ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΦΑΝΗ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
M.A. (W. Giorgia USA)
«ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ ΒΥΡΩΝ»
Είναι κάμποσα χρόνια που οι ασχολούμενοι σοβαρά με την ελληνική ποίηση: μελετητές, κριτικοί, καθηγητές (Μέσης και Ανωτάτης Εκπαίδευσης), υποψήφιοι διδάκτορες και διδάκτορες (εν ενεργεία και επίτιμοι ) έχουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πάψει να διαβάζουν και να μελετούν την παραδοσιακή μας ποίηση με την απατηλή εντύπωση ότι στην ποιητική αυτή περίοδο της λογοτεχνίας μας τα πάντα έχουν ερευνηθεί και μελετηθεί και, επομένως, οι ποιητές αυτοί δεν παρουσιάζουν κανένα φιλολογικό ενδιαφέρον για το σημερινό μελετητή ή αναγνώστη. Και το χειρότερο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι οι περισσότεροι, με αυτή την εσφαλμένη εντύπωση δεν τους έχουν διαβάσει καθόλου. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι γι' αυτούς τους ανθρώπους η νεοελληνική ποίηση αρχίζει, με εξαίρεση τον Καβάφη, αν όχι και τον Καρυωτάκη, με τη μεγάλη και ένδοξη γενιά του '30. Γι' αυτό μπορούμε να πούμε σήμερα ότι, ενώ κάποτε οι ποιητές ήταν κάτω από τη βαριά σκιά του Παλαμά, τώρα, θέλουν δεν θέλουν, είναι κάτω από τη βαριά σκιά των Νόμπελ της λογοτεχνίας μας. Και το λέω αυτό, μολονότι σήμερα ακούγονται μερικές φωνές που έχουν αρχίσει να αμφισβητούν αυτό το καθεστώς και προσπαθούν να το ανατρέψουν.
Αφορμή για να πω δύο λόγια, για τους τελείως σήμερα ξεχασμένους παραδοσιακούς ποιητές και την αρνητική στάση των ερευνητών της ποίησης απέναντι στο έργο τους, στάθηκε το παρόν σημείωμα για τον ποιητή Γεώργιο Δροσίνη ( 1859-1951), του οποίου η ποίηση, αν και ανήκει σε αυτή που τη χαρακτηρίζουμε σήμερα ως παραδοσιακή, ήταν κάτι καινούργιο και πρωτοποριακό, όταν η λογοτεχνία μας πέρασε από την πεισιθάνατη Αθηναϊκή Σχολή του ελληνικού Ρομαντισμού στη νέα γενιά του 1980 και στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Επομένως, ο Δροσίνης δεν πρέπει να θεωρείται σήμερα ένας απλός παραδοσιακός ποιητής, ανάμεσα σε τόσους άλλους, όπως δυστυχώς θεωρείται από πολλούς, αλλά ένας ποιητής που, όταν πρωτοεμφανίστηκε, έφερε μια σημαντική αλλαγή στη λογοτεχνία μας. Και λέγοντας αυτά δεν θέλω να πω ότι επισημαίνω κάτι καινούργιο. Απλώς τα υπενθυμίζω γιατί αρκετοί τα έχουν ξεχάσει.
Στα χρόνια που κύλησαν, μέσα στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και λίγο μετά το θάνατό του, ο Δροσίνης ήταν στα σχολικά βιβλία ( εμείς οι παλαιοί των ημερών που προλάβαμε τα βιβλία αυτά το ξέρουμε καλά ) ο αγαπημένος ποιητής των μαθητών, ο ποιητής που με τον ειδυλλιακό και πατριδολατρικό λυρισμό του τραγούδησε τη γλυκιά Ελλάδα και όχι τη μεγάλη, όπως ο φίλος του ο Παλαμάς, τραγούδησε την ελληνική φύση, τον έρωτα και την καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων της υπαίθρου, και ας ήταν γέννημα θρέμμα της ελληνικής πρωτεύουσας. Και αυτό δεν ήταν κάτι που του ξέφυγε από την αντίληψή του, γιατί το είπε και με στίχους ο ίδιος στο συνοδοιπόρο φίλο του:
Εσύ το Ωραίο μεσ' στα μεγάλα ζήτησες
Κ' εγώ στα ταπεινά κι απορριμμένα.
