ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ Δ. ΜΠΙΣΚΙΝΗ ΠΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟ ΔΡΟΣΙΝΗ
ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΔΩΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ, ΑΝΙΨΙΑ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΜΠΙΣΚΙΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΙΣΚΙΝΗ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ 13
To πόνημα που έχουμε στα χέρια μας οφείλεται σε μια νέα πρωτοβουλία του Ιδρύματος Δροσίνη, που, υπό τη Διεύθυνση της κας Βαχάρη. συνεχίζει να προσφέρει στην καλλιτεχνική παραγωγή αυτού του τόπου. Αποτελεί έκδοση της συλλογής των επιστολών του ζωγράφου Δημήτρη Μπισκίνη προς τον Γεώργιο Δροσίνη. Οι επιστολές αυτές καλύπτουν μακρά χρονική περίοδο, από το 1916 μέχρι το 1943 και συγκεντρώνονται γύρω από συγκεκριμένες χρονιές και τόπους αποστολής.
Ο Δημήτρης Μπισκίνης γεννήθηκε το 1891 στη Πάτρα και σπούδασε στη Σχολή των Καλών Τεχνών.
Πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους και μετά το πέρας του πολέμου πήγε με υποτροφία στο Παρίσι, όπου φοίτησε στις Ακαδημίες Julienne και Chaumiere. Από το 1930 δίδαξε στην έδρα του προπαρασκευαστικού σχεδίου στην Σχολή Κα-λών Τεχνών. Διακόσμησε ποιητικές συλλογές των Γ. Δροσίνη και Κ. Παλαμά, και ο πρώτος ήταν ο ποιητής που τον συγκινούσε και τον ενέπνεε ιδιαίτερα και έτσι συνδέθηκε φιλικά μαζί του. περισσότερο από τον δεύτερο αλλά και τον Πολέμη στον οποίο στέλνει συχνά χαιρετισμούς μέσα από τις Επιστολές του στο Δροσίνη.
Το ίδιο κάνει άλλωστε και για τον εκδότη Ι. Γ. Σιδέρη [ο εκδότης π.χ. του «Το μοιρολόι της Όμορφης»] τον οποίο φαίνεται να εκτιμά περισσότερο από κάποιον με τον οποίο συνεργάζεται κανείς ξερά επαγγελματικά.
Ο Μπισκίνης υπήρξε ακαδημαϊκός καλλιτέχνης συνεχιστής της διδακτικής παράδοσης του Ιακωβίδη στη Σχολή Καλών Τεχνών και ένας εκ των κορυφαίων εκπροσώπων της νεοκλασσικής αντίληψης στην ελληνική Τέχνη του Μεσοπολέμου.
Δέχτηκε επιδράσεις κυρίως από τους Γερμανούς εκφραστές της αρ-νουβώ και σχεδίασε εκτός των άλλων και Γραμματόσημα και Μετάλλια.
Από την άλλη μεριά, ο ποιητής και πεζογράφος Γιώργος Δροσίνης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους και πρωταγωνιστές, μαζί με τον Κωστή Παλαμά και τον Νίκο Καμπά, της λεγόμενης Νέας Αθηναϊκής Σχολής, που αντιτάχθηκε με το έργο της στην καθαρεύουσα των Φαναριωτών και Ρομαντικών. Ήταν μια φυσιογνωμία με πίστη στη διαπαιδαγώγηση του λαού. ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας, Ακαδημαϊκός, υπεύθυνος διδακτικών και μορφωτικών εκδόσεων και γενικά φυσιογνωμία με ευρύτερη εθνική και κοινωνική δράση.
Είναι μια μορφή οικεία και δημοφιλής στο ευρύ κοινό και η παραγωγή του αποτελεί και σήμερα ένα σημείο αναφοράς, ενώ το Μουσείο Δροσίνη στη Βίλα «Αμαρυλλίς». στην Κηφισιά όπου έζησε ο λογοτέχνης αποτελεί και σήμερα δημοφιλή χώρο επίσκεψης των μαθητών των Σχολείων μας.
Είναι ίσως αυτή η φυσικότητα στην έκφραση και στη μορφολογική επεξεργασία της Τέχνης, χωρίς εξάρσεις στη μορφή και στο περιεχόμενο, που χαρακτήριζε την Τέχνη και των δύο ανδρών που τους έκανε τόσο φίλους για τόσα χρόνια.
