κατάπτωσις και χρεοκοπία αξιών της Δύσεως, σήμανε το οριστικό τέλος του τελευταίου απόηχου της Αναγεννήσεως, μας έχει πλέον συνηθίσει στην χυδαιότητα ως έκφραση ζωής και στην ηθική αλλοτρίωση ως πολιτιστική παιδεία, με συμπάθεια και απορημένοι παρακολουθούμε τον Δροσίνη, με λεπτότητα, αφέλεια, αγωνία και τακτ, να προσπαθή να προσεγγίση τρεις νεαρές Αμερικανίδες που κι εκείνες περνούσαν τις διακοπές τους εκεί, υπό την άγρυπνη, φυσικά, αλλά πάντως διακριτική, επιτήρησι της θείας τους (προς Θεού, όμως μη φανταστείτε καμιά μέγαιρα με ρόπαλο στο χέρι, σαν τις σχετικές γελοιογραφίες της εποχής).
Ήδη στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», με αφοπλιστικήν αθωότητα, μάς έχει περιγράψει ο Δροσίνης -σαν νάμαστε παρόντες -πως εξελίχθη η όλη πλοκή μιας βιωμένης πλέον θεατρικής κωμωδιούλας, μεταφερμένης όμως στην άβολη καθημερινότητα, με τα αθώα τεχνάσματα, τα απίθανα ευρήματα, τα καρδιοχτύπια και τις αστείες μικροδεξιότητες του ποιητού, προτού όλα τα αναφυόμενα εμπόδια, αισίως τελικά παρακαμφθούν -όπως όλοι μας κατά βάθος ευελπιστούμε πως θα συμβή -και οι τέσσερες νεαροί μια εύθυμη γίνουμε παρέα και ενώ οι ημέρες ως την γνωριμία περνούσαν απελπιστικά αργά, τώρα κυλούν πλέον γρήγορα και μάλιστα με επιτάχυνσι απελπιστική, όσο πλησιάζει το επικείμενο τέλος των πανευτυχών αυτών διακοπών. Ώσπου έφτασε κι η τελευταία, άκρως συγκινητική, ημέρα με την ανταλλαγή μικρών δώρων μεταξύ του Δροσίνη και της μιας εκ των Αμερικανίδων, της Μαρίας Αδέλε, Τόμας. Εκείνος της εχάρισε τα ποιήματα τού Χάινε στα γερμανικά κι εκείνη ένα πίνακα ζωγραφικής. Ακολούθησε μια αλληλογραφία πνευματική, η οποία όμως απότομα διεκόπη μετά ένα έτος,τον Ιούλιο του 1888. Αίτια; Το ότι εκείνος, έχοντας την παρακαλέσει να του γράψει τις εντυπώσεις της σχετικά με την αρχή της γνωριμίας τους, ένοιωσε εν συνεχεία προσβεβλημένος όταν εκείνη στην περιγραφή των, ειρωνεύθη με χιούμορ την αρχική, άδολη, αδεξιότητά του. Τότε κι ο Δροσίνης κατέστρεψε τα γράμματά της, κρατώντας όμως την ακουαρέλλα πούχε ζωγραφίσει και τούχε χαρίσει στην Τάλε, εκείνη. Μετά, «μόνον απέραντα έτη σιωπής», «τα ατέλειωτα χρόνια της σιωπής», όπως λίγο προ του μοιραίου τέλους της, θα του γράψει η ίδια...
Σαρανταέξι χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1933, ο Δροσίνης έλαβε μιαν επιστολή της, όπου τον πληροφορούσε ότι το 1892 είχε παντρευτή και πως από το 1923 ήτανε χήρα. Μια πολύ ζεστή, μοιραίως, αλληλογραφία ακολούθησε ως τον αναπάντεχο θάνατό της, λίγους μήνες αργότερα, στις 23 Φεβρουαρίου 1934. Σ' αυτά της τα γράμματα, με συντριβή ζητούσε συγγνώμην από το φίλο της με κεφαλαίο Φ, όπως με λατρεία κρυφή, αποκαλούσε τον Δροσίνη,για την περιπαικτική της λογοτεχνική περιγραφή, τής πρώτης τους γνωριμίας στην Τάλε, η οποία δικαιολογημένα, κατ' εκείνην, είχε πειράξει τον Δροσίνη, όχι όμως και μέχρι του σημείου -θα λέγαμε σήμερα οι χοντρόπετσοι εμείς -να διακόψη τις σχέσεις τους για πάντα... Εδώ μάλιστα η περίπτωσις θυμίζει ελαφρώς Βολταίρο, όταν με καλοπροαίρετην ειρωνεία, είχε κάποτε παρατηρήσει ότι στα πνευματώδη και ανάλαφρα θεατρικά του έργα, ο Μαριβώ εζύγισε αυγά μύγας, σε λυγαριά ιστού αράχνης... Διότι, όπως και να το κάνουμε, αν η Αδέλε δεν είχε κάνει το πρώτο βήμα επανασυνδέσεως, σχεδόν μισόν αιώνα αργότερα, ουδέποτε, ασφαλώς ο Δροσίνης θα μάθαινε ο,τιδήποτε γι' αυτήν πλέον...