Αν υπάρχει τώρα κάτι που δεν έχουμε προσέξει όσο πρέπει σ' αυτόν τον ποιητή, επειδή η ποίησή του διαβάζεται απρόσκοπτα και ευχάριστα, είναι η πλατιά παιδεία που τον χαρακτήριζε. Μια ματιά στη βιβλιοθήκη του, όπου υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός από ξενόγλωσσα βιβλία και περιοδικά, αρκεί για να καταλάβει κανείς το εύρος των γνώσεών του, και μάλιστα σε μια εποχή, όπου το σκοτάδι του αναλφαβητισμού σκέπαζε τη μισή Ελλάδα. Γι' αυτό λοιπόν δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι στην ποίησή του, όσο και αν θεωρείται σήμερα απλή και κατανοητή, υπάρχουν περιπτώσεις που ο αναγνώστης πρέπει να έχει τον ίδιο πνευματικό εξοπλισμό με τον Ποιητή, για να συλλάβει στη σκέψη του αυτό που υπονοεί ο στίχος του ή το ποίημά του. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε σε ένα ωραίο σονέτο που έγραψε ο Δροσίνης για το θάνατο του λόρδου Βύρωνα. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
Το 1924 συμπληρώνονταν εκατό χρόνια από το θάνατο του λόρδου Βύρωνα. Ο εκδοτικός οίκος Ι. Ν. Σιδέρη για την επέτειο αυτή κυκλοφόρησε τότε ένα βιβλίο με τίτλο «Ελλάς και Βύρων 1824-1924» και με υπότιτλο «Αναμνηστικόν απάνθισμα διά την εκατονταετηρίδα του θανάτου τού ποιητού». Στις εκατό σελίδες αυτού του βιβλίου περιλαμβάνονται μεταφρασμένα αποσπάσματα από το corpus του έργου του που σχετίζονται με την Ελλάδα, διάφορα κείμενα (πρωτότυπα ή σε μετάφραση), που αναφέρονται στη ζωή και το θάνατο του φιλέλληνα Ποιητή και, τέλος, ποιήματα Ελλήνων ποιητών, εμπνευσμένα από τη ζωή και το θάνατο του ποιητή στο Μεσολόγγι. Πρέπει να πω ακόμη ότι η επετειακή αυτή έκδοση εμπλουτίζεται και με σπάνιες γκραβούρες και φωτογραφίες. Από την πνευματική αυτή πανδαισία θα παραθέσω μόνο τα ονόματα των Ελλήνων ποιητών και τους τίτλους των ποιημάτων, για να περάσω, στη συνέχεια, στο θέμα του παρόντος σημειώματος. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου που επιγράφεται Η ελληνική ποίησις διά τον Βύρωνα η σειρά των ποιημάτων είναι η εξής:
Ποίημα επικήδειον εις Βύρωνα
Εις τον θάνατον του Λορδ Μπάυρον
Η Βρεττανική Μούσα
Εις τον Βύρωνα
Επίγραμμα
Ο φοίνιξ του Μεσολογγίου
Ο Πήγασος
Μπάϋρον
Childe Harold
Το άγαλμα του Μπάϋρον
Ο θάνατος του Κύκνου
(Φίλιππος Ιωάννου )
(Δ. Σολωμός)
(Ανδρέας Κάλβος )
(Αλέξανδρος Σούτσος)
(Ιωάννης Πολέμης)
(Αχιλλεύς Παράσχος)
( Κωστής Παλαμάς)
(Μ. Μαλακάσης)
(Ι. Γρυπάρης)
(Ι. Βλαχογιάννης)
(Γεώργιος Δροσίνης).
