ΟΜΙΛΙΑ του ΑναστάσιοΥ ΣτέφοΥ
Πρόεδρος Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων
«Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΙΣΤΙΑΙΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ»
Η ομιλία αφιερώνεται στη μνήμη του Αθανασίου Λέκκα, φιλολόγου από τις Γούβες, καθηγητή μου στο Γυμνάσιο Ιστιαίας (1950-1955), ο οποίος μετά τον πατέρα μου Άγγελο Στέφο, δάσκαλο, με μύησε στη λογοτεχνική παραγωγή του Γεωργίου Δροσίνη. Θα ήθελα, επίσης, να μνημονεύσω, με σεβασμό, συγκίνηση και νοσταλγία, τους φιλολόγους καθηγητές μου, στην περίοδο αυτή των γυμνασιακών μου σπουδών στο κατεδαφισθέν οίκημα της πλατείας: Δημήτριο Τριανταφυλλίδη, Ιωάννη Πέτρου, Χαρίκλεια Μεγαρίτου, που έχουν φύγει από τη ζωή, καθώς και τις κυρίες Παρασκευή Μούντριχα και Ελένη Δάμκου-Ηλιοδρομίτου, ούσες στη ζωή, που συνέβαλαν όλοι τους καθοριστικά στη φιλολογική μου πορεία.
Ως Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων και εκ μέρους του Διοικητικού Συμβουλίου -παρευρίσκεται σήμερα και η Γενική Γραμματέας Γεωργία Χαριτίδου- ευχαριστώ θερμότατα το δραστήριο πολιτιστικό σύλλογο Ιστιαίας «Φωτόδεντρο», με επικεφαλής τους οτρηρούς θεράποντες Βασίλη Μαραγγέλη, Πρόεδρο, και Ιωάννη Αρβανίτη, Γεν. Γραμματέα, για την τιμητική πρόσκληση συμμετοχής και παρουσίας στη γενέτειρά μου, στη σημερινή εκδήλωση, και τους συγχαίρω ολόψυχα για την πρωτοβουλία οργάνωσης της ημερίδας αυτής αφιερωμένης στο λογοτέχνη και ποιητή Γεώργιο Δροσίνη (1859-1951), μια σημαντική μορφή των γραμμάτων μας, συνδεόμενη αμεσότατα με την επαρχία μας, από τους κυριότερους εκπροσώπους της γενιάς του 1880, γενιάς του συνομηλίκου και συνοδοιπόρου του Κωστή Παλαμά. Ο Γ.Δ. ασχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου (ποιητικό, πεζογραφικό, απομνημονευματικό). ανέπτυξε πολύπλευρη πολιτισμική, επιστημονική και εκπαιδευτική δραστηριότητα και, γενικότερα, αντιπροσωπεύει στη νεοελληνική γραμματεία μια ολόκληρη εποχή.
Το ποιητικό του έργο, που το χαρακτηρίζουν λεπτότητα, ευγένεια, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, απλότητα στην έκφραση και λυρική διάθεση, αγαπήθηκε πολύ από το κοινό. ορισμένα, μάλιστα, ποιήματά του μελοποιήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμη και σήμερα, όπως η πασίγνωστη Ανθισμένη μυγδαλιά, που έχει γίνει λαϊκό τραγούδι. Γενιές ολόκληρες μαθητών της Μέσης Εκπαίδευσης ήταν εξοικειωμένες στο σχολείο με την αβρή και ειδυλλιακή ποίηση του Γ.Δ.. ποιήματα του οποίου κυρίως λυρικά, αλλά και επικολυρικά, ήταν ανθολογημένα στα σχολικά εγχειρίδια και μας συντρόφεψαν εποικοδομητικά στην περίοδο της μαθητείας μας. Αξίζει να αναφέρουμε το θαυμάσιο ποίημα της ξενιτιάς, «Χώμα Ελληνικό» και τη «βρύση» (Αμάραντα) «Το χωριό μας», «Ο καλογιάννος», «Εσπερινός», «Ύμνος του βουνού», «Βράδυ», «Το πυροφάνι», «Η ψαρόβαρκα» (Γαλήνη), «Η Γοργόνα» (Ειδύλλια). «Δε θέλω του κισσού...» (Φωτερά σκοτάδια), «Η λεύκα», «Νύχτα χριστουγεννιάτικη», «Βραδινές ώρες» (Φευγάτα χελιδόνια), «Το φτάσιμο», «Γλυκοχάραμα». «Θα σε πάω», «Το ξωκλήσι», «Πρωτοβρόχια», «Χρονιάρες μέρες», «Αλκυόνες» (Θα βραδιάζη), «Ο Δικέφαλος αετός», «Η Αγία Τράπεζα», «Το τάμα του Κανάρη», «Ο θάνατος του Μπάϋρον», «Ύμνος των προγόνων» (Πύρινη Ρομφαία) κ.ά.
