ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΛΟΥ – ΚΑΤΣΗ
Επίκουρη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών
«ΔΥΟ ΠΕΖΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ»
Είναι γνωστό, ότι ο Γ. Δροσίνης είναι εξίσου άνθρωπος της δράσης και του πνεύματος. Με την δεύτερη ιδιότητά του, αυτή του συγγραφέα δηλαδή, κινείται όχι μόνο στον τομέα της ποίησης αλλά υπηρετεί με επάρκεια και επιτυχία και το είδος της πεζογραφίας. Γράφει μάλιστα εναλλάξ διηγήματα και μυθιστορήματα. Αναφέρω κατά χρονολογική σειρά έκδοσης τα κυριότερα από αυτά: «Αγροτικαί Επιστολαί» 1882, «Αμαρυλλίς» 85, «Διηγήματα & Αναμνήσεις» 86, «Παιδικά Παραμύθια» 89, «Το Βοτάνι της Αγάπης» 1901, «Διηγήματα των αγρών και της πόλεως» 1904 και πολύ αργότερα το 1922 «Έρση». Επειδή στη παρούσα ομιλία δεν θα ασχοληθώ με όλα τα πεζά του, θα ήθελα να σταματήσω για λίγο στο έτος 1889, χρονιά έκδοσης δυο έργων, που απευθύνονται κυρίως σε παιδιά. Πρόκειται για τα «Παιδικά Παραμύθια», όπως είπα προηγουμένως, αλλά και για τις «Διηγήσεις Αγωνιστού», όπως θα δούμε στη συνέχεια. Για το πρώτο έργο θα αναφέρω ότι εμμέσως ο συγγραφέας του: δέχεται ότι τα παραμύθια αυτά, παρά τον χαρακτηρισμό τους ως παιδικά, απευθύνονται και σε μεγάλους, πράγμα το οποίο συμβαίνει ως γνωστό και στο αντίστοιχο έργο του μεγάλου Δανού παραμυθά Άντερσεν.
Για αυτά έχει επίσης παρατηρηθεί από την Αγγλίδα μεταφράστριά τους ότι είναι ξένα προς το μαγικό κόσμο, που είναι συνήθης και αναμενόμενος στο συγκεκριμένο είδος. Την άποψή του για το θέμα έχει διατυπώσει και ο ίδιος ο συγγραφέας ευθύς εξ αρχής στο έμμετρο προλογικό σημείωμά του, όπου υποστηρίζει ότι τα παραμύθια εσωκλείουν την αλήθεια, την οποία μπορεί να αποκαλύψει χωρίς μεγάλο κόπο ο κάθε αναγνώστης.
Σαν το σιτάρι σπέρνεται σ΄τον κόσμο η αλήθεια
Κι΄απ΄ τον καθάριο σπόρο της φυτρώνουν παραμύθια.
----------------------------------------------------------------------
Για τον μικρό τον κόπο του μεγάλο κέρδος μένει:
Όλη η αλήθεια που θα βρη σ΄τα ψέμματα κρυμμένη!