Από τα έντεκα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην επετειακή αυτή έκδοση του 1924, μόνο τα σονέτα του Δροσίνη και του Γρυπάρη παραπέμπουν στην ποίηση του Λόρδου Βύρωνα. Στου Γρυπάρη το σονέτο μόνο ο τίτλος του. Το ποίημα αυτό αναφέρεται στο θάνατο του φιλέλληνα ποιητή και συγκεκριμένα στη νεκροφόρα βάρκα, καθώς πλέει στα νερά του Μεσολογγίου. Εξάλλου, ο Γρυπάρης, με το μότο που παραθέτει κάτω από τον τίτλο του σονέτου, θέλει να δείξει ότι πηγή έμπνευσης για το ποίημα αυτό στάθηκε ο στίχος του Γερμανού ποιητή Ερρίκου Χάινε (1797- 1856 ) «Eine starke schwarze barke» (μια γερή πένθιμη βάρκα), του οποίου το νόημα σχετίζεται με το θέμα του σονέτου. Ο τίτλος «Childe Harold» μπήκε στο σονέτο, επειδή ο ομώνυμος ήρωας του ποιήματος ταυτίζεται από τους μελετητές με τον Βύρωνα. Με άλλα λόγια, το σονέτο θα μπορούσε να έχει για τίτλο το όνομα του ποιητή, ενώ τίποτα δεν μας εμποδίζει να φανταστούμε ότι ο τίτλος «Childe Harold» μπήκε αργότερα, αφού ο Γυπάρης έγραψε το σονέτο. Θα κλείσω αυτό το θέμα, παραθέτοντας το σονέτο του Γρυπάρη, για να φανεί ότι το περιεχόμενό του δεν παραπέμπει στο βυρωνικό ποίημα του τίτλου.
Childe Harold
Σα φάντασμα στα κύματα γλυστρά η βάρκα· ραίνει
με στείρο φως το δρόμο της, πεντάρφανη η Σελήνη
και του λειψάνου η συνοδιά μαύρες σκεπές ντυμένη,
βουβή μηδ' ένα στεναγμό μηδ' ένα δάκρυ χύνει.
Να... ξαπλωμένος ο νεκρός τραγουδιστής πηγαίνει...
μέτωπο ξέσκεπο... ανοιχτά τα μάτια... σα να πίνη
του φεγγαριού τ' απόφεγγα... σα να γρικάει που βγαίνει
στερνή αρμονία απ' τη συρμή της πρύμνης κι αργοσβύνει.
Μα τι βογγάει στ' αλαργινό, που χάνεται, ακρογιάλι;
Θε νάναι η νύμφη, η άρρωστη Νεράιδα, που σπαράζει
ζητώντας με τον πόνο της και την ψυχή να βγάλη.
Ως τόσο η βάρκα στο κρυφό τ'αραξοβόλι αράζει,
ενώ τα κύματα σκιαχτά μια έρχονται, μια πάνε
και στα πλευρά της σα ζεστό παράπονο χτυπάνε...
Ύστερα από όσα ειπώθηκαν για το σονέτο του Γρυπάρη, το μόνο από τα έντεκα ποιήματα της επετειακής έκδοσης του 1924 που παραπέμπει, πράγματι, στην ποίηση του Βύρωνα είναι το σονέτο του Δροσίνη. Το παραθέτω, όπως ακριβώς είναι στην έκδοση αυτή:
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ
Εκεί, που η μαύρη φαλαρίδα κ' η άγρια πάπια
Χειμαδιό βρίσκουν στην προσηλιακή στεριά,
Στης λιμνοθάλασσας τ' ακρόνερα τα σάπια
Τι ήρθες ζητώντας, λευκέ Κύκνε του βοριά;
Τον Κύκνο κοσμοπλανευτή πλάνεψε κάποια
Της λιμνοθάλασσας νεράϊδα, η Λευτεριά.
Παλάτι στεριανό του κάστρου είχε την τάπια,
Κι' αντί στολίδια νύφης άρματα βαρυά.
Αϊτός ο λευκός Κύκνος ήθελε να γίνη,
Κι' αϊτού φτερά και νύχια τάνυσε για κείνη.
Μα ήτον παράτολμη, θανάσιμη, η ορμή...
Και τα μαγιάπριλα, όταν γύριζαν και πάλι
Τα νεροπούλια προς το βορεινό ακρογιάλι,
Συνοδιά γίνηκαν στου Κύκνου το κορμί.
