ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΙΜΩΝΗ ΛΙΟΛΙΟΥ
Φιλόλογος – Συγγραφέας
& Β’ Αντιπρόεδρος του Συλλόγου «Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη»
«ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΙΚΕΛΑΣ – ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ»
Κυρίες και κύριοι,
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Πρόεδρο του Συλλόγου μας «Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη» κ. Ελένη Βαχάρη, που μου πρότεινε να μιλήσω απόψε για το ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΒΙΚΕΛΑ, τον διακεκριμένο αυτόν Έλληνα λόγιο, συγγραφέα, μεγάλο πατριώτη και εγκάρδιο φίλο του μεγάλου εθνικού μας ποιητή ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ, στο εκλεκτό ακροατήριο των συμπατριωτών του.
Όπως είναι γνωστό το 2008 είναι αφιερωμένο στο ΔΗΜΗΤΡΙΟ ΒΙΚΕΛΑ, με την ευκαιρία των 100 χρόνων από το θάνατό του.
Ο Δ. ΒΙΚΕΛΑΣ ήταν ο λόγιος, που είχε την πρωτοβουλία της τέλεσης των Πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896. Ήταν αυτός που ίδρυσε στην ελληνική πρωτεύουσα το «Συλλόγον προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων», τον «Οίκο Τυφλών», τη «Σεβαστοπούλειον Εργατική Σχολή»,μαζί με τον επιστήθιο φίλο και συνεργάτη του Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ.
Ο Δ. ΒΙΚΕΛΑΣ γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 15 Φεβρουαρίου 1835 και πέθανε στην Κηφισιά, στις 7 Ιουλίου του 1908. Ήταν γιός του Εμμανουήλ και της Σμαράγδας Γεωργίου Μελά.
Ο Δ. ΒΙΚΕΛΑΣ, παρέχει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και χαρακτηριστικές πληροφορίες για τα νεανικά του χρόνια, στην αυτοβιογραφία του «Η ζωή μου». Στον πρόλογο μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:
«Ο βίος ομοιάζει προς την οδοιπορίαν δια σιδηροδρόμου, ότε καθήμεθα έχοντες τα νώτα προς την μηχανήν. Βλέπομεν τα όρη, τους αγρούς, τας οικοδομάς, τα κτήνη και τους ανθρώπους. Είτε βραδέως, είτε ταχέως, τα πάντα μένουν οπίσω, καθόσον ημείς προχωρούμεν. Διατηρούμεν κατά το μάλλον ή ήττον συγκεχυμένας τας εντυπώσεις των και γνωρίζουμεν εν συνόλω πόσον χρόνον διηνύσαμεν, πόσην απόστασιν διατράξαμεν. Αλλά δεν βλέπομεν τα προ ημών, δεν γνωρίζομεν οποία προσκόμματα, οποίους κινδύνους ενδέχεται να εύρη αίφνης, η αμαξοστοιχία, ούτε αν ή πώς θα φθάσωμεν εις το τέρμα, και φερόμεθα εντούτοις, προς τα εμπρός με τα νώτα εστραμμένα προς το άδηλον τούτο τέρμα».
Στην συνέχεια ο Δ. ΒΙΚΕΛΑΣ γράφει για την οικογένειά του και για τους τόπους που διέμεναν προσπαθώντας να αποφύγουν τους Τούρκους.
Ο παππούς του Γεώργιος Μελάς, ίδρυσε το 1847 στην «Πόλη» Εμπορικό Οίκο, που συνδεόταν και με τους Εμπορικούς Οίκους στην Οδησσό. Όταν στη συνέχεια έγινε επέκταση των επιχειρήσεων και ιδρύθηκε κατάστημα στην Οδησσό η διεύθυνσή του ανατέθηκε στον πατέρα του Δ. ΒΙΚΕΛΑ.
Η μητέρα του, φρόντισε να καλλιεργηθεί η κλίση που είχε προς στα γράμματα, ενώ ο πατέρα του φρόντιζε για την εμπορική του εκπαίδευση.