Να προσθέσω με την ευκαιρία ότι η σχέση του Δροσίνη με το συγκεκριμένο είδος είναι ευρύτερη, αφού περιλαμβάνει και τη μεταγενέστερη συλλογή και διασκευή παραμυθιών, που οδηγεί στην έκδοση της «Ελληνικής Χαλιμάς», σε δυο τόμους, 1921 και 1926. Το άλλο έργο που εκδόθηκε την ίδια χρονιά με τα «Παιδικά Παραμύθια» είναι ο «Μπάρμπα Δήμος», στην οικονομική δυσπραγία του οποίου αναφέρεται ο συγγραφέας στη σύντομη εισαγωγή του, προκειμένου καταγγείλει, όπως κάνουν και άλλοι τα χρόνια εκείνα, την αγνώμονα και ανάλγητη πολιτεία, που δεν ενδιαφέρεται για την οικονομική στήριξη και την ηθική υποστήριξη ανθρώπων που θυσιάστηκαν υπέρ αυτής. Την ίδια αδιαφορία βεβαίως αντιμετωπίζει κι άλλος ήρωας, που κατέστη μονόχειρας για τους ίδιους ακριβώς λόγους, δηλ. του τραυματισμού και του συνακόλουθου ακρωτηριασμού του, κατά τη φονική μάχη του Φαλήρου υπό τον Καραϊσκάκη. Πρόκειται για τον γέρο-Κωνσταντή, τον οποίο ο Δροσίνης συναντά στις Γούβες Εύβοιας. Στον Μπάρμπα-Δήμο, για να επανέλθω στο έργο τού 1889, ο ομώνυμος ήρωας παρουσιάζεται και αφηγείται διάφορα περιστατικά της Ελληνικής Επαναστάσεως στα οποία έλαβε μέρος. Ο στόχος του έργου, που απευθύνεται σε παιδιά της Δ΄ Δημοτικού, είναι ανάλογος με αυτόν, που θα αναλάβουν αργότερα κάποια περιοδικά, με την έκδοση των οποίων ο Δροσίνης θα επιδιώξει, σε στιγμές κρίσιμες για την πατρίδα, να τονώσει με ποικίλους τρόπους το εθνικό φρόνημα μεγάλων και μικρών-αναφέρομαι πρωτίστως στην «Εθνική Αγωγή» του 1898 μέχρι 1904-και να δείξει έμπρακτα ότι το όραμα πρέπει να παραμένει σταθερό, παρά τις αντιξοότητες που ενδέχεται να ανακύψουν-αναφέρομαι τώρα στο «Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος» του 1922, το οποίο κυκλοφόρησε σταθερά μέχρι το 1936, παρά την αιφνίδια δυσμενή μεταβολή των πραγμάτων.
Στο τέλος του πρώτου τόμου του δεκαπεντάτομου εκείνου ημερολογίου, ο συγγραφέας, προφητικά θα λέγαμε σε σχέση με την Μικρασιατική Καταστροφή που επακολούθησε, προβάλλει, δημοσιεύοντας κάποια ποιήματα από τις «Αλκυονίδες» του τη φράση-έμβλημα της ενότητας-:
«Και στη ζωή στους πιο βαρείς χειμώνες αλκυονίδες μέρες καρτερώ».
Κλείνω εδώ την παρένθεση και συνεχίζω την απαρίθμηση των πεζών του. Στη δεκαετία του 1940, θα γράψει τις αναμνήσεις του, τα γνωστά «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», ενώ θα συνεχίσει με είδη που έχει καλλιεργήσει και παλιότερα, αναφέρω το μυθιστόρημα «Ειρήνη» το 1945, τα διηγήματα το «Ανθισμένο Ξύλο», «Τρεις εικόνες» το 1948. Τα πρώτα έργα του, το επιστολικό δηλαδή αφήγημα με τον τίτλο «Αγροτικαί Επιστολαί» και τα μυθιστορήματα «Αμαρυλλίς» και το «Βοτάνι της Αγάπης» συνδέονται άμεσα με την