ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΕυάγγελοΥ ΜόσχοΥ
τ. Πρόεδρος της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών.
«Η ΤΑΠΕΙΝΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ»
Ο Γεώργιος Δροσίνης υπήρξε σ’ ολόκληρη τη ζωή του ένας ποιητής αβρός, τρυφερός, σεμνός και ταπεινός, με ποιήματα που αποπνέουν μια ευγένεια Ψυχής, μια απροσποίητη ταπεινοσύνη και μια έμφυτη καλοσύνη.
Η ποίηση του Δροσίνη παραδοσιακή στο έπακρο, τόσο ως περιεχόμενο και διάθεση όσο και ως μορφή, εκφράζει το ήθος του και το χαρακτήρα του και αποπνέει ακόμα μια έμφυτη ευαισθησία και μιαν αλήθεια ζωής. Και αυτή η γνησιότητά της την κάνει και σήμερα ακόμη να διαβάζεται και να μας επιβάλλεται με τη χάρη της και την κομψότητά της, με την γλαφυρή ζωγραφική απεικόνιση τής ζωής, με την αλήθεια της και -πολλές φορές- με τη στοχαστικότητά της, που είναι απαλή, ευκολοπλησίαστη και εντελώς ανθρώπινη.
Αυτός ακριβώς υπήρξε ο λόγος για τον οποίο το έργο του Δροσίνη, όταν βρισκόταν στο προσκήνιο της πνευματικής ζωής του τόπου μας δημιουργούσε, είχε συναντήσει μιαν ευρεία επιδοκιμασία και απήχηση, γιατί ο πολύς κόσμος έβρισκε στα ποιήματά του (αλλά και στα πεζογραφήματά του και στις αναμνήσεις του) τα απλά αισθήματα τα δικά του, τραγουδημένα με ηπιότητα, με γνησιότητα, με έναν απαλό μουσικό και πολλές φορές ειδυλλιακό τόνο, με ένα στίχο καλά πελεκημένο και πλεγμένο, καλά μαστορεμένο, καλοδουλεμένο και στο έπακρο φροντισμένο.
Συνομήλικος του Κωστή Παλαμά, ο Δροσίνης (ήταν γεννημένοι και οι δύο το 1859, ο ένας στην Πάτρα και ο άλλος στην Αθήνα, αλλά και οι δύο υπήρξαν Μεσολογγίτες). Συνοδοιπόρησε μαζί του και συνδέθηκε με τον ποιητή της «Φλογέρας του Βασιλιά» με μια ειλικρινή και στενή φιλία. Εξάλλου και οι γυναίκες τους, Μαρίες και οι δύο, συνδέονταν με παρόμοια φιλία. Η Μαρία Δροσίνη είχε βαφτίσει και τον Άλκη Παλαμά, το παιδί που πέθανε τόσο πρόωρα και για το οποίο ο Κ. Παλαμάς έγραψε τα αριστουργηματικά ποιήματα τού «Τάφου».
Πάντοτε όμως ο Δροσίνης, διαθέτοντας μια σπάνια αυτογνωσία, αναγνώριζε το προβάδισμα του Παλαμά στην ποίηση, τις υψηλόπνοες εμπνεύσεις του, την ανώτερη ποιότητα τού ποιητικού λόγου του και γενικά τη μεγαλοσύνη του.
Όταν ο Παλαμάς το 1928 παρουσίασε την ποιητική του συλλογή «Δειλοί και Σκληροί στίχοι» περιέλαβε και ένα ποίημα του αφιερωμένο στο φίλο του ποιητή Γεώργιο Δροσίνη, που το είχε γράψει στις 30 Μαΐου 1925. Στο ποίημα υπήρχε και η επισημείωση ότι γράφτηκε όταν του έστειλε την ποιητική του συλλογή «Οι Πεντασύλλαβοι και τα Παθητικά Κρυφομιλήματα» που είχε παρουσιάσει ο Παλαμάς εκείνο το χρόνο. Στο ποίημα αυτό του Παλαμά, που άρχιζε με τους στίχους: «Πώς αλλιώς να σε πω; / Ο συνοδοιπόρος / χαίρε ... » κατέληγε με την παρατήρηση, ποιητικά και τούτη εκφρασμένη, ότι για τον Δροσίνη δεν υπήρξε «στη ζωή του μια στιγμή / μια ματιά στην ύπαρξή του - δίχως / να ταράζη τη σκέψη του ο στίχος ».
Το ποίημα τούτο χαροποίησε ιδιαίτερα τον Δροσίνη, που θέλοντας να αποκριθεί ποιητικά στον Παλαμά, κάθεται και γράφει (12/9/1927) το δικό του απαντητικό ποίημα, την «Απόκριση στον Παλαμά», δημοσιευμένο αρχικά στο «Μοιρολόι της όμορφης» και αργότερα στα «Φευγάτα Χελιδόνια». Ο Δροσίνης, που είχε πάντα συναίσθηση της χαμηλότονης ποιητικής του αξίας, που άλλωστε την είχε εκφράσει στο ποίημα του «Θέλω», όπου υπάρχει ο χαρακτηριστικός της ψυχοσύνθεσής του ο στίχος: «Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο», εδώ, εκφράζοντας με γνησιότητα και αλήθεια την αυτογνωσία του και τα συναισθήματά του, θα συνθέσει το ακόλουθο έξοχο ποίημά του, που αποτελεί έναν επιγραμματικό χαρακτηρισμό τόσο της ποίησης της δικής του, όσο και του Παλαμά:
Θα γράψει λοιπόν ο Δροσίνης στον Παλαμά τα ακόλουθα:
ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ
ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ναι, μαζί κινήσαμε
στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα – όμως,
με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε
του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:
Εσύ το Ωραίο μέσ’ στα μεγάλα ζήτησες
κ’ εγώ στα ταπεινά κι απορριμένα,
και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο
κι’ άφησες τον πηλό της γης σ’ εμένα.
Στις αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες
και στάθηκα στις λιόφωτες ραχούλες.
αρχόντισσες και ρήγισσες οι Μούσες σου
κ’ εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες.
Εσύ στης δάφνης τ’ ακροκλώναρα άπλωσες
κ’ εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι·
στεφάνι έχεις φορέση από δαφνόφυλλα-
λίγο θυμάρι του βουνού μου φτάνει.
Στο αποκριτικό αυτό ποίημα του Δροσίνη θαυμάζουμε πρώτα-πρώτα την ταπεινοσύνη του, που τον έκανε να αναγνωρίζει τη μεγαλύτερη ποιητική αξία του Παλαμά, τη χάρη και τη σεμνότητά του που τον κάνει να εκφράζει ποιητικά τα στοιχεία που συνθέτουν τούτη τη μεγαλοσύνη του φίλου και ομοτέχνου του. Και αυτά ακριβώς τα συναισθήματα τού Δροσίνη τον έκαναν να συνθέσει ένα έξοχο λυρικό ποίημα γεμάτο ευγένεια, γνησιότητα και χάρη.