Η ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΙΑ ΤΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ 15
Ευτυχώς πού ακόμη και σήμερα υπάρχουν ρωμαντικοί ελληνολάτρεις συγγραφείς που με τα γραπτά τους εμπλουτίζουν και κοσμούν την αποπροσανατολισμένη μας κοινωνία τέρποντας, εν ταυτώ, και το πνεύμα μας. Εξ αυτών και ο χρησιμότατος και λίαν επικοδομητικός συγγραφεύς, διανοητής, λόγιος και ποιητής μας, κ. Γεώργιος Σ. Σιμιτζής.
Με το έργο του «Η φυσιολατρία τού Δροσίνη» συγκινεί κάβε ελληνική καρδιά με την λεπτότητα των παρατηρήσεων και την ευγένεια των συναισθημάτων του, κυρίων χαρακτηριστικών του εν λόγω πονήματος. Άλλα σημαντικά γνωρίσματα τού αξιοπρόσεκτου αυτού βιβλίου αποτελούν η εξαίρετη γλωσσοπλαστική ικανότης του συγγραφέως καθώς και η λατρεία του για το έργο του Δροσίνη γενικότερα, όλα δε αυτά εκφραζόμενα μέσω μιας πανδαισίας λέξεων, ενίοτε ευρηματικών, συχνά συνθέτων, κάποτε πολυδιάστατων, συχνότατα σπανίων, αναπάντεχα δε και όλως απροσδόκητων. «Πρωτάκουστες και σπανίζουσες λέξεις χωρίς αιδώ και φειδώ αφιέρωσε σε αυτά, πού είδε και χαιρέτισε στοχαστικά!» Εδώ ο κ. Σιμιτζής αναφέρεται στην γλώσσα του Δροσίνη, όμως ή περιγραφή απόλυτα ταιριάζει και στην δική του εκφορά τού γραπτού λόγου.
Εντελώς λοιπόν ασυνήθιστο λογοτεχνικό είδος «Η φυσιολατρία του Δροσίνη» αφού σ' αυτό ο συγγραφεύς ασχολείται με την φύσι όπως ακριβώς την έβλεπε και ο Δροσίνης, δηλαδή σαν τους συγχρόνους του αστούς που όμως, έστω και έτσι, εζούσαν ακόμη κοντά στη φύσι- αφού με τις αλάνες, τις αυλές, τα περιβόλια και τις γειτονιές τους, οι πόλεις - εξαιρέσει των λαμπρών νεοκλασσικών τους κτιρίων -εθύμιζαν τότε επαρχία, όχι μόνο κτιριακώς και πολεοδομικώς, αλλά κυριώτατα ψυχολογικώς. Με μη ασφαλτοστρωμένους τους δρόμους και με τα άλογα ως το απαραίτητο μέσο συγκοινωνίας, αποξένωσις από τη φύσι και την επαρχία, πώς θα μπορούσε να υπάρξη; Ρωμαντικά και ποιητικά τη φύσι έβλεπαν λοιπόν εκείνοι τότε, και όχι ωφελιμιστικά η οικολογικά όπως εμείς τώρα. Για τους παππούδες μας της Μπέλλ Επόκ, η φυσιολατρία τους αποτελούσε απαύγασμα καθημερινής προσωπικής, βιωμένης τους εμπειρίας και όχι εξεζητημένη ρωμαντική αναπόλησι απωλεσθέντος παραδείσου, όπως συμβαίνει μ' εμάς σήμερα.
Κι' εδώ ό κ. Σιμιτζής εκατόρθωσε το συμβατικώς ακατόρθωτο: τόσο επιτυχημένα να ταυτισθή νοητικά και ψυχολογικά με τον Δροσίνη ώστε να μπορή του ποιητού την φυσιολατρεία εκ των ένδον να την διερμήνευση, όπως, «ο Γεώργιος Δροσίνης υπήρξε ο ακατανίκητος θαυμαστής και ασυναγώνιστος λάτρης της φύσης και επί το ειδικότερο της Ελληνικής». Και «Ο Δροσίνης χωρίς τη φύση θα διάλεγε τη σιωπή! Δεν θα είχε τις σφοδρές και αδιάκοπες εμπνεύσεις. Το αίσθημα απ' τη φύση, αυτός το ανήγαγε στη σφαίρα του συναισθήματος, που διαπερνά και κλειστές καρδιές σαν οι ηλιαχτίδες τον καθαρό αέρα και το διάφανο τζάμι!»
