ΚΩΝ. ΝΙΚΑΣ
Από το «Ιστοί Αράχνης», 1880
ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Σαν το μικρό πουλί που συνηθίζει.
Μεσ' το κλουβί να ζη παντοτινά,
Χεράκι ευσπλαχνικό να το ταΐζη,
Και με τραγούδια πάντα να περνά,
Μεσ' της αγάπης το κλουβί κλεισμένος
Συνήθισ' άνω κάτω να πηδώ,
Kαι όταν κάποτ' ήμαι λυπημένος
Ή 'ςε χαρά πολλή να τραγουδώ.
Κεχρί-μου φθάνει μόνο η ματιά σου.
Νερό δροσάτο - είνε τα φιλιά σου...
Μα τί; Κακιόνεις, θα με δίωξης; Μη!
Αχ! το φτωχό πουλί που συνηθίση
Μεσ’ το κλουβί, ελεύθερο να ζήση
Δεν ειμπορεί, ξανθή μου, ούτε στιγμή!
Da «Ragnatele» 1880
PICCOLO CANTO DELL ' AMORE
Come uccellino abituato
A viver sempre dentro la gabbia,
Una mono compassionevole lo nutre
E con il canto trascorre il tempo,
Nella gabbia d ' amore rinchiuso
A saltellar su e giù, mi abituai,
E quando son triste talvolta
O in tanta gioia, a cantare.
Miglio-mi basta soltanto il tuo sguardo-
Acqua fresca-sono i tuoi baci.
Ma che? Tieni il broncio? No!
Ahimè! Il povero uccellino abituato
Dentro la gabbia, viver libero non può,
Mia bella, neppure un istante.
Από τα «Ειδύλλια», 1881
Η ΛΥΓΕΡΗ ΚΙ Ο ΗΛΙΟΣ
Μια λυγερή παινεύτηκε κι είπε μεγάλο λόγο
— Εγώ είμ' απ' όλες πιο καλή και πιο χαριτωμένη
Έχω δύο μάτια ολόμαυρα, δυο χείλη κερασένια,
Κι έχω πλεξίδες τα μαλλιά σαν τις οχιές πηγμένα
Κι έχω δύο μάγουλα τριαντάφυλλα και κρίνα
Και λάμπω και φεγγοβολώ σαν ήλιος του αλωνάρη.
Κι ο ήλιος σαν την άκουσε πολύ του κακοφάνη
— Σώπα καϋμένη λυγερή και μην παραπονιέσαι,
Μη σου μαυρίσω τη θωριά και γίνεις γυφτοπούλα.
— Και πού θα ιδής την όψι μου και πώς θα τη μαυρίσης,
Που 'γω φορώ τη μπόλια μου 'ς τα φρύδια και 'ς τα μάτια;
Κι ο Ήλιος είπε του Βοριά κ' εσήκωσε τη μπόλια
Κ' εφάνηκε η όψι της και μαύρισ' η θωριά της.
Κ' η κόρη πάλι εφώναξε και πάλιν εματάειπε:
— Ήλιε, κακό που μούκανες με τα καμώματά σου,
Τώρ' είμαι πειό μελαχρινή και πει' όμμορφη από πρώτα!
Από τη «Γαλήνη», 1891-1902
ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ
Όλα για σένα τάκοψα κ' έλα, καλή μου, πάρτα
Τις αργυρές αγράμπελες και τα χρυσά τα σπάρτα.
Ζηλιάρης δράκος ο γκρεμνός τα φύλαγε από μένα
Τα πλούτη του τα λιόσπαρτα και τ' αφρογεννημένα.
Κ' έχανα τον καϋμό σπαθί, το λογισμό κοντάρι,
Και πάτησα και νίκησα τον ακριβό ζηλιάρη.
Όλα για σένα τάκοψα κ' έλα, καλή μου, πάρτα
Του δράκου τις αγράμπελες και του γκρεμνού τα σπάρτα.
Da «Idilli» 1881
LA GIOVINETTA E IL SOLE
Si vanto la giovinetta e tenne un gran discorso:
«Io sono fra tutte più bella ed aggraziata.
Ho gli occhi nerissimi, le labbra di ciliegia,
Porto i capelli a treccia, ritorti come serpi,
Sulle mie guance io porto rose e gigli.
Splendo e rifulgo come sol di luglio»
II sole quando la udì, molto se l ' ebbe a male:
«Taci misera giovane e non insuperbire,
Che io non ti annerisca il volto e zingara diventi.
— Come vedrai il mio volto, come potrai annerirlo,
Se sulle ciglia egli occhi io porto il fazzoletto?»
Lo disse il Sole a Borea e sollevò il suo velo
E si mostrò il suo viso e si anneri il suo volto.
Grido la giovinetta, di nuovo ripete:
«Quale danno mi hai fatto con la tua impresa, ο sole!