Το σονέτο αυτό έχει πλούσια ρίμα και τηρεί πιστά όλους τους κανονισμούς της ποιητικής αυτής μορφής, της οποίας μεγάλοι δεξιοτέχνες στην ποίησή μας υπήρξαν, όπως είναι γνωστό, ο Μαβίλης, ο Γρυπάρης και ο Παλαμάς. Ανήκει στη συλλογή Πύρινη Ρομφαία που δημοσιεύτηκε το 1912. Το πρόβλημα που υπάρχει στο σονέτο αυτό είναι ο τίτλος του. Στη συλλογή του 1912, που πρωτοδημοσιεύεται το σονέτο, ο τίτλος είναι «Στον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα» και όχι «Ο θάνατος του Κύκνου», που διαβάσαμε στην επετειακή έκδοση του 1924. Γεννιέται τώρα το ερώτημα: ποιος από τους δύο τίτλους πρέπει να θεωρηθεί ως πραγματικός τίτλος του σονέτου. Όπως δείχνουν τα πράγματα, ο Δροσίνης έγραψε το σονέτο με τίτλο: «Ο θάνατος του Κύκνου». Όταν όμως ήλθε η ώρα να το δημοσιεύσει, παρατήρησε ότι ο μέσος αναγνώστης τουλάχιστον δεν θα μπορούσε να καταλάβει για ποιον γίνεται λόγος στο ποίημα. Το πρόβλημα λύθηκε με την αλλαγή του τίτλου, με την οποία γινόταν φανερό σε ποιο αναφέρεται ο ποιητής. Στην επετειακή όμως έκδοση του 1924 «Ελλάς και Βύρων» δεν υπήρχε πρόβλημα ασάφειας και ο ποιητής άφησε τον τίτλο με τον οποίο εμπνεύστηκε και έγραψε το σονέτο. Και επαναλαμβάνω ότι έτσι δείχνουν τα πράγματα. Το τι έγινε ακριβώς μόνο ο Δροσίνης θα μπορούσε να μας πει.
Όλα αυτά δείχνουν καθαρά πως ο Δροσίνης δεν ήθελε η ποίησή του να είναι σκοτεινή και να προβληματίζει μελετητές και αναγνώστες. Ήθελε να τον διαβάζει ο λαός και να τον καταλαβαίνει. Και το λέω αυτό γιατί ένας σημερινός ποιητής, για παράδειγμα, αν ήταν στη θέση του Δροσίνη, δεν θα άλλαζε στη συλλογή «Πύρινη Ρομφαία» τον τίτλο του σονέτου. Θα τον άφηνε όπως είναι: «Ο θάνατος του Κύκνου», για να βάλει κριτικούς και μελετητές στον κόπο να τρέχουν στα βιβλία. Όσο για το μέσο αναγνώστη, ούτε που θα το σκεφτόταν. Ίσως αυτό να έκανε και ο Δροσίνης σήμερα. Την εποχή, όμως, που δημοσιεύτηκε αυτό το σονέτο, η μισή Ελλάδα ήταν αναλφάβητη και η σαφήνεια στην ελληνική ποίηση ήταν, νομίζω, απαραίτητη.
Όπως είπα πιο πάνω, υπάρχουν περιπτώσεις στην ποίηση του Δροσίνη που ο αναγνώστης πρέπει να έχει τον πνευματικό εξοπλισμό του ποιητή, για να μπορέσει να κατανοήσει πλήρως ένα στίχο ή ένα ποίημά του. Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να είναι κανείς γνώστης της βυρωνικής ποίησης, για να μπορέσει να δώσει μια εξήγηση, γιατί ο Δροσίνης επιγράφει το σονέτο «Ο θάνατος του Κύκνου» και γιατί αποκαλεί τον Βύρωνα Κύκνο του βοριά. Τόσο ο τίτλος του σονέτου όσο και η προσφώνηση Κύκνε του βοριά μας παραπέμπουν στο ημιτελές επικολυρικό ποίημα του Βύρωνα Δον Ζουάν (Don Juan). Πράγματι, στο τρίτο άσμα, αντί να πλέξει το εγκώμιο της Ελλάδας ο ίδιος, φαντάζεται έναν Έλληνα ποιητή που υμνεί, σε 16 εξάστιχες στροφές, την άλλοτε ένδοξη και τώρα υπόδουλη πατρίδα του. Οι στροφές αυτές είναι ένα από τα πιο ωραία λυρικά κομμάτια του έργου και τις αποστήθιζε τότε όλη η Ευρώπη. Ο Αργύρης Εφταλιώτης τις μετέφρασε στη γλώσσα μας ελεύθερα, αλλά και αξεπέραστα. Στην τελευταία στροφή που αναφέρεται στο Σούνιο ο Βύρων λέει:
Στου Σουνίου θα καθίσω το μαρμάρινο βράχο
σύντροφό μου το κύμα του Αιγαίου θα κάνω,
αυτό εμένα ν' ακούει κι εγώ εκείνο μονάχο,
κι εκεί επάνω σαν κύκνος με τραγούδι ας πεθάνω.
