Ομιλία της ΝΤΙΝΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,
ιδρύτριας και τ. προέδρου του Λυκείου
των Ελληνίδων Παιανίας αντιπροσώπου του Συλλόγου
«ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ» στην περιφέρεια.
«ο δροσινησ και εικόνες του ΠΗΛΙΟΥ»
Η εποχή που έζησε ο Δροσίνης ήταν μία τρικυμιώδης, άστατη εποχή. Υπήρξαν πόλεμοι μεταξύ των κρατών, μα πόλεμοι και στην πνευματική ζωή του τόπου μας, ιδιαίτερα για τη γλώσσα. Άλλα «ελληνικά» διδάσκονταν τα παιδιά στα σχολεία και χρησιμοποιούσαν οι μορφωμένοι, άλλα «ελληνικά» μιλούσαν οι απλοί άνθρωποι. Πολλές μελέτες έγιναν και πολλές ομιλίες ακούστηκαν για τα τρία «κακά παιδιά», τον Παλαμά, τον Δροσίνη και τον Καμπά, τους νεαρούς τότε, που έδιναν την μάχη τους για την δημοτική γλώσσα. Εμείς, σήμερα, μπορούμε να προσθέσουμε ότι χρονολογικά ο Δροσίνης προηγήθηκε και από τον Παλαμά και από τον Ψυχάρη, που θεωρείται ο πρωτοπόρος του αγώνα.
Τα δύο πρώτα έργα του Δροσίνη, «Τρεις ημέραι εν Τήνω» και «Αι Αγροτικαί Επιστολαί», γράφτηκαν βέβαια στην καθαρεύουσα, τη γλώσσα της εποχής, τη γλώσσα των λογίων, των λίγων μορφωμένων, τη γλώσσα που ορθωνόταν μπροστά στο λαό σαν σιδερένιος φράκτης, πλεγμένος με αγκάθια, απροσπέλαστος από τους πολλούς, εκείνους που είχαν τελειώσει μόνο λίγες τάξεις του δημοτικού και αυτούς που υπογράφανε με ένα σταυρό στη θέση της υπογραφής, και δεν καταλάβαιναν όταν άκουγαν τους μορφωμένους να μιλούν μεταξύ τους.
Ο νεαρός ακόμα ο Δροσίνης γράφει την Αμαρυλλίδα του, μυθιστόρημα δροσερό, γεμάτο αισιοδοξία, σε μια καθαρεύουσα συντηρητική, απαλλαγμένη από φανατικές ακρότητες. Διαβάστηκε από πολλούς, μεταφράστηκε και αγαπήθηκε από Έλληνες και ξένους. Ήρθε όμως σε ρίξη με τον Παλαμά, γιατί
δεν είχε διαλέξει την πιο ακραία δημοτική γλώσσα. Ψυχράνθηκαν για καιρό, και ο Δροσίνης κράτησε την ίδια φιλοσοφία σχετικά με τη γλώσσα και στο Σ.Ω.Β. Ο Βικέλας, Πρόεδρος του Σ.Ω.Β., ήταν απόλυτα σύμφωνος με την τακτική του. Δέχτηκαν κριτική και από τις δύο παρατάξεις. Από τους φανατικούς καθαρευουσιάνους και από τους σκληροπυρηνικούς δημοτικιστές. Κι όμως ο σωστός ο δρόμος ήταν αυτός. Χιλιάδες άνθρωποι διάβασαν, μορφώθηκαν και βοηθήθηκαν από τα βιβλία του Σ.Ω.Β. που επιμελήθηκε ένα-ένα ο Δροσίνης.
Το μυθιστόρημά του «ΕΡΣΗ» που είδε το φως το 1932, γραμμένο σε μια γλώσσα εύκολη, αγαπήθηκε ακόμα περισσότερο από τους Έλληνες και τις Ελληνίδες.
Για κάποιο χρονικό διάστημα ο Δροσίνης έμεινε μόνος στο δρόμο που χάραξε. Στο δρόμο που ταίριαζε στον χαρακτήρα του. Διαβάσαμε στο ημερολόγιό του ότι, παραδέχεται και χαίρεται τον αγώνα που δίνει ο Ψυχάρης στο Παρίσι για την επικράτηση της Δημοτικής, μα περιμένει από τον «επαναστάτη» να φέρει το ουράνιο τόξο στην πνευματική ζωή, αυτό που θα αναγγείλει το τέλος της καταιγίδας.
