ΟΜΙΛΙΑ Δρ ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΑΚΟΥ
«ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ & ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ»
Α΄ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΈΡΓΟ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΟΣ
Όμ. Καθηγητού του Ε.Μ.Π. & Β' Γραμματέως του Συλλόγου
«Οι Φίλοι τον Μουσείου Γ. Δροσίνη»
Προσφώνηση
Ευρισκόμεθα σήμερα εδώ, στην ιερή πόλη του Μεσολογγίου, τον χώρο που αποτέλεσε και πανανθρώπινη «Λυδία Λίθο» της καταξιωμένης ζωής, εμείς, «Οι Φίλοι του Μουσείου Γεωργίου Δροσίνη», για ν’ αποτίσωμε φόρο τιμής σε δύο ψυχές – του Βύρωνος και του Δροσίνη- με την ελπίδα ότι όσα σας αναφέρω θα αποκαλύψουν του λόγου το αληθές, ήτοι, μέσα απ’ το συνολικό τους έργο, το «πιστεύω» τους στη ζωή. Καθ’ όσον
Δυο έννοιες συνθέτουν τη ζωή
το «φως» και η «ελευθερία».
που όμως μόνον έρχονται,
δεν οπισθοδρομούν,
για να συμπορευθούν μ’ αυτές
με όσους από μας το θέλουν και με όσους το ποθούν.
Ο Βύρων άνοιξε νέο δρόμο στην ποιητική τέχνη που δικαίως απεκλήθη «Βυρωνισμός» στον 19ον αιώνα, ενώ ο ίδιος εχαρακτηρίσθη ως «ο κοσμοπολίτης ποιητής».
• Ό Γκαίτε διακηρύσσει: «Οι Άγγλοι μπορούν να έχουν οιανδήποτε ιδέαν θέλουν περί Βύρωνος, αλλά, δεν μπορούν να επιδείξουν άλλον σύγχρονον ποιητήν δυνάμενον να παραβληθή προς αυτόν. Καθ’ όσον είναι απόδειξις αληθούς ποιήσεως το ότι η ποίησι του Βύρωνος αποτελεί «Κοσμικόν Ευαγγέλιον» που γνωρίζει τον τρόπον να μας απολυτρώνη από τα γήϊνα βάρη που μας πιέζουν, διά της εσωτερικής γαλήνης και του εξωτερικού θελγήτρου».
• Κι’ ας λέγει ο Καρλάυλ: «Κλείσατε τον Βύρωνα και ανοίξατε τον Γκαίτε», όταν ο ίδιος ο Γκαίτε έχει προ αυτού καταγράψει το πιστεύω του περί Βύρωνος.
• Ο Βίκτωρ Ουγκώ, Λαμαρτίνος, Μυσσέ στη Γαλλία, ο Μπέρνε, Μύλλερ, Χάϊνε στη Γερμανία, οι ποιηταί Λεοπάρντι και Τζιούστι στην Ιταλία, ο Πούσκιν και Λερμοντώφ στη Ρωσσία, ο Μίκιεβιτς και Σλοβάκι στην Πολωνία και άλλοι καταλέγονται μεταξύ των μιμητών, μαθητών ή θαυμαστών του Βύρωνος.
• Εκ των Ελλήνων ο Διονύσιος Σολωμός τον θεωρεί «υψηλότατον ποιητήν».
• Τέλος καταγράφεται ότι υπήρξε δημιουργός «νέων τύπων» ήτοι μορφών περισσότερο πραγματικών απ’ ότι οι ζωντανοί άνθρωποι, ώστε δικαίως να χαρακτηρίζεται με τόσα εγκώμια.
• Στην δε διεθνή λεξικογραφία αναγράφεται ότι υπήρξε συγχρόνως «Ήρως και Ρομαντικός Ποιητής».
