Ανοιχτά Καθημερινά 8:00–14:00, Σάββατο μέχρι 15:00

ΟΙ ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ TOΥ ΔΡΟΣΙΝΗ, Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Ο Δροσίνης ταυτίστηκε με το ποίημα «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» το οποίο μελοποιήθηκε από άγνωστο συνθέτη. Τους στίχους του ποιήματος, τούς εμπνεύστηκε από μία ξαδέλφη του την Δροσίνα Δροσίνη-Μελετοπούλου, που είχε έρθει από το Μεσολόγγι για να σπουδάσει δασκάλα. Έμενε εσώκλειστη στο Αρσάκειο, αλλά τις Κυριακές τις περνούσε παρέα με τα ξαδέλφια της,την Κάκια και τον Γιώργο, που έμεναν απέναντι από το Αρσάκειο, στην οδό Παρθεναγωγείου, τη σημερινή οδό Πεσματζόγλου.

Η Δροσίνα διηγείται: «Κάθε Κυριακή συνηθίζαμε η Κάκια, ο Γιώργος και εγώ να πηγαίνουμε περίπατο στο Ζάππειο. Ο Γιώργος, καλοντυμένος πάντα με τις άσπρες γκέτες του, μας συνόδευε στην ευχάριστη αυτή έξοδο».

Μια Κυριακή του 1880, επειδή ήταν ακόμα νωρίς και ο Γιώργος είχε κάτι να γράψει στο δωμάτιό του, η Δροσίνα και η Κάκια κατέβηκαν στον κήπο. Ήταν δύο κοριτσόπουλα στα δε­κάξι τους χρόνια, γεμάτα ακόμα όρεξη για παιχνίδι. Κάποια στιγμή κάτι είπε η Κάκια, κάτι της απάντησε η Δροσίνα, άρχισαν να κυνηγιούνται. Όταν σταμάτησε η Δροσίνα, βρέθηκε ανάμεσα σε δύο ανθισμένες νεραντζιές (ο Δροσίνης μιλά για ανθισμένη νεραντζιά, που «ποιητική αδεία» την έκανε αμυγδαλιά). Αγκάλιασε έναν κορμό και προσπαθώντας να ξεφύγει από την ξαδέλφη της άρχισε να τον κουνάει. Τα άνθη από την νεραντζιά έπεσαν σαν καταρράκτης και γέμισαν τα μαλλιά της και τα απαλά ανθόφυλλα τους κύλησαν στους ώμους της. Η Κάκια την πλησίασε και δεν μπόρεσε να κρατήσει τον θαυμασμό της. Ήταν τόσο όμορφη, ολόλευκα στολισμένη.

Ο ποιητής παρακολούθησε τη σκηνή από το παράθυρό του. Το πιο γνωστό του ποίημα,η «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» είχε γεννηθεί.

Ένα βράδυ του 1888, φθινόπωρο, οκτώ χρόνια αργότερα, μόλις είχε γυρίσει από τη Γερμανία στην οδό Χαριλάου Τρι­κούπη, επιστρέφοντας από το σπίτι του φίλου του Σουρή και κατευθυνόμενος με τα πόδια προς το σπίτι του, ο Δροσίνης άκουσε το ποίημά του αυτό να τραγουδιέται. Μια συντροφιά καλλίφωνων νέων το τραγουδούσε σιγοπερπατώντας στο δρόμο. Στάθηκε ξαφνιασμένος! Την άλλη μέρα έμαθε από φίλους δημοσιογράφους πως το τραγούδι, αυτό, είχε διαδοθεί με την επιστράτευση του 1885. Πού να φανταστεί τότε ο Δροσίνης ότι μέχρι τα βαθειά

γεράματά του θ’ άκουγε την Ανθισμένη Αμυγδαλιά να τραγουδιέται με τον ίδιο παλμό σαν εθνικό τραγούδι. Το τραγουδούσαν οι στρατιώτες που γύριζαν στα σπίτια τους και απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα. Ως και από γύφτικο ζουρνά και τύμπανο έτυχε να το ακούσει ο Δροσίνης σε κάποιο πανηγύρι, στο Πήλιο. Εκεί μάλιστα, αργότερα, όταν είχε παντρευτεί, για να τον ευχαριστήσουν οι ψαράδες, μαζεύονταν πολλές φορές το βραδάκι κοντά στην ακροθαλασσιά και άρχιζαν το τραγούδι. Ο Δροσίνης πάντα συγκινιόταν όταν το άκουγε, αν και όπως έλεγε ο ίδιος «είναι κρίμα που θα μείνω «0 ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΜΥΓΔΑΛΙΑΣ» αν και έγραψα και καλύτερα τραγούδια από αυτό.»