Adesso son più bruna e più bella di prima»
Da «Bonaccia» 1891-1902
FIORI DI PRECIPIZIO
Tutte per te le colsi, vieni mia bella, prendi
Le viti selvatiche d ' argento e le ginestre d' oro.
Geloso drago il dirupo da me le difendeva
Le sue ricchezze, le solari ginestre, le nate dall' onda.
Feci della mia pena spada, lancia del mio pensiero
Ed il geloso avaro, io vinsi e calpestai.
Tutte per te le colsi, vieni, mia bella, prendi
Le viti selvatiche del drago e le ginestre del precipizio.
Από τα «Φωτερά Σκοτάδια», 1903-1914
ΟΧΙ ΤΑ ΡΟΔΑ TA ΚΛΕΙΣΤΑ
Όχι! τα ρόδα τα κλειστά δεν είναι ρόδ' ακόμα
Είν' άνθος δίχως όνομα και δίχως ευωδιά
Μοιάζουν αθώο, αφίλητο και παιδιακίσιο στόμα,
Που δεν το πότισε καϋμούς αγάπης η καρδιά.
Θέλω τα ρόδα, ολόδροσα κ' ευωδιαστά ανθισμένα,
Την ευλογία της ομορφιάς στον κόσμο να σκορπούν:
Χείλη ανοιχτά' απ' τους στεναγμούς κι' απ' τα φιλιά καμένα,
Χείλη, που κι ' αν σωπαίνουμε - το λεν πώς αγαπούν.
Da «Tenebre luminose» 1903-1914
ROSE IN BOCCIO
No! I boccioli di rose non sono rose ancora,
Son fiore senza nome, senza profumo,
Somigliano ad innocente, non baciata bocca di fanciullo
Che il cuore non abbeverò con affanni d'amore.
Voglio che le rose, freschissime, fiorite e profumate,
Diffondano nel mondo la lode della bellezza.
Labbra schiuse dai sospiri, arse dai baci,
Labbra che seppur tacciono, lo dicono che amano.
Από τη «Πύρινη ρομφαία-Αλκυονίδες», 1912-1921
ΝΑ ΣΕ ΠΡΟΣΜΕΝΩ
Για σένα έχω κοντά μου τ' αδιανό θρονί
Και για τους δύο μας το ποτήρι γεμισμένο,
Ξυπνά τον πόθο η ώρα η βραδινή’
Το ξέρω πως δε θάρθης-κι όμως σε προσμένω.
Η πόρτα αν τρίξη από τον αέρα... ένα ξερό
Κλαδί αν σαλέψη έξω από τον κήπο... βήμα ξένο
Στο δρόμο αν προσπεράση, λαχταρώ...
Το ξέρω πως δε θάρθης-κι όμως σε προσμένω.
Νυχτώνει η μέρα, κρύα κ' ερημική,
Δάκρυα σταλάζει το κερί μου τ' αναμμένο...
Και νοιώθω μια χαρά μαρτυρική,
Να ξέρω πως δεν θάρθης-και να σε προσμένω.
Da «Spada di fuoco-Alcionidi» 1912-1921
ATTENDERTI
Per te ho accanto una sedia vuota,
per noi due il bicchiere ricolmo.
Risveglia la passione, l ' ora serale,
io so che non verrai, eppur ti aspetto.
Se cigola la porta per il vento... un ramo
Secco scricchiola in giardino... un passo estraneo
Per la via procede, ti desidero....
Io so che non verrai, eppur ti aspetto.
Annotta il giorno, freddo e desolato,
lacrime stilla la mia candela accesa,
gioia tormentosa dentro me io sento:
saper che non verrai-ed aspettarti.
Από το «Θα βραδιάζη», 1915-1922
ΤΟ ΦΤΑΣΙΜΟ
Στου χωριού τ' αποσκιωμένα αλώνια
Θα φανούν λευκά τα χωριατόσπιτα,
Πίσω από των πεύκων τ' ακροκλώνια.
Μακριά θ' ακούονται αρνιών βελάσματα
Βραδινή καμπάνα θα σημαίνη.
Στη βρυσούλα βώδια θα ποτίζωνται,
Θα καπνίζουν φούρνοι φλογισμένοι.
Θα βαθυανασαίνωμε στο διάβα μας
Μυρωδιά από στάχυα θερισμένα
θα μας ευχηθούν το «καλώς ήρθατε»
Χέρια από τον κάματο αργασμένα.
Από το κατώφλι αναμερίζοντας
Του καιρού τ' αγκάθια και τα χόρτα,
Του κλειστού παλιόπυργου θ ' ανοίξωμε,
Τη βαριά τη σιδερένια πόρτα.
Κι ' όταν το λυχνάρι μας θ ' ανάψωμε
Ταπεινό-την ώρα που νυχτώνει –
Τη χαρά θα νιώσωμε πως είμαστε
Χωρισμένοι απ' όλα: μόνοι, μόνοι.
