Ανοιχτά Καθημερινά 8:00–14:00, Σάββατο μέχρι 15:00

Ο Γ. Δροσίνης & οι φίλοι του

Αρχική / Ο Γ. Δροσίνης & οι φίλοι του
ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΣ Αρχιτέκτονας
ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΑΙΓΙΝΙΤΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΙΓΙΝΙΤΗΣ Αστρονόμος

Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΤΗΣ (ΑΣΤΡΟΝΟΜΟΣ) ΚΑΙ Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Εγεννήθη εν Αθήναις την 10ην Ιουλίου 1862. Εσπούδασεν εις το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθως απεστάλη υπό του κράτους εις Παρισίους διά να ειδικευτή εις την αστρονομίαν.

          Μετά τριετή παραμονήν του εις το αστεροσκοπείον των Παρισίων επέστρεψεν εις την Ελλάδα το 1890, ότε και του ανετέθη η διεύθυνση του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Ο Αιγινήτης ανέλαβε το αστεροσκοπείο καθ’ ήν εποχήν τούτο είχεν ανάγκην γενικής αναδιοργανώσεως. Διήρεσε το ίδρυμα εις τρία τμήματα: αστρονομικόν, μετεωρολογικόν και σεισμολογικόν. Ίδρυσε ένα δίκτυον μετεωρολογικών σταθμών εκτεινόμενον καθ’ όλην την χώραν και έτερον τοιούτον σεισμολογικών σταθμών εις διάφορα σημεία. Το 1900 εφοδίασε το αστεροσκοπείον διά πολλών οργάνων, όπως το διοπτρικόν ισημερινόν τηλεσκόπιον Δωρίδου (εκ του ονόματος του αγοράσαντος αυτό), ανοίγματος 40 εκατοστών, το μεσημβρινό κύκλο Συγγρού, διαμέτρου 162 χιλιοστών, εν εκκρεμές, εν χρονόμετρον, ένα χρονογράφο, κλπ. Εις αυτά βραδύτερον προσετέθησαν και πολλά άλλα όργανα, όπως ο ανεμογράφος Στέφανς, το πυρηλιόμετρον Άγγστρομ, δύο σεισμογράφοι Βίχερτ, εις οριζόντιος και εις κατακόρυφος, δύο φωτόμετρα, κλπ.

            Ο Αιγινήτης εξετέλεσεν, είτε ο ίδιος, είτε οι συνεργάται του υπό την διεύθυνσίν του, σημαντικόν  αριθμόν αστρονομικών    παρατηρήσεων, δημοσιευθεισών εις διάφορα χρονικά, καθώς και εις αστρονομικά περιοδικά, ενώ συγχρόνως εδημοσίευσε μίαν σειράν 12 τόμων των «Χρονικών του Αστεροσκοπείου Αθηνών». Παραλλήλως, βάσει των μέχρι του 1896 εκτελεσθεισών μετεωρολογικών παρατηρήσεων, εξεπόνησε μακράν μελέτην επί του κλίματος των Αθηνών, δημοσιευθείσαν εις τον 1ον τόμον των «Χρονικών». Ο Αιγινήτης εγένετο δις Υπουργός της Παιδείας (το 1917 και το 1926) και προσέφερεν εις την ελληνικήν επιστήμην σπουδαίας υπηρεσίας, αναδιοργανώσας το Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης και ιδρύσας την Ακαδημίαν Αθηνών, εις την οποίαν εχρημάτισε το 1928 αντιπρόεδρος, το 1929 πρόεδρος και γενικός γραμματεύς μέχρι το 1933. Ούτος εισήγαγεν εις την Ελλάδα το Γρηγοριανόν ημερολόγιον και υιοθέτησε διά την χώραν μας τον «παγκόσμιον χρόνον». Αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορα διεθνή συνέδρια, ενώ αποτέλεσε μέλος πολλών επιστημονικών εταιρειών του εξωτερικού, ως της διεθνούς αστρονομικής ενώσεως, της μονίμου επί του ημερολογίου επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών, του Διεθνούς Μετεωρολογικού Συνεδρίου, κλπ. Εχρημάτισε τακτικός καθηγητής της αστρονομίας και μετεωρολογίας εν τω Πανεπιστημίω Αθηνών από το 1896 μέχρι του θανάτου του. Εκ μέρους τής Γαλλίας του απενεμήθη ο τίτλος του Ιππότου της Λεγεώνος της Τιμής. Απεβίωσε την 14ην Μαρτίου 1934.

Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν ΗΛΙΟΥ, τόμος 1ος, σελ. 707.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΙΓΙΝΗΤΗΣ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

            Η φιλική σχέση του Αιγινήτη με τον Δροσίνη σμιλεύτηκε σιγά σιγά στη ζωή και στη δουλειά.

            Ο Δροσίνης αναφέρει την επίδραση του φίλου στη ζωή του, περιγράφοντας μια μαγιάτικη νύχτα που ανεβήκανε τον ανήφορο και βρέθηκαν στο Αστεροσκοπείο και ο Αιγινήτης του γνώρισε ένα καινούργιο κόσμο γεμάτο άστρα. Γνώρισε και μαγεύτηκε από το μενεξεδόφωτο Βέλλα, το μεγάλο άστρο της ορφικής Λύρας.

Στην ποιητική του συλλογή «Κλειστά Βλέφαρα», ο Ποιητής γράφει, στο ποίημα «Τ’ άστρα της λύρας».

«Νύχτα του Μάη αφέγγαρη, μαύρη πολύαστρη νύχτα

Με το αστρογυάλι αντίκρυζα στον ουρανό τη Λύρα».

            Ο Δροσίνης, που εργαζόταν ως γραμματέας πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο Υπουργείο Παιδείας, συνεργάστηκε με τον Αιγινήτη για την κατάρτιση του καταστατικού της Ακαδημίας Αθηνών.

            Το 1921, όταν ο Δροσίνης φεύγει από το Υπουργείο, παραδίδει τα χαρτιά τής σχεδιαζόμενης Ακαδημίας στον ίδιο τον Αιγινήτη προσωπικά. Από το 1921 ως το 1926 ο Αιγινήτης εμπλουτίζει, διορθώνει και τροποποιεί το καταστατικό, σύμφωνα με τις Ακαδημίες άλλων κρατών.

            Ο Δροσίνης, στο κεφάλαιο που αφιερώνει στην ΑΚΑΔΗΜΙΑ, στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», τονίζει ότι τον ενώνει η στενή φιλία με τον Αιγινήτη. Όμως το ότι έγινε Υπουργός στη δικτατορία του Πάγκαλου το έμαθε από τις εφημερίδες. Η συνέχεια είναι ότι, όταν βρέθηκαν οι δύο, στην απορία του Ποιητή πώς συνεργάστηκε με ένα δικτάκτορα, εκείνος τον έπεισε ότι, για να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του, δηλαδή την ίδρυση της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ, αυτό έπρεπε να γίνει μόνο με δικτατορική κυβέρνηση.

            Στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», σ.σ. 100-110, στο κεφάλαιο ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ Η ΑΚΑΔΗΜΙΑ, αναφέρεται αναλυτικά στην ίδρυση της Ακαδημίας και στη συνεργασία του με τον Αιγινήτη.