Για τους συμμαθητές του ο Δ. ΒΙΚΕΛΑΣ αναφέρει ότι ο μόνος που είχε καλή επίδοση στα γράμματα ήταν ο Εμμανουήλ Ροϊδης, με τον οποίο συνδέθηκε και είχαν φιλολογική συνεργασία. Και οι δυο είχαν την αγάπη της συγγραφής, οι δυο έγραφαν στίχους και απέκτησαν στο «Λύκειο» στη Σύρο, τη φήμη του «ποιητή».
Όταν ο πατέρας του έχασε την περιουσία του, τον έστειλε στο Λονδίνο στα αδέλφια του που είχαν Εμπορικό Οίκο με την επωνυμία «Αδελφοί Μελά».
Ο ΒΙΚΕΛΑΣ, στην ηλικία των 16 ετών έκανε μετάφραση έμμετρη της τραγωδίας «Εσθήρ» του Ρακίνα. Στο Λονδίνο έφερε μαζί του και ένα Λεύκωμα που περιελάμβανε 48 ποιήματα.
Στη αυτοβιογραφία του αναφέρει: «Είχα μόλις συμπληρώσει προ τριών μηνών, το 17ον έτος της ηλικίας μου, ώστε ηδύνατο να θεωρηθεί ως πρώιμος η χειραφέτησίς μου. Αλλ’ η ανάγκη επέβαλε τον ξενιτεμόν, έπρεπε να μάθω, πως κερδίζεται ο επιούσιος άρτος. Και εις το περισωθέν Ημερολόγιον του πρώτου εκείνου ταξιδίου μου, έγραφα: «Τώρα μόνον δύναμαι να είπω, ότι αρχίζει η ζωή μου, τώρα αρχίζω να βαδίζω μόνος εις τον δρόμον του βίου».
Στο Λονδίνο οι θείοι του, Λέων και Βασίλειος Μελάς κατοικούσαν κοντά στο Βρεταννικό Μουσείο, σε αριστοκρατική συνοικία. Ο ΒΙΚΕΛΑΣ φιλοξενήθηκε στην οικία τους, όμως, όπως αναφέρει ο ίδιος κατά τη διάρκεια του χειμώνα, επειδή στο δωμάτιό του δεν υπήρχε θερμάστρα, έγραφε όσο άντεχαν τα δάκτυλά του το κρύο και στη συνέχεια έπεφτε στο κρεβάτι και σκεπασμένος περιοριζόταν στην ανάγνωση.
Χάρη στην εκπαίδευση που είχε κάνει στη δουλειά τού πατέρα του, κατάφερε μέσα σε έξι μήνες, στο γραφείο των θείων του, να προαχθεί στη θέση τού λογιστή και να έχει το μισθό του. Δεν λησμονούσε ότι ο πατέρας του αγωνιζόταν μακριά από την οικογένειά του για ν’ αποχτήσει και πάλι τα απαραίτητα μέσα για την άνετη συντήρησή της, στερήθηκε συναναστροφές, και διασκεδάσεις μέχρις ότου ο πατέρας του αποκατασταθεί οικονομικά. Συγχρόνως, φρόντισε να χρησιμοποιήσει όλες τις ελεύθερες ώρες του μετά την εργασία για να τελειοποιήσει τη μόρφωσή του. Παρακολούθησε μαθήματα Βοτανικής στο University College του Λονδίνου – ένα από τα δύο ανώτερα εκπαιδευτήρια – και ύστερα από διετή φοίτηση θεωρήθηκε άξιος Τιμής διπλώματος. Μετά τη Βοτανική παρακολούθησε μαθήματα Αρχιτεκτονικής, αλλά δεν πήρε δίπλωμα. Στη συνέχεια σπούδασε τη γερμανική και την ιταλική γλώσσα. Πλούτιζε συνεχώς τις γνώσεις του με την ανάγνωση πολλών βιβλίων.