Τόσον εξεζητημένη και λεπτή η σχέση τους υπήρξε, ώστε ποτέ, στις επιστολές τους δεν επέτρεψαν να τους ξεφύγει η λέξις «έρωτας», ή έστω, «αγάπη», αφού η όλη αλληλογραφία τους, σκοπό είχε, την καλλιέργεια της αγνότερης φιλίας. Συναισθηματικώς εκινούντο στην πολύ υψηλή - και γι' αυτό αραιάν -ατμόσφαιρα των μεγάλων εραστών της ιστορίας, με το πάθος τους όμως αυστηρώς ελεγχόμενο, αφού κι οι δύο ποτέ δεν θέλησαν ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό απλώς να το ομολογήσουν. Τα ποιήματά της, άλλωστε, που λίγο προ του ξαφνικού της τέλους τούστειλε εκείνη, αρκούντως εύγλωττα είναι και δεν χορηγούν επεξηγήσεως. Από αυτά ας σταχυολογήσουμε εδώ μερικά αποσπάσματα άκρως αποκαλυπτικά:
Στον «χαμένο κήπο» της, μελαγχολικά αναφέρεται στην σαρανταεξάχρονη μεταξύ τους σιωπή, και την αναπόφευκτη εξ αυτής, απώλεια του μεγάλου της έρωτα:
«Έτσι στο φθινόπωρο, φέρνω τώρα την καρδιά μου
σ' ένα κήπο αγαπημένο που για μένα έχει χαθή
από της γλυκείας της άνοιξης τον «πρώτο τον ανθό»,
και του θέρους των ωρών όλο το μεγαλείο».
Μετά, με ειλικρίνεια αφοπλιστική, μας εξηγεί γιατί έχασε «τον αγαπημένο κήπο», καθώς και γιατί ο χαμένος χρόνος με τίποτε δεν μπορεί πλέον ν'αναπληρωθή :
«Όμως τόχασα κι αυτό! Α! Εδώ και χρόνια πολλά
από τύφλωση αφάνταστη και ματαιόδοξη:
το ξαναβρήκα - ποια μαγεία λεπτή να χαρίση μπορεί
την χαμένη αγαπημένη ευωδιά της αυγής;
Πάντως, έστω και τόσο καθυστερημένα, ακόμα ελπίδα
υπάρχει για κάποια ψήγματα χαράς:
Γι ' αυτό και την ευγνωμοσύνη μου -χρυσάφι μου κρυφό
(αφού του φθινοπώρου η ομορφιά όλη είναι ακόμη δική μου)
σου φέρνω, σαν τότε στα παληά:
σαν στον πρώτο τον γλυκό της άνοιξης ανθό».
Πού να φανταζόταν η δύσμοιρη πως «του φθινοπώρου η ομορφιά»για κείνην έξι μόλις θα διαρκούσε μήνες...
Μη γνωρίζοντας, πόσο κοντά βρισκότανε στο επερχόμενο τέλος της, κάθε δικαίωμα είχε, εν τω μεταξύ, να ονειροπολή έτσι στο «Σπίτι των ονείρων» της. Μας πληροφορεί ότι:
«Μιαν είσοδο ανοικτή το σπίτι μου έχει των ονείρων
στο δάσος βαθειά, από τη φύση φτιαγμένο,
κι όποιος το βρή, μαζί μου θάρθη να ονειρευθή.»
Εντούτοις προσέξτε, και το επόμενο :
«Κι όμως οι τοίχοι αυτοί τα όνειρα ποτέ δεν περιορίζουν
που μέσα σ' αυτό γεννιούνται το μαγικό το σπίτι...»
Στους «Ιστούς αράχνης», ευθέως απευθυνόμενη, και μάλιστα ονομαστικώς, στον ίδιο τον Δροσίνη, τον πληροφορεί πως «ένα κομμάτι κρύσταλλο παρατημένο
Η αγάπη μου είναι που το ντύνει με φως!
...Για σένα γυαλί, για μένα διαμάντι λαμπερό».
Εν τέλει, «Η αλήθεια» της, είναι το ποίημα που περισσότερο παντός άλλου, συνοψίζει τα αληθινά της συναισθήματα, παρά την απαραίτητη επίκλησί της στην «φιλία», αφού πριν ακόμα κι από τον πρώτο στίχο υπάρχει η επεξηγηματική εισαγωγή που προσπαθεί, κάπως προσποιητά, ν' αρνηθή το εμφανές. «Η πραγματική φιλία είναι να νιώθουμε μαζί». «Τα υπόλοιπα είναι ευπαθή». Αυτά, στη γαλλική που ο Δροσίνης εγνώριζε καλώς αλλά που η ίδια ουδέποτε κατόρθωσε να εκμάθη επαρκώς. Για να ακολουθήση «Η αλήθεια» σε ποιητικά αγγλικά :
«Σαν νάτανε τα χρόνια φαντασία...