            Όταν ιδρύθηκε η Ακαδημία ο Αιγινήτης κάλεσε κοντά του τον Δροσίνη και εκείνος αφιερώθηκε στην εσωτερική οργάνωσή της. Παραθέτουμε μεγάλο μέρος του κεφαλαίου. Ο Αιγινήτης λέει:

            «- Έχεις λάβη πικρή πείρα, μου είπε, πώς κουρελιάζονται με τις τρεις συζητήσεις στη Βουλή τα νομοσχέδια, που με κόπους και μελέτες μακροχρόνιες έχει καταρτίση η υπηρεσία του Υπουργείου. Θυμάσαι τι έγινε με τον Οργανισμό της Εθνικής Βιβλιοθήκης; Αφού κατά την αξίωση του ενός και του άλλου από τους βουλευτάς, τους κυβερνητικούς και τους αντιπολιτευόμενους, άλλαξαν λεπτομέρειες στα προσόντα για να ωφεληθούν ωρισμένα πρόσωπα, στο τέλος κι ο ίδιος ο Υπουργός σου, ο Τσιριμώκος, έβαλε το χέρι του στην τρίτη ανάγνωση. Κι' όταν ήρθαν στο Υπουργείο τα Πρακτικά της Βουλής, είδες, πώς είχε αφαιρέση ένα ταξινόμο και είχε προσθέση δύο κλητήρες. Και τί σου αποκρίθηκε: όταν τον ρώτησες, γιατί το έκανε αυτό, που ήτον σαν ν' αφαιρέσης ένα αξιωματικό από το λόχο και να προσθέσης δύο λοχίες; «Δε χάθηκε η Βιβλιοθήκη μ' αυτό. Έβαλα δύο κλητηράκους παραπάνω, για να μπορή να διορίση ο καψοϋπουργός κανένα πατριώτη του». Φαντάζεσαι το κουρέλιασμα του Οργανισμού τής Ακαδημίας από τις τροπολογίες κάθε βουλευτή, ή κατά τη δική του γνώμη ή κατά την υπόδειξη φίλων του. Και τελειωτικά συλλογίσου ποιοι θα διωρίζουνταν πρώτοι Ακαδημαϊκοί από την Κυβέρνηση για ν' αποτελέσουν το σώμα, που θα συμπληρώνουνταν ύστερα μόνο του σιγά σιγά, εκλέγοντας νέα μέλη της Ακαδημίας. Σου το τονίζω και πάλι πως μόνον με τη Δημοκρατική Δικτατορία του Πάγκαλου μπορεί να ιδρυθή η Ακαδημία. Και με Δικτατορικές εξουσίες γενικά γίνονται μεγάλα και μακρόβια έργα. Χωρίς τη Δικτατορία του Περικλέους δεν θα κτίζουνταν τα Προπύλαια, το Ερέχθειον, ο Παρθενών. Θυμάσαι τι λέει ο Θουκυδίδης για τον Περικλή; «Πώς αυτός ωδηγούσε τα πλήθη των Αθηναίων και δεν παρασύρουνταν απ' αυτά». Και το πολίτευμα των Αθηνών ήτον «λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή». Και πάλι όμως θ' αρνούμουν να δεχθώ, αν δεν έβλεπα πως η Δικτατορία του Πάγκαλου θα είναι παροδική και όχι μονιμοποιημένο Πολίτευμα. Δεν θα θυσίαζα ποτέ τα φιλελεύθερα φρονήματά μου για να ιδρύσω την Ακαδημία».

-  Δεν έχω καμμιά αμφιβολία, του αποκρίθηκα.

- Ας μείνωμε ως εδώ σήμερα, γιατί στο Υπουργείον δεν έχομε ησυχία. Μην κάνης λόγο σε κανένα για όσα είπαμε. Κ' έλα αύριο πρωί στις οκτώ στο σπίτι μου, να σου διαβάσω τον Οργανισμόν της Ακαδημίας.

-  Τον έχεις έτοιμον;

-Από τότε που τηλεγράφησεν ο Βενιζέλος στον Υπουργό της Παιδείας Δίγκα «Organisez rapidement l’ Académie», κατάλαβα πως είχαμε αναλάβη την υποχρέωση να την ιδρύσωμε. Μάζεψα όλα τα σχετικά πρότυπα κι' άρχισα τη σύνταξη τού Οργανισμού.

- Μα ξέρεις πως για την ίδρυση της Ακαδημίας δεν εχρειάζουνταν νόμος; Έφτανε ένα Βασιλικό Διάταγμα εκτελεστικό.

-  Το ξέρω. Αλλά η διάταξις του 1835 είναι περιωρισμένη, για μια Ακαδημία των Επιστημών μόνον. Για τα Γράμματα και τας Τέχνας; Μπορούν ν' αποκλεισθούν από την Ακαδημία της πόλεως, που γέννησε τον Αισχύλο και τον Αριστοφάνη, τον Φειδία και τον Πραξιτέλη;

- Κι' όμως, χωρίς να προσέξουν στη λεπτομέρεια αυτή, προ σαράντα χρόνων, είχαν αποφασίση την ίδρυση της Ακαδημίας στο Υπουργείον Παιδείας. Ο Στάης στα 1908 μου είχε δείξη το σχετικό Διάταγμα, καλλιγραφημένο κ' έτοιμο να υποβληθή στον Βασιλέα.

-  Και γιατί το κράτησε στο συρτάρι του;

- Γιατί σηκώθηκαν στο πόδι όλοι οι φίλοι του κόμματος καθηγηταί του Πανεπιστημίου, πως θ' άνοιγαν οι πόρτες της Ακαδημίας στον Κόντο και στον Μιστριώτη.

-   Κάθ' εμπόδιο για καλό. Αμελέτητα και πρόχειρα η Ακαδημία, μ' όλο το μαρμάρινο κτίριό της, θα ήτον μια μπαράγκα.

Κτύπησαν την πόρτα του Υπουργικού Γραφείου, που την είχαμε κλειδώση.                                                            

-  Λοιπόν, αύριο σε προσμένω και απόλυτη μυστικότης.

Το άλλο πρωί, την ωρισμένη ώρα, καθισμένος στο πλάγι του Αιγινήτη, τον άκουγα με προσοχή, που μου διάβαζε αργά τα εκατόν τόσα άρθρα του Οργανισμού της Ακαδημίας Αθηνών.

-  Δεν την είπα Ελληνική Ακαδημία. Με το όνομα που της δίνω, φαίνεται πως συνεχίζει την παράδοση της Ακαδημίας του Πλάτωνος.

-  Λαμπρή η ιδέα σου, του είπα.

- Σε παρακαλώ, ενώ σου διαβάζω, να κρατάς σημείωση για όσες παρατηρήσεις έχεις, και στο τέλος θα τις συζητήσωμε.

Και μου έδωσε ένα μπλοκ από το γραφείο του κ’ ένα μολύβι.

Όταν ετελείωσε το διάβασμά του, τον εβεβαίωσα πως βρίσκω τον Οργανισμό γεννημένο από βαθιά μελέτη και θαυμάζω την τεράστια εργασία για τον καταρτισμό του.

-  Έχει πολλές γενικότητες, μου απάντησε. Θα καθορισθούν στον Εσωτερικόν Κανονισμόν, που θα τον καταρτίση η Ακαδημία άμα αρχίση η λειτουργία της. Για πες μου τώρα τις παρατηρήσεις σου.

- Μια μόνον παρατήρηση έχω. Πως η καθεμιά από τις τρεις Τάξεις, των Θετικών Επιστημών, των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών και των Ηθικών Επιστημών δεν έχει ελευθερία στας αποφάσεις της. Πρέπει να υποβληθούν και στην Ολομέλεια. Δηλαδή να κριθούν κι' από τις δυο άλλες Τάξεις, που δεν έχουν καμμιά ειδικότητα. Έτσι οι γιατροί, οι χημικοί, οι γεωλόγοι θα μπορούν να καταψηφίζουν την απόφαση της Τάξεως των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών για την εκλογή μελών ή τη βράβευση λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων. Και οι ποιηταί και οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι της Δευτέρας Τάξεως να κάνουν το ίδιο για τας εκλογάς και τας αποφάσεις της Πρώτης Τάξεως.