Από το σύνολο αυτό των 24 περίπου ποιημάτων δεν έχει διασωθεί σχεδόν τίποτε στα σημερινά Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γυμνασίου και Λυκείου. ανθολογούνται μόνο δύο ποιήματα, ανά ένα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Συγκεκριμένα, στο εγχειρίδιο Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α΄ Γυμνασίου, πρώτο στο διδακτικό βιβλίο και στην ενότητα: Ο άνθρωπος και η φύση - Πόλη – Ύπαιθρος, ανθολογείται το ποίημα «Θαλασσινά τραγούδια» (Ειδύλλια), στις εικόνες του οποίου κυριαρχούν η ειδυλλιακή διάσταση και η αρμονική συνύπαρξη όλων των μερών του θαλασσινού τοπίου. παράλληλα, στην Α’ Λυκείου, στο ποίημα «Τα πρωτοβρόχια» (Θα βραδιάζη), ο ποιητής εκφράζει, με γραφικές και ειδυλλιακές εικόνες, την αγάπη του για την ελληνική φύση και τη ζωή στο χωριό.
Η αγάπη αυτή του ποιητή για τη φυσική ζωή στο ευβοϊκό χωριό, που χαρίζει το αίσθημα της πληρότητας, απεικονίζεται έντονα στην ποιητική του συλλογή Θα βραδιάζη (1915-1922). Με προμετωπίδα: Ξημέρωσε όταν έφυγα και τώρα έχει βραδιάσει.
Η συλλογή περιλαμβάνει 82 ποιήματα, ολιγόστροφα και με λογική αλληλουχία μεταξύ τους, σε γλώσσα απλή δημοτική με λέξεις που λειτουργούν ποιητικά ως φορείς βιωμάτων, με ύφος απλό, ανεπιτήδευτο, διαπνεόμενο από τη γνήσια νοσταλγία για την αμέριμνη ειδυλλιακή ζωή του χωριού, πλημμυρισμένη από τη φαντασμαγορία της νιότης του. Είναι όλα βιωματικά:
ΘΑ ΣΕ ΠΑΩ
Θα σε πάω όπου χαράχτηκαν
τα παιδιάτικά μου αχνάρια:
Στους αγρούς, στα βαλτολίβαδα.
Στα σπαρτά, στα καρπερά.
Και στα δάση τα βαθίσκιωτα
Και στα λιόφυτα τ’ ανάρια.
Στις βρυσούλες. στ' ακροθάλασσα,
Στα τρεχούμενα νερά.
……………………………………
Στις πλαγιές, στα κλεισορέματα
Και στην άκρη απ' τους γκρεμνούς
……………………………………
Σ’ έναν όχτο, σ’ ένα χέρσωμα,
Σε μια πέτρα σκαλιστή
…………………………………….
Από τη συλλογή «Θα Βραδιάζη»
εμπνευσμένα από τη ζωή του ποιητή, στα εφηβικά του χρόνια, στις καλοκαιρινές διακοπές, στον ιδιόκτητο Πύργο των Γουβών, πατρική του κληρονομιά. Για τους επισκέπτες μας αναφέρουμε ότι οι Γούβες είναι μια πολίχνη που απέχει 15 χιλιόμετρα από την Ιστιαία, στις υπώρειες ενός λόφου της περιοχής Τούρλα, με ωραία θέα προς τη θάλασσα και τη χερσόνησο του Πηλίου.
«Ματαίως θ' αναζητήσετε διά του δακτύλου εις τον γεωγραφικόν χάρτην της Ελλάδος την ασήμαντον ταύτην γωνίαν της Β. Ευβοίας, ήτις φέρει το όνομα: Γούβες. ωνομάσθη δε βεβαίως ούτω, διότι σύγκειται εκ κοιλάδων αρκετού βάθους, τριών τον αριθμόν, των οποίων η μεγαλητέρα και ωραιοτέρα κολπούται προς την θάλασσαν.
