ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΣ ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗ
«ΜΟΥΣΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΡΟΣΙΝΗ»
«Εκούνησε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της
και εγέμισε από τ' άνθη η πλάτη, η αγκαλιά
και τα μαλλάκια της».
Ε! λοιπόν!
Εγώ είμαι αυτή.
Θα σας πω την ιστορία μου και θα καταλάβετε!
Είμαι η Δροσίνα Δροσίνη - Μελετοπούλου, πρώτη εξαδέλφη του Γεωργίου Δροσίνη.
Είχα έρθει από το Μεσολόγγι και φοιτούσα στο Αρσάκειο. Ήμουν πολύ καλή φίλη με την αδελφή του Γιώργου, την Κάκια. Κάθε Κυριακή πήγαινα στο πατρικό σπίτι των Δροσίνηδων, που ήταν απέναντι από το Αρσάκειο, στην οδό Παρθεναγωγείου, τη σημερινή οδό Πεσματζόγλου. Ο Γιώργος πάντα καλοντυμένος, με τις άσπρες του γκέτες, μας πήγαινε περίπατο. Μια Κυριακή, επειδή ήταν ακόμη νωρίς και ο Δροσίνης είχε κάτι να γράψει στο δωμάτιό του, κατέβηκα με την Κάκια στον κήπο. Ήμασταν 16 χρονών. Κάποια στιγμή κάτι μου είπε η Κάκια, κάτι της είπα εγώ και αρχίσαμε το κυνηγητό. Εγώ σε λίγο, λαχανιασμένη σταμάτησα και αγκάλιασα μια ανθισμένη νεραντζιά. Ταρακούνησα το δέντρο και γέμισα ολόκληρη με τα άνθη της. Έπεφταν σαν καταρράκτες επάνω μου, στα μαλλιά και τους ώμους μου. Η Κάκια με βρήκε πανέμορφη, έτσι όπως ήμουνα στολισμένη.
Την σκηνή αυτή την είδε κι΄ ο Ποιητής από το παράθυρό του, εμπνεύστηκε και δημιούργησε το ποίημα, την ανθισμένη αμυγδαλιά. Ποιητική αδεία, η νεραντζιά έγινε αμυγδαλιά.
Η ανθισμένη μυγδαλιά γεννήθηκε!
Μουσική : «Ετίναξε την ανθισμένη μυγδαλιά».
Ο Γεώργιος Χρ. Δροσίνης ήταν Μεσολογγίτης στην καταγωγή, γεννημένος στην Αθήνα, στις 9 Δεκεμβρίου του 1859. Το όνομα Δροσίνης είναι βυζαντινής καταγωγής. Ο πατέρας του ήταν ανώτατος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Ο παππούς του, ο Γιώργος Καραγιώργης, αντιστράτηγος, σκοτώθηκε στην έξοδο του Μεσολογγίου. Ο Δροσίνης θεωρούσε τον πατέρα του μεγάλο αφέντη, επειδή ήταν ένας εγγονός του Γενάρχη τους, του Καπετάν Αναστάση Δροσίνη, του Πρωτοκλέφτη των Αγράφων. Τον αγαπούσε σαν θεό. Η μητέρα του ήταν n Αμαλία Δρόσου- Πετροκόκκινου.
Ο Δροσίνης σε όλη του τη ζωή πίστευε στη μοίρα. Ακόμα και για το ποίημα :«ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΜΥΓΔΑΛΙΑ», το οποίο θεωρούσε μετριότατο, πίστευε ότι είχε τέτοια επιτυχία, λόγω της μοίρας του. Ο ίδιος έλεγε: «Έγινα ο δυστυχής, ο Ποιητής της μυγδαλιάς, ενώ έχω γράψει άλλα καλύτερα ποιήματα».
