Όταν ήμουν έφηβη, είχα αποστηθίσει ένα ποίημα του Δροσίνη με τίτλο ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ. Ήταν ένα σονέτο, ένα μικρό, λυρικό αριστούργημα.
Η δύση του ήλιου και ο Εσπερινός είναι γενικά ένα κοινό και χιλιοειπωμένο θέμα, γιατί συγκινεί. Όμως ο Δροσίνης καταφέρνει να εντάξει στο ποίημά του την εικόνα, τη ζωγραφιά, το σύμβολο, το ρυθμό, το αίσθημα και το νόημα, που τείνουν σε μια τέλεια λυρική αρμονία που ξεκουράζει και ανακουφίζει.
Όταν λοιπόν, καμιά φορά ακούω τ' απόβραδο τις καμπάνες του Αγίου Δημητρίου, νταν νταν νταν, χωρίς να το θέλω, αρχίζω να ψιθυρίζω το ποίημά του.
Στο ρημαγμένο παρακκλήσι
Της Άνοιξης το θείο κοντύλι
Εικόνες έχει ζωγραφίση
Με τ' αγριολούλουδα τάπρίλη.
Ο ήλιος, γέρνοντας σ' τη δύση,
Μπροστά σ' του Ιερού την πύλη
Μπαίνει δειλά να προσκύνηση
Κι ' ανάφτει υπέρλαμπρο καντήλι.
Σκορπάει γλυκιά μοσκοβολιά
Δάφνη σ' τον τοίχο ριζωμένη
- Θυμίαμα που καίει η Πίστις -
Και μια χελιδονοφωλιά
Ψηλά στο Νάρθηκα χτισμένη
Ψάλλει το «Δόξα εν Υψίστοις»
«ΓΑΛΗΝΗ» σελ. 27. Εκδ. Α΄
Αν η ποίηση του Δροσίνη ήτανε αεράκι, θα ήταν ασφαλώς η αύρα. Ο λυρισμός του είναι αραχνοΰφαντος, ο στίχος του σαν να φοβάται τους δυνατούς ήχους. Θέλει ν' ακούγεται σαν ψίθυρος. Αν υψώσεις λίγο τη φωνή, θα πάψεις ν' ακούς τη μυστική μελωδία, τις στάλες της βροχής, το σάλεμα των φύλλων. Κι όμως σαλπίζει...
Υπάρχει πιο πατριωτικό σάλπισμα από το «Χώμα αγαπημένο», «χώμα ελληνικό» ;
Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες, χρόνους, χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι από σένα,
γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη.
Για δοκιμάστε να το απαγγείλετε δυνατά, ρητορικά, με στόμφο. Δεν γίνεται. Θα είναι μια κακή απαγγελία. Η αγάπη του Δροσίνη για την πατρίδα, σ’αυτό το ποίημα λειτουργεί υπόγεια από το δεύτερο κιόλας στίχο, πάει κι ανταμώνει τη λεπτή χορδή της νοσταλγίας και φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Κάποτε είχε γράψει: «Εάν με το -Χώμα ελληνικό-καταφέρω να κάνω έστω κι ένα παιδί, ν' αγαπήσει την Ελλάδα, όπως της αξίζει, άξιζε που έζησα!»
Και βρίσκω προχτές τυχαία σ' ένα περιοδικό της Δράμας, το «Λυχνάρι» την αφήγηση ενός πρόσφυγα, που από τον Καύκασο βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη: Έγραφε:
«Μόλις βγήκαμε από το πλοίο, τρέξαμε εγώ κι η αδελφή μου Γεωργία, πέσαμε καταγής και φιλούσαμε την άμμο, -«Αχ, Γεωργία, έλεγα εγώ, χώμα ελληνικό, χώμα ελληνικό, και πιάναμε και φιλούσαμε την άμμο και τη φιλούσαμε και κλαίγαμε με δάκρυα στα μάτια.»