Ολίγον πλαγίως και προς το βάθος της κοιλάδος ταύτης, επί της ράχεως υψηλού λόφου, ίσταται οιονεί έφιππος, ογδοηκοντούτης πύργος, όπου η κατοικία μου, προτείνων τα τεφρόλευκα στήθη του, ως ίνα προασπίζη το όπισθεν αυτού και ολίγον χαμηλότερα κείμενον μικρόν χωρίον, πλήρες υψηλών και πυκνοφύλλων πεύκων... Αλλ' ως διά να ποικίλη την μονότονον ταύτην ποικιλίαν του πρασίνου έρχεται ολίγον κατωτέρω οφιοειδώς κυλιόμενος, ανά το ομαλόν βάθος της κοιλάδος, ο ποταμός Βρύσας με τας ανθισμένας ροδοδάφνας του, αι οποίαι κόκκιναι, κατακόκκιναι κλίνουσι κύκλω φιλαρέσκως τους κλάδους των ως πελωρίας εκ ρόδων ανθοδέσμας».
Ο Άγγελος Στέφος στον πρώτο τόμο της έκδοσης τού Ιστιαία αναφέρει ότι οι Γούβες υπάγονταν αρχικά στον Δήμο Αρτεμισίων (1836-1842), και διαδοχικά στον Δήμο Ιστιαίων (1841-1877), Τελεθρίων (1877-1899), Ιστιαίων (1899-1922) και στη συνέχεια ήταν ανεξάρτητη κοινότητα, σήμερα, υπάγεται στον ιστορικό Δήμο Αρτεμισίου, «Ποτέ μου δεν έγραψα τίποτε φανταστικό. Ό,τι βρίσκεται στα ποιήματά μου, πρόσωπα, εικόνες, περιγραφές, τα είδα και τα έζησα στις Γούβες, στο Πήλιο και στην Αθήνα», δήλωσε ο ίδιος ο ποιητής, αντλώντας την έμπνευσή του από τα ήθη, έθιμα και παραδόσεις του ελληνικού λαού καθώς και από τη φύση και τον έρωτα. Τις βιωματικές και νοσταλγικές του εμπειρίες αποτύπωσε και στα Σκόρπια φύλλα της ζωής μου, τετράτομο έργο, αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, με πλούσιο και ποικίλο υλικό, με φιλολογική επιμέλεια του Γιάννη Παπακώστα και την αρωγή των Φίλων του Μουσείου Γεωργίου Δροσίνη.
Ας επανέλθουμε, όμως, στη συλλογή Θα βραδιάζη. «Το φτάσιμο» είναι το πρώτο ποίημα της συλλογής, μια ωραία «ζωγραφική εισαγωγή στον όλο ειδυλλιακό διάκοσμο» με πέντε στροφές, σε στίχους τροχαϊκούς 11/συλλάβους, εναλλασσόμενους με 10/σύλλαβους παροξύτονους.
Με κεντρικό πυρήνα τη νοσταλγική προσδοκία μιας απλής βουκολικής ζωής. ο ποιητής περιγράφει την άφιξη στο χωριό, με το ηλιοβασίλεμα, σ’ ένα ειδυλλιακό περιβάλλον από ήρεμους ήχους, ειρηνικές εικόνες, μυρωδιές από στάχυα, και χέρια εργατικά που θα τον υποδεχθούν καθώς πορεύεται στον έρημο, κλειστό, παλιό πύργο του.
«Δεν είναι μεγάλη ουδέ υψηλή η κατοικία μου η φέρουσα το καθ’ όλην την επαρχίαν γνωστόν όνομα: Πύργος των Γουβών», λέει ο ποιητής. «Είναι απλώς διώροφος και έχει εμβαδόν ίσως μικρότερον των 100 τετραγωνικών μέτρων. Ουδέ ήτο δυνατόν να φέρη όνομα τόσω αρειμάνειον. αν μη υπήρχον προσαρτήματα της κυρίας οικοδομής δύο πυργίσκοι στρογγυλοί διαγωνίως κείμενοι, ρυθμόν φρουρίου προστιθέντες εις το όλον οίκημα».
Μία αισιόδοξη ενατένιση της ζωής. μακριά από τη σκυθρωπή ατμόσφαιρα της πολυάνθρωπης πολιτείας, απεικονίζεται στο «Γλυκοχάραμα», με το ξύπνημα τα χαράματα από το λάλημα των χελιδονιών και από τους θορύβους των ανθρώπων του μόχθου, ενώ στα «Πρωτοβρόχια», οι φθινοπωρινές εικόνες προοιωνίζονται την ήρεμη προσμονή του χειμώνα.
Έτσι από ποίημα σε ποίημα, τα αγροτικά μοτίβα εκτυλίσσονται το ένα μετά το άλλο, περνώντας απ’ όλα τα στάδια. και τις μεταλλαγές των τεσσάρων εποχών του χρόνου. ο ποιητής δίνει ανάγλυφα όλες τις γραφικές εικόνες του χωριού που ζωηρεύουν και φωτίζονται από τη μορφή ανώνυμης αγαπημένης του γυναίκας η οποία συνδέει τον τραγουδιστή με τη φύση και τον έρωτα, κύριες ροπές της ιδιοσυγκρασίας του.