Το 1888 γράφει: «Εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ ο πραγματικός συνθέτης που έγραψε τη μουσική, γιατί ίσως δεν υπάρχει. Η Μυγδαλιά έχει τη μελωδία ιταλικής καντάδας και πιθανότατα σε καντάδας μουσική συ­νταιριάστηκε. Η μουσική πάντως έσωσε τους στίχους, που είναι μετριότατοι και πέρασαν απαρατήρητα τόσα άλλα ποιή­ματά μου». Και πρόσθεσε: «Αλλά όλα τα πράγματα έχουν τη μοίρα τους και αυτό το ποίημα είχε τη μοίρα να ζήσει».

Και έζησε χρόνια πάρα πολλά και ακόμα ζει και τραγου­διέται, παρόλο το μελαγχολικό του νόημα.

Η 3η Ιανουαρίου 1951 σημαδεύτηκε από τον θάνατο τού ποιητή. Έφυγε ήρεμος ακούγοντας το τραγούδι του και πηγαίνοντας να συναντήσει τους φίλους του.

Λίγες μέρες πριν φύγει αγύριστος, του είχαν χαρίσει ένα κλαδί αμυγδαλιάς, που δεν είχε ακόμα ανθίσει. Στη ζεστασιά του δωματίου άνοιξε ο πρώτος ανθός του κι ο ποιητής το είδε και το θαύμασε. Χαμογέλασε και είπε: — ΤΙ ΩΡΑΙΟ… Ήταν η τελευταία λάμψη στα μάτια του. Το κλαδί στόλισε το νεκρικό κρεβάτι του.

Από το ημερολόγιό του για τα αθάνατο αυτό ποίημα : διαλέγουμε τα ακόλουθα:

«Αν έγραφα σήμερα την – Ανθισμένη Αμυγδαλιά -, θα της έδινα βέβαια εντελώς διαφορετικό τόνο.

Με την απειρία της ζωής τότε, και με τη θλιβερή επίδραση τού ρομαντισμού, είδα τ’ άνθη της Αμυγδαλιάς όχι ταιριαστά στολίδια της ανοιξιάτικης χαράς στα μαλλιά και στην πλάτη εκείνης, που εκούνησε το πάνανθο δέντρο με τα χεράκια της, είδα το προμήνυμα της χιονιάς, το πρόσκαιρο της νιότης και τη φοβέρα των γηρατειών. Χάλασα τη χαρά της ανθοστόλιστης και την αφροντισιά δείχνοντάς της το μοιραίο τέλος κάθε ωραίου με τη δική της εικόνα:

Γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά και τα γυαλάκια της…

Στα κορίτσια πού την τραγούδησαν, χωρίς να προσέξουν στο θλιβερό νόημα της, έπρεπε να σηκωθώ και να πω :

Μην ακούτε τα ανόητα λόγια του τραγουδιστή. Όσες Μυ­γδαλιές ανθισμένες σας τύχουν στην Άνοιξη της νιότης σας, σύστες τις για να πέσουν όλα τ’άνθη επάνω σας και να σας στολίσουν σαν νυφούλες ανοιξιάτικες».

Εκτός από το γνωστό μας ποίημα «Ανθισμένη Αμυγδα­λιά» Δροσίνης έγραψε και άλλα ποιήματα με το ίδιο θέμα.

Η Αμυγδαλιά είναι ένα δέντρο που του προκαλούσε πάντα λύπη, ίσως από τότε που πρωτοείδε, πεσμένες από το τσεκού­ρι των εργατών που έχτιζαν το καινούριο του σπίτι, στην οδό Παρθεναγωγείου,τις πρώτες πεθαμένες λευκές νυφούλες.

Υπάρχει μια Αμυγδαλιά που έχει δημοσιευτεί στην Εστία και έχει τρία τετράστιχα. Σ’ αυτό το ποίημα κυριαρχεί ο φόβος για το δέντρο, Ο ποιητής φοβάται πως αυτό θα πονέσει, θα καεί αν χιονίσει και θα το βρει στα χιόνια, κάτασπρα ντυμένο !

Μια άλλη Αμυγδαλιά που εμείς βρήκαμε στα Άπαντα, στον 2ο τόμο, σελίδα 576, πρέπει να γράφτηκε αργότερα. Εκεί ο Ποιητής φαίνεται να ζητά βοήθεια: «Στεφάνωσέ μου την καρδιά και διώξε τον άγριο χειμώνα, φέρε μου την άνοιξη, γλυκεία παρθένα μου».