- Αυτό το ζήτημα πολύ με βασάνισε, μου αποκρίθηκε ο Αιγινήτης. Αλλά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, αν είχε η κάθε Τάξις αυτοτέλεια, θα χωρίζουνταν σε κλίκες και μικροκόμματα, που θα χαλούσαν την αρμονική συνεργασία των μελών της. Είμεθα λίγοι στην Ελλάδα και συνδεόμεθα μεταξύ μας με συγγένειες, με κουμπαριές, με φιλικές υποχρεώσεις. Δεν μπορούμε να αντιγράψωμε τους μεγάλους. Και φαντάζομαι πως μεταξύ των τριών Τάξεων της Ακαδημίας θα υπάρχη κάποια αλληλεγγύη, και ότι τας αποφάσεις τής μιας, θα σέβεται κ' η άλλη.

- Το παραδέχομαι για τις δύο Τάξεις, όχι όμως και για την Τάξη των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών. Ένας ποιητής, ένας αρχιτέκτων, ένας αρχαιολόγος δεν το φαντάζεται ποτέ πως μπορεί να κρίνη για ζητήματα σχετικά με τη Χημεία, τη Φυσική, τη Γεωλογία, τη Μικροβιολογία, τη Χειρουργική. Αλλά δεν υπάρχει άνθρωπος και μετριωτάτης μορφώσεως, που να μην κάνη κριτική για ένα ποίημα, για μια εικόνα, για μια προτομή, για μια μουσική σύνθεση. Και να ιδής, τι θα γίνεται στην Ακαδημία. Ενώ εμείς της Δευτέρας Τάξεως θα παραδεχώμεθα των άλλων Τάξεων τις αποφάσεις, θα είμεθα πολύ συχνά τα θύματά τους και θ' απορρίπτουν κ' εκλογές μας και βραβεύσεις. - Δεν το πιστεύω. Πολύ απαισιόδοξος είσαι.

            Το μέλλον έδωκε την απόδειξη, ότι δεν ήμουν εγώ απαισιόδοξος, αλλά πολύ αισιόδοξος ο Αιγινήτης.

            Η Συντακτική Απόφασις περί Οργανισμού της Ακαδημίας Αθηνών εδημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της 18 Μαρτίου 1926 μαζί με τον Οργανισμόν. Διωρίζοντο και τα πρώτα τακτικά μέλη, 15 της Πρώτης, 16 της Δευτέρας και 6 της Τρίτης Τάξεως.

            Πρόεδρος της Ακαδημίας διά το 1926 ο Φωκίων Νέγρης και Αντιπρόεδρος ο Γ. Χατζιδάκις, Γενικός Γραμματεύς μέχρι τέλους του 1927 ο Σ. Μενάρδος. Γραμματεύς επί των Πρακτικών ο Κ. Παλαμάς και επί των Δημοσιευμάτων ο Γ. Δροσίνης, μέχρι τέλους του 1928.

            Στις 23 Μαρτίου έλαβα το παρακάτω έγγραφον του Υπουργείου της Παιδείας:

Προς τον κ. Γ. Δροσίνην, Γραμματέα επί των Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών.

            Παρακαλούμεν υμάς όπως εν τη ιδιότητί σας ταύτη, προσέλθητε εις το μέγαρον αυτής την προσεχή Τετάρτην 24 Μαρτίου και ώραν 11 π.μ., ίνα εν πρώτη συνεδρία της Συγκλήτου και επί παρουσία ημών παραλάβητε το κτίριον και τον περί αυτό κήπον, κατά το άρθρον 3 του Οργανισμού και εγκατασταθήτε εν τοις γραφείοις υμών.

Ο Υπουργός

Δ. ΑΙΓΙΝΗΤΗΣ

            Η μοίρα θέλησε, σαρανταπέντε χρόνια ύστερα από το χαιρετισμό μου στο ψήλωμα των δύο θεών της Ακαδημίας, της Αθηνάς και του Απόλλωνος, με το ποίημα «Η Επάνοδος των Θεών», να παραλάβω και τους δύο Ολύμπιους προστάτας της Ακαδημίας.

            Η ξαφνική δημοσίευση της Συντακτικής Πράξεως για την ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών, με τον Κανονισμόν της, και ο διορισμός τών πρώτων τριάντα τακτικών μελών έγινε δεκτή με κατακραυγή και θεωρήθηκε πραξικόπημα και από την υπηρεσία του Υπουργείου της Παιδείας, που δεν την συμβουλεύθηκε ο Υπουργός. Διαμαρτυρήθηκαν και όσοι από τους Καθηγητάς του Πανεπιστημίου και του Πολυτεχνείου παραμερίσθηκαν, για να διορισθούν Ακαδημαϊκοί συνάδελφοί τους ισότιμοι ή μικροτέρας επιστημονικής αξίας, προσωπικοί φίλοι του Ιδρυτού της και πολύ νέοι και με ονόματα πρωτάκουστα στον επιστημονικόν κόσμον. Ούτε το κύρος του Φωκίωνος Νέγρη και του Γεωργίου Χατζιδάκι, που δέχθηκαν την προεδρία και την αντιπροεδρία, δεν αρκούσε για να μαλάξη την οργή τους. Προκαλούσαν ακόμα και τα πολιτικά κόμματα ν' αποκηρύξουν την Ακαδημία και να τη διαλύσουν αμέσως, άμα το Κράτος ξαναγυρίση στο συνταγματικό πολίτευμα και αναλάβουν την εξουσία.

            Όλα αυτά κρατούσαν σε ανησυχία τα μέλη της Ακαδημίας στην αρχή της λειτουργίας της και σε αμφιβολία πώς θα δειχθή απέναντί της η μετά τη δικτατορία Πάγκαλου Κυβέρνησις του Π. Τσαλδάρη. Και ξαφνικά πρόβαλε μια ανέλπιστη περίστασις.

            Κατά τον Κανονισμό της Ακαδημίας η απονομή του Εθνικού Αριστείου από το Υπουργείον της Παιδείας μεταβιβάζεται στην Ακαδημία. Και μια ημέρα με καλεί ο Πρωθυπουργός Π. Τσαλδάρης, στο Υπουργείο των Εσωτερικών. Με δέχεται πολύ φιλικά, αν και δεν είχα παρά απλή γνωριμία μαζί του, και ήξερε το πολιτικό μου φρόνημα. Με παίρνει σε μια γωνιά παραθύρου και μου λέει, πως θα επιθυμούσε να δοθή το Αριστείον της Ζωγραφικής του έτους 1926 στον Επαμεινώνδαν Θωμόπουλον και με παρακαλεί να το προτείνω στην Ακαδημία και να το υποστηρίξω. Όταν γύρισα από το Υπουργείον των Εσωτερικών και άκουσαν του Προεδρείου τα μέλη την πρωθυπουργική σύσταση, την  καταχάρηκαν. Το διάβημα του Τσαλδάρη ήτον μια ανεπίσημη αναγνώριση της Ακαδημίας από την Κυβέρνηση. Και θα μπορούσε η Ακαδημία να συμμορφωθή με τη σύστασή του. Ο προστατευόμενός του ήτον γνωστός και δόκιμος ζωγράφος που είναι τώρα τακτικό μέλος της Ακαδημίας. Και αν του Αριστείου η απονομή είχε μείνη στο Υπουργείον της Παιδείας, θα ήρχουνταν βέβαια η σειρά του να το πάρη. Για να μην παραμερισθούν όμως και άλλοι καλλιτέχναι, επίσης άξιοι της τιμής αυτής, εδόθηκε το Αριστείον της Γλυπτικής στον Χαλεπά και στον Κ. Δημητριάδην.