• Τέλος, εις ό,τι ιδιαίτερα αφορά τους Έλληνες, απ’ όλο το αναφερόμενο στην Ελλάδα ποιητικό του έργο, επέλεξα ένα μικρό μέρος, που με ευχέρεια τιτλοφόρησα:
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΝΟΥΘΕΣΙΑ ΤΟΥ ΒΥΡΩΝΟΣ:
Από τους απίστους Φράγκους
λευτεριά να μη ζητάτε
εκεί ζουν οι ηγεμόνες που πουλούν
και αγοράζουν.
Με δικό σας το τουφέκι
και σπαθί να πολεμάτε,
αυτού θα ‘βρετε ελπίδα
κι ό,τι θέλουν ας σας τάζουν.
Ζυγός Τούρκου με του Φράγκου
πονηριά
σαν θα ταιριάσουν
την ασπίδα όσο νάναι δυνατή
θε να την σπάσουν.
• Έτσι ο Βύρων καθιερώθη ως το «Παγκόσμιο Σύμβολο του Ρομαντισμού και της Πολιτικής Ελευθερίας».
• Για μας δε τους Έλληνες, ως σύμβολο Φιλελληνισμού και Ελληνολατρείας καθώς τα πάντα όσα είπε κι’ έπραξε τα επισφράγισε με τον εθελοντικό θάνατό του. Εδώ στο Μεσολόγγι ζει. Η θέση του επιστήμονα είναι δεινή.
Ως παράδειγμα αναφέρουμε τις εξελίξεις της γενετικής. Ενώ η επιστήμη βρίσκεται σε επίπεδο αναπαραγωγής ζωής με μη κλασικούς τρόπους, η κοινωνική και η θεολογική δομή, μη όντας σε αντίστοιχο επίπεδο .ανάπτυξης, καλώς ή κακώς, δεσμεύουν, επιβραδύνουν και πολλές φορές αποπροσανατολίζουν την επιστημονική έρευνα. Τι θα πρέπει να πράξει ο επιστήμονας σε αυτή την περίπτωση; Θα προάγει την γνώση ως παράγοντα κοσμικής ηθικής ή θα τη φιμώσει υπακούοντας την κοινωνική αναγκαιότητα;
Η προαγωγή της γνώσης εκτός ή στο περιθώριο της κοινωνικής δομής δημιουργεί επιστημονικά ιερατεία τα οποία με το χρόνο εξελίσσονται, σε εξουσιαστικά, με καταστρεπτικά αποτελέσματα για την κοινωνία. Αντίθετα η φίμωση και ο περιορισμός του δικαιώματος παραγωγής γνώσης αποτελεί ηθικό αδίκημα με βάση την Κοσμική Ηθική. Η λύση είναι μία. Η θεολογία και η κοινωνική δομή πρέπει να προσαρμοστούν και να μεταλλαχθούν με τρόπο, ώστε να γίνουν καλοί αποδέκτες και χειριστές των νέων επιστημονικών ανακαλύψεων, (οι όποιες δεν μπορούν να παραμένουν αιωνίως στο περιθώριο.
Αυτό το όποιο γνωρίζουν πολύ καλά οι μελετητές της ιστορίας των επιστημών είναι ότι: το τέλος μιας μεγάλης επιστημονικής επανάστασης σηματοδοτεί την αρχή μεγάλων κοινωνικών και θεολογικών ανακατατάξεων και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα. Ή μεγάλη επιστημονική επανάσταση που συντελέστηκε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα φτάνει στο τέλος της, αλλά δογματικά μένει έξω από το γνωσιακό πλαίσιο του μέσου πολίτη ως αποτελούσα κίνδυνο για μια κοινωνική και θεολογική δομή, οι όποιες πλέον δεν πείθουν για τις προθέσεις τους τους πολίτες.
Όλοι αναγνωρίζουμε πλέον ότι μιλάμε για δημοκρατία βιώνοντας αντιδημοκρατικές καταστάσεις ενώ έχουμε την εντύπωση ότι είμαστε χριστιανοί, διδασκόμενοι, στην ουσία, ότι χριστιανικό είναι κάθε τι αντίθετο προς το λόγο του Ιησού.
