Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ) ΚΑΙ Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ 1855 – 1936.
Επανειλημμένως Πρωθυπουργός και Πρόεδρος Δημοκρατίας 1925 -1935
Αλέξανδρος Ζαΐμης, γεννηθείς εν Αθήναις το 1855. Μετά το πέρας των γυμνασιακών μαθημάτων του ενεγράφη εις την νομικήν σχολήν, μεταβάς είτα εις Γερμανίαν, όπου εσπούδασε νομικάς και πολιτικάς επιστήμας, λαβών το δίπλωμα του διδάκτορος από το πανεπιστήμιον της Αϊδελβέργης. Προς συμπλήρωσιν των σπουδών του μετέβη εν συνεχεία εις Παρισίους. Βουλευτής Καλαβρύτων εξελέγη το πρώτον κατά τας εκλογάς της 7ης Απριλίου 1885, ταχθείς εις την πολιτικήν μερίδα του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, συνέχισε δε εκλεγόμενος και κατά τας περιόδους ΙΑ'(1887), IB' (1890), ΙΔ' (1895), ΙΕ' (1899), ΙΣΤ' (1902), ΙΖ' (1905), ΙΗ' (1906), Α' και Β' αναθεωρητικάς βουλάς (1910-1911) και ΙΘ' (1913). Επί κυβερνήσεως Θ. Π. Δηλιγιάννη ανέλαβε το Υπουργείον της Δικαιοσύνης από 24 Οκτωβρίου 1890 μέχρι της 18 Φεβρουαρίου 1892, ότε επαύθη υπό του βασιλέως Γεωργίου του Α'.
Κατά την ΙΔ' περίοδον διετέλεσε δις πρόεδρος της Βουλής από 15 Μαΐου μέχρι της 8ης Νοεμβρίου 1895 και από της 24 Οκτωβρίου 1896 μέχρι της 21 Σεπτεμβρίου 1897, ότε ο Ζαΐμης, τη υποστηρίξει του Δηλιγιάννη, ωρκίζετο το πρώτον Πρωθυπουργός, κρατών δι’ εαυτόν το Υπουργείον των Εξωτερικών.
Κύριον μέλημα της κυβερνήσεως Ζαΐμη ήτο να φέρη εις πέρας τας διαπραγματεύσεις της οριστικής συνθήκης ειρήνης μετά της Τουρκίας και να ρυθμίση τα της επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου επί ωρισμένων προσόδων του ελληνικού κράτους διά την εξυπηρέτησιν των τοκοχρεωλυσίων. Διά μεν το πρώτον ζήτημα εδήλωσεν, άμα τη αναλήψει της Αρχής, διά διακοινώσεώς της προς τας Μεγάλας Δυνάμεις, ότι αποδέχεται τους όρους της προκαταρκτικής συνθήκης και απέστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν τους Νικ. Μαυροκορδάτον και Δ. Στεφάνου, ως πληρεξουσίους, διά τον καταρτισμόν της οριστικής, ήτις και υπεγράφη την 22 Νοεμβρίου (4 Δεκεμβρίου) 1897, διά δε το δεύτερον επέτυχε την διαρρύθμισιν των οικονομικών ζητημάτων, του συμβιβασμού και των όρων του Διεθνούς Ελέγχου, ψηφίσασα κατά Φεβρουάριον 1898 τον νόμον ΒΦΙΘ'. Την 29ην Οκτωβρίου 1898 υπέβαλε την παραίτησίν του εις τον βασιλέα, του ανετέθη όμως πάλιν ο σχηματισμός κυβερνήσεως, αφού εδημοσίευσε την αυτήν ημέραν εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υπόμνημα περί των ληπτέων μέτρων προς βελτίωσιν της διοικήσεως της χώρας. Κατά την Πρωθυπουργίαν αυτήν του Ζαΐμη διηυθετήθη, κατόπιν