ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ Νίκου Δέτση
Φιλόλογος τ. Λυκειάρχης
«γεωργιοσ δροσινησ (1859-1951)
Εκατό πενήντα (150) χρόνια από τη γέννησή του»
To 2009 είναι το έτος «Γ. Δροσίνη», όπως χαρακτηρίστηκε, καθώς εφέτος συμπληρώθηκαν 150 χρόνια από τη γέννηση τού ποιητή της «Ανθισμένης αμυγδαλιάς», του πιο γνωστού ποιήματός του που αγαπήθηκε, μελοποιήθηκε και τραγουδιέται ακόμη και σήμερα.
Ο Γ. Δροσίνης είναι γνωστός ως ένας αναγνωρισμένος λυρικός ποιητής, άψογης τεχνικής, αβρών και μουσικών στίχων, συχνά παρνασσικής τελειότητας. Οι περισσότεροι όμως αγνοούν ότι, παράλληλα, υπήρξε και ένας αξιόλογος πεζογράφος, καθώς και μια, γενικότερα, πολύπλευρη προσωπικότητα, που μας κληροδότησε ένα πλούσιο πνευματικό, λογοτεχνικό και κοινωνικό έργο. Έγραψε 13 ποιητικές Συλλογές, 7 πεζογραφήματα (μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα, αυτοβιογραφικές αναμνήσεις κ.λπ.), όπως και 6 διαφόρου περιεχομένου άλλα βιβλία (επιστολές, παραμύθια, διηγήσεις κ.λπ.). Αξιοσημείωτη είναι και η γενικότερη κοινωνική προσφορά και δράση του. Μαζί με τον Δημήτριο Βικέλα δημιούργησε το «Σύλλογο προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» (Σ.Ω.Β.), ενώ με πρωτοβουλίες και ενέργειές του ιδρύθηκαν η «Σεβαστοπούλειος Εργατική Σχολή», ο «Οίκος Τυφλών» κ.ά. Συγχρόνως υπήρξε εκδότης, συνεκδότης και συνεργάτης πολλών εφημερίδων και περιοδικών. Χρημάτισε Διευθυντής της «Δημοτικής Εκπαίδευσης» και Τμηματάρχης του «Τμήματος Γραμμάτων και Τεχνών» του Υπουργείου Παιδείας. Έγινε ενεργό μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και εξελέγη Ακαδημαϊκός, (1926) η Ακαδημία Αθηνών.
Γραμματολογικά, ο Γ. Δροσίνης, ως ποιητής, ανήκει στη «Γενιά του 1880» ή όπως συνήθως λέγεται στην «Αθηναϊκή ή Παλαμική Σχολή», της οποίας θεωρείται ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους και θεμελιωτές της. Μαζί με τον Ν. Καμπά, Δ. Κόκκο, και Κ. Παλαμά είναι οι ποιητές που με το έργο τους έστρεψαν την ποίησή μας από τα καθιερωμένα μοτίβα των ποιητών της παλαιότερης γενιάς Αλέξανδρου και Παναγιώτη Σούτσου, Δημ. Παπαρρηγόπουλου, Σπυρ. Βασιλειάδη, Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, Αχιλ. Παράσχου κ.ά., όπως το ρομαντισμό, τον πεσιμισμό, τη στροφή προς το παρελθόν, την καθαρεύουσα κ.λπ., σε νέους δρόμους και αναζητήσεις, δηλαδή στην απλότητα της έκφρασης, στην επιμελημένη στιχουργία, στα έντεχνα στροφικά συμπλέγματα, στα καθημερινά και οικεία θέματα, στη δημοτική κ.λπ. Η ποίηση τώρα συντροφεύει τη ζωή, τραγουδά τον έρωτα, την ομορφιά της φύσης, τη νοσταλγία του χωριού κ.λπ., περιγράφει τη θάλασσα, το ηλιοβασίλεμα, τις ειρηνικές αγροτικές ασχολίες κ.λπ., με απλούς και εύρυθμους στίχους.