Ο πολιτισμικός πυλώνας της επιστήμης ασφυκτιά κάτω από την ισχυρή πίεση της θεολογίας και της κοινωνικής δομής οι όποιες δεν ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο παρά για την διαιώνιση της υλικής και πρόσκαιρης εξουσίας τους. Ό επιστήμονας την στιγμή της μεγάλης πολιτισμικής κρίσης, όπως και σε άλλες αντίστοιχες περιόδους, πρέπει να τολμήσει να αποτελέσει τον ισχυρό βραχίονα ξεπεράσματος της κρίσης, εκφραζόμενος ελεύθερα ασχέτως του κοινωνικού και επαγγελματικού κόστους, που πολλές φορές μπορεί και να είναι αβάσταχτο.
Αυτές είναι μερικές από τις απόψεις τις όποιες διατυπώνουν οι καθηγητές Αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Μάνος Δανέζης και Στράτος Θεοδοσίου, στο νέο βιβλίο τους, Το Μέλλον τον Παρελθόντος μας - Επιστήμη και Νέος Πολιτισμός.
Προχωρούν όμως βαθύτερα αναλύοντας τη σχέση και την αλληλοεξάρτηση μεταξύ επιστήμης, θεολογίας και κοινωνικού συστήματος διατυπώνοντας την «προφητική» άποψη ότι «η συσσωρευμένη γνώση της επιστημονικής επανάστασης του 20ου αιώνα, θα αποτελέσει το υπόβαθρο μιας μεγάλης πολιτισμικής επανάστασης η οποία πολύ σύντομα θα συντρίψει τις θεολογικές και κοινωνικές δομές οι οποίες δεν θα την κατανοήσουν και θα σταθούν απέναντι της». Ή αναμενόμενη σύγκρουση, κατά την άποψη των συγγραφέων, θα γεννήσει ένα νέο ανθρωπιστικό πολιτισμικό ρεύμα το οποίο θα αντικαταστήσει τον καταρρέοντα σημερινό αντιουμανιστικό δυτικό πολιτισμό.
Το Νέο Πολιτισμικό Ρεύμα, το όποιο επαγγέλλονται οι συγγραφείς, έχοντας τις ρίζες του στη μεγάλη επιστημονική επανάσταση του 20ου αιώνα, θα στηρίζεται στον γνήσιο διεθνιστικό ιδεώδες της αρχαίας ελληνικής σκέψης και τις βασικές αρχές της δημοκρατίας την οποία παραχαραγμένη και βεβηλωμένη βιώνουμε σήμερα.
Στο νέο ουμανιστικό πολιτισμό ο χριστιανισμός θα βρει εκ νέου τις πραγματικές ουμανιστικές του ρίζες και θα συνδεθεί πλέον οριστικά τόσο με το λόγο του Ιησού, όσο και με τις ελληνιστικές ρίζες και παραδόσεις του.
Τέλος οι συγγραφείς τολμούν και μία πρόταση - πρόβλεψη η οποία αφορά την Ευρωπαϊκή Αριστερά. Διατυπώνουν την άποψη ότι: «Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Αριστεράς βρίσκεται στην ιδεολογική της ταύτιση με το υπό γένεση ουμανιστικό ρεύμα, το όποιο εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τις αγωνίες, τις ελπίδες και τις ανάγκες των πολιτών». Η περιήγηση στο τόσο πραγματικό και αναγκαίο πολιτισμικό όραμα των συγγραφέων κλείνει με μία σειρά ρεαλιστικών προτάσεων, στα πλαίσια του προτεινόμενου νέου Ευρωπαϊκού πολιτισμικού ρεύματος, οι οποίες αναφέρονται εξειδικευμένα στην Ελλάδα. Πώς πρέπει να είναι δομημένο ένα κόμμα θεσμός;
Τι πρέπει να αλλάξει στις κοινωνικές, πολιτικές και θεολογικές δομές; Πώς θα πρέπει να δομηθεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα το όποιο θα εξυπηρετεί τις νέες πολιτισμικές αναγκαιότητες; Οι διανοούμενοι πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην κοινωνία και το μέλλον.