διαπραγματεύσεων πολλών μετά των τεσσάρων Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσσίας, και Ιταλίας, και το ζήτημα της καθόδου εις Κρήτην, ως υπάτου αρμοστού, του πρίγκηπος Γεωργίου της Ελλάδος (9 Δεκεμβρίου 1898). Διαλύσας μετά ταύτα την βουλήν, προεκήρυξεν εκλογάς διά την 7ην Φεβρουαρίου 1899, εις ας κατήλθε με ίδιον πολιτικόν πρόγραμμα. Ηττηθείς, παρέδωσε την 2αν Απριλίου την αρχήν εις τον Γεώργιον Θεοτόκην. Ανατραπείσης της κυβερνήσεως Γ. Θεοτόκη, την 12 Νοεμβρίου 1901, λόγω των αιματηρών σκηνών εξ αφορμής της μεταφράσεως του Ευαγγελίου, τη υποδείξει του Θεοτόκη αρνουμένου να υποστηρίξη τον Θ. Π. Δηλιγιάννην, εκλήθη και πάλιν να σχηματίση κυβέρνησιν ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Δεν παρέμεινεν όμως επί πολύ. Ζητήσας την διάλυσιν της βουλής από τον βασιλέα και λαβών αυτήν προεκήρυξεν εκλογάς διά την 17ην Νοεμβρίου 1902, κατελθών και πάλιν ως αρχηγός ιδίου κόμματος. Αποτυχών, παρέδιδε μετά τινας ημέρας την αρχήν εις τον Θ. Π. Δηλιγιάννην.
Υποδειχθείς υπό του βασιλέως Γεωργίου ως διάδοχος του πρίγκιπος Γεωργίου, κατήλθε την 18 Σεπτεμβρίου 1906 ως ύπατος αρμοστής εις την Κρήτην, παραμείνας μέχρι του Σεπτεμβρίου του 1909, ότε κατελύθη το αρμοστειακόν καθεστώς. Το 1913, μετά την δολοφονίαν του βασιλέως Γεωργίου, απεστάλη εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς όπως αναγγείλη την εις τον θρόνον ανάρρησιν του βασιλέως Κωνσταντίνου, τον δε Ιούλιον του 1914 απεστάλη μετά του Νικ. Πολίτη εις την Συνδιάσκεψιν του Βουκουρεστίου διά την εξεύρεσιν λύσεως μετά των αντιπροσώπων της Τουρκίας διά τας νήσους του Αιγαίου.
Επιστρέψας εκ Ρουμανίας, διωρίσθη την 14ην Δεκεμβρίου 1914 διοικητής της Εθνικής Τραπέζης, παραμείνας μέχρι της 19 Δεκεμβρίου 1921. Καθ' όν χρόνον ήσκει τα καθήκοντα του διοικητού της Τραπέζης ανέλαβε, στηριζόμενος εις την εμπιστοσύνην του Στέμματος, τρις την πρωθυπουργίαν, την 24ην Σεπτεμβρίου 1915, παραμείνας επί ένα μήνα, την 9ην Ιουνίου 1916 μέχρι της 3 Σεπτεμβρίου 1916, και την 21 Απριλίου 1917 μέχρι της 14ης Ιουνίου 1917.
Ο Ζαΐμης κατ' επανάληψιν προέβη εις απόπειρας προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την συμμαχίαν της Αντάντ, ίνα επέλθη ούτω αποκατάστασις φιλικών σχέσεων μετά του βασιλέως Κωνσταντίνου, αλλά άνευ αποτελέσματος, Ανένδοτοι αι Δυνάμεις της Αντάντ, και ιδία η Γαλλία, επέδιδον (29 Μαΐου 1917) διά του επί τούτω αφιχθέντος υπάτου αρμοστού Γάλλου πολιτικού και γερουσιαστού Ζωννάρ τελεσίγραφον εις την κυβέρνησιν Ζαΐμη, δι’ ού ηξίουν την εκθρόνισιν του βασιλέως Κωνσταντίνου.
