Γεννημένος ο Γ. Δροσίνης στην Αθήνα το 1859 από γονιό Μεσολογγίτη. Εχρημάτισε με τη σειρά: Συνδιευθυντής με το μεγάλο καθηγητή Ν. Γ. Πολίτη του περιοδικού «Εστία». Ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδος «Εστίας». Διευθυντής των περιοδικών «Μελέτη» και «Εθνική Αγωγή». Τμηματάρχης του υπουργείου Παιδείας. Διευθυντής του Μουσείου Χειροτεχνημάτων. Είκοσι ενός ετών τύπωσε την πρώτη συλλογή τραγουδιών του. Έχει εκδώσει έως τώρα εννέα τόμους λυρικών ποιημάτων.
Ο ελληνικώτερος από τους τωρινούς ποιητές μας. Κι ο πρώτος μας νεοκλασικός, αν βέβαια θεωρούμεν ως κύρια χαρακτηριστικά του Νεοκλασικισμού: τη λιτότητα και σαφήνεια στην έκφραση, την αυτοκυριαρχία στην έμπνευση και στη διατύπωσή της, το τοπικό χρώμα, το νεοελληνικό περιεχόμενο, την προσαρμογή στη σημερινή πραγματικότητα· κι αν-εννοείται-ακόμη δε συγχέομε το Νεοκλασικισμό με τον ψευτοκλασικισμό, που δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά: γύρισμα προς τα πίσω, ξερή μίμηση μεγάλων προτύπων, αναχρονιστικά πηδήματα, άγνοια των ψυχικών απαιτήσεων του συγχρόνου ανθρώπου.
Υστερεί του Παλαμά κατά την ποιητικήν έξαρση. Μα κατά την αυτοσυγκράτηση και κατά τη διαύγειά του πάντα ειρμολογημένου ποιητικού λόγου του είναι από τους πρώτους μας.
Η έμπνευσή του άμεση πάντα. Κι εκπορεύεται από την καθάρια πηγή της ελληνικής φύσης και της γύρω μας ζωής. Κίνητρα της φαντασίας του δεν είναι, όπως σε μερικούς, βαθειές εντυπώσεις, που τυχόν τού γεννήθηκαν από τη μελέτη ξένων αριστουργημάτων. Μα είναι τα πράγματα που τον περιστοιχίζουν. Είναι οι πράξεις, που πέφτουν στην άμεσή του αντίληψη. Είναι οι σχέσεις του με τους άλλους, δικούς του και ξένους. Είναι κάθε του συγκινημένη σκέψη, που πηγάζει από τη λεπτή του ευαισθησία. Είναι ακόμη η γενναία συμμετοχή του στην ξεχωριστή συναισθηματική διάθεση, που διακρίνει την πραγματικώς ποιητική φυλή μας και που του είναι πολύ γνώριμη.
Γιατί ο ποιητής φρόντισε ενωρίς να εμβαθύνη στ’ άδυτα της ψυχής του Γένους, ακούγοντας από ελληνικά στόματα ή μελετώντας τις εθνικές μας παραδόσεις και τα δημοτικά μας τραγούδια και τους παλμούς και τις λαχτάρες του λαού μας. Και για να ολοκληρώση την προπαρασκευή του, για την είσοδο στο ναό της Τέχνης, δεν παράλειψε να ποτισθή με τ’ αγνά νάματα των αρχαίων κλασικών μας, που του δάνεισαν φαίνεται την πλατειά παρατηρητικότητα και την ανέφελη ενάργειά τους;
Γι’ αυτό, όταν μελετούμε το ποιητικό του έργο, νοιώθουμε πώς του τραγουδιού του το περιεχόμενο κάθε φορά δε μας είναι ξένο, πως της λύρας του οι χορδές μόνον «οικεία» συναισθηματικά κινήματα προκαλούν μέσα μας.
Κ’ έτσι: Τις εικόνες του τις παρμένες από την ελληνική φύση κι εξωραϊσμένες με τις απλές μα ζωντανές πινελιές του, τις είχαμε από παιδιά αποτυπωμένες μ’ αγάπη μέσα μας και τώρα τις ξαναχαιρόμαστε πιο λαμπερόχρωμες. Τη συναισθηματική ζωή, που περιγράφει με τους στίχους του, την έχουμε εμείς ζήσει και τώρα τη βλέπουμε να μας συγκινή πιο εντατικά. Οι λαχτάρες του είναι και δικές μας. Οι πόθοι του έχουν φτερώσει εμάς κάποτε. Οι πράσινες ελπίδες του έχουν πόσες φορές σα χλόη σκέπασε, τους κάμπους της ψυχής μας ! Και το παράπονό του ξένο από κραυγές απελπισμού, λίγες φορές ξέφυγε από τα χείλη μας, από της πολύπαθης, μα ουδέποτε ολιγόπιστης, φυλής μας τα πικραμμένα χείλη.
Κι’ ολ’ αυτά διατυπωμένα στα τραγούδια του, αν όχι μεγαλόπνοα και περίτεχνα, μα απλά, ευγενικά, ήρεμα και με μια σαφήνεια, που δεν αποκλείει βέβαια την πρωτοτυπία και πού είναι - Θεέ μου - πόσο διαφορετική από του μακαρίτη Ι. Πολέμη την κοινότυπη και προχειρόλογη σαφήνεια.
Ο Δροσίνης δε χαράζει καινούριους δρόμους, δε δημιουργεί νέους φραστικούς τρόπους. Μα σ’ ό,τι με τους στίχους του εκφράζει, δε βρίσκεις τίποτα το αόριστο, το υπερβολικό, το αινιγματικό, το συμβολικό, το τερατώδες. Δε μαστιγώνει νεύρα, δεν ανάβει πυρκαϊές στην ψυχή, δε σπρώχνει σ’ιλιγγιώδη ύψη με την ποίησή του. Ο τόνος της φωνής του μαλακός, ήρεμος, γλυκομουρμούριστος. Κι’ ο λόγος του ομαλός, συνηθισμένος, χωρίς καμμιά δυσκολονόητη γραμμή, δίχως καμμιά ανελλήνιστη «χρωματιά». Τίποτα δε διατυπώνει σε σχήμα λόγου μη «προσιτόν» στην κοινήν αντίληψη. Τ’ αβυσσαλέα πετάγματα τ’ αποφεύγει ως επικίνδυνα. Τον Πήγασό του τον έχει καλά χαλιναγωγήσει και δεν του επιτρέπει ποτέ ασυγκράτητες ορμές.
Δείχνει πως ζη στην Ελλάδα, τη γεμάτη διαφάνεια. Γι’ αυτό, κάθε τι που βλέπει με τα μάτια του κορμιού ή της ψυχής, το βλέπει καθαρά και το αποδίδει με το στίχο του φωτεινά, γαλήνια, ελληνόπρεπα.
Το λυρικό κρασί, που μας κερνά με τα τραγούδια του ο Γ. Δροσίνης, δεν είναι ποτέ άκρατο, βαρύ, παραμεθυστικό. Τόχει πάντα φρόνιμα συγκερασμένο, όπως το εύρισκε κανείς μες στους κρατήρες των αρχαίων, κατά τα συμπόσιά τους.
Η φλογερή διάθεση, που πυρπολεί των Εβραίων την ποίηση και που πολλοί στη Δύση την έχουν μεταλαμπαδεύει στα έργα τους, του είναι άγνωστη ή τουλάχιστον όχι αρεστή. Δε βιάζει τον εαυτό του να εξαφθή, να μεθύση, να παραφερθή για να δημιουργήση. Αποφεύγει τις σφοδρές, τις συγκλονιστικές συγκινήσεις, είτε γνήσιες είτε τεχνητές είναι. Δεν παρουσιάζει αφύσικες ή νοσηρές ροπές, για να προκαλέση εντύπωση, καθώς ενασμενίζονται να κάνουν κατακουρασμένοι (πολλές φορές πόσο πρόωρα!) φαντασιοκόποι μοντέρνοι λογοτέχνες.
Δεν αρέσκεται ο Δροσίνης να δέχεται ξενόφερτες και ξενότροπες υποβολές και ν’ ακολουθή νεωτερισμούς, που είναι αμφίβολη η αξία τους. Οι πυρετικές αναζητήσεις, που συχνά παραπλανούν, δεν τον ξεστρέφουν από τον προχαραγμένο δρόμο του.
Στιχουργώντας δε στέργει ποτέ να ελαττώση τις ζωντανές εικόνες μπροστά «στην εισβολή, κατά τη φράση του Taine, πλήθους Ιδεών», που αναπάντεχα τις φέρνει σήμερα στον κάθε Καλλιτέχνην η πολύ φιλοσοφική και κοινωνιολογική τάση της εποχής μας, μιας εποχής γεμάτης ιδεοληψία, μ΄όλον το φαινομενικό της υλισμό. Ξαίρει πώς η ποίηση μόνο με καθαρογραμμένες εικόνες λαλεί καλύτερα και πώς γίνεται τόσο πιο πολύ ζωντανή κ’ υποβλητική, όσο πιο μεγάλη είναι ή ζωηρά απεικόνιση της ποιητικής ουσίας.
Αν ο Παλαμάς με τα τραγούδια του τα πιο παθητικά, που τα διαπνέει το πιο έντονο λυρικό μεθύσι, μας κάνει να συλλογιζόμαστε άθελα τον Διόνυσο και ν’ ακούμε διθυράμβους και να βλέπουμε θύρσους και κύμβαλα και κρόταλα, ο Δροσίνης με τα πιο χαρακτηριστικά του έργα μας, θυμίζει τον Απόλλωνα, τον ήρεμο φωτοβόλο Μουσηγέτη.
Στους «ιστούς της αράχνης» και στους «Σταλακτίτες» οι πρώτες ποιητικές του προσπάθειες. Στα «Ειδύλλιά» του απαντά κανείς ειδυλλιακή χάρη. Μερικά από τ’ «Αμάραντά» του υπάρχει ελπίδα ο χρόνος να τα σεβασθή και να μην τα μαράνη. Όπως και τα «φωτερά σκοτάδια» προβάλλουν πάντα στη χώρα μας, έτσι μας παρουσιάζονται και στα τραγούδια του. Όποιος έχει μείνει απρόσβλητος από το δηλητήριο της ξενοπληξίας, βρίσκει στη «Γαλήνη» του την τελείαν έκφραση της φυσιολατρείας ενός λαού θαλασσόχαρου από του Οδυσσέως την εποχήν έως σήμερα. Κι όταν είναι «κλειστά τα βλέφαρά» του ακόμη μπορεί να μαγνητίζεται ο Ποιητής με τα γοητευτικά Ινδάλματα της ελληνικής αιθριότητος. Η φωτοχαρά του τόπου μας, που μ’ ευγενικές συγκινήσεις ευφραίνει κάθε καλαίσθητον άνθρωπον, καθρεφτίζεται στους στίχους του κι αφήνει τις ανταύγειές της ακόμη κι όταν «θα βραδυάζη». Τα τελευταία τραγουδάκια του είναι λες βαρκούλες με κάτασπρα πανάκια ή σωστές «Αλκυονίδες» στη θάλασσα της ψυχής.
Το λεχτικό του Δροσίνη είναι λιγώτερο πλούσιο από του Παλαμά. Σπανιώτερα τα ωραία σύνθετα. Λίγες οι ασυνήθιστες λέξεις. Μα δεν είναι κατόρθωμα με τις πιο κοινές, τις πασίγνωστες λέξεις να πλάθη κανείς πρωτότυπη ποίηση ; Τι λεν όσοι θέλοντας να κρύψουν κάτω από τη λεξιθηρία την κενότητά τους, προβάλλουν αυτοσχέδιοι γλωσσοπλάστες και πλάθουν δικές τους λέξεις και παράγωγα ακαλαίσθητα, σύνθετα και δισύνθετα τερατώδη;
Η φράση του όχι πολύ πλουμιστή και παιχνιδιάρα. Καλοδεμένη όμως και στρογγυλή.
Ο στίχος του αρκετά πλαστικός, λιγώτερο όμως μουσικός από του Μαλακάση το στίχο κυρίως στα Μεσολογγίτικά του (ο Μπαταριάς κτλ.) Στις παλαιότερες συλλογές τραγουδιών του πολλές χασμωδίες χαλαρώνουν κι ασκημίζουν το στίχο του.
Τα μέτρα του πάρα πολλά. Η ρίμα του παντού προσεχτική.
Η γλώσσα του δημοτική, άλλα με κάποιες που και που, υποχωρήσεις στην καθαρεύουσα (λ. χ. ποιηταί, ήτον, πίστεως, πίστις, ερράντισε, καταχτηταί κτλ.). Στις γλωσσικές του πεποιθήσεις περισσότερο απ’ όσο πρέπει μετριοπαθής, κι άτολμος «απέχων» στάθηκε στον αγώνα του δημοτικισμού. Προς τη μικτή γλώσσα δείχνει όχι μικρή συμπάθεια….
Ποιητής της εποχής του, του τόπου του, της φυλής του.
Από τα πεζά του (Αγροτικαί επιστολαί, Τρεις ημέραι εν Τήνω, Διηγήματα και αναμνήσεις, Το βοτάνι της αγάπης, Διηγήματα των αγρών και της πόλεως, Ελληνική Χαλιμά ή παραμύθια, Έρση, Διηγήσεις αγωνιστού κτλ.) άλλα γραμμένα στην καθαρεύουσα, άλλα στη μικτή κι αλλά στη δημοτική, ξεχωρίζει το διήγημα «Αμαρυλλίς», πού έχει μεταφρασθή σε έξη ευρωπαϊκές γλώσσες. Στη βιβλιοθήκη των Ωφελίμων βιβλίων έχει τυπώσει πέντε βιβλία σε γλώσσα μικτή (Αι μέλισσαι, Το ψάρεμα, Οι τυφλοί, Ο κυνηγός, Αι Όρνιθες). Τεχνοκριτικά δεν έγραψε.
Επηρεασμένος στην τέχνη του από τους ξένους λιγώτερο άλλων συγχρόνων του. Κι όταν μεταφράζη ξένους, ξαίρει πάντα να διαλέγη εκείνα τα μέρη τους, που μας είναι αφομοιώσιμα και δεν παραλείπει το ξένο κρασί να μας το προσφέρη πάντα με ποτήρι δικό του, ελληνικό.