Οι δύο πολυγραφότατοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και αστροφυσικοί Μάνος Δανέζης και Στράτος Θεοδοσίου αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους ακέραιες, έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, με το νέο βιβλίο τους, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Δίαυλος».
Β΄ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΛΟΡΔΟΥ ΒΥΡΩΝΟΣ
Γεννήθηκε στο Λονδίνο την 22ου Ιανουαρίου 1788. Η μητέρα του δεν υπήρξε φιλόστοργος η δε όλη συμπεριφορά της απετέλεσε πραγματική τυραννία για το μικρό Βύρωνα. Ήτο χωλός στη δεξιά κνήμη, εκ γενετής. Το 1798, λόγω θανάτου ενός θείου τού πατρός του κληρονόμησε μεγάλη περιουσία και το τίτλο του «Ένατου Λόρδου».
Το 1801 ήτοι 13 ετών μαθαίνει την Ελληνική και Λατινική γλώσσα, ενώ το 1811 γνωρίζει ήδη τα Νεοελληνικά και Ιταλικά.
Την 13ην Μαρτίου 1809 κατέλαβε την έδρα του στη Βουλή των Λόρδων «ενώ η ποίησίς του ανυψώνει το πνευματικό επίπεδο των πολλών, αυτών που δεν έχουν ούτε μόρφωσι ούτε φαντασία.»
Την 16ην Αυγούστου 1809 φθάνει για πρώτη φορά στην Πάτρα και συγκινείται σφόδρα αντικρίζοντας τα βουνά της Ελληνικής γης, και όπου προφανώς οι καθαρές κορυφογραμμές του δίνουν την ευκαιρία υλοποίησης της εννοίας της γραμμής στο χώρο. Κατά την επίσκεψί του στους Δελφούς παρατηρεί ένα σμήνος 12 αετών να διαγράφη κύκλους πάνω από την Κασταλία πηγή και το θεωρεί «κάλλιστον οιωνόν». Στις 22 Δεκεμβρίου φθάνει στην Αθήνα και διαμένει με τον φίλο του Χομπλάουζ στο σπίτι της Μακρή. Την νεωτέρα κόρη της ονόματι Θηρεσία (Τερέζα), ερωτεύεται και γράφει γι’ αυτήν το ποίημα «Η κόρη των Αθηνών». Βλέποντας τη διαρπαγή των Γλυπτών του Παρθενώνος από τον Έλγιν, εξανίσταται, και καταγράφει την οργή του με το ποίημα: «Η κατάρα της Αθηνάς», ενώ κατά την επίσκεψί του στο Σούνιο εμπνέεται και γράφει το ποίημά του «Τα νησιά της Ελλάδος».
Κατά την επίσκεψί του στον Μαραθώνα κάποιος του προτείνει ν’αγοράσει το πεδίο αντί 10.000 γροσίων και ο Βύρων απαντά με την ειρωνική ερώτηση: «Μα το κεφάλι του Μιλτιάδη δεν αξίζει περισσότερα;»
Στα 24 του χρόνια ο Βύρων έχει καθιερωθή ως «μεγάλος ποιητής» και «δεινός πολιτευτής».
Το 1815 νυμφεύεται την Άννα Ισαβέλα Μίλμπακ και αποκτά μια κόρη ονομασθείσα Αυγούστα - Άδα. Χωρίζει το 1816.
Η μετά από αυτό φυγή του από την Αγγλία αυξάνει τη δημοτικότητά του και τη φήμη του που τον φέρνει στο κέντρο του ρομαντικού κινήματος της εποχής.