Da «Farà sera» 1915-1922
L'ARRIVO
Farà sera il giorno in cui giungeremo
Alle ombrate aie del villaggio.
Appariranno le bianche casupole
Dietro gli alti rami dei pini.
Lontano s ' udranno belati d ' agnelli,
Suonerà la campana della sera,
Alla fonte si abbevereranno i buoi,
Fumeranno i forni accesi.
Respireremo a fondo nel nostro andare
Profumo di spighe mietute,
Ci diranno «benvenuti»
Mani deformate dalla fatica.
Dalla soglia, scostando
Spine ed erbe del tempo,
Dell ' antico chiuso castello apriremo
La pesante porta di ferro.
E quando accenderemo la nostra umile
Lucerna, nel momento in cui annotta,
Quale gioia proveremo ad essere
Staccati da tutto: completamente soli.
Η ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ
Εκούνησε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της
και γέμισ' από άνθη η πλάτη, η αγκαλιά και τα μαλλάκια της.
Αχ, χιονισμένη σαν την είδα την τρελλή, γλυκά την φίλησα,
της τίναξα όλα τ' άνθη από την κεφαλή κι έτσι της μίλησα.
Τρελλή να φέρης στα μαλλιά σου τη χιονιά τι τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θ’ άρθη η άγρια βαρυχειμωνιά, δεν το στοχάζεσαι;
Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά τα παιχνιδάκια σου,
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά και τα γυαλάκια σου.
«ΙΣΤΟΙ ΑΡΑΧΝΗΣ»
IL MANDORLO
Scosse il mandorlo fiorito
Con le sue piccole mani
E si riempirono di fiori le spalle, le braccia,
I capelli.
Ah! Quando la vidi ricoperta di neve, la pazzerella,
Dolcemente la baciai,
Le scrollai i fiori dal capo
E cosi le parlai:
«Sciocca, ad imbiancare i capelli
Perche tanto ti affretti?
Da solo verrà il rigido inverno,
Non ci pensi?
Invano allora ricorderai i vecchi
Tuoi giochi,
Piccola vecchietta dai bianchissimi capelli
E con gli occhiali.
Da «Raguantele»
Από τη συλλογή «Δειλοί και Σκληροί Στίχοι», 1933
στο δροσινη
Πώς αλλιώς
να σε πω; O συνοδοιπόρος,
χαίρε, ο πιο γερός, ο πιο παλιός,
για τ' ανέβασμα στου τραγουδιού
τ' Αγιονόρος.
Με το γέλασμα του παιγνιδιού,
με το γνοιάσιμο του κόπου,
τη ματιά σου, θρέμμα ανθρώπου
που δεν είναι στη ζωή του μια στιγμή,
μια χαρά στην ύπαρξή του, δίχως
να ταράζη τη σκέψη του ο στίχος.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Da «Versi timidi e crudeli» 1928
A DROSSINIS
In che altro modo
Chiamarti? Compagno di viaggio,
salve; il più esperto, il più anziano
per l ' ascesa al Monte santo del Canto.
Con il sorriso del gioco,
Con l ' affanno della fatica
II mio libro lavorato, attende
I tuoi occhi; creatura d ' uomo
Che non ha nella sua vita un attimo,
una gioia nella sua esistenza, senza
che il verso non gli agiti il pensiero.
COSTIS PALAMAS
ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ
Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε
στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα - όμως,
του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε
του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:
Εσύ το Ωραίο μέσ' στα μεγάλα ζήτησες
κ' εγώ στα ταπεινά κι ' απορριμένα,
και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο
κι ' άφησες τον πηλό της γης σ ' εμένα.
Στις αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες
και στάθηκα στις λιόφωτες ραχούλες.
αρχόντισσες και ρήγισσες οι Μούσες σου
κ' εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες.
Εσύ στης δάφνης τ' ακροκλώναρα άπλωσες
κ' εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι.
στεφάνι έχεις φορέση από δαφνόφυλλα –
λίγο θυμάρι του βουνού μου φτάνει.
«ΦΕΥΓΑΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ» σελ. 7. Έκδ.Α'
Da «Rondini fugitive», 1936
RISPOSTA A PALAMAS
Si, compagni di viaggio, insieme muovemmo
Nel dolce mattino dell’ Arte, ma
Col passare del tempo tuttavia,
ciascun di noi segui strade diverse.
Tu il Bello in ciò che e grande ricercasti,
Io nelle umili cose, rifiutate,
Il bronzo e pure il marmot lavorasti,
Lasciasti a me Γ argilla della terra.
Sulle innevate alpine vette salisti,
In soleggiati colli io mi fermai,
Regine e nobildonne le tue muse,
Le mie, son pescatrici e pastorelle.
Tu tendesti alle cime alte del lauro,
Io ad ogni filo d ' erba, ogni verdura,
Foglie d ' alloro a te fonda corona
A me basta, di monte poco timo.