Γράφει : «Συνάντησα τον Ψυχάρη στο Παρίσι. Είχε αναλάβει την εκστρατεία για την επικράτηση της δημοτικής. Ο Κωστής και εγώ είμασταν οι πιο πιστοί οπαδοί του και οι πιο μαχητικοί. Τον ξαναείδα τυχαία στην Ακρόπολη με την γυναίκα του. Τους κάλεσα και περάσαμε ένα μήνα στο Πήλιο. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί πιο αταίριαστο ζευγάρι. Αυτή γεμάτη καλωσύνη. Αυτός νευρικός, καυγατζής, πεισματάρης. Τελικά ο Ψυχάρης την άφησε και παντρεύτηκε μία μαθήτριά του».
Αυτός ήταν ο Ψυχάρης. Με αυτόν τον χαρακτήρα μαχόταν για την κατάκτηση της δημοτικής. Δεν ήθελε το ει, δεν ήθελε το ευ, φώναζε, καυγάδιζε, επέμενε πεισματικά. Ήρθε και εκφώνησε μια ομιλία στον Παρνασσό, με θέμα το Φιλί. Ακόμα και το θέμα που είχε διαλέξει έφερνε την επανάσταση, σε μια Αθήνα των αρχών του αιώνα, με τα αυστηρά ήθη και έθιμα της εποχής εκείνης.
Ο Δροσίνης, στην εφημερίδα Εστία, δημοσίευσε όλη την ομιλία του Ψυχάρη. Οι άλλες εφημερίδες παράθεσαν λίγες λέξεις ή μια μικρή παράγραφο. Αυτός ήταν ο Δροσίνης κι αυτή ήταν η διαφορά: Ήρεμος και.. Επαναστάτης ταυτόχρονα.
Το νέο ρεύμα της εποχής εκείνης, με οδηγητή τον Πολίτη, ήταν η λαογραφία. Η αγάπη για την φύση και την ύπαιθρο, θέματα που απασχολούσαν το χωριό είχαν την πρώτη θέση.
Η φύση μίλαγε στην καρδιά του Δροσίνη. Την είχε γνωρίσει στο κτήμα του πατέρα του στην Εύβοια μόλις τέλειωσε το Γυμνάσιο, στο πρώτο του μεγάλο ταξίδι. Από τις Γούβες είχε βιώματα ζωής. Με τους απλοϊκούς ανθρώπους και με τις αγκυλώσεις του χωριού, με την μυρωδιά του θυμαριού, που δεν έβρισκε στην πόλη, με τις αχλαδιές που είχε φυτέψει ο παππούς και με τις γκορτζιές που είχε κρεμάσει ψηλά στα φυλλώματά τους, ήταν στενά δεμένος.
Αργότερα, στα κτήματα του πεθερού του στο Πήλιο, εκεί που συνυπάρχουν το «Βουνό των βουνών καμάρι», οι ακρογιαλιές με τις ψαρόβαρκες, και τα βράχια με τις νεραϊδοφωλιές, ο Δροσίνης με τα μυθιστορήματά του αλλά και με δεκάδες ποιήματά του, μιλά για τη φύση. Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε βαθιά την ποίησή του για να την καταλάβουμε. Δεν χρειάζονται κλειδιά και οδηγοί δεν προβληματίζει προβάλλοντας συνειδησιακά μυστικά. Οι ομορφιές περιγράφονται απλά, φωτογραφίζονται, ζωγραφίζονται με την κλασσική τέχνη του ζωγράφου. Τα λόγια είναι περιττά. Ας διαβάσουμε δύο ποιήματα από την συλλογή «Γαλήνη »:
«ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΠΗΛΙΟΥ»
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ
Τ’ άσπρα σπιτάκια του ένα ένα,
Σκόρπια, ασυντρόφευτα κι’ ανάρια,
Σ’ τη θάλασσα αντικρύ απλωμένα
Σα μονοκόμματα λιθάρια,
Τ' άσπρα σπιτάκια του κρυμμένα
Μέσα σε πράσινα κλωνάρια,
Ηλιόφωτα, χαριτωμένα,
Μικρά, ασβεστόχριστα, καθάρια,
Πρώτη φορά όποιος τα θωρεί,
Γλυκεία ανοιξιάτικη ημέρα,
Απ' του βουνού τη ράχη πέρα,
Ήμερα αρνάκια τα θαρρεί,
Που βοσκούνε, σκόρπιο κοπάδι
Σε χλωροπράσινο λιβάδι.
«ΓΑΛΗΝΗ» σελ. 11-12.Εκδ. Α'
«Η ΚΑΤΑΧΝΙΑ»
Βαρειά, λαχανιασμένη μέρα...
Ψηλά τον ουρανό θωρώ
Γαληνεμένο, καθαρό·
Αχνίζει το βουνό απ'την ξέρα.
