«Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ»
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΑΝΑΣΤ. ΣΤΕΦΟΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ 36
Ο Αναστάσιος Στέφος είναι εκλεκτό μέλος, του φιλολογικού μας κόσμου, τέως Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων, ακούραστος και ακαταπόνητος, φιλόλογος με σπουδές στην Ελλάδα και στη Γαλλία και άπειρη ευαισθησία για την ελληνική γλώσσα και γραμματεία, την οποία διακονεί με πάθος, σεβασμό, αγάπη και φιλοτιμία. Τα τελευταία χρόνια έγινε μέλος και του εκλεκτού Συλλόγου «Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη» και είναι ο δημιουργός του βιβλίου με το ελληνικότατο θέμα «Η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία στην Ποίηση του Γεωργίου Δροσίνη».
Πρόκειται για μία ερευνητική εργασία, σε παλιά σχολικά βιβλία αλλά και στο σύνολο των έργων του ποιητή, στα Άπαντα του, δηλαδή, ποιητικά και πεζά και πάσης φύσεως κείμενα του, εν ολίγοις.
Διότι ο Δροσίνης είναι αστείρευτη πηγή. Δεν υπήρξε μόνο ποιητής ή πεζογράφος. Δεν υπηρέτησε μόνο την Μούσα της Ποίησης αλλά και της Επιστήμης και κατέθεσε τη άποψη του, έδωσε τη συμβουλή του, έγραψε και δημοσίευσε τη γνώμη του, καθιστώντας γνωστό ό,τι είχε να πει για να υποστηρίξει την υπόθεση της παιδείας, όχι μόνο μέσα από τα σχολικά βιβλία, γιατί η παιδεία δεν σταματά στη σχολική αίθουσα και τα θρανία, επεκτείνεται και έξω από αυτά. Είναι πολλοί λοιπόν οι τρόποι με τους οποίους ένας δημιουργός, ευαίσθητος και μορφωμένος, όπως ήταν ο Δροσίνης, μορφώνει όχι μόνο τα Ελληνόπουλα αλλά και τους Έλληνες, γενικώς. Ανθηρότερος οικονομικά, από άλλους της εποχής του, μπορούσε να ταξιδέψει και να δει εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών που, λόγω της θέσης στο Υπουργείο Παιδείας, είχε τη δυνατότητα να δράσει με προτάσεις για σχολεία, βιβλία και αναλυτικά προγράμματα, επιδιώκοντας όχι την μίμηση τους αλλά το δυνατόν εφικτό.
Η επίδραση της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας είναι ολοφάνερη σε όλο του το έργο, πράγμα που αποδεικνύει την παιδεία του. Η παιδεία αυτή αρχίζει από τη φοίτηση του στην ιστορική Βαρβάκειο Σχολή [όπου φοίτησαν και ο κ. Στέφος και πολλοί άλλοι επιφανείς που λάμπρυναν τον κλάδο μας]. Στη συνέχεια φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, μετά σπούδασε ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία και ιστορία της Τέχνης στη Λειψία, ασχολήθηκε με τη μετάφραση αρχαίων ελληνικών ποιητικών κειμένων, καθώς και γαλλικής και γερμανικής ποίησης.
Ο κ. Στέφος, ως δυναμικός φιλόλογος, αρχίζει την ερευνά του από την των ονομάτων επίσκεψη. Μελετά δηλαδή τους τίτλους των έργων του Δροσίνη, στους οποίους αναζητά τα στοιχεία της αρχαίας καταγωγής. Και την ανακαλύπτει αμέσως. Δυο πεζά, η Αμαρυλλίς και η Έρση του προσφέρουν τα ονόματα τους σαν πρώτο σκαλί στην ερευνά του. Η Αμαρυλλίς, έργο του 1886, αγροτικό, βουκολικό, που έχει μεταφραστεί και σε πολλές ξένες γλώσσες, φέρει το όνομα μιας ποιμενίδας, από το Γ' Ειδύλλιο του Θεόκριτου, από τον οποίο ο Δροσίνης την πήρε και την μετεγκατέστησε στις Γούβες της Ιστιαίας, στην Εύβοια, δυο χιλιάδες χρόνια μετά, και φυσικά, την μεταμόρφωσε σε κορίτσι της εποχής του.