Την ίδια χρονιά γνωρίζει τον εν συνεχεία εγκάρδιο φίλο του, ποιητή Shelley (1792 -1822). Στη Βενετία γνωρίζει την Αλμπρίτσι, διάσημη γυναίκα για την ευφυΐα της, γνωστή με την επωνυμία κα Ντε Στάλ της Ιταλίας για την οποία ο Βύρων γράφει: «Μου εκαυχήθη ότι ήτο γόνος Αθηναϊκής οικογενείας, του Έλληνος Αντωνίου Θεοτόκη, και μάλιστα μου εμίλησε Ελληνικά».
Τονίζεται εδώ ότι ο φιλελευθερισμός του Βύρωνος, η στοργή του και η υπεράσπιση των καταδυναστευομένων λαών, τον ανυψώνουν στη θέσι «προφήτη» και «προδρόμου» της Ελευθερίας.
Την 8η Ιουλίου 1822 πνίγεται ο πολυαγαπημένος φίλος του και θαυμαστής της ποίησής του Selley.
Τον Μάρτιο του 1823 όντας στην Ιταλία εκλέγεται μέλος της «Ελληνικής Επιτροπής» με σκοπό την οργάνωση και βοήθεια των επαναστατημένων Ελλήνων. Ό Βύρων αποδέχεται και δηλώνει πρόθυμος να προσφέρη, ό,τι του είναι δυνατόν υπέρ της Ελλάδος. Γράφει γι’ αυτό στο φίλο του Τρελλώνυ: «Αποφάσισα να μεταβώ στην Ελλάδα, γιατί είναι το μόνο μέρος όπου δοκίμασα πραγματική ευχαρίστησι – κι’ αν είμαι ποιητής το οφείλω στον αέρα της Ελλάδος» - και συνεχίζει: «Το έργο που πρόκειται να αναλάβω δεν είναι εκ των ελαχίστων, καίτοι πιθανώς να είναι το τελευταίο μου. Διότι με την κλονισμένη υγεία μου και τις τύχες του πολέμου, η Ελλάς ενδέχεται να είναι η αφορμή του τερματισμού του σταδίου μου. Έχω το προαίσθημα ότι θα πεθάνω στην Ελλάδα». Εδώ εκμυστηρεύεται στο φίλο του ότι όταν ήταν μικρός η μητέρα του εκάλεσε μια Αθιγγανίδα η οποία διαβάζοντας την παλάμη του, είπε πώς θα πρέπει να προσέξη το 37ον έτος της ηλικίας του γιατί δείχνεται σημαδιακό ίσως μέχρι θανάτου.
Την 13ην Ιουλίου 1823 ο Βύρων μισθώνει το πλοίο «Ηρακλής» και την 3ην Αύγουστου αγκυροβολεί στο Αργοστόλι. Από εκεί στέλνει επιστολή στο Μάρκο Μπότσαρη, τον οποίο ιδιαίτερα συμπαθούσε ως Σουλιώτη, και αυτός του απαντά και του ζητά να μεταβεί στο Μεσολόγγι. Όμως λίγες ώρες μετά τη γραφή της απαντητικής αυτής επιστολής ο Μάρκος Μπότσαρης φονεύεται.
Στα Μεταξάτα της Κεφαλληνίας επισκέπτεται τον Βύρωνα ο μετέπειτα φίλος του Φίνλεϋ, που μετέχει και αυτός στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, και ο οποίος μοιάζει τόσο πολύ με τον μακαρίτη Shelley που ο Βύρων βλέποντάς τον μένει για πολύ άφωνος και στο τέλος λέει: «Νόμισα πώς έβλεπα το φάντασμα τού Shelley». Ο Βύρων φθάνει τελικώς στο Μεσολόγγι στις 22 Ιανουαρίου του 1824, όπου με χρήματά του οργανώνει το στρατό και την οχύρωση του Μεσολογγίου.
Στις 22 Ιανουαρίου 1824 ημέρα των γενεθλίων του γράφει και απαγγέλει το τελευταίο ποίημα της ζωής του:
Η καρδιά μου καιρός είναι ανερώτευτη να ζη
αφού έπαυσε ν' ανάφτη σ' άλλους φλόγα ερωτική...