            Για να εδραιωθή ασάλευτη η Ακαδημία δεν έμενε παρά η αναγνώρισή της και από το κόμμα των Φιλελευθέρων. Αύτη όμως ήτον περισσότερο παρά πιθανή, μ' όλες τις αντιδράσεις μερικών βουλευτών και οπαδών του.  Ο Βενιζέλος, που είχε τηλεγραφήση έξι χρόνια πριν, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών, το λακωνικόν πρόσταγμα «Organisez, rapidement l’ Académie», δεν μπορούσε ν' αποκηρύξη την καθυστερημένη εκτέλεση της προσταγής του, αφού μάλιστα θα μελέτησε κι' αναγνώρισε  τον άρτιον Οργανισμόν της.

            Και πραγματικά, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της 24 Αυγούστου 1929, εδημοσιεύθη ο Νόμος 4398 «Περί κυρώσεως και τροποποιήσεως της από 18 Μαρτίου 1926 συντακτικής αποφάσεως περί Οργανισμού της Ακαδημίας Αθηνών, ημερομηνία και υπογραφή: Εν Ύδρα, τη 16 Αυγούστου 1929. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης.

            Η Ακαδημία Αθηνών μπορούσε ν' ακολουθήση αδιατάρακτη το δρόμο της και να φανή άξια της μεγάλης αποστολής της, όπως την έχει διαγράψη το άρθρον 1 του Οργανισμού της:

            «Ιδρύεται εν Αθήναις Ακαδημία των Επιστημών, των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών υπό τον τίτλον Ακαδημία Αθηνών, έχουσα σκοπόν: α) Την καλλιέργειαν και την προαγωγήν των επιστημών, των γραμμάτων και των καλών  τεχνών και καθόλου των ανθρωπίνων γνώσεων διά της συγκεντρώσεως και της συνεργασίας των επιφανεστάτων    Ελλήνων επιστημόνων, λογογράφων και καλλιτεχνών και της μετά των ξένων Ακαδημιών και άλλων υπερόχων επιστημόνων, λογίων και καλλιτεχνών επικοινωνίας. β) Την έρευναν των στοιχείων και των προϊόντων της Ελληνικής γης, και καθόλου μελέτην της φύσεως της Χώρας, της Γεωργίας, της Βιομηχανίας, της Ναυτιλίας και των λοιπών πλουτοπαραγωγικών κλάδων και δυνάμεων του τόπου και εν γένει την προαγωγήν της Εθνικής Οικονομίας, και γ) Την διά γνωμοδοτήσεων, προτάσεων, αποφάσεων και κρίσεων διαφώτισιν και καθοδήγησιν εις τα σχετικά έργα αυτών της Κυβερνήσεως και των άλλων Αρχών και εν γένει την εξυπηρέτησιν των σχετικών προς την αρμοδιότητα αυτής δημοσίων και ιδιωτικών αναγκών του τόπου».

Άπαντα (Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου),σ.σ. 102-109.Τόμος 8ος.

Η λογία Λούλα Κωνσταντινίδη γράφει:

«Ο Δροσίνης εκλέχτηκε μεταξύ των πρώτων μελών της Ακαδημίας, στην Τάξη των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών, η οποία περιελάμβανε τη Φιλολογία, τα Γράμματα, την Ιστορία, τις Καλές Τέχνες και την Αρχαιολογία. Διορίστηκε, όπως είπαμε, Γραμματέας επί των Δημοσιευμάτων, αρμοδιότητα που κράτησε μέχρι τα τέλη του 1928. Με την ιδιότητά του αυτή συμμετείχε στο προεδρείο και τη Σύγκλητο της Ακαδημίας και επίσης ανέλαβε τη σύνταξη όλων των εγγράφων της, την επιμέλεια των δημοσιευμάτων της, τη φροντίδα για τις προμήθειες και γενικά για τα οικονομικά συμφέροντά της και, ακόμη, την επίβλεψη για την εκτέλεση των αποφάσεων της Συγκλήτου των σχετικών με τα δημοσιεύματα και τα οικονομικά συμφέροντα της Ακαδημίας. Βεβαιώνω τα ανωτέρω έχοντας τη μαρτυρία της κας Μαργαρίτας Δαλμάτη (λόγιας και καλλιτέχνιδας).

            Από τότε, η Ακαδημία ακολούθησε το δρόμο της και ο Δροσίνης, από τη θέση του Γραμματέως, προσέφερε πολλά στη σωστή λειτουργία της και στο Ελληνικό κράτος κατ' επέκταση. Είναι λοιπόν φυσικό το ότι, στις 7 Μαΐου 1960, η Ακαδημία Αθηνών τίμησε την εκατοστή επέτειο από τη γέννηση του Γεωργίου Δροσίνη, μέλους του πρώτου Προεδρείου και της πρώτης Συγκλήτου της Ακαδημίας. Ομιλητής, ο Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας.

Ο Γ. Νόβας[1] γράφει: Χρονικά Β, σ.σ.252-253)

- Κορύφωμα της έμπρακτης οργανωτικής του γονιμότητας πρέπει να θεωρήσουμε την ανάσταση της Ακαδημίας Αθηνών. Για την έννομη θεμελίωσή της, για τη σύνταξη του Οργανισμού της και του Κανονισμού της για την ορθή, από τα πρώτα βήματα, κατεύθυνση και πορεία, πολλά οφείλουμε -κατά τους παλαιότερους συναδέλφους - μετά τον Δημήτριο Αιγινήτη στον Γεώργιο Δροσίνη και στον Γεώργιο Χατζιδάκι. Δεν ξέρω πολλούς νεοέλληνες που να έχουν τόσους τίτλους μετοχής, στο ενεργητικό κεφάλαιο του συγχρόνου μας πολιτισμού. Άσχετα από τους θησαυρούς της πνευματικής τους ανθοφορίας, ο Δροσίνης, και μόνο για τους τίτλους τής άλλης του παράλληλης δράσεως, είναι άξιος απαράγραφτης εθνικής ευγνωμοσύνης. Είναι άξιος να ανακηρυχθεί, ως ο τέλειος άνδρας του Πλουτάρχου.

Η ΚΗΦΙΣΙΑ ΕΝΩΝΕΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΦΙΛΟΥΣ

            Ο Δροσίνης μοιραζότανε  την αγάπη του για την Κηφισιά με τον Αιγινήτη. Ο Δροσίνης διάλεξε να μείνει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σ’ αυτό το προάστιο. Έγραψε για την Κηφισιά κεφάλαια στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής του», «την τραγούδησε και, αν και ο οικογενειακός τάφος του βρίσκεται στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών (ένας μαρμάρινος οίκος με κήπο γύρω γύρω), διάλεξε να κοιμηθεί στα χώματα της Κηφισιάς. Ο Αιγινήτης μάς το αποδεικνύει με ένα κείμενο τεσσάρων φύλλων στο ημερολόγιο του 1910, του Κ. Σκόκου. 