Ποιητική Συλλογή, «Φωτερά Σκοτάδια»
Η ιδανική γυναίκα για τον Δροσίνη ήταν μία ύπαρξη ωραιότατη, μορφωμένη, καλλιεργημένη, αφοσιωμένη στην οικογένειά της, πιστή στο συζυγικό βίο, που λατρεύει τα παιδιά και την Ελλάδα, όπως εκείνος. Όταν συνάντησε τη γυναίκα του, την Μαίρη Κασσαβέτη, γόνο αρχοντικής οικογένειας με σημαντική προσφορά στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, νόμισε ότι βρήκε την ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ ΤΟΥ, όπως ονόμαζε τη γυναίκα των ονείρων του. Εκείνη, όμως, μετά από 18 χρόνια γάμου, πήρε τα τρία παιδιά τους και έφυγε στο εξωτερικό. Ο Δροσίνης απόμεινε μόνος και αναζήτησε την ευτυχία στα ποιήματά του, όπως το ποίημα που θα ακούσουμε, «ευτυχία» όμως ήρθε αργά και τον βρήκε στα πενήντα του χρόνια στο πρόσωπο της ΑΘΑΝΑΤΗΣ ΦΙΛΗΣ.
Τα πιστεύω του, και η θεωρία του για τη ζωή, αποτυπώνονται ποιητικά στους πιο κάτω στίχους:
Δεν θέλω του Κισσού
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
Σε ξένα αναστυλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο.
Μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν' ανεβαίνω.
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
Που δείχνεται άστρο με του ήλιου τη χάρη.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,
Κι' ας είμαι κ' ένα ταπεινό λυχνάρι.
Ποιητική Συλλογή, «Φωτερά Σκοτάδια»
Ο Δροσίνης υπήρξε ποιητής της ειδυλλιακής ζωής της εποχής του. Έμεινε ανεπηρέαστος από τα διασταυρωνόμενα ρεύματα διαφόρων κοινωνικών τάσεων και διαφορετικών ιδεών. Υπήρξε «απλός», αλλά όχι «απλοϊκός». Έχει γράψει τριάντα έργα, δεκατέσσερα ποιητικά και δεκαέξι πεζά. Έγραψε παραμύθια, μετέφρασε παραμύθια από όλο τον κόσμο και δημιούργησε το βιβλίο «Τα ωραιότερα παραμύθια του Κόσμου», που φέρει την υπογραφή του. Ο ίδιος έγραψε και μετέφρασε ποιήματα, επίσης συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά. Ως δημοσιογράφος, μετέτρεψε το περιοδικό «ΕΣΤΙΑ» σε καθημερινή πρωϊνή εφημερίδα. Ως εκδότης, προσέφερε σημαντικό έργο στην αναμόρφωση της Παιδείας.
Άφησε παρακαταθήκες όπως:
Είναι ωραίο τη νύχτα
να πιστεύεις στο φως.
Παρηγορήτρα θύμηση
Και ξελογιάστρα ελπίδα.
Πώς νάσαι ακριβομίλητος
τ' αηδόνι σε μαθαίνει:
τον ένα μήνα κελαϊδεί
τους ένδεκα σωπαίνει.
Ό,τι δεν βλέπουν ανοιχτά
Βλέπουν κλειστά τα μάτια.
Τα πιο μεγάλα ανθόκλαδα
στα πιο μικρά ανθογυάλια.
Εκεί που στάχτη απόμεινε
Φωτιά θάχει περάσει.
Δεν σπάει απόνετα κανένας κλώνος.
Ο Κωστής Παλαμάς τον θεωρεί μεγάλο ποιητή και με την πένα του μας λέει: «Δεν υπάρχει στιγμή στην ύπαρξή του δίχως να ταράξη τη σκέψη του ο Στίχος.»
Και ο πλούσιος συναισθηματικός κόσμος του Δροσίνη αναδύεται στους στίχους που ακολουθούν:
Βαθυά τη νύχτα
Βαθυά, τη νύχτα, τα μεσάνυχτα,
Με τ' ανοιχτά φτερά του ονείρου,
Πετά η ψυχή μου, σκλάβα ελεύθερη,
Στους μυστικούς κόσμους του Απείρου.
Τη νύχτα βλέπει όλα τ' αθώρητα,
Που απόκρυβεν η πλάνα η μέρα.
Τη νύχτ' ακούει όλα τ' ανάκουστα
Στον ατρικύμιστον αέρα:
Βλέπει των τάφων τα φαντάσματα
Και τα λευκά στοιχειά των κάστρων
Kι' ακούει των δέντρων το μεγάλωμα
Και το περπάτημα των άστρων.
