Ο Δροσίνης γράφει:
«Είχα την ιδέα, πως τ’ όνομά μας είχε ιταλική την αρχή και πώς η οικογένειά μας ίσως προέρχεται από κάποια βενετσιάνικη ή γενοβέζικη γενιά, που είχε ριζοβολήση στη Ρούμελη, φερμένη ποιος ξέρει πότε και πώς. Αλλά την ιδέα μου αυτή μου της έδειξε σφαλερή ο σοφός φίλος μου αρχαιολόγος Κωνσταντόπουλος, μ’ ένα μικρό του δημοσίευμα στο Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος του 1926:
Ο Κων. Μ. Κωνσταντόπουλος γράφει:
ΕΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΝ ΕΠΩΝΥΜΟΝ
Εν τη Sigillographie de l’ Empire Byzantin (σελ. 653) εδημοσιεύθη υπό G. Schlumberger μολυβδίνη βυζαντιακή σφραγίς (διαμέτρου 0,017) έχουσα επί μεν της εμπροσθίας όψεως προτομήν κατενώπιον του αγίου Νικολάου, επί δε της οπισθίας την εξής επιγραφή:
† ΚΕ ΒΘ † Κ(ύρι)ε β(οή)θ(ει)
ΝΙΚΟΛΑΩ Νικολάω
ΒΕCΤΑΡΧ Βεστάρχ(η)
ΤΩΔΡΟ τω Δρο-
CΙΝΙ σίνι
Ο Schlumberger χρονολογικώς θέτει την σφραγίδα εις 11ην ή 12ην εκατονταετηρίδα, φαίνεται όμως πιθανώτερον, ότι αύτη ανήκει εις την 12ην. Το επώνυμο του Βεστάρχου Νικολάου, συμπληρεί ο Schlumberger: Δροσινί (ω), αλλ’ εκ της εικόνος της σφραγίδος, ην δημοσιεύει ούτος, δεν φαίνεται πιθανή η τοιαύτη συμπλήρωσις, διότι εν τέλει του τελευταίου στίχου δεν υπάρχει χώρος δι’ άλλο γράμμα, επομένως ΔΡΟCΙΝΙ, ως έχει εν τη σφραγίδι το επώνυμον, είναι ασφαλής. ετέθη δηλαδή εν τέλει της λέξεως Ι αντί Η, είτε εξ’ αβλεψίας του χαράκτου του βουλλωτηρίου, είτε δι’ έλλειψιν χώρου. Το τοιούτον συμβαίνει συχνότατα εις τας βυζαντινάς εκ μολύβδου σφραγίδας. Άλλως τε και αν δεχθώμεν, ότι ο αρχικός τύπος του επωνύμου ήτο Δροσίνιος, τούτο δεν αποκλείει και και τον δημώση τύπον Δροσίνης ήδη κατά την 12ην εκατονταετηρίδα, ως συμβαίνει και εις άλλα επώνυμα επί σφραγίδων, εν αις ανευρίσκομεν κατά την αυτήν περίπου εποχήν τον τύπον Βρυέννης παρά το Βρυέννιος, Αρταβάννης, Ασάνης παρά το Ασάνιος κτλ.
Εκ της ανωτέρω σφραγίδος εξάγεται, ότι το και νυν σωζόμενον εν Ελλάδι επώνυμον Δροσίνης, είναι βυζαντιακής προελεύσεως, ως και τα παραπλήσια Δρόσος και Δροσινός, άτινα ωσαύτως ανευρίσκομεν, πλην άλλων πηγών, και εις βυζαντιακάς εκ μολύβδου σφραγίδος της 12ης και 13ης εκατονταετηρίδος.
Κατά τον Κωνσταντόπουλο λοιπόν το όνομά μας είναι βυζαντινό, πότε και πώς βρέθηκε στην Αιτωλία ο πρώτος Δροσίνης δεν ξέρουμε».
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΧΑΛΑ.
ΠΑΛΑΙΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΗΘΗΣ ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΦΡΑΣΕΩΣ ΒΑΘΕΙΑΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΦΙΛΕΣ ΠΡΟΣΩΠΟ.