Ο ΒΙΚΕΛΑΣ ασχολήθηκε στο Λονδίνο με το εμπόριο και απέκτησε μεγάλη οικονομική ευχέρεια.
Το 1858 επέστρεψε στην Ελλάδα. Εν τω μεταξύ ο πατέρας του είχε αποκατασταθεί οικονομικά και είχε επανέλθει στη Σύρο.
Το 1860, ο πατέρας του έπαθε ημιπληγία και δεν μπορούσε πλέον να εργασθεί. Έτσι όλη η οικογένεια ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Το 1866 παντρεύτηκε στην ορθόδοξη Εκκλησία του Λονδίνου την Καλλιόπη, κόρη του Έλληνα μεγαλέμπορου από τη Σμύρνη Κωνσταντίνου Γεραλόπουλου και της Μαρίας το γένος Αγαλοπούλου.
Το 1870 με την πρωτοβουλία του δημιουργήθηκε στο Λονδίνο Ελληνική Σχολή «δια την Διδασκαλίαν των Ελληνοπαίδων» με σκοπό συγχρόνως να καταστεί Κέντρο του Ελληνισμού.
Ο Δ. ΒΙΚΕΛΑΣ συγκέντρωνε για αρκετά χρόνια στοιχεία αποσκοπώντας στην αποκατάσταση της φήμης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το έργο του «Περί Βυζαντινών» εξεδόθη στο Λονδίνο το 1874. Έγινε ευμενώς δεκτό από τους Έλληνες λογίους. Τον επαίνεσαν άγγλοι καθηγητές, γάλλοι, ελληνιστές, και γερμανοί λόγιοι.
Στη συνέχεια μετάφρασε έργα του Σαίξπηρ, όπως ο «Οθέλλος» σε έμμετρη μετάφραση, η τραγωδία «Βασιλιάς Ληρ», και το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».
Το 1876 διαλύθηκε ο Εμπορικός Οίκος Αδελφοί Μελά. ο Δ. ΒΙΚΕΛΑΣ με την σύζυγό του επέστρεψαν στην Αθήνα όπου και έκτισαν την οικία τους σε οικόπεδο επί των οδών Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου.
Το 1878, λόγω ασθενείας της γυναίκας του ανεχώρησαν για το Παρίσι. Εκεί ο ΒΙΚΕΛΑΣ μετέφρασε και άλλες τραγωδίες του Σαίξπηρ. Στη συνέχεια έγραψε διηγήματα όπως ο «Λουκής Δάρας» και διάφορες Μελέτες.
Το 1893, έγινε στην Αθήνα πρόεδρος του «Επιμελητηρίου Βασιλείου Μελά»- σύμφωνα με τη διαθήκη του θείου του. Φρόντισε να οργανώσει το Φιλεκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα, σκοπός του οποίου ήταν η ανέγερση στο ελληνικό χώρο, με εξαίρεση την πρωτεύουσα, κατάλληλων κτιρίων για Νηπιαγωγεία καθώς και η συντήρηση αυτών.
Το 1894 πέθανε η γυναίκα του στο Παρίσι.
Το 1893 στον τόμο από τον Ιούλιο – Δεκέμβριο, του περιοδικού «ΕΣΤΙΑ», (διευθυντής και εκδότης του οποίου ήταν ο Γεώργιος Δροσίνης αναφέρονται τα εξής: «Εξαιρετικής τιμής, ηξιώθη, κατ' αυτάς εν Σκωτία ο διαπρεπής λόγιος και ημέτερος συνεργάτης κ. Δ. ΒΙΚΕΛΑΣ, ανακηρυχθείς επίτιμος διδάκτωρ του εν Εδιμβούργω Πανεπιστημίου».