Με επίκεντρο τον Πύργο των Γουβών γράφει τα πεζογραφήματα: Αγροτικαί επιστολαί, Αμαρυλλίς και Το βοτάνι της αγάπης.
Οι Αγροτικές επιστολές, δημοσιευμένες στο περιοδικό Εστία, σε οκτώ συνέχειες (1882), αναφέρονται αποκλειστικά στη μικρή αγροτική κοινωνία των Γουβών και τις γύρω περιοχές. κατανεμημένες σε 12 κεφάλαια, με προμετωπίδα «Ω θεία και πάντ’ αγέραστη ζωή», συναιρούν εξαίρετα το φυσικό τοπίο με το ιστορικό στοιχείο, χωρίς ίχνος φανταστικού, παρέχουν ποικίλες πληροφορίες: για τον πληθυσμό του χωριού, τους χωρικούς, τις ασχολίες των κατοίκων (θερισμός - αλώνισμα - συγκομιδή αραβοσίτου -θήρα - αλιεία), τις τοποθεσίες Καστρί και Παλιόκαστρο το ιερόν της Προσηώας Αρτέμιδος, τον τρόπο ζωής (γάμος, συνοικέσια, βάπτιση, πανηγύρια, χορός στην πλατεία, ενδύματα κεντήματα, κοσμήματα κ.ά.). ακόμη, οι επιστολές πραγματεύονται την περιγραφή σκηνών του αγροτικού βίου, ηθών και εθίμων του χωριού, με άφθονο λαογραφικό υλικό (π.χ. Τ’ Αλιατροπιού, κλήδονας, προλήψεις και σπονδές) καθώς και με παράθεση δημοτικών ασμάτων της περιοχής «Η βρύση του χωριού», «Στην ερημιά μου», «Το παραπάτημα», «Ο άπιστος», «Διήγηση γέροντος χωρικού», «Ο ψαράς και η βοσκοπούλα», καθώς και άλλων ευβοϊκών ασμάτων.
Στα δύο άλλα πεζογραφήματα, ο Δροσίνης περνάει από την παρατήρηση και την καταγραφή του λαογραφικού υλικού στη δημιουργική του μετάπλαση.
Η Αμαρυλλίς (σ.σ. 108) πρωτοδημοσιεύθηκε στη Εστία το 1885, και αργότερα συμπεριλήφθηκε στα Διηγήματα και Αναμνήσεις και μεταφράστηκε σε 9 ξένες γλώσσες. Ο τίτλος της είναι παρμένος από το βουκολικό ποιητή του 3ου αι. π.Χ. Θεόκριτο (Γ΄ Ειδύλλιο), στον οποίο οφείλεται και η ονομασία της ποιητικής του συλλογής Ειδύλλια.
Η ιδέα της Αμαρυλλίδος οφείλεται στη γνωριμία του με τον Ελβετό Βιλδ, ο οποίος είχε μεγάλο κτήμα στην περιοχή των Γουβών. όπου και παραθέριζε: «Διήλθαμεν διά μέσου αγρών ξανθο-πρασίνων, διότι ο σίτος δεν είχεν ακόμη ωριμάση εντελώς, έπειτα επροχωρήσαμεν εις μικρόν δάσος πλατάνων και τελευταίον κάτω από την πυκνήν και ευώδη σκιάν των πεύκων με γοργότερον βήμα εφθάσαμεν εις το κτήμα του θείου μου και κατέβημεν εμπρός εις την θύραν του Πύργου του. ... η θέσις επί της οποίας κείται είναι μαγευτική. Σχεδόν εις τα θεμέλιά του σπουν αφρισμένα κύματα, ενώ προς το μέρος της ξηράς βαθμηδόν ορθώνεται η ανωφέρεια του βουνού κλιμακωτή ως ν’ ανεβαίνη μέχρι του ουρανού, όλη σκεπασμένη από πεύκα και πτελέας και μεγάλας δρυς».
Η υπόθεση αναφέρεται στο ειδύλλιο ανάμεσα σε δύο νέους, τον Στέφανο. νομομαθή, γόνο αστικής αθηναϊκής οικογένειας (στο πρόσωπο του οποίου ο ποιητής βλέπει τον εαυτό του) και στην Αμαρυλλίδα, μια νέα της Αθήνας, γνωστή του Δροσίνη. Οι δύο νέοι παρουσιάζονται με πλήρη αθωότητα και είναι έκδηλη η τάση για εξιδανίκευση. στη διαπλοκή του έργου πλαισιώνονται από δευτερεύοντα πρόσωπα (πατέρας και θείος, του νέου και της κόρης, αντίστοιχα), αγρότες της περιοχής, δημόσιοι λειτουργοί (ανθυπολοχαγός στρατιωτικού αποσπάσματος, έπαρχος, Ειρηνοδίκης), χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του επαρχιώτικου περιβάλλοντος που βοηθούν στη διεύρυνση της πλοκής.