Παραθέτουμε και τα δύο ποιήματα.

Η ΜΥΓΔΑΛΙΑ

Α΄

Τ’ άσπρο της φόρεμα με χάρι

Κούνεισε ήλιου αγκαλιά

Η μονοκόρη του Φλεβάρη,

Η ανθισμένη μυγδαλιά.

 

Η φύσις όλη φοβισμένη

Από το κρύο το πολύ

Θαρρείς τη μυγδαλιά προσμένει

Για ν’ αναζήση η δειλή!

Λευκή σημαία την ειρήνη

Μέσα στον πόλεμο μηνά,

Κ’ η μυγδαλιά την καλοσύνη

Στα χιονισμένα μας βουνά.

Β΄

Για όλα τ’ άνθη η λαλιά μου

Έχει τραγούδι χαροπό,

Μα πιο πολύ τη μυγδαλιά μου

Αγάπησα και αγαπώ…

 

Γλυκεία της άνοιξης παρθένα,

Νεράιδα όλη ευωδιά,

Με τ’ άνθη σου τα μαδημένα,

Στεφάνωσέ μου την καρδιά.

 

Εσύ που με τα άνθη μόνα

Φέρνεις καλόν καιρό, λευκή,

Διώξε τον άγριο χειμώνα

Και φέρε άνοιξι κ’ εκεί.

 

Ένα άλλο ακόμα ποίημα, με τον ίδιο τίτλο, μιλά για την ιδαιτερότητα τού δέντρου να ανθίζει μες το χειμώνα.

Η ΜΥΓΔΑΛΙΑ

Σαν τάλλα δένδρα η μυγδαλιά

Της άνοιξης την αντηλιά

Δεν θέλει να προσμένη,

Μεσ’ ‘ς τον χειμώνα το βαρύ

Φόρεμα ανθόπλεκτο φορεί,

Νυφούλα ασπροντυμένη.

 

Έτσι μια κόρη ζηλευτή

Τη μυγδαλιά βλέπει κι’ αυτή

Και λαχταρά ν’ ανθίση.

 

Γι’ αυτό η καρδιά μου την πονεί

Κακότυχη, τι θα γενή,

Αν έξαφνα χιονίση …

Η Μαρία Πετάση, στα χέρια της οποίας ο Ποιητής πέρασε στην αιωνιότητα, μας διηγήθηκε ότι, όταν άκουγε να τραγουδούν την ανθισμένη αμυγδαλιά ήταν πολύ ευτυχισμέ­νος.

Νομίζω ότι ο Δροσίνης φοβόταν να μην ξεχαστεί. Και ίσως έβλεπε το τραγούδι, σαν ένα δεσμό, που τον ένωνε μέσω της μουσικής με τους ανθρώπους. Αδίκως φοβόταν. Σήμερα, 57 χρόνια αργότερα τον θυμόμαστε, τον νιώθουμε κοντά μας, σαν αεράκι δροσερό,σαν ευχή,σαν ελπίδα για μια καλύτερη μέρα.

Δεν ξεχάστηκε στις μέρες μας ούτε «Η ΜΥΓΔΑΛΙΑ» του Δροσίνη.

Στο INTERNET διαβάζουμε:

Mais ce qui fait vibrer le plus notre coeur, à nous les

Grecs, ce sont les vers de «L’ Amandier en fleurs» de

DROSSINIS, chanson dont la mise en musique est

oeuvre d’ un musicien inconnu.

«Une belle fille, Drossina Drossinis, a secoué l’ Amandier

et son dos, ses bras et ses cheveux se sont couverts

de fleurs».

DROSSINIS a rempli la Grèce de ses vers et des ses

hymnes pour l’ Amandier, mais celui- ci l’ a recompensé

à son tour. Une branche d’ Amandier a fleuri à côte de

lui et lui a tenu compagnie pendant les derniers jours

de sa vie. Un amandier recouvre sa tombe et donne

son ombre pour le Poète se repose sous sa protection.

Ακόμα η Αμυγδαλιά στην Κάτω Ιταλία:

L’ amygdalia

(Le chemin des écoliets)

Etinaxe tin anthismeni amygdalia

Etinaxe tin anthismeni amygdalia

Me ta cherakia tis

 

Egemis ‘ apo anthi plates ki ‘ agkalies

Ke ta malakia tis:

 

Ma san tin ide chionismeni tin dreli

Ma san tin ide chionismeni tin dreli

Glyka tis milisse

Tis tinaxe ta anthi apo tin kefali

Ke tin efilisse:

 

Trelli san thés naferis sta mallia sou ti chionia

Trelli san thés na feris sta mallia sou ti chionia

Torà mi viazesse

Mia mera richni ο chronos varichimonia

Den to stochazesse

Ο Δημήτριος Λαμπίκης το 1937 δημοσίευσε το άρθρο: «ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» και εμείς το θυμόμαστε με νο­σταλγία και. συγκίνηση.