Η ΚΗΦΙΣΙΑ

            Η Κηφισιά φημίζεται από της αρχαιότητος διά την φυσικήν ωραιότητα αυτής και την δροσερότητα του κλίματός της. Από της εποχής Ηρώδου του Αττικού και του Γελλίου ιδία, αναφέρεται αυτή ως τερπνός και δροσερός τόπος θερινής διαμονής. τα θέλγητρα και η καλλονή τών θερινών νυχτών της είνε παροιμιώδη. Εις αυτήν αναφέρονται και χάριν αυτής εγράφησαν αι περίφημοι της διανοίας αυτών φράσεις».

            «Ημέραν τινά, κατά την εποχήν των καυμάτων της αρχής του φθινοπώρου είχε συναθροίσει ημάς εν τη επαύλει της εξοχής, ήτις καλείται Κηφισιά, ένθα ευρίσκομεν, προς καταπολέμησιν του μεγάλου καύσωνος της ημέρας, παχείαν σκιάν υπό εκτεταμένα δάση, μακρούς περιπάτους επί αβράς χλόης, κτίρια διατεθειμένα προς δροσισμόν, λουτρά, πλήρη αφθόνου και καθαρού ύδατος, και κρήνας, ων ο ψίθυρος, μιγνύμενος προς το κελάδημα των πτηνών, παρείχε μελωδικήν απήχησιν εν τω θελκτικώ τούτω καταφυγίω».        

                                                                           Δημ. Αιγινήτης

[1] Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας, από τη Ναύπακτο 1893-1987, πολιτικός, λογοτέχνης. Το 1955 έγινε Ακαδημαϊκός και το 1965 Πρωθυπουργός. (Φιλολογικό ψευδώνυμο Γ. Αθάνας).

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ Δικηγόρος και πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  ΖΑΪΜΗΣ (ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ) ΚΑΙ Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ 1855 – 1936.

Επανειλημμένως Πρωθυπουργός  και Πρόεδρος Δημοκρατίας 1925 -1935

Αλέξανδρος Ζαΐμης, γεννηθείς εν Αθήναις το 1855. Μετά το πέρας των γυμνασιακών μαθη­μάτων του ενεγράφη εις την νομικήν σχολήν, μεταβάς είτα εις Γερμανίαν, όπου εσπούδασε νομικάς και πολιτικάς επιστήμας, λαβών το δίπλωμα του διδάκτορος από το πανεπιστήμιον της Αϊδελβέργης. Προς συμπλήρωσιν των σπουδών του μετέβη εν συνεχεία εις Παρισίους. Βουλευτής Καλαβρύτων εξελέγη το πρώτον κατά τας εκλογάς της 7ης Απριλίου 1885, ταχθείς εις την πολιτικήν μερίδα του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, συνέχισε δε εκλεγόμενος και κατά τας περιόδους ΙΑ'(1887), IB' (1890), ΙΔ' (1895), ΙΕ' (1899), ΙΣΤ' (1902), ΙΖ' (1905), ΙΗ' (1906), Α' και Β' αναθεωρητικάς βουλάς (1910-1911) και ΙΘ' (1913). Επί κυβερνήσεως Θ. Π. Δηλιγιάννη ανέλαβε το Υπουργείον της Δικαιοσύνης από 24 Οκτωβρίου 1890 μέχρι της 18 Φεβρουαρίου 1892, ότε επαύθη υπό του βασιλέως Γεωργίου του Α'.

Κατά την ΙΔ' περίοδον διετέλεσε δις πρόεδρος της Βουλής από 15 Μαΐου μέχρι της 8ης Νοεμβρίου 1895 και από της 24 Οκτωβρίου 1896 μέχρι της 21 Σεπτεμβρίου 1897, ότε ο Ζαΐμης, τη υποστηρίξει του Δηλιγιάννη, ωρκίζετο το πρώτον Πρωθυπουργός, κρατών δι’ εαυτόν το Υπουρ­γείον των  Εξωτερικών.

Κύριον μέλημα της κυβερνήσεως Ζαΐμη ήτο να φέρη εις πέρας τας διαπραγματεύσεις της οριστικής συνθήκης ειρή­νης μετά της Τουρκίας και να ρυθμίση τα της επιβολής του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου επί ωρισμένων προσόδων του ελληνικού κράτους διά την εξυπηρέτησιν των τοκοχρεωλυσίων. Διά μεν το πρώτον ζήτημα εδήλωσεν, άμα τη αναλήψει της Αρχής, διά διακοινώσεώς της προς τας Μεγάλας Δυνάμεις, ότι αποδέχεται τους όρους της προκαταρκτικής συνθήκης και απέστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν τους Νικ. Μαυροκορδάτον και Δ. Στεφάνου, ως πληρεξουσίους, διά τον καταρτισμόν της οριστικής, ήτις και υπεγράφη την 22 Νοεμβρίου (4 Δεκεμβρίου) 1897, διά δε το δεύτερον επέτυχε την διαρρύθμισιν των οικονομικών ζητημάτων, του συμβιβασμού και των όρων του Διεθνούς Ελέγχου, ψηφίσασα κατά Φεβρουάριον 1898 τον νόμον ΒΦΙΘ'. Την 29ην Οκτωβρίου 1898 υπέβαλε την παραίτησίν του εις τον βασιλέα, του ανετέθη όμως πάλιν ο σχηματισμός κυβερνήσεως, αφού εδημοσίευσε την αυτήν ημέραν εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως υπόμνημα περί των ληπτέων μέτρων προς βελτίωσιν της διοικήσεως της χώρας. Κατά την Πρωθυπουργίαν αυτήν του Ζαΐμη διηυθετήθη, κατόπιν διαπραγματεύσεων πολλών μετά των τεσσάρων Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσσίας, και Ιταλίας, και το ζήτη­μα της καθόδου εις Κρήτην, ως υπάτου αρμοστού, του πρίγκηπος Γεωργίου της  Ελλάδος (9 Δεκεμβρίου 1898). Διαλύσας μετά ταύτα την βουλήν, προεκήρυξεν εκλογάς διά την 7ην Φεβρουαρίου 1899, εις ας κατήλθε με ίδιον πολιτικόν πρόγραμμα. Ηττηθείς, παρέδωσε την 2αν Απριλίου την αρ­χήν εις τον Γεώργιον Θεοτόκην. Ανατραπείσης της κυβερνήσεως Γ. Θεοτόκη, την 12 Νο­εμβρίου 1901, λόγω των αιματηρών σκηνών εξ αφορμής της μεταφράσεως του Ευαγγελίου, τη υποδείξει του Θεοτόκη αρνουμένου να υποστηρίξη τον Θ. Π. Δηλιγιάννην, εκλήθη και πάλιν να σχηματίση  κυβέρνησιν ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Δεν παρέμεινεν όμως επί πολύ. Ζητήσας την διάλυσιν της βουλής από τον βασιλέα και λαβών αυτήν προεκήρυξεν εκλογάς διά την 17ην Νοεμβρίου 1902, κατελθών και πάλιν ως αρχηγός ιδίου κόμματος. Αποτυχών, παρέδιδε μετά τινας ημέρας την αρχήν εις τον Θ. Π. Δηλιγιάννην.