Η νουβέλα κινείται στον οικείο χώρο του Δροσίνη, το περιβάλλον των Γουβών, με τα θέλγητρα του αγροτικού βίου. εξαίρετη η περιγραφή του θερισμού.
«Είναι ωραίον θέαμα ο θερισμός, μάλιστα όταν θερίζουν χωριατοπούλες κουκουλωμένες ωσάν χανούμισσες με τα άσπρα σκουφομάντιλά των διά να μη μαυρίζουν από τον ήλιον. Πρέπει να ιδής με πόσην επιτηδειότητα και χάριν κόπτουν τα ξανθά στάχια και πώς από τα χειρόβολα γίνονται τα λιμάρια και έπειτα τα δεμάτια και έπειτα το φόρτωμα».
Το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον διαπλέκονται έξοχα και το ειδυλλιακό τοπίο ταυτίζεται με το ερωτικό. Η ερωτική αυτή διάθεση διαχέεται σ'όλο το αφήγημα, και η οργιαστική ομορφιά της φύσης, με τα σκιερά δέντρα και τα γάργαρα νερά, τα χρώματα, τους ήχους και τα αρώματα, αναδύεται θεσπέσια και μαγευτική, αποτυπωμένη με ακρίβεια και λεπτή παρατηρητικότητα.
Το βοτάνι της αγάπης (1887). από τα καλύτερα έργα του Δροσίνη, δημοσιεύθηκε στην Εστία. το 1888, και μεταφράστηκε σε αρκετές ξένες γλώσσες. Η ερωτική ιστορία δύο νέων, με έντονο δραματικό στοιχείο, διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στην επαρχία Ιστιαίας, «της περικαλλεστάτης των ευβοϊκών επαρχιών, ... μια μικρά χλοερά γωνία, φιλαρέσκως κατοπτρίζουσα τας σμαραγδίνας όχθας της εις το σαπφείρινον πέλαγος... άξια μιμήσεως, διότι εις αυτήν ζουν οι ειρηνικώτεροι των Ελλήνων, διοικούμενοι από πέντε γηραιούς χωροφύλακες και ελάχιστα απασχολούντες την ποινικήν δικαιοσύνην». Αναφέρεται λεπτομερειακά η τοπωνυμία: Γριπονήσι (Εύβοια), Χαλκίδα, Ξηροχώριο (σημερινή Ιστιαία), με τα μοσχάτα σταφύλια (πρβλ. «ομηρική», «πολυστάφυλος». «Η γη του Ξηροχωρίου, η οποία αδικείται τόσον υπό του ονόματος, όπερ ατόπως έλαβεν εκ του διαβρέχοντος αυτήν ποταμού Ξηριά, είναι επίγειος παράδεισος. Γούβες, με τα ευώδη απίδια, Κανατάδικα (αμμώδης άκρα), Καστρί, Τσαπουρνιά, Ασμήνιο (Ποτόκι), Αρτεμίσιο (Κουρμπάτζι), «με τους φιλόπονους, αξίους μιμήσεως, αγρότας του», Βιστρίτζα, Γερακιού, Γαλιτσάδες, «ονομαστόν επί καλλονή χωρίον», Ωρεοί, με τα έξοχα χειμωνικά (= καρπούζια), Βαρβάρα, με τον θαυμάσιον οίνον, Αιδηψός κ.ά.
Ήρωες του αγροτικού αυτού μυθιστορήματος (ΚΑ΄ κεφάλαια) είναι ο ποιμήν Γιαννιός Καρανίκος, γιος ευκατάστατου κτηματία των Γουβών, εικοσαετής νέος, λεβέντης του χωριού και η Ζεμφύρα, ωραία Αθιγγανίδα. πολυθέλγητρος και με γαλανά μάτια, κόρη ενός απαίσιου, ρυπαρού και μονόφθαλμου γύφτου, του Γυφτοκάβουρα. ο Γιαννιός ερωτεύεται παράφορα τη Ζεμφύρα, ένα αίσθημα, όμως, ανόσιο και απαγορευμένο.
«Άλλοι αγαπούν μελαχρινές και άλλοι αγαπούν ξανθούλες.