Η άλλη ηρωίδα του, η Έρση [Εέρση = δροσιά, έχει τη δροσιά του Δροσίνη], έχει το όνομα της κόρης του Κέκροπα, είναι αδελφή της Αγλαύρου και της Πανδρόσου. Και αυτή συνδέεται με τη δροσιά. Πλαγίως και ο Οδυσσέας Ελύτης απευθύνεται σε μια ανάλογη κοπέλα:
Μ’ ένα κύμα καραϊβικής στο πτυχωτό κορμί σου /
με βαριές γαλάζιες χάντρες της οδού Πανδρόσου γύρω στο λαιμό σου...
Είναι η Μαρία Νεφέλη που κυκλοφορεί στην οδό Πανδρόσου, στο Μοναστηράκι. Το ενδιαφέρον με την Έρση είναι ότι την πήρε ο Ν Γ. Πεντζίκης και έγραψε ένα μυθιστόρημα, Οι ώρες της Κυρίας Έρσης, και επ' αυτού ο
Σεφέρης ένα κριτικό κείμενο. Δηλαδή: Έρση, Δροσίνης, Πεντζίκης, Σεφέρης-και ο τελευταίος καταλήγει: «Το σπουδαίο είναι ότι μπόρεσε να βγάλει μιαν αναδυόμενη από τα θρύψαλα». Η Έρση γνώρισε πανευρωπαϊκή επιτυχία και μεταφράστηκε από τον καθηγητή Roland Hampe, που ενθουσιάστηκε, όταν τη διάβασε στο στρατό και άρχισε αμέσως να την μεταφράζει. Το έργο είχε τόση απήχηση, ώστε πολλές οικογένειες έδιναν το όνομα της στα κορίτσια τους.
Οι αναφορές του Δροσίνη σε αρχαίους Έλληνες δημιουργούς και μύθους είναι πάρα πολλές. Στη συλλογή Ιστοί Αράχνης [1880] συναντάμε το μύθο της Αράχνης υφάντρας που τόλμησε να συναγωνιστεί την Αθηνά, πράγμα που συνιστά ύβρη, πόσο μάλλον που το υφαντό της ήταν καλύτερο από της Αθηνάς. Και γΓ αυτό η θεά την τιμώρησε, μεταμορφώνοντας την σε έντομο. Για την Αράχνη υπάρχει κι ένας ωραίος πίνακας του Βελάσκεθ. Άλλο παράδειγμα θνητού που τιμωρήθηκε από θεό είναι ο Μαρσύας γιατί συναγωνίστηκε τον Απόλλωνα στον δίαυλο. Η Νιόβη τιμωρήθηκε από την Λητώ, επειδή καυχήθηκε για τα πολλά παιδιά της. Για όλα αυτά υπάρχουν τα αντίστοιχα ποιήματα του Δροσίνη.
Η επόμενη αναφορά είναι στον Άδωνι, αγαπημένο της Αφροδίτης, που σκοτώθηκε σε κυνήγι του αγριόχοιρου:
από του Αδώνιδος το αίμα, Εβλάστησε αβρόν, ως λέγουν, θρέμμα,
Η ανεμώνη.
Από τον ίδιο μύθο αντλεί και ο Σικελιανός, ο οποίος αναφερόμενος στις γυναίκες του Στειριού που στόλιζαν τον επιτάφιο «του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια».
Η γνωστή Γοργόνα του παραμυθιού έχει και αυτή αρχαία την καταγωγή και έχει γίνει αντικείμενο - θέμα πολλών τεχνών. Είναι η Γοργώ των αρχαίων. Στους στίχους:
«Ο βασιλιάς Αλέξανδρος στον κόσμο βασιλεύει, /ο ναύτης αποκρίνεται,
ζωή να 'χεις κυρά!»,
Ο ναύτης δείχνει σεβασμό και λέει αυτό που πρέπει για να μην την θυμώσει και σύμφωνα με το μύθο η Κυρά-Γοργόνα αναποδογυρίσει το καράβι. Πίσω από τον μύθο όμως βρίσκεται ο Ελληνισμός· αυτός είναι ο Αλέξανδρος. Το σύμβολο λειτουργεί σε πιο μοντέρνα μορφή και γίνεται κεντρική ιδέα στον Σεφέρη, με τις ανάλογες πολιτικές και εθνικές διαστάσεις.
