ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΚΟΡΚΟΛΗ
Γ. Γραμματέας του Συλλόγου
Ο ΡΟΥΠΕΡΤ ΜΠΡΟΥΚ
«ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΟΥ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ»
Άγγλος ποιητής, 1887 – 1915, μέλος της ομάδας «Ποιητές του πολέμου».
Σ΄αυτήν την ομάδα συμμετείχαν λογοτέχνες, που κατέστησαν την ποίηση μέσο έντονης διαμαρτυρίας για τον πόλεμο.
Ο Μπρουκ, ίσως επειδή πέθανε νωρίς, δεν αντέδρασε έτσι, αλλά εκείνο, που τον εντάσσει στην ομάδα, είναι αυτό καθ’ αυτό το θέμα του πολέμου.
Γεννήθηκε στο Ράγκμπυ και ήταν από μικρός δυνατός τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον αθλητισμό. Σπούδασε στο Κέμπριτζ και τόσο η γοητεία, η φυσική καλλονή, όσο και τα ταλέντα του, τον έκαναν δημοφιλή.
Συνέχισε τις σπουδές στη Γερμανία και ταξίδεψε Ιταλία, Καναδά, Νότιες θάλασσες. Στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο στρατολογήθηκε στο Ναυτικό, ως ανθυποπλοίαρχος, στην αρχή στο Βέλγιο και μετά στην Ελλάδα. Κατευθυνόταν στα Δαρδανέλια με σκοπό τη δίωξη των Τούρκων, στις 23 Απριλίου τού 1915 πέθανε από δηλητηρίαση του αίματος, σε πλωτό νοσοκομείο έξω από τη Σκύρο. Τάφηκε στο νησί στην περιοχή της Αγίας Τριάδος, όπου στις 23 Απριλίου 1931 έγινε η αποκάλυψη του αγάλματός του.
Το ποιητικό του έργο περιορίζεται σε τρεις συλλογές:
Poems 1911 – 14. Άλλα ποιήματα 1915 The Collected Poems 1916. Εκτός από τη ποίηση ασχολήθηκε και με την κριτική της ποίησης, όπως το ηρωικό δοκίμιο «ο Τζων Ουέμπστερ» και το «Ελισαβετιανό δράμα».
Ο Δροσίνης, τον Ρούπερτ Μπρουκ, το θάνατο και την ταφή του στη Σκύρο, τα έμαθε κατά τους πρώτους μήνες τού 1918 από ένα άρθρο του Jean Dornis στην «Επιθεώρηση των Δύο Κόσμων» και από ένα ποίημα του Βεράρεν με τίτλο: «Οι κόκκινες Φτερούγες του Πολέμου».
Η συγκίνησή του μεγάλη και όπως έκανε πάντα διαβάζοντάς το ξανά και ξανά το έκανε δικό του ξαναπλάθοντάς το σε στίχους ελληνικούς.
Ο ίδιος γράφει:
«Ήτον μια ανάγκη ακατανίκητη για μένα. Κι αυτό μου συμβαίνει κάθε φορά που μεταφράζω – κατά την κοινή άτυχη λέξη – ξένο ποίημα. Δεν το κάνω στην τύχη ή παίζοντας ή για κάποια ευκαιρία. Το κάνω από μια ανάγκη, σαν από ανώτερη θέληση και σαν από απαράβατη προσταγή. Γι’ αυτό και δεν έκανα δικό μου ολόκληρο το ποίημα του Βεράρεν. Άφησα την αρχή και μπήκα στο θέμα της ταφής, γιατί αυτό με συγκινούσε βαθύτερα:»
ΡΟΥΠΕΡΤ ΜΠΡΟΥΚ
Στον Άγγλο ποιητή που
θάφτηκε στη Σκύρο
ΕΚΕΙ, που ρίχνοντας ρόκα κι αδράχτι
κι απαρνιώντας κρυφής αγάπης ταίρι
της Θέτιδας ο γιος αναταράχτη
κι άπλωσε στου Οδυσσέα το μαχαίρι,
τραγουδιστή, που άφησες απ’ το χέρι
τη λύρα, ως άκουσες σάλπιγγα κράχτη,
πεθαμένο Αχιλλέα σ΄έχουν φέρει
στο ίδιο νησί. – Μέσα σε πρίνων φράχτη
μια νύχτα φεγγαρόφωτη του Απρίλη
σ’ απόθεσαν με πίστη οι στερνοί φίλοι,
σαν να το ξέρουν πως στον τάφο εκείνο
θα ‘ρχονται κάποια νύχτα Χοηφόρες,
ήσκιοι λευκοί του Λυκομήδη οι κόρες
για σε θρηνόντας του Αχιλλέα το θρήνο.