Κι εγώ αγαπώ μια Γύφτισσα και ενός Τσιγγάνου κόρη.
Τώχω ντροπή για να το πω και να το μολογήσω.
Κι αν το βαστάξω μυστικό μου τρώει τα σωθικά μου...»
«Το τραγούδι της τσιγγάνας»
Η νεαρή τσιγγάνα θα προμηθεύσει στον αφελή νέο, δίκην μαγικού φίλτρου, πρώτα το φιδόχορτο και, έπειτα, το βοτάνι της αγάπης, μέσα σε μια νεροκολοκύνθη. ενώ, άθελά της, η μητέρα του Γιαννιού θα το δώσει, με τα ίδια της τα χέρια στην κοπέλα, με τηγανίτες που είχαν αλειφθεί με τη θαυματουργή σκόνη από το γιο της. Αργότερα, η διετής απουσία του νέου. λόγω της στρατιωτικής θητείας, συντελεί στη διακοπή της ερωτικής τους σχέσης. Ερωτευμένος με μια λυγερή γειτονικού χωριού, της Βαρβάρας, όταν απολύεται, αποστρέφεται την Αθιγγανίδα,. που επέστρεψε ήδη από την τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. Η λαγνεία, όμως, και το πάθος της Ζεμφύρας οδηγούν αυτή και τον Γιαννιό στην καταστροφή.
Κυριευμένη από μίσος, σχεδόν ξετρελαμένη, η τσιγγανοπούλα ενεδρεύει, νύχτα, σε μια επικίνδυνη στενωπό, στο χείλος ενός φοβερού κρημνού και διαπληκτίζεται με τον Γιαννιό.
«- Μωρή Τσιγγάνα, μη μου φέρνης το μαχαίρι στο κόκκαλο! Θα παραμερίσης ή όχι!, είπε βροντωδώς.
- Όχι! απεκρίθη με στερεάν φωνήν η νεάνις.
- Οχιά να σε φάη!...
Και καθώς ήτο πλησίον την ελάκτισεν εις το στήθος. Εκλονίσθη βιαίως, ήπλώσε τους βραχίονας διά να κρατηθή από τους κλάδους. Εις μάτην! Εκυλίσθη εις την άβυσσον σφίγγουσα ως τελευταίον νεκρικόν στόλισμα τα αποκοπέντα φύλλα του σχίνου, παρασύρουσα λίθους και χώματα, και επάφλασε κάτω η θάλασσα από το σώμα της».
Μερικές μέρες αργότερα, αφ' ότου εκβράσθηκε το πτώμα της, ο Γιαννιός βρέθηκε χτυπημένος με βαρύ όργανο. Πέθανε σε λίγες ώρες, χωρίς να προφέρει άλλη λέξη παρά το βοτάνι τη αγάπης. Ο Γυφτοκάβουρας εκδικήθηκε τη θυγατέρα του.
Από τα ωραιότερα έργα της φιλολογίας, αναφέρει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, το Βοτάνι της αγάπης «αληθινόν, ζωντανόν, υγιές, ποιητικώτατον», αγροτικό και συνάμα ηθογραφικό μυθιστόρημα. «Η καλύβη του Αθιγγάνου» και αι «Νυκτεριναί σκηναί» είναι από τα ωραιότερα και πιο πρωτότυπα κεφάλαια του μυθιστορήματος. Η «Ιστορία ενός κόκκου σίτου» είναι λυρικότατη.
Η περιγραφή της φύσης είναι τέλεια, «Η χιών τήκεται υπό του χρυσοβλεφάρου Φοίβου, ο πρώτος της χλόης ίουλος υποσχάζει, λευκή του έαρος νύμφη ορθούται η αμυγδαλή και αι χελιδόνες ασυνάρτητα λαλούν εις τον αέρα».
«Κάτω από τους πλατάνους ο αήρ ήτο υγρός και δροσερός και αι επί των πέριξ βάτων αναρριχώμεναι λευκανθείς αγράμπελαι επλήρουν τον αέρα μελιτώδους ηδυπαθεστάτης ευωδίας».
Η αναφορά των γυναικείων ονομάτων επιτυχής : - Τασώ, Γιαννούλα. Μορφούλα, Μυγδαλιά, Αγγέλω. Οι κόρες χαρακτηρίζονται,λόγω αιδημοσύνης. χαμηλοβλεπούσες και σιγαλοπερπάτητες. Η απεικόνιση του βίου των χωρικών ακριβής -αγορά της Κυριακής- παζάρι στο Ξηροχώρι -Παραλία των Ωρεών- με την ατμοημιολία (= ιστιοφόρο) Πάραλο και το ατμόπλοιο (παπόρι) Ύδρα. Νερόμυλος των Γουβών - περιγραφή της βρύσης των Γουβών «με το περιλάλητον νερό, εις όλην την επαρχίαν διά την διαύγειαν, την δροσερότητα και τας υγιεινάς ιδιότητας» -χειρομαντεία, σωρός λίθων, ανάθεμα κατά αγνώστου ζωοκλέπτου- «Και εν μέση οδώ ο σωρός των λίθων, τους οποίους είχαν συσσωρεύση οι χωρικοί προ χρόνων εις ανάθεμα κατά αγνώστου ζωοκλέπτου». -σταχολόγημα.