Είναι κι αυτό ένα από τα θαύματα που πετυχαίνει η Τέχνη: η μαστοριά του
δημιουργού και η ευαισθησία του.
Ο Δροσίνης ήτανε άνθρωπος της προσφοράς. Κουβαλούσε μέσα του το Μεσολόγγι των προγόνων του και του ηρωισμού, αλλά και την πνευματικότητα και το φως της Αθήνας. Ήρωας δεν μπορούσε να γίνει. Μπορούσε όμως να γίνει δάσκαλος.
Υπάρχουν πολλά περιστατικά στη ζωή του που αποδεικνύουν πόσο επηρέασε με την ποίησή του τη νεολαία, για ό,τι ελληνικό.
Θα σας διηγηθώ ένα ανεπανάληπτα περιστατικό, σαν παραμύθι, σε πράξεις τρεις :
Το 1820, Φλεβάρη μήνα, ο κυρ Γιώργης ο Κεντρωτάς, κίνησε για το χωράφι του, χωρίς να υποψιάζεται ότι εκείνη η μέρα θα άλλαζε ριζικά τη ζωή του και ότι το χωράφι του, χωρίς να το ξέρει, ήταν το .. .θησαυροφυλάκιο ενός αριστουργήματος που θα δόξαζε τη Μήλο, το νησί του, και θα την έκανε ξακουστή στα πέρατα τού κόσμου.
Καθώς έσκαβε και σιγοτραγουδούσε ανέμελα, η αξίνα του αρνήθηκε να τον υπακούσει. Σκόνταψε σε κάτι σκληρό. Παραξενεύτηκε, ξανάσκυψε, προσπάθησε να βρει χώμα μαλακό να συνεχίσει , μα η αξίνα του επέμενε να αντιστέκεται με το σκληρό ήχο που έβγαζε. Άρχισε λοιπόν να σκάβει με τα χέρια. Σε λίγο αντίκρισε μπροστά του λερωμένα από τις λάσπες δύο προτομές και ένα γυναικείο κορμί από τη μέση και επάνω.
Με προσοχή το ανέβασε στο κάρο του, ξαναγύρισε σπίτι και το έκρυψε στο στάβλο. Το έπλυνε, το καθάρισε, χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν και την άλλη μέρα ξέθαψε - πάλι με τα χέρια του -το κάτω μέρος του κορμιού.
Ο κυρ Γιώργης δεν χόρταινε να βλέπει το άγαλμα. Αν και το ‘χε μυστικό καμάρι, ωστόσο η ύπαρξη του έφτασε ως τ' αυτιά του ανθυποπλοίαρχου τού γαλλικού πολεμικού ναυτικού, που ναυλοχούσε στο λιμάνι. Ο Γάλλος, ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος, έτρεξε στο στάβλο του, αντίκρισε το άγαλμα της Αφροδίτης κι έμεινε με το στόμα ανοικτό.
Από κείνη τη μέρα άρχισε η περιπέτεια της Αφροδίτης. Μια περιπέτεια που θα μπορούσε να γίνει θέμα κινηματογραφικής ταινίας, με πολλούς πρωταγωνιστές και κομπάρσους, με πολλά συγκλονιστικά δρώμενα, με αγώνες διαπραγματεύσεων, με μεταφορές από το ένα πλοίο στο άλλο, που του κόστισαν σημαντικές φθορές και χίλια δύο άλλα.
Το 1822, η Αφροδίτη έφτασε επιτέλους στο Παρίσι, αφού πέρασε από πολλά λιμάνια και τελικά εγκαταστάθηκε στο μουσείο του Λούβρου, με τιμές, σαν ένα από τα πιο λαμπερά του αποκτήματα.
Kι εδώ τελειώνει, η πρώτη πράξη της ιστορίας...
Περίπου ένα αιώνα μετά, το 1922, ο Γ. Δροσίνης ασχολείται με το περιπετειώδες ταξίδι της Αφροδίτης. Κανείς δεν ξέρει ποιο είναι το κίνητρό του. Όμως θέλει πολύ ένας ποιητής να εμπνευστεί* Μια θρυαλλίδα αρκεί για να πάρει φωτιά η φαντασία του. Ίσως θυμήθηκε την ημέρα που βρέθηκε η Αφροδίτη.