Άπαντα Τόμ. Γ΄ Φευγάτα Χελιδόνια σελ. 233
Ο Δροσίνης ενδιαφέρθηκε για τον Μπρουκ, τον εικοσιοκτάχρονο ωραίο άντρα, που αγαπούσε τους κλασικούς Έλληνες συγγραφείς και όπως επισήμανε ο ίδιος, στο νεκρικό προσκέφαλό του βρήκαν τον Αριστοφάνη.
Συγκινήθηκε και με τη σκληρή του μοίρα, διότι όπως ο Κήτς, ο Σέλλεϋ και η Μπράουνιγκ θάφτηκαν σε ξένο χώμα, γεγονός που ο Δροσίνης το θεωρούσε τραγικό.
Στο δωμάτιό του στην Κηφισιά υπήρχε μια γύψινη ανάγλυφη στήλη, φιλοτεχνημένη και χαραγμένη με το κεφάλι του Μπρουκ από τον Τόμπρο.
Όπως και μια ακουαρέλλα του τάφου του Άγγλου συγγραφέα, φιλικά χαρισμένη στον Δροσίνη από τον Άγγλο αρχαιολόγο Χάρτλεϋ.
Στα «ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ» ο Ποιητής επισημαίνει, ότι σχεδόν όλοι οι ποιητές έχουν ένα δέντρο σύντροφο να προσκυνά τους τάφους τους. Στου Μπρουκ μια αγριελιά γέρνει τα κλαδιά της για χαιρετισμό.
Η μητέρα του Μπρούκ φρόντισε να σκεπάσει τον τάφο του με βαρύ μάρμαρο. Στο ψήλωμα στήθηκε αρχαϊκό μαρμάρινο μνημείο μ’ ένα γυμνό Κούρο και στη βάση ανάγλυφο το κεφάλι του Μπρουκ. Το μνημείο το φιλοτέχνησε ο Τόμπρος.
Ο αρχαιολόγος Ευαγγελίδης περιέγραψε τον τάφο του Μπρουκ και το τοπίο γύρω του, με αδρές γραμμές, στην έκθεσή του προς το Υπουργείο. Ο Δροσίνης αυτή την απλή διήγηση τη συγκρίνει με του Σέλλεϋ, τη φανταστική περιγραφή ενός νησιού των Σποράδων στο έργο του: «ΕΠΙΨΥΧΙΔΙΟΝ».
Ο Σέλλεϋ είχε πάθος με τα νησιά του Αιγαίου. Στο έργο του φαντάζεται ότι ο θαλασσοπνιγμένος Ποιητής θα ζήσει με την αγαπημένη του Εμίλια σ’ ένα μικρό αιγαιοπελαγίτικο νησί.
Έτσι το Αιγαίο κράτησε τη ψυχή του Σέλλεϋ και το σώμα του Μπρουκ.
Στο Ιόνιο Πέλαγος
Κάτω από το γαλάζιο ουρανό
ένα νησί υπάρχει
ωραίο σαν από σεισμό
χαμένου Παραδείσου.
It is an isle under Ionian skies
Beautiful as a wreck of Paradise.
Ο Δροσίνης, όπως πολλές φορές έγινε στη ζωή του, νιώθει την ανάγκη σαν πνευματικός αδελφός να στήσει ένα μαρμάρινο σημάδι αγάπης και ευγνωμοσύνης.
Ας διαβάσουμε τη δική του διήγηση:
«Είπα την ιδέα μου σε μερικούς από κείνους, που προσκυνούμε μαζί τους ίδιους βωμούς, και τους βρήκα πρόθυμους.
Μας χρειάζουνταν όμως πρώτα πρώτα μια φωτογραφία του Μπρουκ, και ο κ. Ουέϊς, ο αλησμόνητος φίλος της Ελλάδος, τότε διευθυντής της εδώ Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής, έγραψε αμέσως στη μητέρα του ποιητή, την Κυρία Μπρούκ, το σκοπό μας και την ανάγκη της φωτογραφίας, που είχαμε, για να σκαλιστή στο μάρμαρο, όσο μπορούσε πιστότερα, του ακριβού της Ρούπερτ η μορφή.
Τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου 1918 έλαβα δια μέσου της Αγγλικής Πρεσβείας ένα από τα γράμματα εκείνα, που καθώς ωραία τα χαρακτήρισε κάποτε ο Παλαμάς, είναι τα δικά μας παράσημα: Ήτον γραμμένο στην κατοικία της (78, Dun-church Roads, Rugby), την 21 Σεπτεμβρίου. Δεν έχω δικαίωμα να δώσω στη δημοσιότητα ό,τι ο πόνος μιας μάννας μού ψιθύρισε, και μάλιστα της μάννας του ωραίου Απολλωνίδη, που τον είχα τώρα μπροστά μου, όχι σε μια φωτογραφία, μα σε σειρά από πολλές διαφορετικές, για να διαλέξη την πιο ταιριαστή ο τεχνίτης. Ας το φανταστή καθένας όπως θέλει το γράμμα εκείνο το αιματογραμμένο και δακρυστάλαχτο μ’ όλο το περήφανο συγκράτημα του καϋμού...
Σε λίγο, ο τεχνίτης, που βάλθηκε να κάνη ύλη την ιδέα, με τον ενθουσιασμό και την προθυμία που έχει κι’ αυτός κι' άλλοι ομότεχνοί του, να ζωντανεύουν στον πηλό και στο χρώμα της φαντασίας τα πλάσματα - ο Τόμπρος - μου έφερνε σε μικρό το πρόπλασμα μιας αναμνηστικής στήλης για τον ποιητή του μυθικού νησιού.
Η στήλη ήτον τετράπλευρη και για κορωνίδα είχε σχεδια¬σμένη σα μέσα σ' ένα ανθέμιον την ωραία νεανική μορφή του Μπρουκ. Μια κατάλληλη επιγραφή βέβαια θα σκαλίζουνταν στην μπροστινή όψη της στήλης. Η στήλη από λευκό μάρμαρο, η βάση της όμως θα στηρίζουνταν σε μάρμαρο θαλασσόχρωμο σκαλισμένο με τρόπο, που θάδειχνε το ξάφρισμα ενός κύματος, ταιριαστό σύμβολο για να θυμίζη το κυματόδαρτο ακρογιάλι του τάφου του Μπρουκ.
Πού θα στήνουνταν η στήλη αυτή και πότε; Ήταν ζητήμα¬τα που έμεναν να λυθούν μετά την ειρήνη και την αποκατά¬σταση της ησυχίας στην Ελλάδα.
Το πρόπλασμα του Τόμπρου χυμένο σε γύψο, για να μη σκορπίση στον πηλό, έμεινε κλεισμένο κι' αθώρητο από τότε ως τον 'Απρίλη του 1925. Μα η μοίρα του ήτον να βγη στο φως και μάλιστα με τη βεβαιότητα πώς δε θα ξαναγυρίση στο σκοτάδι.
Και την αφορμή έδοσε ο ερχομός του Κακλαμάνου από την πρεσβεία της Λόντρας με διπλωματική αποστολή, άσχετη βέ¬βαια και ξένη προς τον Μπρουκ και την αναμνηστική του στήλη.
Ο Κακλαμάνος όμως είχε διαβάση τα ποιήματά του, ήξερε πως είναι θαμμένος στη Σκύρο, ήξερε ακόμα ποια θέση δί¬νουν οι Άγγλοι κριτικοί στο Μπρουκ, μετρώντας τον, αν και γληγορόσβυστο, με τα λαμπρόφωτα άστρα του πολύαστρου ποιητικού ουρανού της Αγγλίας, που έχει βέβαια κατάκορφα αβασίλευτο πολικό αστέρι το Σέλλεϋ. Ένα μόνο δεν ήξερε: πως τον είχαμε προσέξη κ' εμείς εδώ τον Άγγλο ποιητή, πως είχαμε φροντίση από το 1918 για τη φύλαξη του τάφου του, πως από τότε είχαμε ετοιμάση και σχέδιο για μια αναμνηστι¬κή του στήλη.