Και καταλήγει:
Αν τη νιότη σου λυπάσαι, γιατί θέλεις πια να ζης;
της τιμής εδώ είν’ ο τάφος, τρέξε αυτού να σκοτωθής.
Δε σου μένει παρά να εύρης ό,τι εγύρευες παντού
και να τόβρης δε μπορούσες μνήμα ανδρός πολεμιστή.
Βρίσκοντάς το κύττα γύρω, πιάσ’ τη θέσι που ποθείς
για τη δόξα πολεμώντας, πέσ’ εκεί ν’ αναπαυθής.
(Μετάφρασι Σπ. Τρικούπης).
Την 9ην Απριλίου παθαίνει κρίση και στις 17 Απριλίου η κατάστασή του χειροτερεύει και παραμένει κλινήρης.
Την Κυριακή του Πάσχα 19ην Απριλίου 1824 προς τα ξημερώματα της Δευτέρας, περίπου 6.15 το πρωί, ακούγεται να λέη: «Ελλάδα σου έδωσα το χρόνο μου, την περιουσία μου και τώρα τη ζωή μου. Θέλω να κοιμηθώ». Ό ακόλουθός του Φλέτσερ τον βλέπει τότε ν’ ανοίγη τα μάτια του, και να τα κλείνη αμέσως για πάντα. Την στιγμή αυτή ακούστηκε φοβερός κρότος κεραυνού, κι’ όσοι τον άκουσαν είπαν: «Ο μεγάλος άνθρωπος πέθανε».
Στο θάνατο τού Λόρδου Βύρωνα ο Γεώργιος Δροσίνης έγραψε το κάτωθι ποίημα:
«Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ»
Εκεί πού ή μαύρη φαλαρίδα κ’ ή άγρια πάπια
χειμαδιό βρίσκουν στην προσηλιακή στεριά,
στης λιμνοθάλασσας τ' ακρόνερα τα σάπια,
τ' ήρθες ζητώντας, λευκέ Κύκνε του Βορρά;
Τον Κύκνο κοσμοπλανευτή, πλάνεψε κάποια
της Λιμνοθάλασσας νεράϊδα, η Λευτεριά.
Παλάτι στεριανό, του κάστρου είχε την τάπια,
κι’ αντί στολίδια νύφης, άρματα βαριά.
Αϊτός o λευκός Κύκνος θέλησε να γίνη
κι’ αϊτού φτερά και νύχια τάνυσε για κείνη.
Μα, ήτον παράτολμη, θανάσιμη η ορμή
και τα μαγιάπριλα, όταν γύρισαν και πάλι
τα νεροπούλια προς το βορεινό ακρογιάλι,
Συνοδία γίνηκαν στου Κύκνου το κορμί.
Από τη συλλογή «Κλειστά Βλέφαρα»
Γ΄. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
• Γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 1859 στην Αθήνα.
• Γονείς Μεσολογγίτες.
• Ό παππούς Γεώργιος Δροσίνης σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου. (Δροσίνη Σ.Φ.Ζ τόμ. Α' σελ. 21 - Γ. Δροσίνη «Άπαντα» σελ. 7 (1995). Ενώ ο προπάππος του Αναστάσιος διακρίθηκε ως πρωτοκλέφτης στα Άγραφα.
• Από το 1889 εκδίδει την καθημερινή εφημερίδα «Εστία». Ιδανικά του Γεωργίου Δροσίνη: 1. Υγιής διάπλασις της νεολαίας. 2. Πολεμική ετοιμότης αυτής (Σκοπευτική Άσκησις).