Ο μύθος των Εριννύων αξιοποιείται στο ποίημα «Το δέντρο των Εριννύων» [1902], όπου οι προαιώνιες προπολιτισμικές θεότητες που λειτουργούν ως φύλακες της κοινωνικής τάξης είναι ιδιαίτερα εχθρικές με τους φονείς γονέων, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του Ορέστη [Ιφιγένεια η εν Ταύροις, Ορέστης, Ευμενίδες], στο τέλος όμως εξευμενίζονται και γίνονται Ευμενίδες.
Τα σχετικά με τη ροδιά και τις πηγές της γέννησης της, οι πηγές είναι πολλές και ποικίλες. Ο κ. Στέφος λέει ότι η ροδιά γεννήθηκε από το αίμα του Ζαγρέα Διονύσου, φύτρωσε στον τάφο του Πολυνείκη, στον τάφο του Μενοικέα. Ο Ησίοδος στη Θεογονία λέει ότι οι Ερινύες γεννήθηκαν από το αίμα του ουρανού, ο Αισχύλος λέει ότι ήταν κόρες της Νύχτας και ο Σοφοκλής ότι ήταν κόρες της Γης και του Σκότους. Από το φυσικό της κόσμο - Γη, Σκοτάδι, Νύχτα - η ροδιά ήρθε πάνω στη γη. Ό,τι γεννιέται όμως στη γη στο σκοτάδι επιστρέφει.
Σταματούμε για λίγο στην Περσεφόνη, στην οποία ο Πλούτων έδωσε να φάει ροιής κόκκον μελιηδέα, δηλαδή ρόδι. Το ρόδι έχε πλούσιο συμβολισμό. Το «ερεβοκτόνο ρόδι», σκορπίζει το έρεβος, είναι σύμβολο γονιμότητας, παραγωγικότητας, καρποφορίας, σύμβολο του Καλού και αντίδοτο στο Κακό. Ο Φριντέλ λέει πως ο Πάρις ρόδι έδωσε στην Αφροδίτη, όχι μήλο. Και έχουμε και μια υπέροχη «Τρελή ροδιά» από τον Οδυσσέα Ελύτη. Επίσης, ο Μποτιτσέλι στη Γκαλερί Μποργκέζε, στη Ρώμη, και ο Φίλιππο Λίππι στο Παλάτσο Πίττι, στη Φλωρεντία εικονίζουν τον Χριστό στην αγκαλιά της Παναγίας να κρατάει ρόδι στο χέρι.
Ο Δροσίνης κάνει τη σύνδεση της αρχαίας μητέρας Δήμητρας με την φίλη του Αικατερίνη Ευλαμπίου Τυπάλδου που έχασε την δεκαεξάχρονη κόρης της. Στο ποίημα «Ιερά Οδός», ο Άγγελος Σικελιανός συνδέει το σύμβολο της μητέρας αρκούδας με την Άρτεμη, τη Δήμητρα, την Αλκμήνη και την Παναγία, όπου όλες πονούν, η μία για το μικρό αρκούδι της που βασανίζει ο γύφτος, η Δήμητρα για την Περσεφόνη, η Αλκμήνη για τον Ηρακλή και τέλος η Παναγία για τον Χριστό. Παρατηρούμε δηλαδή πως ο αρχαίος μύθος περνάει από τον έναν ποιητή στον άλλο και, ενώ μετασχηματίζεται, στο βάθος του παραμένει πάντα ίδιος.