Κι' όταν είπε πρώτα του Παλαμά -δεν τον είχα ιδή ακόμα-πώς έπρεπε κάτι να γίνη για τον Μπρουκ κι' από μας και πώς είχε σκοπό να μιλήση κάπου για τη ζωή του και την ποίησή του, τα πρωτόμαθε όλα αυτά με μεγάλη απορία και με μεγαλύτερη ευχαρίστηση.
Μιλήσαμε ύστερα και μαζί, είδε το πρόπλασμα του Τόμπρου και το βρήκε ωραίο. διάβασε το γράμμα της Κυρίας Μπρουκ· ξεφύλισσε τις λαμπρές φωτογραφικές εικόνες του ωραίου ξαν¬θού παλικαριού, και καταλήξαμε στην απόφαση, μαζί μ' ένα στενό κύκλο φίλων ποιητών και λογοτεχνών, να γίνη μια ανα¬μνηστική συνάθροιση στις 22 του Απρίλη, την παραμονή της μέρας, που σφαλούσαν δέκα χρόνια από το θάνατό του. Γιατί ίσα ίσα το δειλινό της 23 Απριλίου 1915, στις 4 και 46΄, ενώ ο ήλιος γέρνοντας προς το βασίλεμα, έφτανε ως το κρεβάτι του πλωτού γαλλικού νοσοκομείου, ο ποιητής ξεψυχούσε ηλιοφώτιστος:
Και το βλέμμα του ακόμα διαυγές
Διέκρινε το φως που σιγά σιγά και επίμονα
Χρύσωνε τα δυο του χέρια.
Et son regard encore lucide apercevait
Lentement ses deux mains se dorer de lumière.
Ως την τελευταία στιγμή ο ελληνικός ήλιος φωτόλουζε τα χέρια του, καθώς φωτόλουζε το νου του ως το στερνό λογισμό ο ήλιος της ελληνικής σοφίας. Στο νεκρικό του προσκέφαλο βρέθηκε ο Αριστοφάνης, καθώς στην τσέπη του πνιγμένου Σέλ¬λεϋ είχε βρεθή ο Σοφοκλής.
Η αναμνηστική συνάθροιση έγινε με την επιβλητική σε¬μνότητα μιας ιερουργίας στο ναό του Ωραίου. Και στη συνά¬θροιση αυτή επισημοποιήθηκε η ιδέα της στήλης με τη δήλω¬ση του Υπουργού της Παιδείας, πως θα εισηγηθή στην Κυβέρ¬νηση να προσφέρη το Κράτος το Ελληνικό το μάρμαρο της στήλης.»
Ο R. Brooke έγραψε:
ΜΕΝΕΛΑΟΣ Κ’ ΕΛΕΝΗ
Ι
Στης Τροίας τα ερείπια χύμηξε ο Μενέλαος ξαναμένος
με το σπαθί, να εκδικηθή, στου Πριάμου το παλάτι,
μιά τέτοια πόρνην άτιμη, το δέκα χρονών μίσος
και την τιμή του Βασιλιά. Διασκέλιζε τους δρόμους
γεμάτους θάνατο, καπνούς, κραυγές, ωσότου τέλος
την ήσυχη κ’ ενδότατη κάμαρα μπρος του βλέπει.
Πάλλοντας το σπαθί χτυπά στον τρυφηλό μισόθαμπο
γυναικωνίτη, λάμποντας σαν ένας Θεός όμοιος !
Ψηλά καθόταν μόνη της θαμπωτική η Ελένη.
Εκείνος δε θυμότανε πώς ήταν τόσο ωραία
κι ότι ο λαιμός της λύγιζε με τέτοιο τρόπο χάρης.
Κουράστηκε· και πέταξε το ξίφος μακριά του,
και μπρος της γονατίζοντας της φίλησε τα πόδια,
σαν τέλειος Ιππότης μπρος στην τέλεια Βασίλισσά του!
II
Ο ποιητής ίσια με δω. Πώς ήθελε προβλέψη
το γυρισμό στο σπίτι, τα μακρά του γάμου χρόνια ;
Δε σας μιλάει ότι η λευκή Ελένη όλο γεννώντας
παιδί σε νόμιμο παιδί, μια μίζερη είχε γίνει
κι άπ’ την πολλή αρετήν ωχρή. Του αφόβου Μενελάου
ή φλυαρία του άξαινε, κ’ έτρωγε εκατό Τρώες
στο γεύμα και στο δείπνο του. Κι όσο πιο κούφιος, τόσο·
στρίγγλιαζε κείνης η χρυσή φωνή. Κ’οι δυο ήσαν γέροι.