Και η φαντασία του ποιητή με πόνο ψυχής θα ξαναφέρει στο προσκήνιο την στιγμή που το γαλλικό καράβι άραξε στον Πειραιά. Η φήμη του αγάλματος είχε προηγηθεί, είχε φτάσει πριν απ' αυτό στο λιμάνι και είχε ξεσηκώσει την περιέργεια των πάντων. Ακόμα και οι μούτσοι ήθελαν να δουν την περίφημη Αφροδίτη.
Το βράδυ, έφεραν αναμμένα δαυλιά. Οι μισοί κρατούσαν τις δάδες για να το φωτίζουν και οι άλλοι μισοί ξέντυναν το άγαλμα από τα τουλπάνια και τις γάζες που το είχαν τυλιγμένο. Αφού το ξεγύμνωσαν, το περιεργάστηκαν και το καμάρωσαν, κι αφού τα βλέμματα τους χόρτασαν ομορφιά, το ξανατύλιξαν με τα «ζητιάνικα κουρέλια» του.
Αυτό το γεγονός θυμήθηκε ο ποιητής κι έγραψε το παρακάτω γνωστό επτάστιχο ποίημα :
«ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΗΣ ΜΗΛΟΥ»
Ω, θεά ξενιτεμένη, μελετώντας σε,
Γυρίζει ο νους μου πίσω έναν αιώνα:
Στη νύχτα εκείνη, που αρπαγμένη πέρασες
Μπροστά απ' τον γκρεμισμένο Παρθενώνα.
Απ' τα ζητιάνικα κουρέλια γύμνωσαν
Το θείο κορμί σου οι βέβηλοι κουρσάροι,
Κ' έλαμψες αφρογέννητη, και θάμπωσες
Γυμνή τ' ολόφωτο αττικό φεγγάρι.
……………………………………..
Ω, να πατούσες πάλι της πατρίδας σου
Τα κυματόδαρτα λευκά χαλίκια
Μ' ένα στεφάνι απ' ανθισμένες κάπαρες
Κ' ένα στρωσίδι από βρεμένα φύκια!
Ω, κι ' από κάποιο θάμα τα δύο χέρια σου,
Πανώρια, ακέρια ν' άπλωνες και πάλι.
Τα χέρια, που σε ξένον τόπο αν σούλειπαν,
Δεν είχαν τι να σφίξουν στην αγκάλη.
«ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ»σελ.106.Εκδ.Α'
Αν από κάποιο θαύμα -λέει ο Δροσίνης -αποκτούσες, θεά Αφροδίτη, και πάλι τα δύο χέρια που σου λείπουν, τι θα είχαν να σφίξουν στον ξένο τόπο ; Τίποτα. Ενώ αν γύριζες, θ' αγκάλιαζες του Αιγαίου το κρυστάλλινο αλάτι, θα πατούσες τα κυματόδαρτα λευκά χαλίκια, ένα στεφάνι από ανθισμένες κάπαρες κι ένα στρωσίδι από βρεμμένα φύκια.
Το ποίημα αυτό ο ποιητής το έβαλε στη συλλογή «Πύρινη Ρομφαία». Είναι μια έμμετρη διαμαρτυρία για την αρπαγή έργων τέχνης και μια πρώτη απαίτηση εδώ και πολλά χρόνια για την επιστροφή τους στην Ελλάδα.
Κι εδώ τελειώνει η δεύτερη πράξη....
Μια κοπελιά, δώδεκα ετών, η Βεατρίκη Κώττα διάβασε και ξαναδιάβασε το ποίημα τής ξενιτεμένης θεάς. Επηρεάστηκε βαθιά από την πίκρα του ποιητή, συγκινήθηκε απ' τις τρυφερές και σκληρές εικόνες που αναδύονταν από τα τετράστιχά του με τ' αναμμένα δαυλιά, με τους μούτσους, που ξεγύμνωσαν το άγαλμα, με την αγάπη του γι' αυτό το υπέροχο έργο της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.
