«ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ TOY ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΟ ΜΠΑΫΡΟΫΤ (Bayreuth)»
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΑΜΑ ΤΟΥ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ.
A΄
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στα 26 του χρόνια ο Δροσίνης βρίσκεται στη Γερμανία για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να γνωρίσει τα μέρη που ενέπνευσαν τους μεγάλους Γερμανούς ποιητές και λογοτέχνες. Να δεχθεί, να νοιώσει, ν’ αφουγκραστεί την ατμόσφαιρα των κέντρων του Βερολίνου, Μονάχου, Δρέσδης και Λειψίας, να προσκυνήσει τους τάφους, για να αποδώσει φόρο τιμής στον Γκαίτε, στο Σίλλερ και το Βάγκνερ, ανθρώπους που θαύμαζε πολύ. Ο ίδιος, στο βιβλίο του «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» τις επισκέψεις αυτές τις χαρακτηρίζει σαν τάματα.
Εκτός από τα λογοτεχνικά του ενδιαφέροντα, τα οποία η Γερμανία του κάλυψε, συμμετείχε και στην κοινωνική ζωή της χώρας, που τον πλούτισε με ιδέες, εντυπώσεις, γνώσεις, αξίες, τις οποίες μετέφερε και εφάρμοσε αργότερα στην Ελλάδα, όπως: εκθέσεις, έγχρωμες εκδόσεις βιβλίων με φωτογραφίες και σκίτσα, εκπαίδευση των τυφλών, εποπτικά μέσα για την παιδεία και είδη άθλησης. Αυτά και άλλα υπήρξαν οι καρποί αυτής της περιόδου της ζωής του.
Από τη ζωή του στη Γερμανία θα διαλέξουμε σήμερα να αναφερθούμε στο τάμα του στο Βάγκνερ και το προσκύνημά του στο Μπάϋρόϋτ. Έξι σελίδες αφιερώνει ο ποιητής στο δύσκολο και δαπανηρό αυτό όνειρο στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου».
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΠΑΫΡΟΫΤ
Ξεχασμένα φοιτητικά τετράδια, με πυκνογραμμένα δημοτικά τραγούδια από έναν ηπειρώτη φοιτητή, έμειναν στην «Ελληνική Εστία» της Λειψίας για καιρό. Για μερικά χρόνια σύρθηκαν στα συρτάρια, ώσπου η μοίρα τάφερε στα χέρια μιας κόρης. Η νεαρά επέλεξε ανάμεσα στους φοιτητές τον Δροσίνη για να του εκμυστηρευτεί το μυστικό της. Ολιγόλογος, ταπεινός, ξεχωριστός φοιτητής, με ανταποκρίσεις στην Ελλάδα, έκρινε πως ήταν ο κατάλληλος αποδέκτης. Έτσι τα χειρόγραφα κατέληξαν στον Ποιητή μας.
Ο πλούτος των γνώσεων του Δροσίνη από την επίμονη μελέτη, έγινε βοηθός του. Ξεχώρισε αμέσως τα δημοσιευμένα ήδη τραγούδια από τον Passow, τον Legrand και τον Αραβαντινό. Τα πρωτότυπα, καλογραμμένα από την νεαρά, στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, στο «Ζωγράφειο Αγώνα». Η επιτυχία ήρθε σύντομα με την αποστολή 10 λιρών. Οι δύο μοιράζονται τα χρήματα και ο Δροσίνης μπορεί να πραγματοποιήσει «το τάμα του», την επίσκεψή του στο τάφο του Βάγκνερ, χρησιμοποιώντας το μερίδιό του.
Τον καιρό που φοιτούσε στη Λειψία ο Δροσίνης έτυχε να προκηρυχθεί για τη χειμωνιάτικη περίοδο, «Κύκλος Βάγκνερ» από το έργο «Ριέντζι» μέχρι το «Τριστάν & Ισόλδη», εκτός από το έργο «Πάρσιφαλ» που ήταν η προνομιακή ιδιοκτησία του Μπάϋρόϋτ.
Στην αγάπη του Ποιητή για τον Βάγκνερ συνετέλεσε και ο θαυμασμός του για την πρωταγωνίστρια του «Ιπτάμενου Ολλανδού». Ο ίδιος γράφει: «Άρχισα λοιπόν από τον «Πλανώμενο Ολλανδό». Σημαντική βραδιά στη ζωή μου. Πέρασα το δρόμο της Δαμασκού και έγινα της Βαγκνερικής θρησκείας ΠΑΥΛΟΣ».
Είχε δει όλα τα έργα του Wagner, αλλά του έλειπε για να ολοκληρωθεί το Βαγκνερικό μεγαλούργημα, η κορυφή, ο «Πάρσιφαλ».
Έχοντας λοιπόν εξασφαλίσει τα χρήματα, αναζητά φίλους για το ταξίδι του στο Μπάϋρόυτ, άτομα με το ίδιο όραμα κι αγάπη για την μουσική, για να μοιραστούν την ίδια εμπειρία. Το προσκύνημα στο Ναό, του Βάγκνερ.