Η Επανάστασις του 1922 εκάλεσε τον Ζαΐμην, ευρισκόμενον εις Βιέννην, να αναλάβη τον σχηματισμόν κυβερνήσεως, αλλά δεν απεδέχθη. Μετά τας εκλογάς της 7ης Νοεμβρίου 1926 (πρώτη εφαρμογή τής αναλογικής), ουδενός κόμματος επιτυχόντος σημαντικήν πλειοψηφίαν, εσχηματίζετο την 4ην Δεκεμβρίου 1926 οικουμενική κυβέρνησις, κατόπιν συμφωνίας όλων των κομμάτων, υπό την προεδρίαν του Α. Ζαΐμη. Αποχωρήσαντος του λαϊκού κόμματος η κυβέρνησις Α. Ζαϊμη ανεσχηματίσθη, την 17ην Αυγούστου 1927, με συνεργασίαν των δημοκρατικών κομμάτων και του Ι. Μεταξά, αλλά υποχωρήσαντος την 8ην Φεβρουαρίου 1928 και του Α. Παπαναστασίου, λόγω διαφωνίας του οφειλομένης εις τον νόμον περί οδοποιίας, η κυβέρνησις Ζαΐμη ανεσχηματίσθη εκ νέου με την συνεργασίαν Καφαντάρη, Μιχαλακοπούλου και Μεταξά, παραμείνασα εις την αρχήν μέχρι της 4ης Ιουλίου 1928.
Την 20ήν Μαΐου 1929 εξελέγη υπό του Εκλογικού Συλλόγου βουλής και γερουσίας αριστίνδην γερουσιαστής, την δε 22αν Μαΐου πρόεδρος του Β’ νομοθετικού Σώματος, επανεκλεγείς την 20ην Νοεμβρίου 1929 και κατά την δευτέραν σύνοδον της γερουσίας. Παραιτηθέντος, την 9ην Δεκεμβρίου 1929, του Προέδρου της Δημοκρατίας Π. Κουντουριώτη, εκλήθη, κατά το Σύνταγμα, ως αναπληρωτής, εκλεγείς την πρωΐαν της 14ης Δεκεμβρίου υπό των δύο βουλών Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εις την θέσιν ταύτην παρέμεινε μέχρι της καταργήσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος (10 Οκτωβρίου 1935).
Απεβίωσε την 15ην ΣεπτεμβρΙου 1936 εις την Βιέννην, όπου είχε μεταβή προς θεραπείαν των οφθαλμών του. Η σορός του, μεταφερθείσα ενταύθα εναπετέθη την 22αν Σεπτεμβρίου εις τον εν τω Α' νεκροταφείω οικογενειακόν του τάφον.
Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου»τόμος 8ος
σ.σ. 635-636
Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ
Στο σπίτι τού Δημ. Βικέλα, στην οδό Βαλαωρίτου και, κατά προτίμηση, στο ισόγειο περνούσαν αρχαιολόγοι, ελληνιστές και γενικά φίλοι της Ελλάδας. Ύστερα από την Ακρόπολη και τα Μουσεία πήγαιναν στον Βικέλα καλεσμένοι σε πρόγευμα. Ο Δροσίνης ήταν από τους συχνότερα καλεσμένους. Σ’ ένα πρόγευμα του Βικέλα πρωτογνώρισε τον Αλέξανδρο Ζαΐμη.
Από τα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» του Γ. Δροσίνη διαβάζουμε :
«Σ’ ένα πρόγευμα του Βικέλα πρωτογνώρισα και τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Τον είχε καλέση μαζί με τον Ιωάννη Βαλαωρίτη και με είχε κρατήση κ' εμένα τρίτον.
Ο Ζαΐμης, τόσο φημισμένος για τη σιωπή του στην πολιτική, ήτον ζωηρότατος ομιλητής σε στενό φιλικό κύκλο. Η αγαπημένη του ασχολία, όταν έμενε στην Αίγινα, ήτον η ψαρική, κ' επειδή κ' εγώ είχα μεγάλη αγάπη στη θαλασσινή ζωή, κι’ ο Βαλαωρίτης το ίδιο, το θέμα της ομιλίας μας στο τραπέζι ήτον γύρω από τη θάλασσα και τα ψάρια.