Ενδιαφέρον είναι το ποίημα «Ο/ τέσσαρες Πήγασοι», τα τέσσερα φτερωτά άλογα, που έγραψε ο Δροσίνης στο Παρίσι το 1921 με αφορμή τα αντίστοιχα τέσσερα φτερωτά άλογα στην γέφυρα του Αλεξάνδρου Γ':
Λαμποκοπούν τα τέσσερα χρυσά άλογα/Με τ' ανοιχτά φτερά... /
σαν τέσσερα άστρα ολόφεγγα / ψηλά στον ουρανό.
Δεν είναι τυχαίο ότι τα άλογα είναι τέσσερα όπως τα τέσσερα άλογα της
Αποκάλυψης. Ο Δροσίνης βρίσκεται στην πόλη του φωτός που καθόλου φωτεινή δεν είναι, αλλά είναι ομιχλώδης και σκέφτεται την Ελλάδα, το ελληνικό φως και την πνευματικότητα που συμβολίζουν οι ποιητές οι έφιπποι.
Τέσσαρες Πηγάσους, που έφεραν/Απ' την Ελλάδα φως.
[Ο Οδυσσέας Ελύτης κάνει λόγο για τέσσερα τα άλογα της Αποκάλυψης:
Μέσα στην Αποκάλυψη περάσανε με τη σειρά τα
τέσσερα άλογα: το μαύρο το ασήμι το ένοχο και
το ονειροπαρμένο δίχως σέλα ή αναβάτη
θέλοντας να δείξουν πως η δόξα τους παρήλθε
[Φωτόδεντρο... «Περί Πολιτείας»]]
Ακολουθούν οι «Δύο νίκες» που εμπνεύστηκε ο Δροσίνης από τη Νίκη της Σαμοθράκης στο Λούβρο και η οποία ήταν ακρόπρωρο, πράγμα που τη συνδέει με τη Νίκη του Παιωνίου στο Μουσείο της Ολυμπίας:
Δύο νίκες: ξεβρασμένη απ' άγριο πέλαγος Γοργόνα η μια στου καραβιού την πλώρη- /Ανάερη η άλλη κι ουρανοκατέβατη /Στης Ολυμπίας τη γη
πανώρια κόρη.
Στη μελέτη θα βρούμε ποιήματα τα οποία μιλούν για νεράιδες, θέμα προσφιλές στους ποιητές. Και οι ίδιοι είναι αλαφροϊσκιωτοι - αλαφροΐσκιωτε Καλέ πες μας απόψε f είδες; ρωτάει ο μέγας Σολωμός. Και ο αλαφροϊσκιωτος βλέπει θαύματα και αόρατα στους άλλους πράγματα. Στα αόρατα συγκαταλέγονται και τα «φαντάσματα» και τέτοια θα βρούμε στα Φευγάτα χελιδόνια. Αν η χελιδόνα, το χελιδόνι, σχετίζεται με την Άνοιξη, την Ελευθερία, την Επανάσταση, τον έρωτα, όλα τα ωραία δηλαδή, τα «φευγάτα» μιλούν για κάτι που φεύγει, όπως όλα φεύγουν- τα πάντα ρει.
Επίσης ο Δροσίνης γράφει ποίημα για τον μύθο της Ηρώς και του Λέανδρου. Ο μύθος αυτός εμπνέει μεταγενέστερους ποιητές, ζωγράφους, γλύπτες. Ένα από τα δημοφιλέστερα ποιήματα είναι του Μουσαίου. Από αυτόν εμπνέονται αργότερα και γράφουν: ο Σίλλερ μια μπαλάντα, ο Γκριλμπατσέρ μια λυρική τραγωδία, ο Βέμπερ ένα μελόδραμα, ενώ ο Βύρων διαπλέει κολυμπώντας τον Ελλήσποντο, μιμούμενος τον Λέανδρο. Ακολουθούν παραστάσεις σε ρωμαϊκά νομίσματα και τοιχογραφίες στην
Πομπηία. Στο Μουσείο της Δρέσδης υπάρχει ο ζωγραφικός πίνακας του Μολά, «Ηρώ κοντά στο πτώμα του Λέανδρου» και στο Μουσείο της Βιέννης ο πίνακας του Μπακερέλ, «Η Ηρώ θρηνούσα τον Λέανδρο». Να θυμίσουμε ότι η Δρέσδη είναι η πόλη στην οποία έζησε ο Δροσίνης και είναι φυσικότατο να είχε δει τον πίνακα.