«Γεννήθηκα στις 9 Δεκεμβρίου του 1859 με το παλαιό ημερολόγιο στην Αθήνα και στην καρδιά της Πλάκας. Το σπίτι που γεννήθηκα είναι ακόμη αν και έχει μεταμορφωμένη εντελώς την πρόσοψη.
Στα 1865 μετοικήσαμε στο νιόχτιστο σπίτι του πατέρα μου, εκεί που είναι σήμερα η Ιονική Τράπεζα, οδός Πεσμαζόγλου, αντίκρυ στο Αρσάκειο. Στο σπίτι αυτό πέρασα όλα τα νεανικά μου χρόνια και κατόπιν κατοίκησα πάλι εκεί ως τα 1911, που το γκρέμισαν για να χτίσουν την Ιονική Τράπεζα. Έκτοτε κατοικώ στην οδό Πατησίων αντίκρυ στο Πολυτεχνείο και από το 1928 μένω περισσότερο από το μισό χρόνο στην Κηφισιά.
Πρώτα μέρη της Ελλάδος έξω από την Αθήνα έχω γνωρίσει στα χρόνια που είχα μια κάποια παιδιάστικη αντίληψη, τις Σπέτσες και την Ύδρα, περισσότερο όμως τη Β. Εύβοια που είχαμε ένα μεγάλο κτήμα, τις Γούβες και άρχισα να πηγαίνω κάθε χρόνο τους καλοκαιρινούς μήνες με τον πατέρα μου για να συνάξουμε τα γεννήματα της χρονιάς.
Οι Γούβες είχαν έναν παλιό τούρκικο πύργο που κατοικούσαμε τριγυρισμένον από καμμιά τριανταριά σπιτάκια των χωρικών που αποτελούσαν γραφικότατο χωριό ανάμεσα σε μια κοιλάδα καλλιεργημένη και δασωμένη στις πλαγιές ως τη θάλασσα.
Το μικρό αυτό χωριό μου έδωσε υλικό για πολλά πεζά έμμετρα έργα μου. Πρώτα έγραψα τις Αγροτικαί Επιστολαί ύστερα την Αμαρυλλίδα και το περισσότερο ηθογραφικό Το Βοτάνι της Αγάπης. Κοντά σ' αυτά και μικρότερα διηγήματα και τον τόμο των ποιημάτων μου με την επιγραφή Θα βραδιάζη.
Από θερινή διαμονή στο Πήλιον τα κατοπινά χρόνια, αφού οι χωρικοί μας αγόρασαν τις Γούβες, γράφηκε ο τόμος των ποιημάτων Γαλήνη και από άλλη διαμονή στη Σκύρο μια σειρά θαλασσινών ποιημάτων τα Κοχύλια στον τόμο μου τον τελευταίο, Φευγάτα Χελιδόνια. Και η Έρση έχει πολλές περιγραφές και σκηνές από την ακροθαλασσιά του Πηλίου, το Χορευτό.
Τα πρώτα γράμματα που έμαθα παιδάκι 5 χρόνων ήταν το γαλλικό αλφάβητο στο σχολείο καλογραιών της Πλάκας, που μ' έστειλαν για λίγους μήνες.
Ύστερα έμαθα το ελληνικό αλφάβητο στα γόνατα της μητέρας μου και τελειοποιήθηκα μόνος μου διαβάζοντας τα παραρτήματα των εφημερίδων στην Κρητική Επανάσταση του 1866.
Πρώτο σχολείο που πήγα τακτικά ήταν το Λύκειον Σουρμελή. Εκεί τελείωσα και το Ελληνικό Σχολείο και κατόπιν το Γυμνάσιο στο Βαρβάκειο Λύκειον. Ήμουν μαθητής καλός σ' όλα τα μαθήματα και δεν τιμωρήθηκα ποτέ. Ιδιαίτερα κλίση όμως είχα στα μαθηματικά, στη Φυσική και στη Χη- μεία και μ΄ άρεσε να συλλέγω έντομα, φυτά, ορυκτά και κοχύλια. Γι' αυτό και έγραψα στη σειρά των Ωφελίμων βιβλίων του Συλλόγου το βιβλιαράκι Συλλογές Φυσικής Ιστορίας.