Ποιητική Συλλογή, «Φωτερά Σκοτάδια»
Ο Δροσίνης πιστεύει στην αληθινή αγάπη. Την αγάπη που δεν φοβάται το χρόνο, την απόσταση, τα πέλαγα, την ξενιτειά! Αποζητά τη μοναξιά, μόνο τη λησμονιά φοβάται!
Αν έφυγες
Αν έφυγες πιστά, βαθυά κι' αλήθεια αγαπημένος.
Μη σε τρομάζουν χώρες και πέλαγα πλατυά.
Μακρυά, στης γης τα πέρατα να πας, δεν είσαι ξένος:
Ο κόσμος της αγάπης δεν έχει ξενιτιά.
Εκείνος, που έρημος γυρνά μεσ' στη ζωή την ίδια,
Μακρυά από της αγάπης τον ξάστερο ουρανό,
Ξένος χωρίς ξενίτεμα, ξένος χωρίς ταξίδια,
Εκείνος είναι ξένος-εκείνον συμπονώ.
Ποιητική Συλλογή, «Φωτερά Σκοτάδια»
Το συναίσθημα της φιλίας τον συνεπαίρνει συχνά και στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου». Αναφέρεται σε πολλούς φίλους με ιδιαίτερη τρυφερότητα, νοσταλγία και συμπόνια. Παλαμάς, Πολίτης, Σουρής, Πολέμης, Βιζυηνός και τόσοι άλλοι είναι αγαπημένοι του.
Δενόταν με τους φίλους και πονούσε βαθιά με τις ατυχίες τους και κυρίως με το θάνατό τους. Τους διάβαζε τα ποιήματά του και εκείνοι τα δικά τους. Γελούσαν, μιλούσαν, απολάμβαναν μαζί την έμπνευσή τους.
Δεν άφηνε το χρόνο να χάνεται. Εκτός της ποιητικής του φλέβας, ήταν άνθρωπος της δράσης. Με τόλμη και με επιμονή πραγματοποιούσε ό,τι οραματιζόταν.
Υπηρέτησε ως Γενικός Επιθεωρητής της Δημοτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Τμηματάρχης του Τμήματος Γραμμάτων και Καλών Τεχνών. Από τις θέσεις αυτές φρόντισε και πέτυχε πολλά: Εισήγαγε στα σχολεία το μάθημα της Γυμναστικής, της Υγιεινής, καθιέρωσε ακόμα και την Εορτή της Σημαίας.
Από τα πενήντα του χρόνια έως τα γεράματά του δούλεψε ως Γραμματέας στο Σύλλογο Ωφελίμων Βιβλίων, στον Σύλλογο που ίδρυσε ο Δημήτριος Βικέλας, φίλος του από παλιά. Υπήρξε η ψυχή του Συλλόγου. Από τη θέση του αυτή αγωνίστηκε και πέτυχε σημαντικά έργα, όπως η ΣΧΟΛΗ ΤΥΦΛΩΝ και η πρώτη ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ-ΣΕΒΑΣΤΟΠΟΥΛΕΙΟΣ στους Αμπελοκήπους
Δούλευε από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα. Για πολλά χρόνια μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στο Υπουργείο και τον Σύλλογο.
Και με τις γυναίκες; Με τις γυναίκες ήταν ρομαντικός. Αναζητούσε στη σύντροφό του με επιμονή τόσο την ομορφιά, όσο και τη μόρφωση και την καλλιέργεια. Δύσκολο!
Την έμπνευσή του ο λογοτέχνης αυτός την αναζητά και τη βρίσκει στη ΦΥΣΗ. Με την οικογένειά του περνούσε τα καλοκαίρια του στο πανέμορφο Πήλιο, στο μαγευτικό Χορευτό. Οι απλοί κάτοικοι του μικρού χωριού είχαν γίνει φίλοι του, σύντροφοί του στο ψάρεμα. Μοιράζονταν μαζί τους τη χαρά της πλούσιας ψαριάς μα και την απογοήτευση της αποτυχίας. Γεύονταν παρέα τις υπέροχες κακαβιές και ένοιωθαν την θαλπωρή της μεγάλης του καρδιάς, που την απολάμβαναν σαν ζεστό φρέσκο ψωμί, όλοι, οι γνήσιοι και ταπεινοί. Γι' αυτό, όταν ρώτησαν κάποτε τον κωφάλαλο του χωριού, τι νιώθει για τον Γιωργάκη, όπως ονόμαζαν τον Δροσίνη, εκείνος με τον τρόπο του είπε: « Ο Γιωργάκης είναι καλύτερος απ' τον Θεό....»