Πηγές της ποιητικής έμπνευσης του Γ. Δροσίνη είναι τα δημοτικά τραγούδια, οι θρύλοι και οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας , η απλή φυσική ζωή του χωριού, ο έρωτας κ.ά. Η φύση, που τη ζούσε από κοντά τα καλοκαίρια στις Γούβες της Β. Εύβοιας και στο Πήλιο, όχι μόνο τον ενέπνεε αλλά και του καλλιέργησε την παρατηρητικότητα, του προμήθεψε εικόνες, επιτυχημένες παρομοιώσεις και λυρικούς στίχους, μέσα από τους οποίους αναδύονται η ευωδία της αγάπης, η συγκατάβαση στη ζωή και η πίστη στις αξίες της. Αντίθετα, τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα του καιρού του δεν βρήκαν μεγάλη απήχηση στην ποίησή του, τουλάχιστον όσο στην πεζογραφία του. Αν ο Παλαμάς στράφηκε πολύ γρήγορα προς το υψηλό ύφος, ο Δροσίνης υπήρξε ο ποιητής του μέτρου και της απλότητας. Δίπλα στην ηχηρή φωνή του Παλαμά, η ελάσσων του Δροσίνη κρατεί την κομψή της ιδιοτυπία, χωρίς όμως το βάθος και τον παλμό της παλαμικής. Η σκέψη του δεν μαγνητίστηκε από την έλξη των άγνωστων κόσμων και των μεταφυσικών οριζόντων. Τα ποιήματά του δεν κρύβουν περισσότερα από όσα λένε. Είπε αυτό που είχε να πει με απλό τρόπο, δίχως προσπάθεια να φανεί περισσότερο απ' ό,τι ήταν. Η «φιλοσοφική» ατμόσφαιρα στα ποιήματά του -όπου υπάρχει- δεν είναι το κλίμα του. Διατυπώνοντας «μεταφυσικά» ερωτήματα, χάνει κάτι από τη δροσιά του και ο λόγος του κυλά στεγνός, διανοητικός, σχηματικός, έστω κι αν το σφραγίζει μια επιγραμματική δεξιοσύνη. Πέραν όμως απ' αυτά, οι εικόνες στα ποιήματά του, κάποιες φορές, ανεβαίνουν στην περιωπή των συμβόλων και της αλληγορίας. Ιδιαίτερα στην πεζογραφία του δεν είναι καθόλου «ειδυλλιακός». Σε κάποια μάλιστα διηγήματά του βρίσκουμε δραματικές συγκρούσεις και βιαιότητες παθών, ενώ σε άλλα ξεσκεπάζονται η αμάθεια, η εξαθλίωση και η ηθική φθορά, ιδίως των αγροτικών κοινωνιών. Αλλά και σε μυθιστορήματά του οι ήρωες ενεργούν αυτόβουλα και έχουν ακέραιη την ευθύνη των πράξεών τους.
Ο Γ. Δροσίνης, με την πολύπλευρη προσφορά και δράση του, ως λογοτέχνης, πνευματική προσωπικότητα και άνθρωπος κοινωνικά ευαίσθητος, άνοιξε μαζί με άλλες μεγάλες πνευματικές μορφές της εποχής του (Παλαμάς, Ροΐδης, Ν. Πολίτης κ.ά.) νέους δρόμους για την αναγέννηση και την πρόοδο της χώρας μας. Μετά τη συμφορά του 1897 εργάστηκε με αληθινό και βαθύ αίσθημα για το θεμέλιωμα μιας καλύτερης ζωής του τόπου μας, στηριγμένης πάνω στις βάσεις μιας γενικευμένης Παιδείας. Παράλληλα, υπήρξε και ένας αξιοπρεπής και υψηλού ήθους άνθρωπος, συνεπής στις αρχές και τις ιδέες του. Έτσι, δεν δίστασε να διακόψει το 1936 την επιτυχημένη εκδοτική πορεία του «Ημερολογίου της Μεγάλης Ελλάδος», όταν το καθεστώς του Ιω. Μεταξά επέβαλε στο Τύπο λογοκρισία. Χαρακτηριστικό είναι ακόμη και το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, δεν δημοσίεψε κανένα δικό του κείμενο, ούτε αυτοτελώς σε βιβλίο, ούτε ως συνεργασία σε περιοδικό, μένοντας πιστός στη δήλωσή του, «ως αρχή μου έθεσα να μη δημοσιεύσω ούτε μια γραμμή προ της ειρήνης και της ελευθερίας μου από λογοκρισίες, ξένες και δικές μας».