Υποδειχθείς υπό του βασιλέως Γεωργίου ως διάδοχος του πρίγκιπος Γεωργίου, κατήλθε την 18 Σεπτεμβρίου 1906 ως ύπατος αρμοστής εις την Κρήτην, παραμείνας μέχρι του Σεπτεμβρίου του 1909, ότε κατελύθη το αρμοστειακόν καθε­στώς. Το 1913, μετά την δολοφονίαν του βασιλέως Γεωργίου, απεστάλη εις τας ευρωπαϊκάς αυλάς όπως αναγγείλη την εις τον θρόνον ανάρρησιν του βασιλέως Κωνσταντίνου, τον δε Ιούλιον του 1914 απεστάλη μετά του Νικ. Πολίτη εις την Συνδιάσκεψιν του Βουκουρεστίου διά την εξεύρεσιν λύσεως μετά των αντιπροσώπων της Τουρκίας διά τας νή­σους του Αιγαίου.

Επιστρέψας εκ Ρουμανίας, διωρίσθη την 14ην Δεκεμβρί­ου 1914 διοικητής της Εθνικής Τραπέζης, παραμείνας μέ­χρι της 19 Δεκεμβρίου 1921. Καθ' όν χρόνον ήσκει τα κα­θήκοντα του διοικητού της Τραπέζης ανέλαβε, στηριζόμενος εις την εμπιστοσύνην του Στέμματος, τρις την πρωθυπουργίαν, την 24ην Σεπτεμβρίου 1915, παραμείνας επί ένα μήνα, την 9ην Ιουνίου 1916 μέχρι της 3 Σεπτεμβρίου 1916, και την 21 Απριλίου 1917 μέχρι της 14ης Ιουνίου 1917.

Ο Ζαΐμης κατ' επανάληψιν προέβη εις απόπειρας προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την συμμαχίαν της Αντάντ, ίνα επέλθη ούτω αποκατάστασις φιλικών σχέσεων μετά του βα­σιλέως Κωνσταντίνου, αλλά άνευ αποτελέσματος, Ανένδοτοι αι Δυνάμεις της Αντάντ, και ιδία η Γαλλία, επέδιδον (29 Μαΐου 1917) διά του επί τούτω αφιχθέντος υπάτου αρμοστού Γάλλου πολιτικού και γερουσιαστού Ζωννάρ τελεσίγραφον εις την κυβέρνησιν Ζαΐμη, δι’ ού ηξίουν την εκθρόνισιν του βασιλέως  Κωνσταντίνου.

Η Επανάστασις του 1922 εκάλεσε τον Ζαΐμην, ευρισκόμενον εις Βιέννην, να αναλάβη τον σχηματισμόν κυβερνήσε­ως, αλλά δεν απεδέχθη. Μετά τας εκλογάς της 7ης Νοεμβρίου 1926 (πρώτη εφαρμογή τής αναλογικής), ουδενός κόμματος επιτυχόντος σημαντικήν πλειοψηφίαν, εσχηματίζετο την 4ην Δεκεμβρίου 1926 οικουμενική κυβέρνησις, κατόπιν συμφωνί­ας όλων των κομμάτων, υπό την προεδρίαν του Α. Ζαΐμη. Αποχωρήσαντος του λαϊκού κόμματος η κυβέρνησις Α. Ζα­ϊμη  ανεσχηματίσθη,  την   17ην  Αυγούστου   1927,  με  συνεργασίαν των δημοκρατικών κομμάτων και του Ι. Μεταξά, αλλά υποχωρήσαντος την 8ην Φεβρουαρίου 1928 και του Α. Παπαναστασίου, λόγω διαφωνίας του οφειλομένης εις τον νό­μον περί οδοποιίας, η κυβέρνησις Ζαΐμη ανεσχηματίσθη εκ νέου με την συνεργασίαν Καφαντάρη, Μιχαλακοπούλου και Μεταξά, παραμείνασα εις την αρχήν μέχρι της 4ης Ιουλίου 1928.

Την 20ήν Μαΐου 1929 εξελέγη υπό του Εκλογικού Συλ­λόγου βουλής και γερουσίας αριστίνδην γερουσιαστής, την δε 22αν Μαΐου πρόεδρος του Β’ νομοθετικού Σώματος, επανεκλεγείς την 20ην Νοεμβρίου 1929 και κατά την δευτέραν σύνοδον της γερουσίας. Παραιτηθέντος, την 9ην Δεκεμ­βρίου 1929, του Προέδρου της Δημοκρατίας Π. Κουντουριώ­τη, εκλήθη, κατά το Σύνταγμα, ως αναπληρωτής, εκλεγείς την πρωΐαν της 14ης Δεκεμβρίου υπό των δύο βουλών Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εις την θέσιν ταύτην παρέμεινε μέχρι της καταργήσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος   (10  Οκτωβρίου   1935).

Απεβίωσε την 15ην ΣεπτεμβρΙου 1936 εις την Βιέννην, όπου είχε μεταβή προς θεραπείαν των οφθαλμών του. Η σο­ρός του, μεταφερθείσα ενταύθα εναπετέθη την 22αν Σεπτεμβρίου εις τον εν τω Α' νεκροταφείω  οικογενειακόν του τάφον.

Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου»τόμος 8ος

σ.σ. 635-636

Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΖΑΪΜΗΣ

Στο σπίτι τού Δημ. Βικέλα, στην οδό Βαλαωρίτου και, κατά προτίμηση, στο ισόγειο περνούσαν αρχαιολόγοι, ελληνιστές και γενικά φίλοι της Ελλάδας. Ύστερα από την Ακρόπολη και τα Μουσεία πήγαιναν στον Βικέλα καλεσμένοι σε πρόγευμα. Ο Δροσίνης ήταν από τους συχνότερα καλεσμένους. Σ’ ένα πρόγευμα του Βικέλα πρωτογνώρισε τον Αλέξανδρο Ζαΐμη.

Από τα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου» του Γ. Δροσίνη διαβάζουμε :

«Σ’ ένα πρόγευμα του Βικέλα πρωτογνώρισα και τον Αλέ­ξανδρο Ζαΐμη. Τον είχε καλέση μαζί με τον Ιωάννη Βαλαω­ρίτη και με είχε κρατήση κ' εμένα τρίτον.

            Ο Ζαΐμης, τόσο φημισμένος για τη σιωπή του στην πο­λιτική, ήτον ζωηρότατος ομιλητής σε στενό φιλικό κύκλο. Η αγαπημένη του ασχολία, όταν έμενε στην Αίγινα, ήτον η ψαρική, κ' επειδή κ' εγώ είχα μεγάλη αγάπη στη θαλασσινή ζωή, κι’ ο Βαλαωρίτης το ίδιο, το θέμα της ομιλίας μας στο τραπέζι ήτον γύρω από τη θάλασσα και τα ψάρια.

            Κ' έξαφνα ό Βαλαωρίτης γυρίζει και μου λέει:

- Πώς είναι εκείνο το δίστιχο, που είχες κάνη μια φορά για τον Αλέκο;

Αλέκο ωνόμαζε τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, γιατί είχε πολύ στενό δεσμό μαζί του.

Εγώ κέρωσα. Ο Ζαΐμης μέσα από τα γυαλιά του με κύτταξε με περιέργεια:                                           

-  Τι έχετε κάνη για μένα;

Πριν απαντήσω -και τι ν' απαντήσω;- ο Ιωαν. Βαλαωρίτης (γιός του Αριστ. Βαλαωρίτη) αρχίζει ν' απαγγέλλη:                                                                 

- Ο σεβαστός μας Πρόεδρος έχει διπλή τη χάρη: είναι ψαράς στη θάλασσα και στη στεριά είναι ψάρι.

-  Δικό σας είναι; μου λέει γελαστός ο Ζαΐμης - εγώ το νόμιζα εκείνου του Σουρή!