Αφού τελείωσα το Γυμνάσιο γράφτηκα φοιτητής της Νομικής, στο Πανεπιστήμιο και επειδή δεν με τραβούσε η επιστήμη αυτή μεταγράφηκα στη Φιλοσοφική Σχολή εδώ και κατόπιν στη Λειψία, που πήγα στα 1885. Η επιστράτευση του έτους εκείνου μ' έφερε πίσω στην Ελλάδα ύστερα από πέντε μήνες και μου έκοψε οριστικά τη σειρά και την όρεξη των πανεπιστημιακών σπουδών. Όταν ξαναπήγα το χειμώνα του 1886 στη Λειψία δόθηκα σε μία γενική μόρφωση λογοτεχνική και καλλιτεχνική, γιατί λογάριαζα γυρίζοντας ν' αναλάβω τη διεύθυνση του περιοδικού Εστία. Για το λόγο αυτό, εκτός της Λειψίας, γνώρισα τη Βενετία στον πηγαιμό μου και τις κυριώτερες γερμανικές πόλεις, Βερολίνο, Μόναχο, Δρέσδη, Βαϊμάρι, Αμβούργο και γύρισα πολλές γερμανικές εξοχές.
Τον 8βριο του 1888 γύρισα στην Αθήνα και έγινα μαζί με τον Ν. Πολίτη και μετά 2 χρόνια μόνος μου, ιδιοκτήτης και διευθυντής της Εστίας έως τα 1895, που μετέβαλα το περιοδικό σε καθημερινή εφημερίδα και το διηύθυνα έως τα 1898.
Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897 αφιερώθηκα στη μόρφωση της νέας γενιάς εκείνης που νικούσε στους βαλκανικούς πολέμους του 1913, με την έκδοση του περιοδικού Εθνική Αγωγή έως τα 1903.
Για τον ίδιο σκοπό έγινα πιστός συνεργάτης του Βικέλα στο Σύλλογο Ωφελίμων από την ίδρυσή του 1899 και μένω ακόμη διευθύνων το γραφείο και τας εκδόσεις του.
Το θέρος του 1908 ο τότε Υπουργός της Παιδείας μ' εκάλεσε εις το Υπουργείο ως Τμηματάρχη της Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και το 1909 επί Υπουργίας Παναγιωτοπούλου ιδρύθη κατ' εισήγησίν μου το τμήμα Γραμ- μάτων και Καλών Τεχνών, το οποίο και διήυθυνα έως το 1920. Απομακρυσμένος δύο χρόνια με την τότε ανώμαλη πολιτική κατάσταση ξαναγύρισα δια λίγο στη θέση μου και ανέλαβα κατόπιν την οργάνωση και διεύθυνση του Εθνικού Μουσείου των Κοσμητικών Τεχνών έως το 1926. Ανεχώρησα έκτοτε οριστικώς από τη δημόσια υπηρεσία και περιορίσθην στο Σύλλογο Ωφελίμων Βιβλίων. Όταν ιδρύθηκε η Ακαδημία το 1925 διωρίσθην μέλος της μαζί με τον Παλαμά στην τάξη των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών.
Έργα μου λογοτεχνικά είναι εκδοθέντα κατά σειράν από τα 1880 έως τα 1936: Έμμετρα: Ιστοί Αράχνης, Σταλακτίται, Ειδύλλια, Γαλήνη, Φωτερά Σκοτάδια, Κλειστά Βλέφαρα, Θα βραδιάζη, Είπε, Το Μοιρολόϊ της Όμορφης, Φευγάτα Χελιδόνια.
Πεζά: Αγροτικαί Επιστολαί, Διηγήματα και Αναμνήσεις, Αμαρυλλίς, Το Βοτάνι της Αγάπης, Διηγήματα των Αγρών και της Πόλεως. Η Πεντάμορφη, Έρση, Ο Μπαρμπαδήμος, Παραμύθια.
Εκτός μιας κωμωδίας από το γαλλικό Ο Παράδοξος Γάμος, που μετέφρασα και τύπωσα στα 1878, πρωτάρχισα να δημοσιεύω στίχους από το 1879, σε δύο σατυρικές εφημερίδες τον Ραμπαγά και το Μη Χάνεσαι και από το 1881 στο περιοδικό Εστία του οποίου έγινα σιγά σιγά τακτικός συντάκτης και δημοσίευσα σ' αυτό πολλά ποιήματα και τα πρώτα μου διηγήματα.
Γ. Δροσίνης