περιοχή των Γουβών της Βόρειας Εύβοιας, όπου η οικογένεια του συγγραφέα διέθετε τον περίφημο «Πύργο των Γουβών». Το 1882, ο Δροσίνης επισκέφτηκε την περιοχή απ΄ότι φαίνεται όχι για πρώτη φορά και παρέμεινε εκεί με μεγάλη ευχαρίστηση για τρεις μήνες, μέσα Ιουνίου-μέσα Σεπτεμβρίου αποστέλλοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα επιστολές προς δημοσίευση στο περιοδικό «Εστία». «Οι Αγροτικές Επιστολές» προέκυψαν από τη συναγωγή και την επεξεργασία των κειμένων αυτών, γεγονός που είχε ως συνέπεια ελάχιστες αφαιρέσεις, αλλά πολλές προσθήκες και μάλιστα τεσσάρων επιπλέον κεφαλαίων επιστολών. Με τον τρόπο αυτό, οι οκτώ επιστολές έγιναν δώδεκα και όλες μαζί εκδόθηκαν αυτοτελώς σε τόμο, στο τέλος της ίδιας χρονιάς. Με την πρώτη γραφή, ο συγγραφέας αποκαλύπτει στο αστικό και εξευρωπαϊσμένο κοινό των Αθηνών και όχι μόνο, την ελληνική ύπαιθρο προς την οποία είχαν στραφεί τότε πολλοί δημιουργοί, υπακούοντας στην προτροπή του Νικολάου Πολίτη και καθιστά γνωστό στους Ευρωπαίους τον «άγνωστο εσωτερικό βίο των Ελλήνων», όπως γράφει ένας από αυτούς, ο μεταφραστής του έργου στα γερμανικά August Bolz. Με τη δεύτερη γραφή, την αυτοτελή δηλαδή έκδοση των επιστολών, ο Δροσίνης προέβαλε την δική του Αρκαδία, την επίγεια Εδέμ, που βρήκε στη δασώδη περιοχή των Γουβών, και στη φυσική και ανεπιτήδευτη ομορφιά του χωριού. Τον σύνδεσμό του με την συγκεκριμένη περιοχή αποδεικνύουν εκτός από τα μυθιστορήματα και αρκετές ποιητικές συλλογές «Τα ειδύλλια», «Θα βραδιάζη», «Το μοιρολόι της Όμορφης».
Μελετητές του έργου του σημειώνουν ότι τα πεζά λογοτεχνήματα του Δροσίνη πάνε παράλληλα με τα ποιητικά, γιατί βγαίνουν από το ίδιο υπέδαφος.
Οι Γούβες είναι για τον Δροσίνη κάτι ανάλογο με τη Σκιάθο για τον Παπαδιαμάντη. Τη σχέση αυτή έχει εξάλλου ομολογήσει και ο ίδιος στις αναμνήσεις του, όταν σε ηλικία, που του επέτρεπε πια όχι μόνο να αναπολεί, αλλά και να ανακεφαλαιώνει, γράφει:
«Βρήκα πολλά ωραία κι΄αλλού στης ζωής μου το μακρύ δρόμο. Αλλά το Ωραίο δεν το βρήκα πουθενά. Κι η νοσταλγία μου αγιάτρευτη μ΄έκανε να γυρίσω πίσω, ύστερα από σαράντα χρόνια, με τα τραγούδια τού θα βραδιάζη, όταν φαντάσθηκα πως βρήκα την άξια συντρόφισσα για το γυρισμό.
Κι ως την ώρα αυτή, που σκυμμένος στο χαρτί μου γράφω, βαρύς από τα χρόνια στο κατηφόρισμα της ζωής, το λέω αποφασιστικά: Αν, καθώς στο γέρο Φάουστ, παρουσιάζουνταν μπροστά μου ο Μεφιστοφελής και με ρωτούσε σαν τι θέλω να μου δώση πληρωμή για να του πουλήσω την ψυχή μου, θα του έλεγα χωρίς δισταγμό: - Κάνε με πάλι δεκαοκτώ χρόνων παλικάρι και πήγαινέ με στον Πύργο των Γουβών, όπως ήταν κι΄αυτός και τα περίγυρά του, όταν πρωτοπήγα εκεί».