Αυτό τον τελευταίο στίχο είχε στη σκέψη του ο Δροσίνης, όταν έγραψε το σονέτο, Ο θάνατος του Κύκνου. Στο πρωτότυπο ο στίχος του Βύρωνα είναι: There, swan - like, let me sing and die (Εκεί σαν κύκνος αφήστε με να τραγουδήσω και να πεθάνω). Ακόμη και σήμερα, νομίζω, μόνο εκείνοι που έχουν διαβάσει και θυμούνται τους στίχους του Βύρωνα θα μπορούσαν να προσέξουν όλα αυτά που ειπώθηκαν πιο πάνω, αλλά και που δεν προσέχτηκαν στα εκατό και πλέον χρόνια που πέρασαν από τότε που δημοσιεύτηκε το σονέτο του Δροσίνη.
Πριν κλείσω αυτό το σημείωμα θα ήθελα να προσθέσω ότι οι 16 αυτές στροφές που αναφέρονται στην Ελλάδα στο τρίτο άσμα του Δον Ζουάν και που όπως είπαμε διαβάστηκαν από όλη την Ευρώπη, στάθηκαν αφορμή να θεωρηθεί τότε ο Βύρων και ποιητής της Νεότερης Ελλάδας. Και αυτό με την ιδέα ότι ένα έθνος που ήταν κάτω από τον τουρκικό ζυγό 400 ολόκληρα χρόνια και που τώρα ακόμη προσπαθεί να αποκτήσει την ελευθερία του, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να εκπροσωπείται από ένα μεγάλο ποιητή. Αυτή η ιδέα επιβεβαιώνεται σήμερα σε ένα ποίημα, το «Ναβαρίνο», του Βίκτωρος Ουγκώ, που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή «Ανατολικά» (Orientales, 1828). Ας δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Ενθουσιασμένος ο Ουγκώ το 1827 από τη μεγάλη νίκη των ευρωπαϊκών δυνάμεων στο Ναβαρίνο, έγραψε το ομώνυμο ποίημα για να υμνήσει το ναυτικό αυτό θρίαμβο. Σε μια στροφή του ποιήματος ο Ουγκώ θέλει ν' αναφερθεί στην Ελλάδα της εποχής του και στην αρχαία Ελλάδα συνάμα και λέει τα εξής:
Ελλάδες του Βύρωνα και του Ομήρου,
Εσύ, αδελφή μας και συ, μητέρα μας,
Τραγουδήστε! Αν η πικραμένη φωνή σας
Δεν έχει σβήσει, για να φωνάξετε.
(Grèce de Byron et d' Homère,
Toi, notre soeur, toi, notre mère,
Chantez ! Si votre voix amère
N' est pas éteinte à crier.)
Για να δηλώσει ο Ουγκώ την Ελλάδα της εποχής του, χρησιμοποίησε, όπως φαίνεται στους στίχους του, το όνομα μεγάλου, σύγχρονου ποιητή. Λογικά θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει το όνομα ενός μεγάλου Έλληνα ποιητή. Μια χώρα όμως που ήταν 400 χρόνια υπόδουλη και ακόμη δεν είχε σπάσει τις αλυσίδες της, θα ήταν, όπως είπα και πιο πάνω, δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να έχει εν ζωή ένα μεγάλο ποιητή που να την εκπροσωπεί. Έτσι σκέφτηκε ο Ουγκώ και αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το όνομα του Βύρωνα. Και τούτο γιατί ο Βύρων ήταν τότε ο μόνος ποιητής που είχε μιλήσει στο ποιητικό του έργο για τους Έλληνες και την Ελλάδα της εποχής του. Επιπλέον, ήταν γνωστό σε όλη την Ευρώπη ότι ο Βύρων μετά το θάνατό του λατρεύτηκε τόσο πολύ από τους Έλληνες, ώστε όχι μόνο τον ήθελαν δικό τους ποιητή, αλλά και αυτό το όνομά του το έκαναν ελληνικό και το έδιναν ως όνομα στα παιδιά τους. Όλα αυτά πρέπει να τα είχε υπόψη του ο Ουγκώ, για να αναφέρει τον Βύρωνα ως Έλληνα ποιητή στο ποίημα «Ναβαρίνο».