Οι επιστολές, είκοσι πέντε τον αριθμό, ταξινομούνται χρονολογικά ως εξής: 1916. τρεις επιστολές σταλμένες από Κόρινθο. ί9ί9, μία επιστολή από Μασσαλία και τέσσερεις από το Παρίσι όπου σπούδασε ο Μπισκίνης. 1920 πέντε επιστολές από Παρίσι. 1922 τέσσερεις επιστολές από Παρίσι. 1923 τέσσερεις επιστολές από Παρίσι.
Τέλος, τέσσερεις επιστολές το 1942-43, από τη συνοικία Ζωγράφου, όπου ο Μπισκίνης είχε οργανώσει το ατελιέ του.
Η ανάγνωση των επιστολών αυτών είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η δομή των επιστολών αλλάζει με το χρόνο. Ακόμα και η προσφώνηση αρχίζει το 1916 με το τοπικό «Κύριε Δροσίνη» όπως αρμόζει τότε σ' ένα νέο 25χρονο που απευθύνεται σε ένα ήδη φτασμένο άνδρα 57 ετών. αλλά πολύ γρήγορα μετατρέπεται, το 1919. σε «Φίλε μου και δάσκαλε μου», και «Αγαπημένε Φίλε» το 1920. που δείχνει το βάθος των φιλικών αισθημάτων και σεβασμού που έτρεφαν ο ένας για τον άλλο. Η ανάγνωση μας ταξιδεύει στο πέρασμα της ζωής σχεδόν τριάντα χρόνων από τον 25άρη Μπισκίνη της Ελπίδας: [«Σήμερα το πρωί όμως - Τι χαρά μας! - έλαβα ειδοποίησιν από το Salon της Societe des Artistes Francais. ότι εκ των πέντε έργων μου εγένοντο δεκτά τα τέσσερα, θαύμα αυτό για ένα νέον και ξένον.... Είμαι γεμάτος χαρά γι’ αυτό!» [Επιστολή αρ. κατ. 2791. 20/04/1922], στον ταλαιπωρημένο πενηντάρη του 1943 [ο Μπισκίνης πέθανε το 1947] που ζεί ήδη με αναμνήσεις: «Αν οι φευγάτοι αγαπημένοι μας παίρνουν κάμποσο απ' τη δική μας ζωή μαζί τους. ωστόσο κι εμείς κρατούμε πολύ απ' τη δική τους ύπαρξη στη θύμισή μας», και, «Με πόση αγάπη γυρίζει κανείς στα περασμένα όταν τα τωρινά είναι θλιβερά κι άχαρα.... Ταξιδευτής ο νους μου αυτή την ώρα φεύγει, πετιέται στα χρόνια μου τα εφηβικά και συντροφευμένος στο έμπα της οδού Ασκληπιού, όπου οι ανθισμένες νερατζιές του κήπου του αντικρινού του Παλαμά τα παραθύρια, σκορπούσαν ολόγυρα το μεθυστικό το μύρο τους. Τότε όλο και προς τ'αυριανά αρμένιζε η σκέψη και ασυγκράτητη ήταν η καρδιά» [Επιστολή αρ. κατ. 2802 21/05/1943].
Ο ίδιος συναισθηματισμός, άλλοτε δημιουργικός άλλοτε όχι, που χαρακτηρίζει και τους σημερινούς νέους μας διαφαίνεται και τότε από τις Επιστολές, μια και ο Μπισκίνης γράφει στο Δροσίνη, το 1922. ότι παρά τους φόβους του τελευταίου για το ότι ο πρώτος γυρίζει από το Παρίσι στην Αθήνα, όμως: «Μου είναι αδύνατο να μείνω μακριά, όταν στενάζει απαρηγόρητα μια Μάννα μαυροφορεμένη. Με το δικό μου ερχομό θα λάβει ανακούφιση και παρηγοριά γιατί είμαι ο πιο χαϊδεμένος της....», [Επιστολή αρ. κατ. 2794. 23/06/1922]. Δηλαδή η θυσία προς χάρη της μητέρας του, όταν ίσως να είχε μια λαμπρότερη επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξη στο Παρίσι.