Κ' έξαφνα ό Βαλαωρίτης γυρίζει και μου λέει:
- Πώς είναι εκείνο το δίστιχο, που είχες κάνη μια φορά για τον Αλέκο;
Αλέκο ωνόμαζε τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, γιατί είχε πολύ στενό δεσμό μαζί του.
Εγώ κέρωσα. Ο Ζαΐμης μέσα από τα γυαλιά του με κύτταξε με περιέργεια:
- Τι έχετε κάνη για μένα;
Πριν απαντήσω -και τι ν' απαντήσω;- ο Ιωαν. Βαλαωρίτης (γιός του Αριστ. Βαλαωρίτη) αρχίζει ν' απαγγέλλη:
- Ο σεβαστός μας Πρόεδρος έχει διπλή τη χάρη: είναι ψαράς στη θάλασσα και στη στεριά είναι ψάρι.
- Δικό σας είναι; μου λέει γελαστός ο Ζαΐμης - εγώ το νόμιζα εκείνου του Σουρή!
Ησύχασα, όταν είδα πως δεν είχε καθόλου πειραχτή. Και πείστηκα γι' αυτό ακόμη περισσότερο, όταν ύστερα από λίγον καιρό τυπώθηκε το Ψάρεμά μου.
Ο Ζαΐμης ήτον βουλευτής και τού ’στειλα το βιβλίο στη Βουλή, ενώ συνεδρίαζε. Σε λίγην ώρα ένας κλητήρας της Βουλής μού’ φερε στο Γραφείο του Συλλόγου Ωφελίμων Βιβλίων ένα μικρό φάκελο. Μέσα ήτον επισκεπτήριο του Ζαΐμη, με λίγα λόγια ψιλογραμμένα:
- «Σας ευχαριστώ πολύ. Το βιβλίον σας ήλθεν επικαίρως, ενώ συζητείται το νομοσχέδιον περί φόρου ημιόνων. Προτιμώ ν' ασχοληθώ με τα σιωπηλά πλάσματα της θαλάσσης, παρά με τα θορυβώδη αυτά τετράποδα της ξηράς.»
Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ
Άπαντα, 7ος τόμος, σ.σ. 229 -230.
Στα «Σκόρπια Φύλλα» βρίσκουμε ακόμη τη διήγηση μιας εκδρομής στην Αίγινα. Από την περιγραφή μαθαίνουμε για την καθημερινότητα του Ζαΐμη και το χαρακτήρα του. Στις σελίδες 255-256 διαβάζουμε:
«Την ψαρική δεν την αγαπούσε πολύ ο Βαλαωρίτης και στη Σαπφώ δεν είχε άλλα ψαρικά σύνεργα παρά μόνον δύο τρία καμάκια. Εγώ έπαιρνα μαζί μου μια καθητή και ψάρευα κάποτε από την πρύμνη για να περνά η ώρα. Μια ψαρική εκδρομή, που λογαριάζαμε να κάνωμε στην Αίγινα, ναυάγησε την τελευταία ώρα.
Έμενε εκεί ο Αλέξανδρος Ζαΐμης και είχαν συμφωνήση με το Βαλαωρίτη να πάμε ένα Σάββατο να τον βρούμε και να μας οργανώση για την Κυριακή ένα μεγάλο ψάρεμα με τη βάρκα του, που την είχε αρματωμένη στην εντέλεια. Πήγαμε λοιπόν ένα Σάββατο αυγουστιάτικο και βγήκαμε από τη Σαπφώ στο χτήμα του Ζαΐμη.