«η «ανθισμένη αμυγδαλιά» του δροσινη

στο σαλεντο»

Ανθεί πράγματι και εκεί πέρα ως άσμα μεταξύ των λησμο­νημένων απογόνων των κοινών μακρυνών προγόνων μας. Και ως άσμα μοντέρνο μάλιστα, όπως και εδώ κατά τα τελευταία χρόνια. «Ριτόρνα ιλ τέμπο ντ’ αμόρε» του συμπαθητικού αυ­τού τραγουδιού. Και να εξηγήσω το πως, αφού ανατρέξω εις ολίγην… προϊστορίαν. Ενδιαφέρει πολύ.

Εις το «Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος» εδημοσίευσα ένα, μάλλον σύντομον, άρθρον μου σχετικόν με τας περιο­δείας και λαογραφικός ερεύνάς μου ανά τα ελληνόφωνα χω­ρία της Νοτίου Ιταλίας, την επικρατούσαν – την ομιλουμένην-εκεί παρεφθαρμένην ελληνικήν διάλεκτον και τα εις αυτήν γραφόμενα πρωτότυπα – από διαφόρους λογίους – και άλλα μεταφραζόμενα ποιήματα γνωστών νεοελλήνων ποιητών μας, τα οποία δεν είχα συμπεριλάβει εις το κατά το 1933 εκδοθέν βιβλίον μου «Ελληνισμός της Νοτίου Ιταλίας» και ιδίως της περιοχής του Σαλέντο, όπως λέγεται η μεταξύ Αουπίου και Οτράντο περιφέρεια. Εις το άρθρον εκείνο ανέφερα -μεταξύ άλλων και τα ποιήματα του Δροσίνη «Η θάλασσα και τα πο­τάμια», του μετέφρασεν ο Πασκουάλε Λεφόνς, από το Καλη­μέρα, το άλλο ποίημα του ιδίου ποιητού από τα «Φωτερά Σκοτάδια» «Κάποια Νύχτα»,το οποίον μετέφρασεν ο εκτής περιοχής εκείνης καταγόμενος φιλόπονος γλωσσολόγος και ποιητής Ντομενικάνο Τόντη και άλλα. Σήμερα ως συμπλήρω­μα των εργασιών εκείνων, των τόσων συμπαθητικών, μου έρ­χεται ένα γράμμα φίλου ερασιτέχνου λογίου από το Σαλέντο, σχετικόν με το δημοφιλές τραγουδάκι του Δροσίνη «Η Ανθι­σμένη Αμυγδαλιά».

Το αξέχαστο αυτό τραγουδάκι, με το οποίον έψαλλε τους καυμούς της η πρεσβυτέρα μας γενεά και το οποίον σήμερα ξαναζωντάνεψε με κάποια ανεξιχνίαστη νοσταλγία στην ψυχή της νεολαίας μας και με θριαμβευτική επιτυχία μάλιστα από όλο το ρωμαντικό ρεπερτόριο, επέρασε τα σύνορα της Ελλά­δας και έφθασεν ως τους Ελληνοϊταλούς του Σαλέντο. Άλλοι εκεί πέρα το τραγουδούν με αμετάβλητα τα λόγια -και τη μουσική του πρωτοτύπου:

Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά

με τα χεράκια της

και γέμισ’ από τ’ άνθη η πλάτη η αγκαλιά

και τα μαλλάκια της.

……………………………..

Τις μισές και περισσότερες από τις λέξεις του τις ξεύρουν από τη μητρική τους διάλεκτο,τις άλλες τις λέγουν μηχανικά.