Στην «Αμαρυλλίδα», παρακολουθούμε την απροσδόκητα ευτυχή κατάληξη που έχει ο έρωτας του Στέφανου προς την κόρη του κου Αναστασίου, εμπόρου από την Μασσαλία, που διέμενε για ένα εξάμηνο κάθε χρόνο σε κάποιο απομακρυσμένο ελληνικό χωριό, όπου είχε αγοράσει ένα μεγάλο κτήμα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την ευρύτερη περιοχή των Γουβών. Ο κύριος Αναστάσης είναι ο Ελβετός Βίλδ, στη θέση δε της κόρης του είναι κάποια κόρη της Αττικής, όπως γράφει στις αναμνήσεις του ο συγγραφέας. Η εξιστόρηση αρχίζει από το μέσον με την συνάντηση του νεαρού νομομαθούς με τον φίλο του, μετά την επιστροφή του πρώτου από το κτήμα του θείου του, που βρίσκεται στη ίδια περιοχή, με αυτό του ξένου εμπόρου. Μολονότι θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς σχέση του έργου με το αρχαίο ή με το βυζαντινό μυθιστόρημα, ιδιαίτερα με τον Λύβιστρο και τη Ροδάμνη, όσον αφορά τον τρόπο αφήγησης in Medias Ree και στη σύναξη επιστολών, εντούτοις, ο Δροσίνης κρατά την θέση του τίτλου μόνο για την ηρωίδα του, η οποία φέρει το πλαστό όνομα «Αμαρυλλίς», που ο Στέφανος επέλεξε να της δώσει.
«Το Βοτάνι της Αγάπης» γράφτηκε στη Λειψία και πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες, στην «Εστία» του 1888. Ο Δροσίνης αναφέρει το βοτάνι αυτό και στις Αγροτικές Επιστολές, όπου, σύμφωνα με «διήγηση γέροντος χωρικού», μια γριούλα γνωστική το προμήθευσε στη δύστυχη Τασώ, αποδείχθηκε όμως τότε ανενεργό για την περίπτωση του άπιστου Μήτρου. και στο μυθιστόρημα όμως συμβαίνει κάτι που ξεπερνά τις προσδοκίες των αναγνωστών, «υπάρχει εύρημα», όπως διαπιστώνει με ενθουσιασμό ο Τέλος Άγρας, και το εύρημα αυτό είναι η γόησσα-γοητευμένη, η Τσιγγάνα που πουλεί το βοτάνι της αγάπης, μαγεύεται η ίδια από εκείνον και, συνεχίζει ο Τέλος Άγρας με την επισήμανση ότι «εις το αγροτικό αυτό μυθιστόρημα η ηρωίδα διαφέρει αισθητά από την προηγηθείσα «Αμαρυλλίδα»».
«Όλως διόλου αντίθετη από την συμβατική Αμαρυλλίδα», γράφει, «η Ζεμφύρα παρουσιάζεται ο βίαιος τύπος της μεσημβρινής γυναίκας. Αγαπά με πάθος, το διαλαλεί αντί να το κρύβει».
Τέλος, το μυθιστόρημα του 1922 μολονότι αναφέρεται στον έρωτα των δύο πρωταγωνιστών, του Παύλου και της Έρσης, δεν τιτλοφορείται με τα ονόματα των βασικών ηρώων του, όπως συμβαίνει στο Αρχαιοελληνικό και Βυζαντινό μυθιστόρημα, λόγιο ή δημώδες, το σημειώσαμε στην περίπτωση της Αμαρυλλίδας αλλά ο συγγραφέας, γοητευμένος από το χαρακτήρα και την ομορφιά της ηρωίδας θέτει σε δεύτερη μοίρα την αποτύπωση του καθόλα υπέροχου χαρακτήρα του Παύλου και προβάλλει την Έρση. Φροντίζει μάλιστα να ενημερώσει κάθε ενδιαφερόμενο ότι το όνομά της είναι όχι μόνο ελληνικό αλλά και αθηναϊκό, αφού έτσι αποκαλούνταν μια από τις τρεις κόρες του Κέκρωπος, του πρώτου βασιλιά της Αθήνας.
