Ο συγγραφέας ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΡΑΜΑΝΤΙΩΤΗΣ
που γνώρισε το Γ. Δροσίνη μάς εμπιστεύτηκε
τις θύμησές του από τον ποιητή.
«Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ MOΥ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΡΟΣΙΝΗ»
Η γενιά μου αποκαλούσε Δάσκαλο κάθε πνευματικόν οδηγό της, όχι δηλαδή μόνο τον σχολικό Δάσκαλο αλλά, όποιον καθένας μας θεωρούσε πνευματικόν οδηγό του. Για μένα Δάσκαλοί μου, μεταξύ των τότε ζώντων λογοτεχνών, που ευτύχησα να γνωρίσω προσωπικά, ήταν ο Δροσίνης και ο Βάρναλης, δημιουργοί διαφορετικού λογοτεχνικού ύφους αλλά και ιδεολογικού προσανατολισμού, πηγαίου εντούτοις ταλέντου, άριστοι σμιλευτές του στίχου και υποδειγματικά ευγενείς και ευπροσήγοροι.
Τον Δροσίνη τον γνώρισα ένα φθινοπωρινό βράδυ του 1948, μέσα στο λεωφορείο που έκανε τη συγκοινωνία της Αθήνας με την Κηφισιά. Είχα επιβιβαστεί στην αφετηρία, στην πλατεία Κάνιγγος, και κάθισα στη μόνη ελεύθερη θέση. Η πρώτη στάση του λεωφορείου ήταν στην πίσω πλευρά της Εθνικής Βιβλιοθήκης, στην οδό Ακαδημίας. Εκεί επιβιβάστηκε, με πολλή δυσκολία, ένας υπέργηρος, στον οποίο πρόσφερα τη θέση μου και στάθηκα όρθιος πλάι του. Εκείνος μου χάιδεψε το δεξί χέρι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Στο Ψυχικό αποβιβάστηκε ο επιβάτης που καθόταν πλάι στον Δροσίνη, ο οποίος με έβαλε να καθίσω στην ελεύθερη θέση. Με ρώτησε αν τον γνωρίζω και είπα όχι. Με ρώτησε για τα μαθήματα του σχολείου και για τις προτιμήσεις μου, και με αυτά φτάσαμε στον Πλάτανο, όπου τερμάτιζαν τα λεωφορεία, εκεί χωρίσαμε.
Μετά λίγες μέρες μας βάλανε στο σχολείο να αναλύσουμε ένα ποίημα του Δροσίνη και στο διάλειμμα, συζητώντας τα παιδιά για το ποίημα, διαφωνήσαμε σε όλα, ελληνοπρεπέστατα. Ένα παιδί που γνώριζε τον Δροσίνη, όπως έλεγε, πρότεινε να πάμε στον ποθητή για να μας βοηθήσει, βεβαιώνοντάς μας για την ευγένεια και την προθυμία του. Συμφωνήσαμε τέσσερα παιδιά και πήγαμε το ίδιο απόγευμα.
Η εξώπορτα του σπιτιού ήταν μισάνοιχτη, ένδειξη ότι δεχόταν επισκέψεις. Ανεβήκαμε στο ανώγειο και μας υποδέχτηκε μια ευγενέστατη μαυροφορεμένη, μεσόκοπη κυρία. Της είπαμε το σκοπό μας και χαμογελαστή μας οδήγησε στο καθιστικό, όπου μας κέρασε υπέροχο γλυκό του κουταλιού, πράσινο νεραντζάκι θυμάμαι. Σχεδόν αμέσως μετά ήρθε στο καθιστικό ο Δροσίνης και εγώ έμεινα εμβρόντητος. Το πρόσεξε εκείνος, με πλησίασε και μου χάίδεψε πάλι το χέρι: «Νεαρέ φίλε μου, με πολλή χαρά σε ξαναβλέπω». Τα παιδιά μας κοιτούσαν με πολλή απορία, διότι τους είχα πει ότι δεν εγνώριζα τον Δροσίνη. Ευτυχώς εκείνος, που φαίνεται ότι τα εννόησε όλα, τους εξήγησε τα της γνωριμίας μας. Ακολούθησε πολύωρη συζήτηση για την ανάλυση που μας εζήτησε ο φιλόλογος του σχολείου. Ο ποιητής μας εξήγησε μεν όσα νόμιζε χρήσιμα και όσα τον ρωτούσαμε εμείς, δεν ήταν όμως σύμφωνος με τη μέθοδο αυτή της διδασκαλίας της ποίησης, την οποία μέθοδο, προς κατάπληξή μας και τρόμο, παρομοίασε με νεκροτομή για εξακρίβωση των αιτίων θανάτου του νεκροτομούμενου πτώματος !
Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, ρώτησα τον ποιητή αν μπορούσα να τον επισκεφτώ στο μέλλον. «Και το ρωτάς; Έλα όποτε θέλεις», είπε. Μετά πολλούς δισταγμούς επήγα. Ήθελα να με βοηθήσει να καταλάβω το ποίημα «Χώμα Ελληνικό», που τόσο πολύ με είχε συγκλονίσει, αλλά και προβληματίσει. Είχα και προσωπικό λόγο σχετικό με το ποίημα αυτό. Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, 1941-1944, η γιαγιά μου η Σταυρούλα, μου φόρεσε στο λαιμό ένα «φυλαχτό», που είχε φέρει από τα Ιεροσόλυμα ο πατέρας της και προπάππος μου, και το οποίο περιείχε, κατά την πίστη της γιαγιάς μου, Αγιο Χώμα, προερχόμενο από τον Γολγοθά, από το σημείο που σταύρωσαν το Χριστό, και όπου είχε χυθεί το Άγιο Αίμα του Σωτήρα μας. Όμως για λόγους ανεξήγητους ίσως άρχισα να δυσπιστώ σε κάθε λογής φυλαχτά, και σ' αυτό της γιαγιάς μου, που αργότερα το πέταξα, επειδή ντρεπόμουν να το βλέπουν οι φίλοι μου ότι φορούσα φυλαχτό. Και όμως ο Δροσίνης φαίνεται σαν να πίστευε στο Φυλαχτό και σε μαγικές, ίσως, ιδιότητές του. Ειδικά το ελληνικό χώμα που χρησιμοποιείται ως Φυλαχτό από εκείνους που ξενιτεύονται, μπορεί να έχει θαυματουργές και σωτήριες ιδιότητες ως Φυλαχτό.
Είναι αλήθεια ότι οι προβληματισμοί μου με οδήγησαν σε ποικίλες ερμηνείες του ποιήματος, που προσπερνούσαν την εκδοχή του Φυλαχτού, αφού αυτό ανοίγει το δρόμο στον μυστικισμό, τον απαράδεκτο για την επιστημονική σκέψη του Έλληνα. Ήθελα όμως να ακούσω τον ποιητή πριν καταλήξω κάπου. Όταν έλεγα τις σκέψεις μου αυτές στον ποιητή, με παρατηρούσε προβληματισμένος και αυτός, και άργησε να μιλήσει, ή έτσι μου φάνηκε, λόγω της αγωνίας μου. Λοιπόν ο ποιητής δεν πίστευε στο Φυλαχτό, αλλά είπε ότι, όποιος πίστευε τον ωφελούσε η πίστη του, που τον έκανε αισιόδοξο και τολμηρό, και όχι το φυλαχτό καθεαυτό. Επομένως, έστω έμμεσα, είναι χρήσιμο το φυλαχτό σ' εκείνους που το πιστεύουν. Αλλά η ποίηση μπορεί και πρέπει ν' αξιοποιεί καθετί που συγκινεί και συναρπάζει, άσχετα με το τι πιστεύει ο ποιητής. Αυτά περίπου θυμάμαι από τα πολλά που είπε, χωρίς όμως να διαλυθούν όλες οι επιφυλάξεις μου.
Κάποια χρόνια μετά, διαβάζοντας το βιβλίο του Δροσίνη «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», κατάλαβα μιαν άλλη πλευρά της υπόθεσης του ποιήματος «Χώμα Ελληνικό». Γράφει εκεί ο Δροσίνης,» ...μου διηγούνταν ακόμα ο πατέρας μου, πως σε πολλές γειτονιές (του Μεσολογγίου), τόση σφαγή είχε γίνει στην Έξοδο, που ύστερα από βροχή το βρεγμένο χώμα στους δρόμους ίδρωνε αίμα». Χρειάζεται μεγάλη αντοχή για να διαβάσει κανείς την τελευταία πολιορκία του Μεσολογγίου, και ιδίως την πολυαίμακτη Έξοδο και την ανήλεη σφαγή των γυναικόπαιδων, και άλλων, που δεν μπόρεσαν ν'ακολουθήσουν την Έξοδο. Όποιος όμως πληροφορηθεί τα συμβάντα, θα βεβαιωθεί ότι όντως το χώμα του Μεσολογγίου είναι ζυμωμένο και αγιασμένο με το αίμα χιλιάδων Ελλήνων πολεμιστών και γυναικόπαιδων, που θυσιάστηκαν στον αγώνα για να αποκτήσουν πατρίδα, και για να έχουμε κι’ εμείς πατρίδα. Όταν μάλιστα είσαι Μεσολογγίτης, όπως ήταν ο Δροσίνης, τότε βαθύτερα νιώθεις την αγιότητα του αιματοποτισμένου χώματος του Μεσολογγίου. Έτσι λοιπόν κατάλαβα τελικά ότι είχα βιαστεί να αμφισβητήσω την αλήθεια που πλημμυρίζει το «Χώμα Ελληνικό».
Τα επόμενα δύο χρόνια είχα λίγες ακόμα συναντήσεις με τον ποιητή, αλλά είχα πλέον προσαρμοστεί στο περιβάλλον γαλήνης και νηφαλιότητας που αγαπούσε, και δημιουργούσε γύρω του ο Δροσίνης. Και δεν υπήρξαν πλέον οι μεγάλες εντάσεις και συγκινήσεις που προκάλεσαν οι συζητήσεις για το «Χώμα Ελληνικό». Θαυμάσιες ήταν και αξέχαστες οι αναλύσεις του Δροσίνη για την εσωτερική ενότητα της μουσικής και της ποίησης, για τη μουσική μαγεία της Ομηρικής ποίησης, ή της ποίησης του Σολωμού. Αλλά και ο πεζός λόγος υψώνεται κάποτε ως τη μουσική μαγεία, όπως στον Παπαδιαμάντη.
Το 1950 έφυγα, πρόσκαιρα πάντως, από την Κηφισιά, και δεν είδα πλέον τον αγαπητό μου Δάσκαλο. Είχε πάει ψηλά, στον κόσμο των νοσταλγικών ονείρων μας, για να είναι πάντα κοντά μας.