Από τους αρχαίους ποιητές ο Δροσίνης θαυμάζει περισσότερο τον Όμηρο, τους τραγικούς, τον Αριστοφάνη, τη Σαπφώ, τον Αλκμάνα και τον Θεόκριτο. Οι αναφορές του στον Πλάτωνα και τον Λουκιανό είναι μικρές.
Από του Γάλλους ποιητές μεταφράζει την «Ελένη» του Σαμαίν, η οποία κατάγεται από την Τειχοσκοπία, ραψωδία Γ’ της Ιλιάδας.
Άλλες ηρωίδες αρχαίου δράματος που εμφανίζονται στα έργα του Δροσίνη είναι η Κλυταιμνήστρα, η Ιφιγένεια, η Αντιγόνη. Στο ποίημα «7/ λοιπόν;» έχουμε όλα εκείνα τα αναπάντητα ερωτήματα, στα οποία συνδέει τις ιδέες του ποιήματος με τις πυθαγόρειες δοξασίες:
«Τι λοιπόν; Της ζωής μας το σύνορο/θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;/
Κι απ' ό, τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε / τάφου γη θα μας έχει χωρίσει /
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε,/τούτο μόνο Ζωή μας το λέμε; /
Κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε /και χαμένο στους τάφους το κλαίμε; /[...] Μήπως είν' η αλήθεια στο θάνατο /κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;/
Ό, τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε / κι είν' αθάνατο ό, τι έχει πεθάνει;»
Κι ακόμα η Αφροδίτη της Μήλου που ζει στο Παρίσι, η Αφροδίτη της Πάφου, ο Δίας, ο Φειδίας, ο Διογένης, ο Μ. Αλέξανδρος. Εννοείται πως και ο βράχος της Ακρόπολης γίνεται ποίημα με θέμα τις ανασκαφές και τα μνημεία με την αξία τους αλλά και το ασήμαντο χορτάρι: «τα συντριμμένα, τ' άμορφα αγάλματα / Πώς τα λυπούμαι», λέει ο Δροσίνης, «γιατί τ' αγάλματα ... είμαστε εμείς», λέει ο Σεφέρης. Γράφει, επίσης, για την Ηγησώ στον Κεραμεικό, για την Ηγησώ γράφει και ο Ελύτης: «από την Ηγησώ θα φτάσω στην Αγία Αικατερίνη / γη και Ειρήνη θα φέρω», ενώνοντας τον αρχαίο με τον νέο κόσμο. Ο Άγιος Δημήτριος ο Λουμπαρδιάρης, τιμάται επίσης, το αρχαίο θέατρο και, επί τη ευκαιρία, ας το θυμίσουμε, ότι με τα αρχαία θέατρα ο Σικελιανός, ο Σεφέρης και ο Ρίτσος έχουν ασχοληθεί πολύ, και αν εξαιρούσαμε τη μορφή, οι ποιητές, Δροσίνης, Σικελιανός, Σεφέρης, Ρίτσος κρατιούνται από την ίδια αλυσίδα, διαφέροντας μόνο στη μορφή και όχι στην ουσία ή στην ευαισθησία.
Ο άτυχος Ρούπερτ Μπρουκ, που πέθανε πάνω στο πλοίο και θάφτηκε στη Σκύρο, γίνεται ποίημα με όλο το μυθολογικό πλαίσιο του νησιού. Η ωραιότατη και ευφυέστατη Ασπασία που έγινε σύζυγος του Περικλή, η Φρύνη - Μνησαρέτη, που αποτέλεσε το μοντέλο για την Αναδυόμενη Αφροδίτη του Απελλή και την Κνιδία του Πραξιτέλη. «Ο άνθρωπος της ρουτίνας που θα γίνει έργο τέχνης δεν έχει σχέση με τον ίδιο τον άνθρωπο που ποζάρισε» λέει ο Ήγκον Φριντέλ. Και αυτή είναι η μαγεία της τέχνης. Κι ένα δείγμα τολμηρής ερωτικής ποίησης, το No 8 από τις μεταφράσεις ανακρεόντειων ποιημάτων:
«Πάντα με φτάνει ο έρωτας, όσο καλά κι αν τρέχω / Εκείνος είναι φτερωτός κι' εγώ φτερά δεν έχω».