Άλλοι όμως το τραγουδούν όλο καλομεταφρασμένο στην τοπική τους διάλεκτο. Αφορμή σ’ αυτό έδωσα ο υποφαινόμε­νος. Κάποια ημέρα, μια ωραία φθινοπωρινή ημέρα προπέρυσι, επήγαμε με μια παρέα από εντοπίους Καλημερέζους-συμπατριώτας του γνωστού Ελληνοσολεντινού ποιητού και λογίου Βέτο Πολούμπο, στην Σάντα Ρόκκα, λουτρόπολιν των ελληνο­φώνων χωριών της περιοχής των. «Επεί πόσιος και εδυτήος, εξ έρον έμεθα» επήραμεν ως επιδόρπια μερικά νεοελληνικά τρα­γούδια γνωστά άκρες μέσες εκεί και δημοφιλέστατα. Ο Σαλβατόρε Λεφόνς αδελφός του γλωσσολόγου, και μετάφρασαντος ιταλικά «Το Βοτάνι της Αγάπης» του Δροσίνη, προσέφερεν ως δείγμα της ελληνογνωσίας του το τραγουδάκι :

Βάρκα θέλω ν ‘ αρματώσω

με σαράντα δυό κουπιά

……………………………….

Άλλοι ετραγουδούσαν στίχους από Ελληνικές Ανθολογίες: Ποιήματα σχολικά του Αγγέλου Βλάχου, του Α. Ραγκαβή, του Βιζυηνού και μερικά άλλα, λίγο απ’ το καθένα. Ήλθε και η σει­ρά της «Ανθισμένης Αμυγδαλιάς». Κάποιος από την παρέα μας, που είχε ζήσει λίγον καιρό στην Ελλάδα,τη θυμήθηκε, με κάπως ανακατεμένα τα λόγια – τα οποία έσπευσα να του διορθώσω.

Όταν τους απεκάλυψα ότι το τραγουδάκι αυτό είναι του Δροσίνη, ο Λεφόνς, ο οποίος ήξευρε τον ποιητή εξ αδελφικών παραδόσεων, με υπεχρέωσε να του το μάθω όλο και να εξηγή­σω τας αγνώστους γι’ αυτόν λέξεις, εις την σαλεντινήν διάλεκτον. Συνεμορφώθην ευχαρίστως προς όλα αυτά. Τπό τον απαλόν φλοίσβον του κύματος και την αύραν του Ιονίου, που ερχόταν σαν χαιρετισμός από της αντικρυνές μακρυά ακτές της Ελλάδος, το εδίδαξα με τα λόγια που ήθελαν και με τη μουσική του. Μετά εκάμαμε εν χορώ πρόβα τζενεράλε, η οποία επέτυχε εξαιρετικά και αφήκε τας ωραιοτέρας αναμνή­σεις! Και αι αναμνήσεις αυταί μου ξαναζωντανεύουν ήδη.

Ένα γράμμα που έλαβα προ ολίγου τώρα καιρού απ’ εκεί με πληροφορεί ότι οι νοσταλγοί εκείνοι του ελληνικού παρελ­θόντος – μακρινού και κοντινού – εφιλοτέχνησαν μια πληρεστέ­ρα μετάφραση της «Ανθισμένης Αμυγδαλιάς» στην τοπική τους διάλεκτο, κάτι μεταξύ παρεφθαρμένης Ελληνικής και παρεφθερμένης Ιταλικής. Μου στέλνουν και το φιλοτεχνηθέν κείμενον προς… έγκρισιν:

Ετίναφσε την φιουρίτα αμυβδαλή

με τα αεράκια της

τσαίσκέπασε με φιούροι

όλην την αμπρατσιά

τσαί τα μαλλάτσια της

Μ’ όταν την είδα όλη σιόνια την πατσή

γλυτσέα της μίλησα

της τίναφσα τους φιούρο

από την τσεφαλή

 

τσαίτην εφίλησα

Πατσία γιατί να φέρης

στα μαλλιά σου τη σιονιά;

Μη τόσο σπιτσεύεσαι

Μανεχός θα έλθη

ο βαρέο σειμωνά

ντεν το πενσεύεσαι;

Και πριν έλθη η βαρυχειμωνιά της αιωνίας λησμονιάς και για την ελληνοσαλενιντή γλώσσα, που σβύνει σιγά-σιγά, πα­ραδίδουν στους μεταγενέστερους το ωραίο αυτό τραγουδάκι, με το οποίον ψάλλουν κάποιους ρωμαντικούς καϋμούς και νο­σταλγούν κάποιον ιδανικόν ελληνικόν κόσμον, οι σημερινοί απόγονοι των μακρυνών ιδρυτών της «Μεγάλης Ελλάδος». Μα και όταν έλθη η μοιραία βαρυχειμωνιά ίσως και τότε να μη μαρανθή στην ψυχή των παντοτινών νοσταλγών η ελληνική «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» του τραγουδιού που μετεφυτεύθη στον τόπο τους.

Copyright © 2018 – Μουσείο Γ. Δροσίνη Powered By Quality of Services