Η σημερινή κριτική στέκεται απαξιωτικά απέναντι στην ποίηση της Γενιάς του Δροσίνη και του Παλαμά, επειδή -όπως ισχυρίζεται- λείπουν από τους περισσότερους ποιητές της η εσωτερική πνοή και το βάθος, μένουν στην επιφάνεια των πραγμάτων και επαναλαμβάνουν τα ίδια θέματα. Πρόκειται όμως για μια υπερβολική εκτίμηση, που οφείλεται στο γεγονός ότι χρησιμοποιούμε τα ίδια κριτήρια αξιολόγησης για την ποίηση μιάς παλαιότερης εποχής, με εκείνα που μεταχειριζόμαστε προκειμένου για τη σύγχρονη ποίηση. Κανείς δεν αμφιβάλλει, ασφαλώς, ότι η ποίησή του «τότε» διαφέρει από αυτή του «τώρα», τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς τα περιεχόμενα και τους εκφραστικούς τρόπους. Επομένως, πρέπει να είναι και διαφορετικά τα κριτήρια, με τα οποία στεκόμαστε απέναντι στην καθεμιά. Η ποίηση του Δροσίνη, όπως και πολλών άλλων «παραδοσιακών» ποιητών, αφουγκράστηκε τον παλμό του καιρού της, αγαπήθηκε και μίλησε στις καρδιές του κόσμου που τη χάρηκε -και τη χαιρόμαστε- σαν μια μουσική από τις πιο αγαπημένες. Μουσική που ζωντάνεψε μέσα από τους στίχους του, έγινε αρμονικό τραγούδι κι έκαμε την προσφορά του συνθέτη της σωστό χρονικό μιας αλησμόνητης εποχής: «Κι αν κάποτε, όταν φύγω αγύριστος, με θυμηθείτε στης αρμονίας την τέχνη σμίγοντας προσευχηθείτε».
Αξίζει λοιπόν να θυμόμαστε με στοργή όλους αυτούς τους «παραδοσιακούς» ποιητές. Στάθηκαν πραγματικά ορόσημα μιας κρίσιμης για τη λογοτεχνία μιας εποχής. Ας μη ξεχνάμε ακόμη πως οι αφετηρίες πολλών σημερινών δρόμων σημειώνουν εκεί, ίσως, τον πρώτο εξελικτικό τους σταθμό. Είναι φυσικό, βέβαια, η σημερινή ποίηση να έχει προχωρήσει κατά πολύ και να έχει υιοθετήσει άλλους κώδικες έκφρασης και επικοινωνίας, συναφείς με τα σημερινά κοινωνικά, πολιτικά, πνευματικά κ.λπ. ρεύματα και φαινόμενα, εθνικά και διεθνή, που είναι πολύ διαφορετικά από τα αντίστοιχα του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα.
Ο Γ. Δροσίνης δεν είναι μόνο μια λυρική φωνή, τεχνίτης μουσικών στίχων, ευαίσθητος, αβρός εικονογράφος και υμνητής της Φύσης, της υπαίθριας ζωής και των απλών αληθινών πραγμάτων, αλλά και μια πολύκλαδη, καλλιεργημένη και σπάνιας ευρυμάθειας προσωπικότητα. Φύση περισσότερο συναισθηματική παρά θεωρητική, ζήτησε τη γαλήνη στην ομορφιά της απλότητας της ζωής στο χωριό. Από τα μαθητικά μας χρόνια ακόμη μας έμαθε, με τα ποιήματά του, να αγαπήσουμε την ποίηση και μέσα από αυτή την ελληνική φύση και το λαό μας! Όσο κι αν ο αδέκαστος χρόνος τον παραμέρισε, είναι φορές που τον αναζητά η ψυχή μας, για να βρει στην ποίησή του -όχι παντού φυσικά- ακέραιη, καλοζυγισμένη τη φράση, χρώμα και ζεστασιά, ατμόσφαιρα και πνοή. Βέβαια, δοκιμές πάνω στα ίδια μέτρα και στους ίδιους τόνους, προδικάζουν σήμερα αποτυχία. Και τούτο γιατί διαφορετικές είναι οι ανησυχίες του καιρού μας, διαφορετικός και ο εκφραστικός μας τρόπος, όπως σημειώσαμε παραπάνω.
Μέσα στο πάνθεον των Νεοελλήνων ποιητών, η μορφή του Γ. Δροσίνη, άδικα λησμονημένη σήμερα, εξακολουθεί να στέκει - παρ’ όλα αυτά- ως μια σημαντική παρουσία, σύμβολο της άδολης ποίησης, της ποίησης ενός χαμένου για πάντα καιρού.