Το έργο Δάφνις και Χλόη του Λόγγου, ένα ειδύλλιο του 2ου αι. μ. Χ. που έχει επαινέσει ο Γκαίτε, έχει εμπνεύσει ζωγράφους, έχει μεταφραστεί στα Γαλλικά από τον Επίσκοπο Ωξέρνης Amyot και έχει γίνει ταινία από τον Ορέστη Λάσκο [1931], σε μετάφραση του Ηλία Βουτιερίδη [1922], πιστή στο πρωτότυπο. Η ταινία επαινέθηκε για το παγχρωματικό ασπρόμαυρο, την κίνηση του φακού, το γυμνό για πρώτη φορά, και επ' αυτής υπάρχει σημαντική μελέτη του Γιώργη Γιατρομανωλάκη στο Επιστημονικό συμπόσιο, στην Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας -Σχολή Μωράίτη.
Ο Δροσίνης, με αφορμή το αρχαίο ειδύλλιο του Λόγγου και τα Βουκολικά του Θεόκριτου, γράφει ένα ωραίο εφτάστροφο ποίημα εξιδανικεύοντας τον έρωτα δύο φτωχών παιδιών.
«Ένας Δάφνις το κοπάδι βόσκοντας / -Ω καιροί του Θεόκριτου- /
Μια βοσκοπούλα είδε κι αγάπησε /κ' έγινεν η Χλόη δική του[...] Δυο χιλιάδες χρόνια πέρασαν /-Ω καιροί του Θεόκριτου-/ κι άλλαξεν ο κόσμος
μα δεν άλλαξαν /Οι βοσκοπούλες κ' οι βοσκοί του...».
Στο έργο του Λόγγου ο έρωτας των δύο ηρώων φέρνει στην επιφάνεια ένα κοινωνικό πρόβλημα, δύο έκθετα παιδιά, το ποίημα του Δροσίνη εμπεριέχει έναν φιλοσοφικό στοχασμό. Ο κόσμος αλλάζει, οι βοσκοί, οι βοσκοπούλες, ο Έρωτας όχι.
Τελειώνω με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα που διαπιστώνει, κι εμείς μαζί του, ότι το έργο του Δροσίνη αποτελεί αληθινό ορυχείο αρχαιογνωσίας με εμφανές μυθολογικό υπόστρωμα σε όλες τις ποιητικές του συλλογές... απόρροια της αρχαιομάθειάς του και της ευρύτερης ενασχόλησης του με την
αρχαία γραμματεία, τη βυζαντινή και νεότερη φιλολογία.
Το βιβλίο είναι καλογραμμένο, εύληπτο, δίνει πολλές πληροφορίες, σχόλια και πραγματολογικά πρόσθετα, ώστε ο αναγνώστης να μην χρειάζεται επεξήγηση. Αλλά, σε μια πιο ευρεία εκτίμηση, το θέμα, η εργασία - μελέτη συνιστά πολλαπλή φιλολογική συνεισφορά: επισημαίνει στο έργο του Δροσίνη τα κείμενα με την αρχαία αναφορά, παραθέτει πλάι στο πρωτότυπο δόκιμη νεοελληνική μετάφραση, τα ερμηνεύει, τα σχολιάζει, δίνει την παραπομπή στο σχολικό βιβλίο και σε ποια τάξη βρίσκεται.
Τέλος, θα έλεγα ότι κάποιος μπορεί να διαβάσει το τελευταίο μέρος με τις σημειώσεις και ξεχωριστά, διότι συνιστά έναν μικρό τόμο πληροφοριών που διαβάζεται και ερήμην των κειμένων. Είναι μια μικρή απολαυστική, μυθολογία - γραμματολογία.
Ανθούλα Δανιήλ
Κριτικός Λογοτεχνίας