Όσο μικρή κι αν ήταν, καταλάβαινε ότι ο ποιητής με το ποίημά του αυτό έκανε μια καταγγελία, έβγαζε μια ποιητική κραυγή διαμαρτυρίας. Γιατί αλήθεια; Γιατί το άγαλμα έπρεπε να υποστεί τόσες δοκιμασίες, γιατί το γλυπτό έπρεπε να το χαίρονται οι Γάλλοι και να μην κοσμεί ένα Μουσείο της Ελλάδας ;
Η διαμαρτυρία έπρεπε να φτάσει οπωσδήποτε ως την Αφροδίτη. Η θεά έπρεπε να ξέρει πόσο πολύ τη νοιαζόταν ο ποιητής, πόσο πολύ τη νοιαζόταν κι εκείνη.
Επειδή το πρόγραμμα των γονιών της εκείνη τη χρονιά, πρόβλεπε ένα ταξίδι στο Παρίσι, κάθισε κι αντέγραψε το ποίημα. Για τίτλο έγραψε :
Στη λατρευτή μου Αφροδίτη της Μήλου
επαναλαμβάνω με πόνο τα λόγια του Δροσίνη
κι από κάτω έβαλε την υπογραφή της : Βεατρίκη Κώττα, ετών 12. Τσάκισε το χαρτάκι στα τέσσερα και το πήρε μαζί της στο ταξίδι.
Όταν βρέθηκε μπροστά στο άγαλμα άπλωσε το χέρι της και σφήνωσε το χαρτάκι ανάμεσα στο βάθρο του αγάλματος. Μυστικά κάτω από την πτυχωμένη εσθήτα της θεάς ενώθηκαν εκείνη τη στιγμή, η ομορφιά της τέχνης, η ομορφιά της ποίησης, η αθωότητα και η ευαισθησία της παιδικής ψυχής. Ένα παράπονο, μια ικεσία, μια παράκληση.
Πέρασαν δώδεκα χρόνια...
Κάποια μέρα οι υπεύθυνοι του Λούβρου, θέλησαν να μετακινήσουν το άγαλμα, να το τοποθετήσουν σε μια πιο μεγάλη, εντυπωσιακή αίθουσα. Και τότε... Ανακάλυψαν το χαρτάκι της Βεατρίκης με το ποίημα του Δροσίνη. Έγινε σάλος στο Μουσείο. Ο έφορος, ο Σαρμπονό, αρχαιολόγος και ελληνιστής, ξετρελάθηκε με το κιτρινισμένο γραμματάκι. Έλεγε ότι ήταν το πιο περιπαθές επεισόδιο του Λούβρου που το πότισε με την πνοή της ποίησης. Ταυτόχρονα φρόντισε να γίνει γνωστό το γεγονός στον ποιητή.
Η συγκίνηση του Δροσίνη ήταν απερίγραπτη. Είχε μπροστά του μια τρανή απόδειξη της επίδρασης του ποιητικού του λόγου σ' ένα δωδεκάχρονο κορίτσι.
Προσπάθησε να βρει τη Βεατρίκη που ήταν τώρα πια μια νεαρή κυρία. Λεγόταν Σταματοπούλου. Την κάλεσε στην Αμαρυλλίδα, στο σπίτι του στην Κηφισιά, για να τη γνωρίσει. Εκείνη πήγε με μια αγκαλιά ντάλιες. Μόλις τον είδε του άπλωσε το χέρι, του έδωσε τα λουλούδια, δάκρυσε...
Κι εδώ τελειώνει η τρίτη πράξη, αλλά δεν τελειώνει η επίδρασή του ποιητή, που με το λόγο του αναμοχλεύει τη συγκίνηση για τον ωραίο στίχο και τις ωραίες ιδέες...