Τόσον όμως στην ενθουσιώδη ρητορικότητα όσο και στον εμπνευσμένον οίστρο του, ο κ. Σιμιτζής ασυναίσθητα στιγμές-στιγμές μας θυμίζει έναν Αχιλλέα Παράσχο -εδώ δημοτικιστή-με θέμα του όμως όχι τον ερωτά και τον θάνατο, αλλά τη φύσι την ελληνική με άξονα την ελληνολατρεία. Ασυναισθήτως και ανεπαισθήτως εδώ ο κ. Σιμιτζής κάνει ένα γιγαντιαίο προς τα πίσω στον χρόνο άλμα, από τους αμέσους μας προγόνους του 19ου αιώνος που διά της φύσεως ποιητικά εξέφραζαν τα βαθύτερά τους αισθήματα του ανεκπλήρωτου έρωτος με την συνακόλουθη απελπισία, στους αρχαίους μας προγόνους, συνειδητοποιημένα παιδιά όπως εκείνοι ήταν, της κοινής μητέρας μας Γαίας, μυθοπλαστικής προσωποποιήσεως της Φύσεως, τότε... Διότι μία παγανιστικά φιλήδονη μέθη για την φύσι, το έργο του συγγραφέως διαχέει, αιθέρια σ' άλλους γυρίζοντας μας χρόνους ευδαίμονες, ρωμαλέους, πανάρχαιους, τότε πού ο κόσμος ήταν ακόμη νέος, μαγικός, πανέμορφος και έσφυζε από ζωή, αφού ήταν ελληνικός: ο κόσμος των ορέων, των δασών, των λιμνών, των ποταμών και των θαλασσών μας, με μονίμους κατοίκους του τον Πάνα, τους Κενταύρους, τις Ναϊάδες, Νύμφες, Νηρηίδες και Αμαδρυάδες, συχνούς δε επισκέπτες τους τον Θησέα και τον Ηρακλή και, φυσικά, και τους ιδίους τους Ολυμπίους. Λυτά, εύγλωττα μάς τα παραθέτει ο κ. Σιμιτζής:
«Το θεοποιημένο της Φύσης, οι γιορτές χάριν της φύσης και εντός αυτής και τα έξοχα επίθετα, πού αφιέρωσαν προς τιμήν της, καταδεικνύουν ευθύτροπα την ένταση και το ύφος της Φυσιολατρίας των Αρχαίων. Ο Όμηρος την αυγή την ονομάζει «ηώχρωμη, κροκόχρωμη, κροκόπεπλη».
Μάλιστα, τότε πού ακόμη ενοιώθαμε έντονα την πανάρχαιη θεϊκή καταγωγή μας - παιδιά των θεών μας εμείς οι Έλληνες- και γι’ αυτό κι' άλλος σαν εμάς λαός πουθενά κανένας!
Βαθμιαία, λοιπόν, το ωραίο αυτό τού κ. Σιμιτζή κείμενο, τον Δροσίνη ανυψώνει σε ύψη πνευματικά δυσθεώρητα φράσεις του όπως αυτές είναι άκρως υποδηλωτικές:
«Εστίασε και που δεν εστίασε τη λουόμενη από φυσιολατρία σκέψη του. Γι' αυτόν η φύση είναι θέα αγαλλίασης σήμερα και παράθυρο αναπόλησης αύριο».
«Σιβυλλικός δέν είναι ό Δροσίνης όταν αποπειράται να εκφράσει με Διονυσιακό ενθουσιασμό, ό,τι έχει μοίρα στό φυσικό περιβάλλον».
«Το θαυμάζειν και το δημιουργικό απορείν του Δροσίνη για τη Φύση, μεταβολίστηκε σε ποίηση, σε έντεχνο λόγο και σε λογοτεχνικές αναφορές και περιγραφές!»
«Μας δίδαξε με την υψηλή και περιπαθή φυσιολατρία του πολλά, για ν'αγαπήσουμε κι εμείς στη μυστική πρώτη αξία τη Φύση και τη ζωή. Μας δίδαξε, ότι όλα στη φύση λειτουργούν άψογα, τέλεια, συνεργάσιμα, ήρεμα σαν θεϊκή αταραξία και έχουνε ειρμό και ευταξία».
«Η παραμονή ή και η περιδιάβαση του Δροσίνη μέσα στη φύση, ήταν χρόνος επιτακτικός για γραφή και αμφίδρομη συνομιλία με τη Φύση».
«Απαράμιλλη η γραφή του Δροσίνη για θέματα φυσιολατρίας. Σαν φιλτάτη πατρίδα είναι γι' αυτόν η Φύση!»
«Ο Δροσίνης συνδιαλέγεται πηγαία και ανεπίπλαστα με τη φύση».
«Η Φυσιολατρία του Δροσίνη είναι ό,τι αν επεύφημο διατυπώσεις με παρρησία και ειλικρίνεια!»