Για εξοικονόμηση χρόνου, θα περάσω κατευθείαν στις παρατηρήσεις μου πάνω στο έργο. Τα γεγονότα διαδραματίζονται την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1912, Μάιο με Σεπτέμβριο, σ΄ένα απροσδιόριστο νησί του Αιγαίου και πιο συγκεκριμένα των Κυκλάδων, όπως μπορούμε να εικάσουμε από τα συμφραζόμενα, όπου για ποικίλους λόγους αναφέρονται τα νησιά Σίφνος και Μήλος, τα Γιούρα, η Κύθνος, (τα Θερμιά, όπως τα αποκαλούσαν οι ντόπιοι προφανώς, λόγω των ιαματικών λουτρών που διαθέτουν) και εμμέσως η Σύρος. Η επιλογή των Κυκλάδων ως χώρου δράσης πρέπει να οφείλεται, εκτός των άλλων, στο μόνιμο ενδιαφέρον του συγγραφέα για την αρχαιολογική έρευνα σε συνδυασμό με τις ανασκαφές που διενήργησε τότε ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας στη Μήλο και σε άλλα Κυκλαδίτικα νησιά. Ο ίδιος, όμως, ο συγγραφέας αναφερόμενος πολύ αργότερα στο μυθιστόρημα γράφει στις αναμνήσεις του ότι πρόσωπα και πράγματα είναι μεν σε μεγάλο βαθμό πραγματικά και ως τέτοια αναγνωρίστηκαν από πολλούς, συνδέονται δε με οικείους του τόπους, όπως είναι το Χορευτό Τσαγκαράδας και οι αλησμόνητες Γούβες της Βόρειας Εύβοιας. Φανταστικό είναι μόνο το νησί της Ερηνιώς, η Ερημόνησος, η Νήσος των Ερινύων κατά τους επιστήμονες, το νησάκι της Ερηνιώς ή της Αγίας Ειρήνης κατά τον λαό. Είπαν ότι φιλολογικά σχετίζεται άμεσα με την ποιητική συλλογή «Θα Βραδυάζη» του 1922, όπου σε αυτό είναι σαφής ο χαρακτήρας της ποιητικής πεζογραφίας, παράλληλα όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε πως είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι μολονότι το έργο εκδίδεται την ίδια χρονιά με την εν λόγω συλλογή, διαφοροποιείται πλήρως από αυτήν ως προς την τοπογραφία. Γούβες εκεί Χορευτό εδώ και μάλιστα είναι το μοναδικό της προ του 1940 παραγωγής στο οποίο συμβαίνει αυτό. Από το άλλο μέρος, υπάρχουν στο έργο κάποια χαρακτηριστικά που έλκουν την καταγωγή τους από το πρώτο ήδη πεζό του Δροσίνη, τις «Αγροτικές Επιστολές» δηλαδή, και αυτά είτε αποτελούν γνωρίσματα του λογοτεχνικού ρεύματος του ρεαλισμού το λογοτεχνικό έργο οφείλει να στηρίζεται στην εκ του σύνεγγυς σπουδή είτε απορρέουν από την ιδεολογική στάση του συγγραφέα απέναντι στην κλασσική αρχαιότητα. Οι ανασκαφές για παράδειγμα που γίνονται στη περιοχή των Γουβών το 1882 είναι ένα από τα θέματα, που θίγονται στο επιστολικό εκείνο έργο, ενώ τώρα το ενδιαφέρον για την αρχαιολογία μετατοπίζεται στο κέντρο του έργου, αφού ο Παύλος Ροδανός, ο ήρωας, είναι αρχαιολόγος και το ταξίδι του στο νησί συνδέεται άμεσα με την επίλυση προβλημάτων τέτοιας φύσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, σημειώνει εύστοχα ο Παλαμάς, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την ποίηση της αρχαιολογίας, ενώ στην περίπτωση του «Αρχαιολόγου» τού Καρκαβίτσα έχουμε την σάτυρά της. Θα μπορούσε ακόμη να παρατηρήσει κανείς, ότι ενώ η υπόθεση τοποθετείται στο 1912 το μυθιστόρημα κυκλοφορεί στα μέσα του 1922 και το εθνικό παραλήρημα του Παύλου στο τέλος του έργου, όταν καλείται και αυτός σε επιστράτευση για την δημιουργία μιας μεγάλης Ελλάδας, δεν μπορεί παρά να συνδέεται με το όραμα, στο οποίο στηρίχθηκε τότε και η έκδοση του ομώνυμου ημερολογίου, όπως αναφέραμε παρά πάνω. Θα ολοκληρώσω την αναφορά μου στο έργο υπενθυμίζοντάς σας ότι το μυθιστόρημα αυτό απετέλεσε το κείμενο-πρότυπο για να συνθέσει ο Γαβριήλ Πετζίκης το δικό του μυθιστόρημα της κας Έρσης το 1966, όπως είπε και ο κος Βαγενάς και να αναμετρηθεί έτσι με τις προδιαγραφές και τους κανόνες του συγκεκριμένου είδους, όπως σημειώνουν οι μελετητές του.