Το Πήλιο το αγάπησε. Έγραψε ποίημα για το ωραιότερο βουνό (ο Ύμνος του Πηλίου), «Των βουνών καμάρι». Είχε το ΚΑΛΥΒΙ του εκεί έξω από τη Ζαγορά, θαμμένο μέσα στις καστανιές. Εκεί πήγαινε και συναντούσε τη μούσα του.
Οι αναμνήσεις τον ακολούθησαν και στην ώριμη ηλικία. Στο μυθιστόρημά του «ΕΡΣΗ» ζωντάνεψαν πρόσωπα και μέρη του Χορευτού.
Φοιτητής στη Λειψία ο Δροσίνης δεν έκανε δεσμό. Μια γερμανοπούλα τον βοήθησε να μάθει καλύτερα τα γερμανικά και να περάσει κάποια Χριστούγεννα με συντροφιά. Της αφιέρωσε το παρακάτω ποίημα.
Η Ξενούλα
Ξενούλα μου, για σένα,
Που μ' έκανες στα ξένα
Ώρες καλές να ιδώ,
Βαρυά θλιμμένος τώρα,
Σ'του χωρισμού την ώρα,
Τραγούδια τραγουδώ.
Του χωρισμού τραγούδια:
Χλωμά, χλωμά λουλούδια
Κομμένα απ' την καρδιά,
Το δάκρυ τα δροσίζει
Κι' ο πόνος τους χαρίζει
Αγάπης ευωδιά.
Ποιητική Συλλογή, «Αμάραντα»
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, με την απέραντη ευαισθησία του, την πηγαία καλλιτεχνική του φλέβα, ο άνθρωπος με τα έντονα συναισθήματα, ο οραματιστής με την αλάνθαστη διαίσθηση, ο υπομονετικός και πάντα επίμονος, λάτρευε τη συντροφιά και εκτιμούσε το εκλεκτό φαγητό. Μια έξυπνη συζήτηση, ένα καλογραμμένο γράμμα τον κρατούσαν σε απολαυστική εγρήγορση. Σε προχωρημένα γεράματα συναντά μια όμορφη και καλλιεργημένη κοπέλα. Μένει στο διπλανό σπίτι. Γίνεται η Μούσα του και γράφει ποιήματα για την Καίτη.
Τα πρώτα του όμως έργα τα πιο σημαντικά, όπως Αγροτικαί Επιστολαί, Αμαρυλλίς, το Βοτάνι της Αγάπης, τα εμπνεύστηκε στις Γούβες της Ιστιαίας. Ήταν οι Γούβες στη Βόρεια Εύβοια, η προίκα της μάνας, το πατρικό τσιφλίκι που τον σημάδευσαν. Ήταν δεκαεπτάχρονο παλληκάρι τότε, που ποτίστηκε με τις ομορφιές της φύσης. Ο πατέρας στις Γούβες ήταν ο φίλος, ο σύντροφος σε κυνήγια, ψαρέματα, εκδρομές.
Εκεί ο νεαρός Γιώργος γνώρισε την Ευμορφούλα, την πρώτη πλατωνική αγάπη του. Όταν ήρθε η ώρα να πουληθεί ο πύργος στον παπά, του χωριού, για οικονομικούς λόγους, πόνεσε πολύ.
Το περιγράφει ο ίδιος: «Την ώρα που υπογράφονταν στον Πύργο, το πωλητήριο συμβόλαιο, έφυγα και πήγα μόνος μακριά στα βαθύτερα του δάσους. Ανάμεσα από τους κλώνους των πεύκων φάνηκε κάπου κάτασπρος, μαρμαροσκαλισμένος στον γαλανό ουρανό ο Πύργος των Γουβών. Με πήραν τα δάκρυα». Η Μορφούλα παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και έφυγε από τη ζωή, πριν από τον Ποιητή. Ο θάνατός της του έδωσε αφορμή να γράψει ένα ωραιότατο ποίημα: «Το Μοιρολόϊ της Όμορφης». Η μοναδική ελεγεία του. Έλεγε γι' αυτό: «Όλα μου τα έργα αν χαθούν, αυτό να μην ξεχαστεί».
