Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Επί της Υπουργίας του Παναγιωτοπούλου επρωτογνώρισα τον Βενιζέλο. Από τα 1896 ήτον σε δημοσιογραφική σχέση με την «Εστία», ανταποκριτής της από την Κρήτη. Και σ’ ένα ταξίδι του στην Αθήνα είχε πάει στα Γραφεία της. Αλλά τότε ήμουν στο Πήλιον και στη Διεύθυνση της «Εστίας» είχα αφήσει τον Παγανέλη. Εκείνος εδέχθηκε τον Βενιζέλον. Και όταν μετά χρόνια μιλούσε για τη συνάντησή τους έλεγε γελώντας και τρίβοντας τις δυο παλάμες του.
– Το Λευτεράκη, το Λευτεράκη! Εγώ τον εγνώρισα Κρητικάκι στα ενενήντα έξι.
Κάποιο πρωινό, ενώ ήμουν σκυμμένος στο τραπέζι μου κ’ έγραφα, εκτύπησε τό κουδούνι του Υπουργού. Κατέβηκα κ’ εύρηκα καθισμένον σε μια πολυθρόνα τον Βενιζέλον. Ο Παναγιωτόπουλος μου τον εσύστησε και μου είπε:
– Ο Κύριος Βενιζέλος έχει να σου κάνει μια παράκληση: Να του δώσει μερικές σχολικές καραμπίνες από τον Σύλλογο για τα Σχολεία της Κρήτης.
– Για την Κρήτη! είπα, ό,τι μπορούμε. Και σε ποιά αξιότερα χέρια θα βρεθούν οι καραμπίνες μας;
Γυρίζοντας στον Βενιζέλον, είπα:
– Σας φθάνουν δέκα όπλα με δέκα χιλιάδες φυσέκια και χίλιους στόχους χάρτινους;
– Για την Κρήτη λίγα θα είναι και χίλια όπλα αν μου δώσετε. Μά πρέπει ν’ αφήσωμε και γι’ άλλους. Σας ευχαριστώ πολύ. Πότε να τα πάρω;
– Στείλετε ένα δικόν σας άνθρωπο αύριο πρωί στο Σύλλογο μ’ ένα σημείωμά σας. Θα είμ’ εκεί και θα του τα παραδώσω.
Τό άλλο πρωί έλαβα το επισκεπτήριον του Βενιζέλου με λίγα λόγια ευχαριστήρια κ’ έδωσα στον κομιστή του, έναν λεβέντη Κρητικό, όσα είχα υποσχεθεί. Το επισκεπτήριον είχε κάτω από τ’ όνομα του Βενιζέλου με μικρά γράμματα: Δικηγόρος – Χανιά.
Την πρώτη μας αυτή συνάντηση εθυμήθηκεν ο Βενιζέλος, όταν τον ξαναείδα πρωθυπουργόν μετά τρία χρόνια στο σπίτι της Σοφίας Σλήμαν. Έκτοτε δεν έτυχε να τον ιδώ παρά μία φορά ακόμα στις εξετάσεις της Σεβαστοπουλείου Σχολής του 1911. Το κατώφλι του σπιτιού του και του πρωθυπουργικού του γραφείου δεν τα επάτησα ποτέ. Μόνον γράμματά του έχω λάβει εξ αφορμής βιβλίων μου που του είχα στείλει στο Παρίσι και στη Χαλέπα.
Με τον ανοικτόκαρδο Ρουμελιώτη το λεβέντη Γιάννο – όπως τον ελέγαμε – συνεργάσθηκα πολύ αποτελεσματικότερα παρά πριν, με το Στάη και τον Παναγιωτόπουλο, γιατί είχαμε την υποστήριξη της Βουλής και το προσωπικό ενδιαφέρον του Βενιζέλου για τα Γράμματα και τας Τέχνας. Επήγαινα τις πρω-ινές ώρες και τον εύρισκα στο Ξενοδοχείον των Αθηνών που εκατοικούσε. Με δέχουνταν με τα νυκτικά του. Όχι σαν υπουργός με τμηματάρχην, αλλά σαν δυο φίλοι στενοί, σ’ ένα τραπεζάκι μπροστά καθισμένοι, καταρτίζαμε σε νομοσχέδια και διατάγματα το προοδευτικόν μας πρόγραμμα. Ο Γιάννος τα έπαιρνε φρέσκα - φρέσκα σαν νεόκοπα άνθη, και τα ανακοίνωνε χειρόγραφα ακόμη, αδακτυλογράφητα στον Πρόεδρο, στο Βενιζέλο. Και ύστερα ήρχουνταν στο Υπουργείον και μ’ έκραζε να μου πει: «Ενθουσιασμένος ο Πρόεδρος και σε συγχαίρει για την ωραία ιδέα».
Έτσι εδέχθηκε ο Βενιζέλος και την πρότασιν για το Βασιλικόν Μετάλλιον των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών, που με την πολιτειακή μεταβολή άλλαξεν ύστερα όνομα και έγινε Εθνικόν Αριστείον, απονεμόμενον από την Ακαδημίαν Αθηνών.