Ησύχασα, όταν είδα πως δεν είχε καθόλου πειραχτή. Και πείστηκα γι' αυτό ακόμη περισσότερο, όταν ύστερα από λίγον καιρό τυπώθηκε το  Ψάρεμά μου.

Ο Ζαΐμης ήτον βουλευτής και τού ’στειλα το βιβλίο στη Βουλή, ενώ συνεδρίαζε. Σε λίγην ώρα ένας κλητήρας της Βουλής μού’ φερε στο Γραφείο του Συλλόγου Ωφελίμων Βιβλίων ένα μικρό φάκελο. Μέσα ήτον επισκεπτήριο του Ζαΐμη, με λίγα λόγια ψιλογραμμένα:

- «Σας ευχαριστώ πολύ. Το βιβλίον σας ήλθεν επικαίρως, ενώ συζητείται το νομοσχέδιον περί φόρου ημιόνων. Προτιμώ ν' ασχοληθώ με τα σιωπηλά πλάσματα της θαλάσσης, παρά με τα θορυβώδη αυτά τετράποδα της ξηράς.»

Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Άπαντα, 7ος τόμος, σ.σ. 229 -230.

Στα «Σκόρπια Φύλλα» βρίσκουμε ακόμη τη διήγηση μιας εκδρομής στην Αίγινα. Από την περιγραφή μαθαίνουμε για την καθημερινότητα του Ζαΐμη και το χαρακτήρα του. Στις σελίδες 255-256 διαβάζουμε:

«Την ψαρική δεν την αγαπούσε πολύ ο Βαλαωρίτης και στη Σαπφώ δεν είχε άλλα ψαρικά σύνεργα παρά μόνον δύο τρία καμάκια. Εγώ έπαιρνα μαζί μου μια καθητή και ψάρευα κάποτε από την πρύμνη για να περνά η ώρα. Μια ψαρική εκδρομή, που λογαριάζαμε να κάνωμε στην Αίγινα, ναυάγη­σε την τελευταία ώρα.

            Έμενε εκεί ο Αλέξανδρος Ζαΐμης και είχαν συμφωνήση με το Βαλαωρίτη να πάμε ένα Σάββατο να τον βρούμε και να μας οργανώση για την Κυριακή ένα μεγάλο ψάρεμα με τη βάρκα του, που την είχε αρματωμένη στην εντέλεια. Πήγαμε λοιπόν ένα Σάββατο αυγουστιάτικο και βγήκαμε από τη Σαπφώ  στο χτήμα του Ζαΐμη.

            Πριν αράξωμε, βλέπαμε κάποιον ανάμεσα στ' αμπέλια να πηγαινοέρχεται σκυφτός σαν να εξέταζε προσεχτικά κάθε κλήμα. Ήτον ντυμένος εργατικά ρούχα άσπρα και φορούσε ένα ψάθινο φτηνό μεγαλόγυρο καπέλλο, και τον πήραμε για Αιγινήτη περιβολάρη στην υπηρεσία του Ζαΐμη. Όταν ζυγώ­σαμε όμως στην ακρογιαλιά, και διάλεγε ο Καπετάν Σπύρος μέρος, που να μπορούμε από το κότερο να πατήσωμε στη στεριά μ’ ένα πήδημα, χωρίς να βλαφτή κ’ η Σαπφώ, ο σκυφτός άνθρωπος ανασηκώθηκε ξαφνισμένος και γύρισε προς εμάς τα μυωπικά μάτια του με τα χρυσά γυαλιά: ήτον ο Ζαΐμης.

            Δε μας πρόσμενε τόσο νωρίς. Είχε κατέβη, όμως, ως το ακρογιάλι για να μας υποδεχτή, όταν θα φτάναμε. Μας εξή­γησε αμέσως, πως τα σχέδια της ψαρικής μας εκδρομής ματαιώνουνταν. Η αυριανή μέρα, Κυριακή, ήτον επέτειος του θανάτου του γαμπρού του, και δε θα μπορούσε ν’ αφήση την αδελφή του τη μέρα εκείνη, που γίνουνταν κάθε χρόνο αφορμή να πάθη λιγοθυμιές και νευρικούς παροξυσμούς.

            Γαμπρός του ήτον ο Γεώργιος Βενιζέλος, γυιος του γυναι­κολόγου γιατρού, από τους φημισμένους της παλιάς Αθήνας. Τον είχα γνωρίση και στα μαθητικά μου χρόνια κι' αργότε­ρα στη Λειψία, όταν πρωτοπήγα, πάντα όμως από κάποια απόσταση. Δεν είχε ποτέ καλή υγεία, και τον πειράζαμε στον κύκλο μας της Λειψίας, γιατί φυλάγουνταν από ρεύματα κι’ αλλαγές καιρού και δεν ήρχουνταν πουθενά παραέξω μαζί μας.

            Με την αδελφή του Ζαΐμη δεν έζησε πολλά χρόνια. Αλλά τα λίγα εκείνα θα ήταν τόσο ευτυχισμένα για τη γυναίκα του, ώστε με το θάνατό του η θλίψη της κατάντησε λυπομανία. Όλος της ο κόσμος περιωρίστηκε στον τάφο του. Ήτον θαμμένος στο υπόγειο της δικής τους εκκλησίτσας μεσ’ στο χτήμα, και περνούσε τις περισσότερες ώρες της μέρας και της νύχτας, κάποτε στο σκοτεινό εκείνο υπόγειο, απάνω στην πλάκα του.

            Ο Ζαΐμης δε μας άφησε να φύγωμε αμέσως, καθώς ήθε­λε ο Βαλαωρίτης, για να βάλωμε πλώρη προς τη Βουλιαγμέ­νη. Επέμενε να πάμε να χαιρετήσωμε τη μητέρα του, που μας πρόσμενε.

            Για να πάμε στο σπίτι θα περνούσαμε από την εκκλησίτσα, κι’ ο Βαλαωρίτης θέλησε να μπούμε ν’ ανάψωμε ένα κερί. Ο Ζαΐμης τότε μας σύστησε, να μη μιλούμε και να πατούμε ελαφρά στις πλάκες, γιατί από κάτω ήτον ο τάφος του Βενιζέλου κ’ η αδελφή του βρίσκουνταν από το πρωί εκεί.

            Μεγάλη αρχόντισσα η μητέρα του Ζαΐμη, μας δέχτηκε με την ευγένεια, που την κάνει ακόμη ευγενικώτερη η πονεμένη καλωσύνη. Όψη σαν από μάρμαρο, ή περισσότερο από κερί, που φαίνουνταν σαν να μην ήτον διαφορετική εχτές, σαν να μην μπορούσε ν’ αλλάξη αύριο, αλλά πλάστηκε για πάντα τέτοια από τρισάξιου τεχνίτη χέρια».