... «η κόρη εσταχολόγει εις τους νεοθερίστους αγρούς των Γουβών, δηλαδή συνέλεγε στάχυς λησμονηθέντας. διαφυγόντας το δρέπανον των θεριστών ή σκορπισθέντας κατά την μεταφοράν».
Και τα τρία αφηγήματα είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα γλώσσα της εποχής, με εξαίρεση τα διαλογικά μέρη των αγροτών στην καθομιλούμενη, με πολλές λέξεις τοπικές, ενίοτε ιδιωματικές, μερικές άγνωστες, σημασιολογικά και λειτουργικά, στους σημερινούς αναγνώστες και κατοίκους, και άλλες που δε χρησιμοποιούνται πια.
Αναφέρω ενδεικτικά: κουβέλα, τσανάκι, μπομπότα, βετούλα, αραμπάς, πράματα, πρατίνα, μουστάρι, ταχινό, παλιορούτα, λιμάρι, ριζάρι. τράστο-τσίτσα (= πλήρη οίνου), γάγιο (= ενέχυρο, μισθός) «γουστερίτσα (=μικρή σαύρα), σταυρωτήδες (= χωροφύλακες), κουκουβίνος, σαστικιά (=μνηστή), ταχτικό, σαϊτάνης (= διάβολος), νταλιάνι (= τουφέκι), ’ρμολάγι, χουγιάζω (= μαλώνω), μπερκέτια (= πλούτη), πυρέκβολα (= σπίρτα), τσακμακάω κ.ά.
Επιπρόσθετα, εξαίσιες είναι οι λυρικές περιγραφές του φυσικού τοπίου που θυμίζουν αντίστοιχες παπαδιαμαντικές, από την απέναντι νήσο Σκιάθο, και στις οποίες ο Δροσίνης δίνει, και με την ψυχρή ακόμη λόγια γλώσσα, ποιητική έκφραση με ειδυλλιακή χάρη και πνοή λυρική. «Οι αγροί εχλόαζαν, τα δένδρα ήνθουν, τα πτηνά υπό του ηλίου θαλπόμενα έμελπαν χαιρετισμούς προς το έαρ. Τα δάση εσκιούντο, των ρυακιών τα νερά στειρεύοντα βαθμηδόν εκελάρυζαν ακαταλήπτως επί των χαλίκων.
Θα τελειώσουμε με το θαυμάσιο ελεγείο. Το μοιρολόι της όμορφης, που θα κυκλοφορήσει στο λυκόφως της ζωής του (1927). είναι μια ποιητική σύνθεση, από 219 αδρούς ιαμβικούς 15/σύλλαβους στίχους, που γράφτηκε, όπως εξιστορεί ο ίδιος ο ποιητής, σαν τραγουδιστό μνημόσυνο παλιάς και ξεχασμένης αγάπης και που ξαναζωντανεύει με το άκουσμα του θανάτου της πεντάμορφης χωριατοπούλας των Γουβών, κόρης του Γιώργη Κόλλια, που «φέρει το ομορφώτερον όνομα του κόσμου, διότι ονομάζεται Ευμορφούλα», «Το χάριεν τούτο όνομα φέρουσι πλείστα εν τη Β.Δ. Ευβοία κόραι».
Η πεθαμένη Όμορφη είναι η ζωντανή Μορφούλα των Αγροτικών Επιστολών, όπως την πρωτοτραγούδησε το 1882, χορεύτρια, ξανθή και μαυρομάτα, στο πανηγύρι του χωριού:
…………………………………………………………….
«Δέτε πώς σέρνω το χορό και πήτε μου διαβάτες,
σ’ όσα χωριά κι’ αν έχετε στον κόσμο γυρισμένα,
μέσα σε τόσες λυγερές, σε τόσες μαυρομάτες,
αν είδατε άλλη πιο καλή και πι’ όμορφη από μένα.»