Συχνά απορούσε το γιατί πήγε στην Τρωική χώρα,
ή το γιατί ο κακόμοιρος Πάρης να είχεν έρθη.
Τσιμπλιάρα αδύναμη συχνά θρηνούσε κείνη· μόλις
ο Πάρης αναφερόταν λυγίζαν τα κανιά της.
Έτσι ο Μενέλαος γκρίνιαζε κ’ η Ελένη όλο θρηνούσε,
κι ο Πάρης εκοιμότανε στην όχθη του Σκαμάντρου.
R. BROOKE
Η ΘΕΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Σ’ ένα λαγκάδι ολάνθιστο στεκόταν η Αφροδίτη
με θλίψη θαμπωμένη. Και κάτω η αυγή σαν ένα,
στα χρυσά δέντρα, κέρατο χρυσό και τότε ο ήλιος
πρόβαλε· μεσουράνησε· και πέθανε... Το δάσος
τώνοιωσε κείνη πιο ήσυχο. Φτερό, φύλλο, και φέγγη
ξέχασαν να χορέψουνε. Βουβό ήταν το ποτάμι·
κ’ η ζωή σε μιαν αιώνια στιγμή σ’ όνειρο υψώθη,
έξω άπ' το χρόνο καθαρή, βαλμένη σε χρυσό ύψος...
Ώσπου ένας τρόμος έσπασε την ξαφνική την ώρα.
Χρυσά κύματα γύρω της κελάρυζαν στα πράσινα
και τραγουδούσε ένα πουλί. Με βαθιοτραβημένη
μια αναπνοή, στα ηλιόφωτα κλαδιά και στα λουλούδια,
στο θνητό πέσαν εραστή ταθάνατά της μέλη,
κι αντίκρυσαν το θάνατο ταθάνατά της μάτια.
R. BROOKE
Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΣΤΗ ΣΚΥΡΟ
Ο Δροσίνης επισκέφτηκε τρεις φορές τη βραχοθεμέλιωτη Σκύρο. Το πρώτο ταξίδι το έκανε με συντροφιά τον αρχαιολόγο Σωτηριάδη. Στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» περιγράφει την παραμονή του. Ο Ποιητής ξέροντας ότι ο Μπρουκ ήθελε να ζήσει σ’ ένα ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ, αναζητά κι’ εκείνος με τη σειρά του στη Σκύρο όλη τη μαγεία των Μυθικών χρόνων. Γράφει:
«Στα σεληνόφωτα βράδια θυμάμαι τον βασιλιά Λυκομήδη και βλέπω σε μια λαμπρόπλαστη πρωτονυχτιά τη θεά Θέτιδα με ένα ωραίο αγόρι στην αγκαλιά, το μοναχογιό της Αχιλλέα, πάνω στα δελφίνια να τον φέρνει στο νησί για να τον σώσει, κρύβοντάς τον κοντά στις κόρες του Λυκομήδη.
- Για πού δελφίνια;
- Φέρνομε στο Σκυριανό ακρογιάλι τη δόξα και τον έρωτα σε μιας θεάς αγκάλη.»
Ο Δροσίνης ξαναπλάθει το ειδύλλιο από τον «Επιθαλάμιο» του Βίωνα.
Στου Λυκομήδη ανάμεσα τις κόρες ο Αχιλλέας
δεν είχε νου για τ' άρματα, παρά μαλλιά να γνέθη.
Με τ' άσπρα χέρια δούλευε κ’ εκείνος σαν κορίτσι
κ’ έδειχνε κοριτσιού ντροπή στη ροδισμένη του όψη
και κοριτσιού περπατησιά και στα μαλλιά μαντίλι.
Μα μέσα του είχε αντρός καρδιά και πιθυμιές αντρίκιες.
Απ’ την αυγή ως το νύχτωμα στη Δηϊδάμεια δίπλα,
το χέρι της συχνοφιλεί και της παινά την τέχνη
στου στημονιού το ταίριασμα με του υφαδιού τα ξόμπλια.