Θα τελειώσω την σύντομη εκ των πραγμάτων αναφορά μου στον πεζογράφο Γεώργιο Δροσίνη με μια θεωρητική του τοποθέτηση, που νομίζω, ότι επαληθεύεται από το σύνολο του έργου του. Την άποψη αυτή κατέθεσε ο συγγραφέας σε ανταπόκρισή του από τη Γερμανία το 1887, όταν παρουσίασε για τους αναγνώστες της «Εστίας» τον «πλανόμενο Ολλανδό» (γνωστός ως περιπλανόμενος) του Βάγκνερ, μουσικό δράμα που είχε παρακολουθήσει τότε στη Λειψία. Με την θέση του αυτή πιστεύω ότι θέλησε να τοποθετηθεί στο βασικό πρόβλημα που απασχόλησε μια δεκαετία νωρίτερα δυο λογίους και λογοτέχνες, κατά την φιλολογική διαμάχη του 1877, αν δηλαδή ο συγγραφέας είναι το στόμα των μουσών, όπως περίπου υποστήριζε ο Άγγελος Βλάχος ή αν αποτελεί κάτοπτρο της κοινωνίας, όπως ισχυριζόταν ο Εμμανουήλ Ροϊδης:
Γράφει ο Δροσίνης: «Είναι γνωστόν ότι τα έργα της τέχνης ούδ΄εκ τύχης γεννώνται τοιαύτα ή τοιαύτα, ούδ΄εκ της ελευθέρας βουλήσεως του τεχνίτου. Αλλά προέρχεται ήτε σύλληψις και εκτέλεσης αυτών αφ΄ενός μεν εκ της επιδράσεως του εξωτερικού κόσμου επί της προσωπικότητος του καλλιτέχνου, αφ΄ετέρου δ΄εκ της αντιδράσεως της προσωπικότητος αυτού προς τον εξωτερικόν κόσμον.
Δύναταί τις να παρομοιάση τον καλλιτέχνην προς έγχορδον όργανον. Η φωνή, ο ήχος ενοικούσιν εν τω κοίλω ξύλω, αλλά δεν δύνανται να εξέλθωσιν εξ αυτού, αν δεν εγγίσωσιν οι δάκτυλοι τας χορδάς. Η ψυχή του καλλιτέχνου δύναται να μένη πλήρης αλλά βωβή εφ΄όσον δεν επιδρώσιν εξωτερικά αίτια.»
Για τον λογοτέχνη Γεώργιο Δροσίνη τα εξωτερικά αίτια, που ως δάκτυλοι έψαχναν τις χορδές του εγχόρδου οργάνου και διήγειραν την καλλιτεχνική του προσωπικότητα, ήταν το πνεύμα του καιρού και του τόπου του. Ήταν δηλαδή η ελληνική Ύπαιθρος με την φυσική της ομορφιά και τους απλοϊκούς χωρικούς και η έγνοια για την διαχείριση της βαριάς κληρονομιάς, αρχαίας και μεσαιωνικής, την κρίσιμη εκείνη περίοδο, που το νέο κράτος αγωνιζόταν ακόμα για να ορίσει τα σύνορά του και να προσδιορίσει την πολιτιστική του ταυτότητα.