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που κάνει ο Γεώργιος Δροσίνης για τη φιλία του με τον Δ. ΒΙΚΕΛΑ στο έργο του «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου»: «Κάποιο χειμωνιάτικο πρωινό, ένας κύριος με ψηλό καπέλλο, με μαύρη ρεδιγκότα, με γάντια της ώρας μπήκε στο γραφείο της «Εστίας». Μου θύμισεν αμέσως τύπο αμερικάνου και τον νόμισα ξένον, ίσως κανένα καθηγητή - ελληνιστή σε πανεπιστήμιο της Αμερικής............
Ο Βικέλας τότε ζούσε αποκατεστημένος στο Παρίσι και ήρχονταν κάθε χρόνο στην Αθήνα για να ξαναφύγη.
Με παρουσίασε στο Βικέλα ο Κασδόνης, κι εκείνος με τη συμπάθεια που είχε για τους νέους, μου είπε πολλά και καλά λόγια και μ’ εκάλεσεν αμέσως στο σπίτι του αδελφού του. που τον φιλοξενούσαν τότε, ως που να χτίση το δικό του σπίτι. Πήγα την άλλη μέρα και με κράτησε δύο ώρες ανεξάντλητος σε καλοσύνη. Εκεί πρωτοθεμελιώθηκε η φιλία μου με τον εξαίρετο εκείνον άνθρωπο. Και στα υστερνά, με το Σύλλογο Ωφελίμων Βιβλίων, η φιλία μας έγινε ψυχική συμβίωση δέκα χρόνων, ως την ώρα που έκλεισε τα μάτια του στην Κηφισιά, με το ηλιοβασίλεμα της 7ης Ιουλίου 1908».
Ο Δροσίνης γράφει ακόμα:
«Από τους πρώτους κιόλας μήνες του 1908, άρχισε να εκδηλώνεται η σοβαρή ασθένεια του καρκίνου, η οποία τελικά οδήγησε τον ΒΙΚΕΛΑ στον θάνατο. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε ήρεμα στην Κηφισιά στην έπαυλη του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη και απεβίωσε περιστοιχιζόμενος από τη στοργή των οικείων του και τη συμπάθεια των φίλων του».
Όπως επισημαίνει ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ και ενώ το τέλος έφθανε, ο Δ. ΒΙΚΕΛΑΣ, μη γνωρίζοντας τη φοβερή ασθένειά του, δεν εσταμάτησε να σκέπτεται και ν’ανησυχεί για το «Σύλλογο προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων».
Το απόγευμα της 7ης Ιουλίου 1908 η καρδιά του Δ. ΒΙΚΕΛΑ έπαυσε ήσυχα, ήσυχα να χτυπά. Η σωρός του τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Για τον Δ. ΒΙΚΕΛΑ, γράφτηκαν σε πολλές ελληνικές και ξένες εφημερίδες, καθώς και σε περιοδικά, βιογραφίες και άρθρα «πλήρη εκτιμήσεως και εγκωμίων δια τον μεταστάντα και βαθείας θλίψεως επί τη απώλειά του.»
Με τη διαθήκη του ο Δ. ΒΙΚΕΛΑΣ κληροδότησε στο Μουσείο Καλών Τεχνών όλες τις εικόνες του, στο Δήμο Ηρακλείου Κρήτης όλα τα βιβλία του εκτός από μια υαλόφρακτη βιβλιοθήκη, που την κληροδότησε στον ανηψιό του Δημήτριο Γ. Βικέλα. Κληροδότησε χρηματικά ποσά στο Δρομοκαΐτειο και στο Άσυλο Ανιάτων. Επίσης άφησε σημαντικό χρηματικό ποσό στο «Σύλλογον προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων», καθώς χειρόγραφα και επιστολές. Επίσης άφησε χρηματικά ποσά σε συγγενείς και σε συλλόγους στο εξωτερικό, που ασχολούνταν και ενδυνάμωναν τις Ελληνικές Σπουδές.
Το 1910 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της Προτομής του, που φιλοτεχνήθηκε από το γλύπτη Λάζαρο Σώχο - στο κατάστημα του Σ.Ω.Β.