Η ημέρα αναχώρησης ορίστηκε για την 27η Ιουλίου. Έως να φθάσει η ημέρα τον έτρωγε η ανησυχία, μην τύχη κανένα απρόοπτο και τον εμποδίσει να φύγει την τελευταία στιγμή. Ευτυχώς πήγαν όλα κατ’ ευχήν.
Τρεις ακόμα Έλληνες και ο Δροσίνης τέσσερις, παρά τα πενιχρά τους μέσα ξεκινούν από διάφορα κέντρα όπως η Βιέννη, το Βερολίνο, το Μόναχο και τη Λειψία, με προορισμό το σιδηροδρομικό σταθμό του Μπάϋρόυτ. Η συνάντηση πραγματοποιείται. Το θέατρο είναι έξω από την πόλη κι ο δρόμος που πηγαίνει προς το ψήλωμά του θυμίζει το δρόμο προς την Ακρόπολη από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Ο Δροσίνης γράφει:
«Φτάσαμε ίσα ίσα την ώρα που φάνηκαν απάνω στους πύργους του θεάτρου σαλπιγκταί με στολές μεσαιωνικές και σάλπισαν για προσκλητήριο κάποια μουσική φράση από τον Πάρσιφαλ».
Η κούραση του ταξιδιού, η ανυπομονησία ν’ αγγίξουν επιτέλους το όνειρό τους, ο μουντός καιρός, ο μυστικισμός που ανέδυε το θέατρο, η αόρατη ορχήστρα, το απέραντο εσωτερικό του θεάτρου, τα κρεμαστά από την οροφή στρογγυλοφέγγαρα με το θολό τους φως συνέβαλλαν αρνητικά στις προσμονές τους. Ο «Πάρσιφαλ» απογοήτευσε. Την επομένη μέρα όμως, η μαγεία ξαναγύρισε. «Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», ήταν η ανταμοιβή τους. Ο Δροσίνης στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» γράφει:
«-Η τελειότητα της παράστασης: Η σκηνοθεσία και η μουσικοδραματική εκτέλεση, ήτον κάτι ασύγκριτο κι άφθαστο-, έτσι ξεκούραστοι, ήσυχοι, αισθανθήκαμε κατάβαθα την απόλαυση του ωραίου και φεύγαμε την άλλη μέρα, ικανοποιημένοι γυρίζοντας ο καθένας, από τον ίδιο δρόμο του ερχομού».
Θέλοντας να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη του Μπάϋρόϋτ και να πάρει κάποιο θύμημα από το μουσουργό και ποιητή, τα βήματά του το φέρνουν στον τάφο του Βάγκνερ.
Ο τάφος βρίσκεται σ’ έναν κήπο του Weinfried, στο κέντρο ενός μικρού κι ανήλιαγου δάσους κρυμμένος απ’ τον κόσμο, ήσυχος περιτριγυρισμένος από ιτιές κλαίουσες. Μια απλή γρανιτένια πλάκα, χωρίς τίποτα το περίτεχνο επάνω της γράφει το όνομα του αρχιμουσουργού. Ένας καταπράσινος κισσός με τα φύλλα σαν καρδιά αγκαλιάζει ασφυκτικά το γρανίτη.
Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1930 η Cοssima, η αγαπημένη σύντροφος θα πλαγιάσει κοντά του. Ένας λιτός σιδερένιος φράχτης μοιάζει να προστατεύει τον τάφο.
Ο Δροσίνης απομακρύνεται από τους φίλους. Γλιστρά αθόρυβα κοντά στο φράχτη. Με δέος στέκεται στο μνήμα. Με τη βοήθεια τού μπαστουνιού του κατορθώνει γρήγορα να τραβήξει προς το μέρος του ένα κλωνάρι κισσού. Μ’ ένα μικρό ψαλιδάκι αποκόβει ένα φύλλο και με γρήγορες κινήσεις το βάζει στο τσαντάκι του.
Επάνω σε μαύρο ατλάζι, μέσα σε γυαλοσκέπαστη μαύρη κορνίζα με χρυσογραμμένο το όνομα τού Wagner, σήμερα το μικρό καδράκι κοσμεί το «Μουσείο Δροσίνη» στην Κηφισιά.
«Στα Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», ο Ποιητής γράφει: «Το φύλλο του κισσού απ΄το Μπάϋρόϋτ διατηρείται απείραχτο πενήντα χρόνια τώρα, σαν να του έχει δώσει κάτι από την αθανασία του Μεγάλου Βάγκνερ».
Εμείς μπορούμε να προσθέσουμε: «ΑΚΟΜΑ και ΣΗΜΕΡΑ»: Τα φύλλα του κισσού διατηρούνται απείραχτα στο Μουσείο.