Στο δείπνο άλλη συντρόφισσα δεν έχει παρά εκείνη,
και σ' όλα του ένα λαχταρά, να κοιμηθή μαζί της.
Της λέει: - Οι άλλες σου αδερφές δυο δυο μαζί κοιμούνται,
μα εγώ κοιμούμαι μοναχή κ’ εσύ κοιμάσαι χώρια.
Δυο συνομήλικες εμάς τις δυο κι’ ωραίες κοπέλλες
η πονηρή Νησιώτισσα με δόλο μας χωρίζει.
Το ταξίδι στο ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ δεν θα τελείωνε, εάν δεν επισκεπτόταν τον τάφο του Μπρουκ.
Ο δρόμος μακρύς και δύσκολος.
Τρεις ώρες με το ζώο.
Από τη θάλασσα έπρεπε
να έχεις τον καιρό στο χέρι.
Όταν έπεσε το μελτέμι, ο δάσκαλος διάλεξε έμπειρους βαρκάρηδες και ξεκίνησαν. Η προσέγγιση στα βράχια έγινε με δυσκολία. Το ανέβασμα κουραστικό, αλλά τελικά προσκύνησαν τον τάφο. Άναψαν κεριά, θυμήθηκαν το νέο άντρα, ο οποίος λίγες μέρες πριν πεθάνει καθόταν στο ίδιο μέρος και διηγόταν στο φίλο του την ιστορία του Αχιλλέα.
Ο γυρισμός του Δροσίνη και της συντροφιάς του ήταν πιο δύσκολος από το πηγαιμό, γιατί η θάλασσα είχε ανασαλέψει και πήρε τέσσερις ώρες η επιστροφή κάτω από ένα ήλιο, που έκαιγε όλο το κορμί. Ο Ποιητής κουράστηκε, βιάστηκε να ανέβει στο δωμάτιό του να βρει τη «διπλοκοιμησιά» του να ξεκουραστεί, αλλά δεν το μετάνιωσε. Ο σκοπός του είχε εκπληρωθεί. Είχε χαιρετήσει τον ποιητή και τον στρατιώτη.
ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
[Μετάφραση του Δροσίνη, του ποιήματος που έγραψε ο
Βεράρεν αφού διάβασε το γράμμα ενός
συντρόφου του Άγγλου Rupert Brooke
για την ταφή του στη Σκύρο.]
Καθώς το είχε ποθήση στα τραγούδια του:
Σ' ένα νησί των μύθων, πεθαμένο
Τον φέραμε, μια νύχτα φεγγαρόφωτη,
Του στρατιώτη τη στολή ντυμένο.
Το φέρετρο σηκώναμε, πλατόχερα
Κρατώντας στους αδερφικούς μας ώμους.
Ανάμεσα στους βράχους τους αθάνατους
Δαυλοί αναμμένοι φώτιζαν τους δρόμους.
Ήμασταν σαν ευτυχισμένοι, νοιώθοντας
Μέσ' απ' το φέρετρό του, μία φορά ακόμα,
Σαν ν' άγγιζε σε κάθε του ανασάλεμα
Τα σώματά μας το δικό του σώμα.
Δυο λιανοκλάδια μόνο ενός ξερόδεντρου
Για σταυρό τάδεσαν οι σύντροφοί του,
Κι' αντί μελάνι πήραν πίσσα κ' έγραψαν
Σ' ένα σανίδι την επιγραφή του.
Με θλιβερή σιωπή τον ξενυχτήσαμε
Και φύγαμε όταν χλώμιασαν τα σκότη.
Του αφήσαμε τη θάλασσα για φίλη του
Στο ταπεινό το μνήμα του στρατιώτη.
Κι' όταν μας έρθη πάλι η ειρήνη θεόσταλτη
Με τη γλυκεία της δύναμη και χάρη,
Θα πάμε στο νησί να τον ξαναύρωμε
Κάτω άπ' το μούσκλι, κάτω από το χορτάρι.
Αλίμονο! ο καιρός, ως τότε, απόνετος
Μπορεί νάχη αποσβύση τα σημάδια
Του τάφου του –κ’ εμείς αναζητώντας τον
Του κάκου θα γυρνούμε αυγές και βράδια.
Τι τάχα! Κι' αν τον τάφο του δε βρούμε,
Πιο πολύ ακόμα θα τον αγαπούμε.