Το 1923 καθιερώθηκε το «Έπαλθον Δ. ΒΙΚΕΛΑ», που απονεμόταν ανα
διετία στο πρωτότυπο ελληνικό μυθιστόρημα ή σε σειρά διηγημάτων, που αποτελούσαν τόμο, που κρινόταν ως λογοτεχνικό έργο. Το δικαίωμα της απονομής αυτού του επάλθου μεταβιβάστηκε αργότερα στην Ακαδημία Αθηνών.
Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι ασχολήθηκαν με το έργο του Δ. Βικέλα είτε σε αυτοτελείς εκδόσεις, είτε σε σχετικά κείμενα.
Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ, ο μεγάλος εθνικός μας ποιητής αφιερώνει πολλές σελίδες γι’ αυτόν στο έργο του «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου». Μεταξύ άλλων αναφέρει τα ακόλουθα: Ο Βικέλας είχε σύστημα να μην απαντά ποτέ στους επικριτές των έργων του. Διάβαζε όμως με πολλή προσοχή, κάθε επίκριση. Και είχε το λόγο του. Έλεγε: «Από τον εχθρό σου μπορείς να ωφεληθής στο μέλλον, να διορθωθής σε κάτι, που ο φίλος σου δεν το βλέπει, από τη συμπάθεια που έχει για σένα ή δεν θέλη να σου το πη για να μην σε πικράνη. Αυτή τη χρησιμότητα έχουν οι επικριτές για τον συγγραφέα. Την αξία του έργου δεν την αλλάζουν βέβαια και όπως μ' επαίνους και θαυμασμούς δεν στυλώνεται ένα έργο, έτσι δεν το σαλεύουν, αν είναι καλά θεμελιωμένο, οι επικρίσεις. Και ξέρουμε πως των συγχρόνων η κριτική είναι τυφλή πολλές φορές».
Και ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ συνεχίζει: «Ποτέ ο νους του δεν πήγαινε στο κακό. Η αισιοδοξία του δεν το άφησε ως το τέλος του. δεν είχε συναίσθηση της θανατικής καταδίκης του. ανέβαινα κάθε απόγευμα να του κάνω συντροφιά κάτω από τα πεύκα του κήπου του Πρωτοπαπαδάκη (Πρωτοπαπαδάκης Πέτρος είχε παντρευτεί την αδελφή του) στο Στροφύλι. Ο τελευταίος του λόγος όταν τον ρώτησα για την υγεία του ήτον: «Καλύτερα». Την άλλη μέρα είχε πεθάνει».
Ο ΒΙΚΕΛΑΣ μαζί με το Βιζυηνό, θεωρούνται οι θεμελιωτές του Νεοελληνικού Διηγήματος. Το πεζογραφικό του έργο έχει κυρίως ιστορική αξία. Ζωγραφίζει ιδιαίτερα επιτυχημένα τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες. Η διήγησή του είναι ομαλή, φυσική και αβίαστη. Η δε γλώσσα του είναι απλοποιημένη καθαρεύουσα. Και έχει το χάρισμα του ύφους.
Ο Βικέλας υπήρξε διακεκριμένος λόγιος και συγγραφέας, αφοσιωμένος στο έργο του, φιλάνθρωπος και αγαπούσε υπερβολικά την Ελλάδα. Τα συγγράμματά του πέρασαν τα στενά όρια της Ελλάδας και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Το ύφος της συγγραφής του έχει γοητεία απαράμιλλη. Είχε ένα ελάττωμα : δεν ήταν ικανός να μισεί.
Ο μεγάλος αυτός Έλληνας διακρινόταν για το ήθος, την ειλικρίνεια, τη συνέπεια, την ευγένεια, τη φιλανθρωπία, την υπέρμετρη αγάπη και την προσφορά του στην Ελλάδα.
Ο Βικέλας ήταν πρότυπο ήθους, αγωνιστή και μαχητή της ζωής.