Όταν έμαθε τον θάνατο τής Μορφούλας έγραψε:
Το σπίτι σου ήταν φτωχικό κι εγώ το είδα παλάτι
και στο κατώφλι καθιστή βασιλοπούλα εσένα.
----------------------------
«Κάθησα στο κατώφλι να πω το μοιρολόϊ».
Οι Δυο
Οι δυο πιασμένοι σφιχτά απ' το χέρι
Στου δάσους ήρθαν τ΄ απόσκια μέρη.
Για πάντα αγάπη και πίστη ωρκίστηκαν
Κι' άξαφνα-σώπασαν και χωρίστηκαν.
Και τ' αγριολούλουδα τ' ανθισμένα,
Και τα πουλάκια τα ταιριασμένα,
Ρωτά ένα τ' άλλο και συλλογίζονται:
-Μ' αν αγαπιώνται, γιατί χωρίζονται;
Ποιητική Συλλογή, «Κλειστά Βλέφαρα»
Η Αμαρυλλίδα δεν έσμιξε με τον Δροσίνη, έτσι τουλάχιστον λέει ο ίδιος: «Αγάπη στην αρχή ήρθες πολύ νωρίς, μα τώρα είναι πολύ αργά!».
Εκείνος έμεινε τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ζωής του στο σπίτι της Κηφισιάς «στην Αμαρυλλίδα του», όπως ονόμασε τη βίλα του αδελφού του και ζήτησε να κοιμηθεί στα χώματα της Κηφισιάς. Εκεί στο δωμάτιό του, που ακόμα και σήμερα κρατάει τις αναμνήσεις του, τις αγαπημένες του φωτογραφίες, τα βιβλία και τα χειρόγραφά του, εκεί «συνάντησε» την ΑΘΑΝΑΣΙΑ.
Εάν το επισκεφθείτε κάπου θα διαβάσετε: τα κάτωθι τετράστιχα από τις «Σπίθες στη Στάχτη»
α) Του τηλεγράφου σύρματα, πέντε γραμμές θωρώ τες,
και γράφουν στο πεντάγραμμο, τα χελιδόνια νότες.
β) Εκείνος που δε τούλαχε, δεν το καταλαβαίνει.
Τι είναι η φωνούλα ενός πουλιού, στην ερημιά ακουσμένη.
γ) Αφίλητοι αγαπήθηκαν, ξαναϊδωθήκαν γέροι,
Και τότε πρώτη του φορά της φίλησε το χέρι.
Εκεί λοιπόν στην Αμαρυλλίδα του, τον Ιανουάριο του 1951, κι' ενώ το ραδιοφωνάκι έπαιζε απαλά την Ανθισμένη μυγδαλιά, η ψυχή του Δροσίνη, ήρεμα, γαλήνια, έσβυσε, φτερούγισε περνώντας στην αθανασία. Ήταν βαθιά θρήσκος. Πίστευε σε μία άλλη ζωή. Τώρα ξέρει!
Λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή, του χάρισαν ένα κλαδί αμυγδαλιάς, που δεν είχε ανθίσει ακόμα. Άνθισε στη ζεστασιά της κάμαρας, κοντά του. Το είδε και χάρηκε τον ανθό του. Έλαμψε η ματιά του. Χαμογέλασε και είπε: «Τι ωραίο!».
Το κλαδί αυτό στόλισε το νεκρικό κρεβάτι.
Τελειώνοντας, πριν σας αποχαιρετίσω, θα ήθελα να τραγουδήσουμε όλοι μαζί την Ανθισμένη αμυγδαλιά και να σας πω ότι, εάν ο Δροσίνης ήταν σήμερα κοντά μας, θα έλεγε προπαντός απευθυνόμενος στους νέους:
«Μην ακούτε τι λέει ο Ποιητής. Σείστε όσες αμυγδαλιές βρείτε στο δρόμο σας, μην σκεφτείτε χιόνια, πίκρες και γεράματα. Χαρείτε όσο μπορείτε την ομορφιά και τα νιάτα σας!»