Μόνον στη θάλασσα εκεί πέρα,
Μ' όλον το ξάστερο καιρό,
Σύννεφα κρύβουν το νερό
Συρμένα απ' αλαφρόν αγέρα.
Κι ο νους ρωτά με παραζάλη:
— Μην πήρ' ο κόσμος όψην άλλη;
Μήπως απάνω γαλανή
Μια θάλασσα λάμπη απλωμένη
Και κρύφτηκαν συννεφιασμένοι
Σ' τα βάθη κάτω οι ουρανοί;
«ΓΑΛΗΝΗ» σελ. 240. Εκδ. Α'
«Βαρειά λαχανιασμένη μέρα...» και μόνο μ' αυτή τη φράση του Δροσίνη, νιώθεις τα μαύρα σύννεφα να τρέχουν χαμηλά, τη σκοτεινιά να πλησιάζει, το βάρος στο στήθος, ένα σφίξιμο στο κεφάλι. Kι’ όμως με μαεστρία, ζωγραφισμένη η κορυφή του βουνού ξεπροβάλλει μέσα από τα σύννεφα, μακριά στη θάλασσα, υψώνεται στεφανωμένη στον καθαρό ουρανό, την ονειρεύεσαι χαρούμενη μα σ' άλλο κόσμο !
Το μάτι σου κατηφορίζει στην αμμουδιά, στην καταλαγιασμένη θάλασσα που μ' όλον το ξάστερο καιρό, σύννεφα κρύβουν το νερό της. Η καταχνιά έχει σκεπάσει τη γη, έχει σκεπάσει τη θάλασσα. Το μαύρο δίχτυ κατέβηκε χαμηλά συρμένο από τον ανάλαφρο αγέρα, κι' είναι ένα θέαμα μοναδικό, αλλιώτικο, παράξενο, ο καθαρός ουρανός κι' η μαύρη θάλασσα.
Αρχίζεις και σκέπτεσαι, εσύ που έρχεσαι από την πόλη, την μεγάλη πόλη, εκεί που την καταχνιά τη λένε σκοτεινιά, ή ομίχλη, αρχίζεις κι' αναρωτιέσαι, πού είναι ο ουρανός; πού βρίσκεται η θάλασσα; τι αρώματα είναι αυτά που πήρε η φύση ; Και πριν καταλάβεις καλά καλά, η ομορφιά γίνεται μυστήριο. Θαυμάζεις και αναρωτιέσαι μαζί με τον Δροσίνη. «Μην είναι η θάλασσα εκεί ψηλά; μην κατέβηκαν τα σύννεφα και τα ουράνια κάτω ;»
Ζωντανή η αγάπη του ποιητή για τη φύση, που την τραγούδησε με την πένα του. Είναι σε όλα του τα ποιήματα φανερή. Πηγαίνει κάθε Μάιο να τη συναντήσει στο Χορευτό, στο Πήλιο. Λένε, ότι είναι η πιο όμορφη εποχή για το μέρος αυτό. Σ' ένα του μεγάλο ποίημα, μιλάει για τη μαγιάτικη πηλιορείτικη λαμπράδα που με χαρά υποδέχεται τον ερχομό της άνοιξης. Καθρεπτίζεται η πρασινάδα της στεριάς στα ολογάλανα νερά του χορευτού, στολίζεται η φύση, ανθίζουν οι πορτοκαλιές, γεμίζουν οι φωλιές, οι αγράμπελες στους βάτους ξαπλώνουν τα κλαδιά τους, τα κατακόκκινα κεράσια, σαν πινελιές στο πράσινο, μιλούν για χαρά, τη χαρά της ζωής, πανέτοιμη για καινούριες δημιουργίες.
Τελειώνοντας, θέλω να επισημάνω ότι θα έπρεπε να τιμούμε όλους τους λογοτέχνες που με την αξιοσύνη τους, μας χάρισαν και μας χαρίζουν ώρες ψυχικής ανάτασης. Δυστυχώς, δεν υπήρξαν όλοι τυχεροί, πολλοί ξεχάστηκαν. Για τον Δροσίνη μπορούμε να πούμε, ότι συνέβη το αντίθετο. Με τον Σύλλογο «Οι Φίλοι τον Μουσείου Γ. Δροσίνη», ο ποιητής ζει κοντά μας και μας μιλά με τα ποιήματά του.
Χαίρομαι που είμαι μέλος του Συλλόγου και νιώθω υπερήφανη που μπορώ να προσθέσω έστω και ένα μικρό πετραδάκι στο μεγάλο αυτό έργο που ο Σύλλογος έχει επωμισθεί.