Και ποιός είναι ο Βάγκνερ, που ο Δροσίνης θαύμαζε τόσο; Ο ίδιος γράφει: «Ότι η καλύτερη Κατήχηση, που είχε γραφτεί για τους νεοφώτιστους της Βαγκνερικής θρησκείας είναι ένα βιβλίο της κόρης του Γκαίτε, της Ιουδίθ, για τη ζωή και τα έργα του Βάγκνερ, βιβλίο που ο Δροσίνης διάβασε πολλές φορές και ήταν ο σύντροφός του στα ταξίδια.
Ο Δροσίνης δύσκολος πάντα στις σχέσεις με το γυναικείο φύλο, πριν αρχίσει μια φιλική περιπέτεια, με μια κοπέλα προσπαθούσε να καταλάβει, εάν την συγκινούσε η κλασική μουσική και εάν καταλάβαινε τα έργα του Βάγκνερ.
Ο Δροσίνης γράφει το κάτωθι ποίημα, το οποίο βρίσκεται στην Ποιητική Συλλογή «ΑΜΑΡΑΝΤΑ».
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Richard Wagner
Ποιος είδε μές το πέλαγος καράβι στοιχειωμένο
Με ματωμένα τα πανιά, μ' ολόμαυρα κατάρτια;
Ακούραστος, ασάλευτος, χλωμός καραβοκύρης
Μέραις και νύχταις ξάγρυπνά 'ς του καραβιού την πλώρη.
Μουγγρίζει αγέρας 'ς τα πανιά, τριζοβαλούν τα 'ξάρτια
Και το καράβι σαν πουλί 'ς το κύμα φτερουγίζει
Κι' ούδ' ακρογιάλι βρίσκεται κι' ουδέ λιμάνι εμπρός του...
Μα θα σταθή και μια φορά και θα λυθή η κατάρα,
Σαν θα βρεθή 'ς τον κόσμο αυτό μια σπλαχνική γυναίκα
Πού θ’ αγαπήση αληθινά τον δόλιο καπετάνιο.
- Αχ, δύστυχε θαλασσινέ, και πότε θα την εύρης ;.. .
Ας σ’ ελεήση ο ουρανός κι’ ας μην αργήση η ώρα !
Μέσ'ς του βοριά το φρένιασμα, ‘ς τη λύσσα της φουρτούνας,
Κόντρα του πηγαιν’ ο καιρός και τούκοβε το δρόμο,
Κι’ ο καπετάνιος ξέθαρρα μεγάλο λόγον είπε:
« - Αιώνια κόντρα να μου πας το δρόμο δεν μου κόβεις!»
Κι’ ο δαίμονας που τάκουσε βαρειά κατάρα κάνει:
« -Στοιχειό το ξύλο να γενή κ’ αιώνια ν’ αρμενίζη
Κι’ ούδ’ ακρογιάλι να βρεθή κι’ ουδέ λιμάνι εμπρός του; ...»
Μα θα σταθή και μια φορά και θα λυθή η κατάρα,
Σαν θα βρεθή’ς τον κόσμο αυτό μια σπλαχνική γυναίκα,
Που θ’ αγαπήση αληθινά τον δόλιο καπετάνιο.
- Αχ, δύστυχε θαλασσινέ, και πότε θα την εύρης;
Ας σ’ ελεήση ο ουρανός κι’ ας μην αργήση η ώρα!
Χρόνους εφτά 'ς τα πέλαγα γυρίζει ο καπετάνιος
Κ' έρχεται πάλι 'ς τη στεριά με μια γλυκειάν ελπίδα,
Πώς η κατάρα θα λυθή κ’ η μοίρα του θ’ αλλάξη.
Μ’ ακόμα δεν ευρέθηκε γι’ αυτόν πιστή γυναίκα.
« -Ανάθεμα την απιστιά, την ψεύτρα την αγάπη !
«Σύντροφοι, απάνω τα πανιά! ... Στο πέλαγος και πάλι!...
« Κι’ ούδ’ ακρογιάλι ας μη βρεθή, κι’ ουδέ λιμάνι εμπρός μας!»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Wagner, μεγαλοφυΐα, δημιουργός του μελοδράματος, κατάφερε στα έργα του να συνθέσει το ελληνικό αρχαίο πνεύμα, την ποίηση με το μύθο, τη μουσική και τη σκηνική τέχνη.
Το ποίημα έπρεπε να είναι απλό, ουσιώδες, να βασίζεται στη λογική και να έχει ενότητα.
Είναι ο μόνος μουσικός, που κάλυψε το εθνικό παρελθόν και τους μακρινούς θρύλους των Γερμανών.
Προσέφερε νέα χρωματική αντήχηση, νέα αρμονική πλοκή, την ενότητα των τεχνών από μόνο μία δημιουργική φαντασία και την αδιάκοπη ροή του ηχητικού κύματος, που πλαισιώνεται με το λαϊκό μοτίβο 45. Τα ανωτέρω είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία, με τα οποία ο Wagner πλούτισε την όπερα.