ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΤΣ ΜΗΤΣΗΣ
Συγγραφέας
«Γεώργιος δροσινησ
Ο πραγματικοσ καβαλαρησ
του ασπρου αλογου»
Ο Γεώργιος Δροσίνης, ο ταπεινός, ο άρχοντας, ο προσγειωμένος στην πραγματικότητα, στη δόξα του, η οποία τον κρατάει στα χέρια της, τον έχει αγκαλιασμένο και πορεύονται.
Τον ταξιδεύει με το άλογό της, το άσπρο, το λευκό της άλογο, το κατάλευκο με το χρυσό άρμα του Φαέθοντα, φορτωμένο με το πολύτιμο, βαρύ και χιλιάκριβο φορτίο. Τη γνώση, το έργο και την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα, την παιδεία, την κοινωνία, τον πολιτισμό, με τις ηθικές αρχές και αξίες του, που τον καθιστούν τον πραγματικό καβαλάρη του άσπρου αλόγου.
Ο Γεώργιος Δροσίνης με το απαλό και μοναδικό μολύβι του, αθόρυβα, το πικρό το έκανε ανθό, λουλούδι. Ύμνος έγινε, τον πήραν τα πουλιά, οι όμορφες καρδερίνες, τα αηδόνια και τον τραγουδάνε.
Κάθε κορίτσι όμορφο, κάθε νέος οραματίζεται τον ανθό του Γεωργίου Δροσίνη και κάθε ηλικιωμένος, θηλυκός ή αρσενικός, σε όποια ηλικία και αν βαδίζει, αντάμα, μαζί με τα κοράσια τραγουδάει, τραγουδάνε αγκαλιασμένοι το δικό τους όνειρο.
Αληθινό, σκάρτο είναι, καμιά πίκρα δεν είναι ικανή να διώξει το όνειρο, τον ανθό, το λουλούδι, το μεγαλείο, τον ύμνο του Γεωργίου Δροσίνη.
Ο Γεώργιος Δροσίνης δεν κάλπαζε, δεν του άρεσε το τρέξιμο και το φανταχτερό, το οποίο είναι μόνο θέαμα για να βλέπουν τα μάτια και να μη μπορεί κανείς να το αγγίξει. Και αν το καταφέρει κάποιος να το πιάσει και τότε να μην έχει την ευχέρεια ή και τη δύναμη να το συγκρατήσει.
Ο Γεώργιος Δροσίνης το μικρό, το ταπεινό το μεγάλωνε, το θέριευε, αλλά το 'κάνε προσιτό, αγαπητό και ωφέλιμο στον κάθε απλό πολίτη, σε κάθε άτομο με ανησυχίες, με ηθικές αρχές και αξίες, όπως ήταν και οι δικές του.
Ο ποιητής περπατούσε αργά, σταθερά, πατούσε γερά, στέρεα, δεν παραπατούσε, περπατούσε!
Ο Γεώργιος Δροσίνης, όταν κουραζόταν δεν ξάπλωνε σε αναπαυτικούς καναπέδες, ούτε καθόταν σε αφράτες και βαθουλές πολυθρόνες να ξεκουραστεί, αλλά όταν κουραζόταν ακουμπούσε το αδύναμο και ταλαιπωρημένο κορμί του σε ένα δεντράκι και το δεντράκι, ό,τι δέντρο και αν ήταν, μέσα στη χειμωνιά έβγαζε λουλούδια, άνθιζε, στεφάνι γινότανε στα ολόλευκα μαλλιά του.
Μόνο όταν τα πόδια του δεν τον κρατούσαν, τότε ο Γεώργιος Δροσίνης καθόταν σε μια απλή καλαμένια πολυθρόνα, να αγγίζει, να χαϊδεύει το ταπεινό,το αγνό της φύσης, να απομακρύνει κάθε κακό και ανώφελο, να απαλύνει η ψυχή του, να ομορφαίνει η ζωή, για να παίρνει κουράγιο και δύναμη για να μπορεί να συνεχίζει.