Όμως η γραφή των επιστολών δεν αυξάνει μόνο το συγκινησιακό και απαισιόδοξο επίπεδο καθώς προχωρά ο χρόνος, αλλά και τη λογοτεχνική αξία αυτών των επιστολών, όπως δείχνουν και τα παραπάνω αποσπάσματα. Είναι φανερό ότι ο Μπισκίνης εκτός από ζωγράφος ήξερε και να γράφει απροσποίητα, από καρδιάς, ποιητικά. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, και ασφαλώς δεν οφείλεται μόνο στο ότι διακοσμούσε εξώφυλλα λογοτεχνικών έργων, που ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «ποιητή ζωγράφο».
Μέσα στη διάρκεια των 25 χρόνων που καλύπτουν οι επιστολές Μπισκίνη το Έθνος και η Αθήνα υπέστησαν πολλά, και άλλαξαν πολύ. όπως εξακολουθούν να αλλάζουν και σήμερα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε το πέρασμα της Ιστορίας μέσα από τις επιστολές, ελλειπτικά, και ασφαλώς χωρίς να αποτελεί πρόθεση του συγγραφέα αυτές οι επιστολές να αποτελέσουν ιστορικά στοιχεία.
Έτσι μαθαίνουμε, από την επιστολή αρ. κατ. 2795, 09/01/ 1923, ότι αντιπρόσωπος μεγάλου αμερικανικού οίκου εκδόσεων χαρτονομισμάτων και γραμματοσήμων ανέθεσε στο Μπισκίνη την εκτέλεση δύο πρωτότυπων που θα εχρησίμευαν για την έκδοση γραμματοσήμων για τη Μικρασιατική Τραγωδία. Το γραμματόσημο αυτό είχε σκοπό να βοηθήσει το κράτος για τους δυστυχείς πρόσφυγες, «γιατί θα είχε με μια δραχμή επιπλέον της αρχικής του αξίας ακριβώς για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός». Πληροφορεί λοιπόν ο Μπισκίνης τον Δροσίνη ότι «Τα δύο πρωτότυπα εξετέλεσα μετά πάσης φιλοτιμίας καλλιτεχνικής και πατριωτικής δωρεάς, φωτογραφικά αντίτυπα των εστάλησαν εις την Κυβέρνησιν προ καιρού προς έγκρισιν. Ελπίζω να επιτύχει ο σκοπός».
Η αστικοποίηση της Αθήνας δεν αφήνει τον Μπισκίνη αδιάφορο: «Τον περασμένο χειμώνα, που πεζοπορώντας κατέβαινα από δω πάνω στο Πολυτεχνείο, περνούσα συχνά από κείνα τα μέρη που τα είδα άχαρα τώρα και αγνώριστα στον πυκνό συνοικισμό τριγύρω. Τα Χρυσόσπαρτα χωράφια τα πάτησε το γήπεδο ενός ποδοσφαίρου και βρώμικες ξύλινες μπαράκες πιάνουν τον τόπο όπου άλλοτε πρασίνιζε το βελούδο των χορταριών και τα πόδια του διαβάτη πατούσαν το ανθισμένο χαμομήλι. Τώρα το πελέκι του ξυλοκόπου κλάδεψε ή σώριασε καταγής τα ψηλά κυπαρίσσια που κάποτε τα ζωγράφισα!», [Επιστολή αρ. κατ. 2799, 15/11/1942].
Αλλά και η καταστροφή του Υμηττού [όπως σήμερα της Πεντέλης] περιγράφεται επίσης γλαφυρά: «Τώρα ο Υμηττός έχασε τα στολίδια του και μετά απόμεινε ένα θλιμμένο σταχτοβούνι γυμνό από τα πεύκα του και απ' τη χλόη του. Η φωτιά και το τσεκούρι τον ερήμαξε! Τι θλίψη!», [Επιστολή αρ. κατ. 2800, 22/01/1943].
Βρήκα την ανάγνωση των επιστολών αυτών εξαιρετική ανταμοιβή του λίγου χρόνου που απαιτείται για την προσεχτική ανάγνωση τους/Ηταν γοητευτική, μορφωτική, συγκινητική, πληροφοριακή και την συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όποιον θέλει ακόμα να διαβάζει «σελίδες μυρωμένες από την πνοή των Χαρίτων », όπως μας λέει ο Μπισκίνης για την «Άρση » του Δροσίνη, αλλά που μπορώ να πω κι εγώ για τις Επιστολές Μπισκίνη!
Καθ. Νίκος Μαρκάτος, DIC, Ph. D, FRSA
Πρόεδρος Σχολής Χημικών Μηχανικοί ΕΜΠ
Πρώην Πρύτανης ΕΜΠ