Πριν αράξωμε, βλέπαμε κάποιον ανάμεσα στ' αμπέλια να πηγαινοέρχεται σκυφτός σαν να εξέταζε προσεχτικά κάθε κλήμα. Ήτον ντυμένος εργατικά ρούχα άσπρα και φορούσε ένα ψάθινο φτηνό μεγαλόγυρο καπέλλο, και τον πήραμε για Αιγινήτη περιβολάρη στην υπηρεσία του Ζαΐμη. Όταν ζυγώσαμε όμως στην ακρογιαλιά, και διάλεγε ο Καπετάν Σπύρος μέρος, που να μπορούμε από το κότερο να πατήσωμε στη στεριά μ’ ένα πήδημα, χωρίς να βλαφτή κ’ η Σαπφώ, ο σκυφτός άνθρωπος ανασηκώθηκε ξαφνισμένος και γύρισε προς εμάς τα μυωπικά μάτια του με τα χρυσά γυαλιά: ήτον ο Ζαΐμης.
Δε μας πρόσμενε τόσο νωρίς. Είχε κατέβη, όμως, ως το ακρογιάλι για να μας υποδεχτή, όταν θα φτάναμε. Μας εξήγησε αμέσως, πως τα σχέδια της ψαρικής μας εκδρομής ματαιώνουνταν. Η αυριανή μέρα, Κυριακή, ήτον επέτειος του θανάτου του γαμπρού του, και δε θα μπορούσε ν’ αφήση την αδελφή του τη μέρα εκείνη, που γίνουνταν κάθε χρόνο αφορμή να πάθη λιγοθυμιές και νευρικούς παροξυσμούς.
Γαμπρός του ήτον ο Γεώργιος Βενιζέλος, γυιος του γυναικολόγου γιατρού, από τους φημισμένους της παλιάς Αθήνας. Τον είχα γνωρίση και στα μαθητικά μου χρόνια κι' αργότερα στη Λειψία, όταν πρωτοπήγα, πάντα όμως από κάποια απόσταση. Δεν είχε ποτέ καλή υγεία, και τον πειράζαμε στον κύκλο μας της Λειψίας, γιατί φυλάγουνταν από ρεύματα κι’ αλλαγές καιρού και δεν ήρχουνταν πουθενά παραέξω μαζί μας.
Με την αδελφή του Ζαΐμη δεν έζησε πολλά χρόνια. Αλλά τα λίγα εκείνα θα ήταν τόσο ευτυχισμένα για τη γυναίκα του, ώστε με το θάνατό του η θλίψη της κατάντησε λυπομανία. Όλος της ο κόσμος περιωρίστηκε στον τάφο του. Ήτον θαμμένος στο υπόγειο της δικής τους εκκλησίτσας μεσ’ στο χτήμα, και περνούσε τις περισσότερες ώρες της μέρας και της νύχτας, κάποτε στο σκοτεινό εκείνο υπόγειο, απάνω στην πλάκα του.
Ο Ζαΐμης δε μας άφησε να φύγωμε αμέσως, καθώς ήθελε ο Βαλαωρίτης, για να βάλωμε πλώρη προς τη Βουλιαγμένη. Επέμενε να πάμε να χαιρετήσωμε τη μητέρα του, που μας πρόσμενε.
Για να πάμε στο σπίτι θα περνούσαμε από την εκκλησίτσα, κι’ ο Βαλαωρίτης θέλησε να μπούμε ν’ ανάψωμε ένα κερί. Ο Ζαΐμης τότε μας σύστησε, να μη μιλούμε και να πατούμε ελαφρά στις πλάκες, γιατί από κάτω ήτον ο τάφος του Βενιζέλου κ’ η αδελφή του βρίσκουνταν από το πρωί εκεί.
Μεγάλη αρχόντισσα η μητέρα του Ζαΐμη, μας δέχτηκε με την ευγένεια, που την κάνει ακόμη ευγενικώτερη η πονεμένη καλωσύνη. Όψη σαν από μάρμαρο, ή περισσότερο από κερί, που φαίνουνταν σαν να μην ήτον διαφορετική εχτές, σαν να μην μπορούσε ν’ αλλάξη αύριο, αλλά πλάστηκε για πάντα τέτοια από τρισάξιου τεχνίτη χέρια».
Γ. Δροσίνη. Άπαντα, τόμος 7ος