«Σε προσκυνηματική λιτανεία βγάζει προτάσεις και θεματικές ενότητες, πού είναι αρραγή θεμέλια του φυσιολατρικού στοχασμού του!»
Πέραν των χρησίμων παρατηρήσεών του για την φυσιολατρεία του Δροσίνη, ο κ. Σιμιτζής συναφώς συγκρίνει και την φυσιολατρεία της δημοτικής μούσας μ' αυτήν τού ποιητού, συνήθως αντιθετικά. Πληροφορούμεθα λ.χ. ότι «[ο Δροσίνης] δέχτηκε επηρεασμούς απ’ τη Δημοτική Μούσα όχι όμως άκριτα». Αφού «Τα εκφραστικά μέσα του Δροσίνη είναι ασυγκρίτως πιο πλούσια και εικονογραφικά». Αλλά και «Στη φυσιολατρία του Δροσίνη, δεν απαντώνται υπερβολές...»γνωστού όντος ότι «Ο Δροσίνης ποτέ δεν έγραψε τίποτε φανταστικό όπως δήλωσε και ο ίδιος. Ό,τι έγραψε τα είδε και τα έζησε ιδίοις όμμασιν». Όμως και «Ο αφηγηματικός λόγος, οι ερωτήσεις και απαντήσεις στη Φυσιολατρία τού Δροσίνη, δεν έχουν κοινά σημεία με τη Δημοτική Μούσα».
Τέλος, «Στο Δημοτικό τραγούδι απαντάται συχνά η μελαγχολία, ο πόνος, η πίκρα, η απαρνησιά, το μίσος, η προδοσία, το ανάθεμα και το θανατικό». Αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι η δημοτική μας μούσα επηρεάσθη ουσιωδώς από την φρίκη της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας, ενώ ο Δροσίνης συνέγραψε σε εποχή παλινορθώσεως του έθνους εν μέσω πρωτοφανούς πνευματικής, καλλιτεχνικής, οικονομικής, επιστημονικής και τεχνολογικής αναπτύξεως και προόδου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Δυτική Ευρώπη. Επομένως, φυσιολογικό ήταν ο Δροσίνης να εκφράζη την αισιοδοξία πού ο 19ος αιώνας στους ανθρώπους του, ενίοτε επιθετικά, ενέπνευσε...
Δειγματοληπτικώς κατωτέρω παραθέτομε μερικές από τις ασυνήθιστες σύνθετες λέξεις, χαρακτηριστικές του κ. Σιμιτζή, πάμπολλες όμως στό κείμενο:
Συναισθηματοενθουσιαμός. Ιλαροφωτίζουσα, ηδυαπόηχος, λογοτεχνικότροπα, ολοφλογόφεγγος, αρωμοανθόσταμα, ηχηροευμίλητα, ισιολιγνοψηλόκορμη, μυριοευέλπιστο, απαλοθωπευτική, πανομοιοζείδωρο, συναισθηματόγνωμα, βιοματοεγνωσμένο, γλαφυρόβριτα, άνομο ιοεικονοπλασία, μυριανθοστόλιστη, διαισθησιοτραφή, ξανθομελίχρυσο. γλυκομοσχόανθο, διαμαντοφωτοβόλα, γλαυκοθολοσκέπαστος.
Επίσης υπάρχουν και σπάνιες και εξεζητημένες λέξεις, συχνά και αυτές σύνθετες, όπως:
Έρριζη, ανεπιλήσμων, ανεκφώνητη, ευεπιφορία, έκλαμπρες, μεθεκτός, επεύφημο, ομοιόστατη, ευμνήμων, αείπνοη, άνανθος, δυσήνια, εδεμιαίος, αείφηλη.
Και τέλος, λέξεις ομόηχες πού ευχάριστα ξαφνιάζουν με την ανέλπιστη πρωτοτυπία τους:
Οπτικά, εποπτικά και απτικά, συναισθηματοδοτήσεις και επανοδομήσεις. σκιατραφές η σκιοχαρές, ποιητογόνο και ποιητοτόκο, ανέγωσε και κατέγνωσε, το σιμώνει και το ασημώνει, ορθοφρονούντα και αρθοφρονούντα, ιδιοχώρος-ηδιοχώρος.
Ναι «multum in parvo» -πολύ εν σμικρώ- αυτό ακριβώς είναι το λίαν ευσύνοπτο, πλην όμως, και τόσο μεστό νοήματος και αισθήματος του κ. Σιμιτζή το φυσιολατρικό του ετούτο πόνημα. Απολαύστε το και δεν θα χάσετε...
Νικόλαος Β. Μαυρολέων
Υπεύθυνος Δημοσιεύσεων του Συλλόγου
«Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη»