Η Έρση του Δροσίνη είναι ένας ύμνος στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την όμορφη φύση της υπαίθρου μας και την απόλυτη αγάπη. Όλο το έργο είναι γεμάτο με το αρχαίο πνεύμα, τη φιλοσοφία, τα όμορφα μαρμάρινα αγάλματα, τον πολιτισμικό μας πλούτο και τον πόνο για την αρπαγή του, από ανθρώπους διεφθαρμένους. Η φύση δεσπόζει. Ο Δροσίνης δε διαλέγει μια πόλη για σκηνικό του έργου του, αλλά ένα μικρό χωριό, γραφικό και χαριτωμένο. Ίσως, αυτό να το κάνει, επειδή οι πόλεις δεν είχαν ακόμη δημιουργήσει δική τους ζωή, ούτε δική τους φυσιογνωμία. Όσοι πήγαιναν να ζήσουν στις πόλεις, απλώς μετέφεραν εκεί τα ήθη και τους θεσμούς των ιδιαίτερων πατρίδων τους.
Ο Δροσίνης, καταφέρνει να παντρέψει, με άριστο τρόπο την αστική τάξη (Παύλος και Έρση) με τη λαϊκή τάξη του χωριού. Οι περισσότεροι άνθρωποι του χωριού είναι ευγενείς και καλόκαρδοι, λες και η επικοινωνία τους με τη φύση τους έχει εξευγενίσει και εξαγνίσει. Ο «έρωτας» του Δροσίνη είναι και αυτός εξιδανικευμένος. Είναι σαν μια επέκταση της λατρείας της ομορφιάς και όχι μια ανθρώπινη ανάγκη. Το πάθος απουσιάζει παντελώς, γιατί έχει αντικατασταθεί από υψηλά ιδανικά.
Έτσι, εξιδανικευμένη είναι και η γυναίκα, η οποία εκπροσωπεί το αρχαίο ελληνικό κάλλος. Η Έρση είναι μια καλλονή, με κατάμαυρα λαμπερά μαλλιά, λευκό δέρμα και ντυμένη πάντα με ποδήρεις λευκούς χιτώνες, απλούς αλλά που θυμίζουν τους χιτώνες που φορούσαν οι αθηναϊκές κόρες και οι Καρυάτιδες.
Η δημοτική γλώσσα γίνεται δυνατό εργαλείο στα χέρια του και τον βοηθάει να αποδώσει πειστικά τη γραφική εικόνα του χωριού, τους διαλόγους ανάμεσα σε ψαράδες και αστούς, και τη ζεστή φιλοξενία των κατοίκων του. Και όλα αυτά με μια απλότητα και μια φρεσκάδα που καταφέρνει να μας εντυπωσιάσει.
Το ύφος του είναι απαλλαγμένο από κάθε ρητορική και ψευτορομαντισμό. Προτιμάει ένα δρόμο πιο αληθινό, πιο φυσικό και πιο ελληνικό από αυτό των προγενεστέρων του. Επιλέγει να υμνήσει τα ταπεινά, τις λιόφωτες ραχούλες, τις ασπρισμένες αυλές, τους ηλιοκαμένους ψαράδες και όχι τις αρχόντισσες και τις ρήγισσες που δεσπόζουν στο έργο του Παλαμά.
Ενώ λοιπόν η πλοκή είναι αρκετά χαλαρή, σε όλο σχεδόν το μυθιστόρημα, το τέλος του βιβλίου μας επιφυλάσσει μια έκπληξη. Η «Μεγάλη Ιδέα» βρίσκεται μπροστά μας υπέρλαμπρη, να επισκιάζει τα πάντα. Βέβαια, βρισκόμαστε σε μια εποχή που το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας είναι ριζωμένο στην καρδιά του κάθε Έλληνα, και ο Δροσίνης φαίνεται να είναι θερμός οπαδός της.
Η Μεγάλη Ιδέα, στο τέλος του βιβλίου, μεταμορφώνει τους πάντες. Ο Παύλος, από αρχαιολόγος γίνεται Ηπειρώτης αγωνιστής, έτοιμος να θυσιαστεί για το όνειρο, τη Μεγάλη Ελλάδα. Τα μικρά όνειρα αντικαθιστούνται από αυτό της Ζωής και της Ανάστασης του Έθνους!