Ο ποιητής μόλις έλαβε την αγγελία-νεκρολογία σταλμένη από την Ιστιαία, (όπου ήταν παντρεμένη η θανούσα), σε αθηναϊκή εφημερίδα έγραψε τους πρώτους στίχους του ποιήματος, το αγαπημένο του και καλύτερο τραγούδι.
«Πικρό το μήνυμα έλαβα, πως ήσουν πεθαμένη
στην πολιτεία, τρανή κερά κι’ αρχοντικά θαμμένη...»
Ο ποιητής οραματίζεται νοσταλγικά τα χρόνια της νιότης και της αγάπης έτσι, με τη φαντασία του πετάει στην πόλη, σκάβει το μνήμα, ξεθάφτει τη Μορφούλα και τη φέρνει στο πατρικό σπίτι. εκεί, αφού την έρρανε με ροδόσταμο, την έντυσε με τη χωριάτικη φορεσιά της λυγερής,, κάθισε και αρχίζει να την μοιρολογάει:
«Και στο κατώφλι κάθισα να πω το μοιρολόϊ,»
στίχος που επαναλαμβάνεται, δίκην επωδού, αυτούσιος ή ελαφρά παραλλαγμένος, 17 φορές σ’ όλο το ποίημα.
«Εσύ, θυμάρι του βουνού, σε γλάστρα πώς ν’ ανθίσης,
και πώς να ζήσης σε κλουβί, της ρεματιάς τρυγόνα; ...
Την ομορφιά σου μάρανες, φαρμάκωσες τη νιότη.
μα ήρθε και σε λευτέρωσε πονόψυχος ο Χάρος
κ’ εγώ σε ξαναγύρισα στο πατρικό σου σπίτι...
Και στο κατώφλι του σπιτιού σου είπα το μοιρολόϊ.»
Στο σύνθεμα αποτυπώνεται, με θαυμαστή διαύγεια και δραματική διάθεση, όπως και στα δημοτικά μας τραγούδια και δη στην παραλογή του Νεκρού αδελφού, ο σπαραχτικός ολοφυρμός του ποιητή, μ’ έναν τόνο ελεγειακό που θυμίζει ομηρικούς θρήνους και κομμούς αρχαίας τραγωδίας.
Το όνομα της ταπεινής χωριατοπούλας, λέει ο ποιητής, έγινε θρύλος για όλα τα χωριά της Ιστιαίας, ως πεντάμορφης Μορφούλας, λυγερής Νεράιδας των Γουβών, πέρασε όμως και έξω από τα σύνορα της Ελλάδας με τη γερμανική και γαλλική μετάφραση των Αγροτικών Επιστολών.
Η νοσταλγία του ποιητή, ανθρώπου της πολιτείας, για τη ζωή του στο χωριό είναι έντονη. αυτή τον κάνει να γυρίσει πίσω ύστερα από πολλά χρόνια, συγκινημένης ευφορίας των θαλερών του γηρατειών, και να υμνήσει, με ιδιαίτερη ευαισθησία, την ομορφιά της φύσης, αλλά και τη δροσιά της νιότης και του έρωτα στις Γούβες τις «τρισευλογητές», που άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στη ζωή και στο έργο του.
Είναι άκρως συγκινητική η τελευταία σελίδα των Αγροτικών Επιστολών, που αναφέρεται στην οριστική αναχώρησή του από τις Γούβες.
Προφητικά λόγια:
Γέρος πια ο Δροσίνης, στην οικία του στην Κηφισιά, που φέρει το όνομα «Αμαρυλλίς». εξομολογείται:
«Βρήκα πολλά ωραία κι’ αλλού στης ζωής μου το μακρύ δρόμο. Αλλά το Ωραίο δεν το βρήκα πουθενά. Κ’ η νοσταλγία μου αγιάτρευτη μ’ έκανε να γυρίσω πίσω, ύστερα από σαράντα χρόνια, με τα τραγούδια του Θα βραδιάζη, όταν φαντάσθηκα πως βρήκα την άξια συντρόφισσα για το γυρισμό.
Κι’ ως την ώρα αυτή, που σκυμμένος στο χαρτί μου γράφω, βαρύς από τα χρόνια στο κατηφόρισμα της ζωής, το λέω αποφασιστικά: Αν, καθώς στο γέρο Φάουστ, παρουσιάζουνταν μπροστά μου ο Μεφιστοφελής και με ρωτούσε σαν τι θέλω να μου δώση πληρωμή για να του πουλήσω την ψυχή μου, θα του έλεγα χωρίς δισταγμό:
- Κάνε με πάλι δεκαοκτώ χρόνων παλικάρι και πήγαινέ με στον Πύργο των Γουβών, όπως ήταν κι’ αυτός και τα περίγυρά του, όταν πρωτοπήγα εκεί».