• Υπό του Δροσίνη ιδρύονται: 1. Η Σεβαστοπούλειος Εργατική Σχολή. 2. Ο Οίκος των Τυφλών. Εδώ ακριβώς κορυφώνεται το «ΘΕΛΩ» στη ζωή του Γεωργίου Δροσίνη. Όταν ο κρατικός λειτουργός αρνείται στον Δροσίνη το άνοιγμα σχολείων για τα τυφλά παιδιά, με την φράση: «Κύριε Δροσίνη εδώ δε μπορούμε να μορφώσουμε τ’ ανοικτομάτικα με τα τυφλά θ’ ασχοληθούμε;». Ο Δροσίνης απάντησε: «Αφού το Κράτος δε μπορεί, θα το κάνω μόνος μου!» και το έκαμε: Ευρήκε την κατάλληλη εκπαιδευτικό και χρήματα και την έστειλε στην Ελβετία. Η δασκάλα όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δίδαξε τα τυφλά παιδιά, με τη μέθοδο Μπράιγ εκτός από τα μαθήματα του σχολείου, χειροτεχνία και Βυζαντινή μουσική.
Αποτέλεσμα: Παγκόσμια συγκίνηση στην Ολυμπιάδα του 2004, εδώ στην Αθήνα, όταν τα τυφλά παιδιά έψαλλαν τον Ολυμπιακό Ύμνο.
Και μόνο γι’ αυτό του το έργο, έργο εφαρμογής και όχι λόγια, ο Γεώργιος Δροσίνης παίρνει κατά την ταπεινή μου γνώμη, μια κορυφαία θέση στο χώρο των ολοκληρωμένων λογοτεχνών.
Ο Δροσίνης ολοκληρώνει το «Θέλω» του στο «Φως» και προχωρεί στο πάθος για την «Ελευθερία», πάντα προσγειωμένος και πάντα ταπεινός. Δίκαια, κατά εμέ, στο παρελθόν ανατρέχει αφού:
Η ζωή είναι παρελθόν
το μέλλον φαντασία
και το παρόν, περαστικό
για νάχη παρουσία.
και γράφει: στον «Ύμνο των Προγόνων» στη Συλλογή «Πύρινη Ρομφαία»:
Εσείς πού πρωτοσπείρατε
Της Λευτεριάς το σπόρο,
Λαχταρισμένο δώρο
Στη σκλαβωμένη γη,
Εσείς, κι’ όταν ωρίμασαν
Τα στάχυα καρποφόρα,
Του θερισμού την ώρα
Μας γίνατε οδηγοί.
Και με σαφήνεια προσδιορίζει τη γη όπου πιστεύει, κι’ όπου σ’ αυτήν πατεί, στο «Χώμα Ελληνικό»:
Τώρα πού θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι’ από σένα
γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη.
και εστιάζει:
Χώμα πόχει θάψει λείψανα αγιασμένα
απ’ το Μεσολόγγι κι’ από τα Ψαρά,
χώμα πού θα φέρνη στον μικρόν εμένα
θάρρος, περηφάνεια, δόξα και χαρά.
Χαρακτηρισμός του Έργου του Γεωργίου Δροσίνη
Ως Γίγαντας ανθρωπισμού
και του Ομήρειου φθόγγου
μας χάρισες το δίδυμο
της Τέχνης και του Λόγου
της Λόγου - Τέχνης δεξιά
κοινώς «Λογοτεχνία»
και Τέχνης - Λόγου αριστερά
κοινώς «Τεχνολογία»
τηρώντας τη θεάρεστη
«χρυσή» ισορροπία.
Υλοποιώντας ο Γεώργιος Δροσίνης την αξία της ποιήσεως στην παίδευση των Ελλήνων όπως κατά το Στράβωνα, Ι΄54, αναφέρεται ότι: «Αι των Ελλήνων πόλεις πρώτιστα διά της ποιητικής παιδεύουσιν, ου ψυχαγωγίας χάριν, αλλά χάριν σωφρονισμού. Παιδευτικόν γαρ είναι, φασί, και επανορθωτικόν των ηθών».
Δ΄. ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Έτσι είδα εγώ το σύνολο
Βύρωνος και Δροσίνη
σαν δίδυμο δύο ποιητών
στο λόγο και τις τέχνες
του «θέλω» καλλιτέχνες.