Και ο κακός βοριάς και εκείνος ακόμη προστάτευε τα άνθια και τα λουλούδια του Γεωργίου Δροσίνη. Δεν τα έκαιγε με την παγωνιά του όπως κάθε άλλο λουλούδι, γιατί και ο βοριάς σεβόταν και θαύμαζε τον ποιητή, τον θεωρούσε φίλο του, γινόταν συνοδός στα ταξίδια και τον πρόσεχε, τον προστάτευε από τις κακές και σκληρές διαθέσεις της οργισμένης φύσης. Τον βοηθούσε να διασχίζει και να περισυλλέγει τα όνειρα και τα οράματα στην απέραντη άσπρη, λευκή, κατάλευκη και παγωμένη ομορφιά του χειμώνα.
Άσπρη σαν την ψυχή του, λευκή, καθάρια σαν την καρδιά και τις ιδέες του.
Ήμουν άτυχος που δεν πρόφτασα να γνωρίσω από κοντά τον Γεώργιο Δροσίνη. Όμως, δεν μου είναι άγνωστα τα χαρίσματα και οι αξίες του. Στάθηκα τυχερός και τις γνώρισα από τις περιγραφές και τις διηγήσεις του Κώστα Δημητριάδη, του Αθηναιογράφου, ο οποίος υπήρξε φίλος του και δικός μου.
Όπως μου έλεγε ο Δημητριάδης, τακτικά έσμιγαν στην Κηφισιά και στο Κολωνάκι, στο καφενείο στη Δεξαμενή και τα λέγανε. Όπου εκεί τού είχε φιλοτεχνήσει το σκίτσο του,το οποίο σήμερα από προσφορά μου βρίσκεται στο Μουσείο Γεώργιος Δροσίνης στην Κηφισιά.
Ο Κώστας Δημητριάδης, ο Αθηναιογράφος σαν καλλιτέχνης, όπως κάθε καλλιτέχνης της εποχής εκείνης ήταν πνευματώδης και ρομαντικός άνθρωπος, δεν εκτίμησε μόνο και αγκάλιασε το αγνό, το πρωτόγνωρο, πολύπλευρο, αξιόλογο έργο του Γεωργίου Δροσίνη αλλά το είχε ερωτευθεί. Σε βαθμό μάλιστα, που έγινε αντίζηλός του. Έτρεφε και εκείνος ιδιαίτερα αισθήματα στην αγαπημένη του ποιητή. Είχε ερωτευθεί παράφορα και αυτός την ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ.
Κι αν σήμερα, έλεγε ο Κώστας Δημητριάδης, βρεθεί κάποιος που διάβασε ή και που θα διαβάσει την ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ και μας πει ότι δεν την ερωτεύθηκε θα είναι ανακόλουθος του εαυτού του.
Όμως για τον εαυτό μου δεν το ξέρω, δε γνωρίζω αν είμαι και πόσο είμαι, αν είμαι ερωτευμένος με την ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ του.
Πάντως, είτε είμαι ή και αν δεν είμαι ερωτευμένος με αυτήν, η τύχη το 'φέρε, στη μοίρα μου είναι γραμμένο και μέρα νύχτα, αντάμα βρίσκομαι,κοιμάμαι ξυπνάω με την ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ. Δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, ζω στην οδό Αμαρυλλίδος 3, στη Βουλιαγμένη!
Νουνός και κουμπάρος της οδού Αμαρυλλίδος υπήρξε ο Κώστας Δημητριάδης, ο Αθηναιογράφος και στην αυλή του σπιτιού μου ανθίζουν αμυγδαλιές, αναθρεμμένες από τον Κώστα Δημητριάδη, τον Αθηναιογράφο, όπου και ο Γεώργιος Δροσίνης είχε χαρεί τα λουλούδια και είχε γευτεί τον καρπό τους, όταν η Κηφισιά ήταν εξοχή και η Βουλιαγμένη είχε μικρές και όμορφες παραγκούλες μέσα σε κήπους. Και στις γλάστρες, στο μπαλκόνι του σπιτιού μου, ανθίζουν Αμαρυλλίδες, φυτεμένες από εμένα και τη σύντροφό μου.
Σύμπτωση είναι,ή κάτι άλλο μας οδήγησε;
Πάντως, ό,τι και να ισχύει, ο Δροσίνης, με τα έργα του, όλους μας εμπνέει.
Ο Γεώργιος Δροσίνης είναι εθνικό πατριωτικό κεφάλαιο.
Είναι ένα πνευματικό ορόσημο.
Είναι φάρος πολιτισμού.
Είναι ένας φάρος ελληνισμού.
Είναι η δάδα που δε σβήνει.