και μόνο νάχαμε για μια χωρίσει μέρα,
για να ξαναβρεθούμε εκεί όπου η πίστη
στην εξουσία της έχει τις καρδιές μας κρατήσει,
χρόνο χλευάζοντας και τύχη!
Αν την απόσταση όλην αγνοήσουμε,
κι η σκέψη την σκέψη σε ταχύτερα πάνω συναντούσε φτερά
απ' του πουλιού που ψηλά στον ουρανό πετά...
ασφαλώς και τότε θάταν απλό,
της φιλίας η αλήθεια την πίστη ν' αποδείξη!»
Έστω λοιπόν και καθυστερημένα,η ανέλπιστη αυτή αλληλογραφία, στον Δροσίνη έδωσε την ευκαιρία, εκτός δηλαδή της νοσταλγίας της αγάπης της χαμένης και κρυφής, να παρηγόρηση και την Αδέλε, ότι η αισθηματική τους ετούτη επανασύνδεσις, έστω και επιστολική, γι’ αυτήν θ’ αποτελούσε ελπιδοφόρο γεγονός, το οποίο θα διέλυε την ατμόσφαιρα της σιωπηράς απελπισίας των γηρατειών, ασχέτως του αν η καημένη δεν έζησε στην συνέχεια αρκετά, ώστε, όσο θάθελε ν’ απολαύση την τρυφερήν αυτή του Δροσίνη παραμυθία...
Μια νότα ενός κρυφού πεπρωμένου, πάντοτε παρόντος αλλ’ ουδέποτε φανερού, διατρέχει απ’ αρχής μέχρι τέλους το ειδύλλιο τούτο το μυστικιστικό, παράδειγμα δε απτό αποτελεί και η ιστορία της ακουαρέλλας, στον φυσικό της χώρο πλέον, ανηρτημένης σήμερα, στο Μουσείο Δροσίνη της Κηφισιάς, ζωγραφισμένης από την ίδια την Αδέλε τις μακάριες εκείνες ημέρες του μακρινού μας Ιουλίου του 1887, στην πανέμορφη Τάλε. Είναι το ξύλινο γεφυράκι που τόσο σημαδιακό ρόλο είχε παίξει στις πρώτες φάσεις του ειδυλλίου, όταν ακόμα ο Δροσίνης, με αδεξιότητα θελκτική, να πλησίαση προσπαθούσε τις τρεις αδελφές. Όπως και η ίδια, άλλωστε, στην τελευταία της επιστολή παραδέχεται «τα γράμματά σας λαμπροφωτίζουν την ερημική ζωή μου». Για να συμπληρώση η ανιψιά της, Ρουθ Έλντερ,γράφοντας στον Δροσίνη τον Ιούνιο του 1936,περισσότερο από δύο έτη, δηλαδή, μετά της Αδέλε τον θάνατο, όταν τούστειλε την μικρή μεταθανάτιο συλλογή της θείας της : «Κάθε φορά που πήγαινα να την ιδώ, τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, μιλούσε για σας κ' έδειχνε τη μεγάλη χαρά της για την αλληλογραφία μαζί σας». Κι όταν αργότερα η κόρη του Δροσίνη, Αγγελική, σε στιγμές δύσκολες θα βρεθεί και να πωλήση θα αναγκαστή τους πίνακες που της είχε ο πατέρας της κληροδοτήσει, ενώ όλοι οι άλλοι έγιναν αμέσως ανάρπαστοι, η ταπεινή ετούτη ζωγραφιά, για δεκαετίες ολόκληρες, θα παρέμενε στα αζήτητα. «Ώσπου μια μέρα ο υπεύθυνος συντηρητής των αντικειμένων του Μουσείου, εκεί τυχαίως να την δη, αμέσως για να την αγοράση, για να την προσφέρη στο Μουσείο μας. Η δύναμις του πεπρωμένου, η διάστασις του πράγματος μεταφυσική; Κι η ίδια πάντως η Αδέλε είχε αντιληφθή πως κάποιες υπαρκτές, αλλ' αόρατες δυνάμεις του σύμπαντος, απροσδιόριστα διείπαν τον άϋλον ερωτά της. Εμμέσως πλην σαφώς, το είχε άλλωστε γράψει και στον Δροσίνη λίγο πριν πεθάνη : «Αλλά είναι στιγμές στη ζωή που έχουν την σφραγίδα του Παντοτινού, κι ας μην το καταλαβαίνωμε στην αρχή....»
Κατόπιν τούτου, εγώ τι άλλο να πω; Μένει μόνον ο προσδιορισμός της ευτυχίας όπως μας τον έδωσε η ίδια η Αδέλε στην «εξομολόγησή» της στον Δροσίνη, όταν το τέλος της ήταν πια κοντά: «Η αληθινή ευτυχία βρίσκεται μόνον στις αναμνήσεις και στις ελπίδες, και οι ελπίδες κάποτε δεν είναι άλλο από τα αντιφεγγίσματα των αναμνήσεων...»