Γ. Δροσίνη. Άπαντα, τόμος 7ος

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΣ
ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΣ Γενικός Επιθεωρητής της Δημοτικής Μέσης και Ανώτερης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας

Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΣ ΚΑΙ Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Ο Φίλιππος Γεωργαντάς, Γενικός Επιθεωρητής της Δημοτικής Μέσης και Ανώτερης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, συμφοιτητής του Δροσίνη στη Λειψία και πολύ φίλος του, παρ’ ότι πολιτικά αντίθετος, φανατικός κυνη-γός σαν τον Δροσίνη, που διετέλεσε μάλιστα και αντι­πρόεδρος Κυνηγετικού Συνδέσμου Αθηνών, βοήθησε στην Ίδρυση του Πανελλήνιου Γυμναστικού Συλλόγου και εκπόνησε αναγνωστικά για τους μαθητές των σχολείων. Έμενε στο Μαρούσι και πολλές φορές μαζί με την εγγονή του την Ελενίτσα, επισκεπτόταν τον Δροσίνη στην Αμαρυλλίδα του.                                                     Εμείς γνωρίζουμε φιλικά την κυρία Ελένη Πρελορέντζου, εκλεκτό μέ­λος του Συλλόγου μας και δωρήτρια του Μουσείου, πάντα φορτωμένη συ­ναισθή-ματα και εικόνες από τους κατοίκους της Αμαρυλλίδας, γεμάτη νοσταλγία για την εποχή εκείνη. Η κυρία Πρελορέντζου στις ομιλίες της, είτε στην αυλή του Μουσείου, είτε σε άλλες φιλολογικές εστίες, αναφέρεται πάντοτε σε θύμησες που δένονται με τον Δροσίνη και τον αγα­πημένο της παππού.                   Στον αδερφικό του φίλο Φίλιππο Γεωργαντά, ο Δροσίνης αφιερώνει στα Σκόρπια Φύλλα της Ζωής του ένα κεφάλαιο με τον τίτλο:«Ο Υπότροφος Παιδαγωγός».                                                                                       Περιγράφει το κτήμα του φίλου του την «Χρυσηΐδα» στο Μαρούσι:

«Με την τάξη και την εκλεκτικότητα, νόμου απαράβατου της ζωής του, είχε και στο κτήμα καλοδιαλεγμένα και καλοβαλμένα όσα του χρειάζονταν».

Μιλά για την Λειψία του 1885 και του 1888 και καταλήγει για τη φι­λία τους:     «Βρεθήκαμε στη Λειψία πάλι κοντά ο ένας στον άλλον, και η φιλία μας, στερεωμένη, φιλία εξήντα χρόνων, στα θεμέλια των αναμνήσεων της ζωής της Λειψίας έγινεν αγάπη αδερφική. Στο τέλος του κεφαλαίου εκμυστηρεύεται: «Δική του πρωτοβουλία ήτον να τον διαδεχθώ στο Υπουργείον, όταν άλλαξε τμήμα και με το χέρι του γράφτηκεν η εισηγητική έκθεσις για το σχετικό Β. Διάταγμα».

ΕΛΕΝΗ ΠΕΤΑ ΠΡΕΛΟΡΕΝΤΖΟΥ, το γένος Σταυροπούλου.                      Σύντομο βιογραφικό.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Οκτωβρίου 1930.                              Τελείωσε το Αρσάκειο και σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.                                                                                                                       Εκ παραλλήλου σπούδασε την Αγγλική και τη Γερμανική γλώσσα.             Πήρε μαθήματα πιάνου για έξι χρόνια.                                                      Πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες της στον Ευαγγελισμό, στους Προ­σκόπους, στον Ερυθρό Σταυρό και σ’ άλλες οργανώσεις, για πολλά χρόνια.     Σήμερα είναι ενεργό μέλος σε πολλές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.          Έχει τρία παιδιά. Όλα ακολουθούν τις σπουδές που έκαναν.            Παρακολουθεί ως μέλος του Μουσείου Δροσίνη τις δραστηριότητές του και συμβάλλει στις εκδηλώσεις, όποτε ο χρόνος το επιτρέπει, με ομιλίες.

Απόσπασμα από την ομιλία της κας ΕΛΕΝΗΣ ΠΕΤΑ – ΠΡΕΛΟΡΕΝΤΖΟΥ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ                                                                                                                                 Οι θύμησες της νιότης μου ξεροί καρποί λιασμένοι                                που τους μασούμε στης χιονιάς τις μέρες γερασμένοι.

Αυτές οι θύμησες έρχονται συχνά μπροστά μου και βλέπω τον με­γάλο μας ποιητή, γέρο και ανήμπορο, στην έπαυλή του, την Αμαρυλ­λίδα.   Εκεί τον επισκεπτόμαστε με τον εκ μητρός παππού μου, τον Φιλ. Γεωργαντά, τον ισάδελφό του, όπως τον αποκαλούσε. Συζητούσαν και θυμ-ντουσαν την παλιά τους φοιτητική ζωή στη Γερμανία. Ο Δροσίνης του έχει αφιερώσει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στα «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», με τίτλο «Ο υπότροφος Παιδαγωγός». Στο κεφάλαιο αυτό διηγείται και τα διάφορά φοιτητικά ευτράπελα. Ήταν τόσο συνδεδεμένοι, που ούτε ο διχασμός κατάφερε να τους χωρίσει. Εκείνος Βενιζελικός, ο παππούς μου βασιλικός, βοηθούσε ο ένας τον άλλον σε ώρες χαλεπές του πολιτικού διχασμού, στο Υπουργείο Παιδείας, όπου και οι δύο ήταν ανώτεροι υπάλληλοι.                 Από διηγήσεις του παππού μου, ο ένας διαδέχεται τον άλλο στο Υπουργείο, αλλά και ο ένας προστατεύει τον άλλο από τους φανατικούς. Εγώ μικρό παιδί τον θεωρούσα δεύτερο παππού μου. Που και που μου έγραφε και κάποιο ποίημα για να με διασκεδάσει και να μην πλήττω! Τι κρίμα να μην τα θυμάμαι όλα. Βρήκα κάποιο από αυτά, τι κρίμα που δεν καταλάβαινα τότε την ομορφιά του:

Στα δάχτυλά σου στάλαξαν τρεις δροσιές του Κόσρου,

των λουλουδιών, της θάλασσας και των κλαμμένων άστρων,

κι απ’ τη δροσιά των λουλουδιών κρυστάλλωσαν σμαράγδια,

κι απ’ τη δροσιά της θάλασσας κρυστάλλωσαν ζαφείρια,

κι απ’ την αστέρινη δροσιά κρυστάλλωσαν διαμάντια.

Και σμίχτηκαν οι τρεις δροσιές να σε δακτυλιδώσουν.

Στα δίσεκτα χρόνια της Κατοχής, αλληλογραφούσαν. Αυτά τα γράμματα υπάρχουν σε φωτοαντίγραφα στο Μουσείο Δροσίνη, τα πρωτότυπα τα φυλάω ως κόρην οφθαλμού. Σ’ αυτά τα γράμματα περνάει όλη η ζωή τους σαν κινηματογραφι­κή ταινία. Τότε μου αφιέρωσε και μια μικρή συλλογή τετράστιχων, το «Σπί­θες στη Στάχτη». Όλα του τα Βιβλία τα έχω με ιδιόχειρη αφιέρωση, του Δροσίνη προς τον παππού μου.                                                   Η αλληλογραφία αυτή συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο του παππού μου και όπως γράφει κάπου, η μοίρα τον έταξε νεκροθάφτη των φί­λων του. Σήμερα, 50 χρόνια μετά το θάνατό του, με διακατέχει μεγά­λη συγκίνηση αλλά και τύψεις, γιατί οι ασχολίες μου τότε δεν μου άφηναν χρόνο να τον επισκέπτομαι.                                                                                                          Κατά τη γνώμη μου, ο Δροσίνης μπορεί να μη φτάνει έναν Παλαμά, έναν Ελύτη, ένα Σεφέρη, άφησε όμως ένα τεράστιο και αξιόλογο έργο, γεμάτο συναισθηματισμό, πατριωτισμό και θρησκευτικότητα, δροσερό σαν τ’ όνομά του.                                                                                     Κηφισιά 15/04/1939

Αδελφέ Φίλιππε                                                                                           Πολύ με συνεκίνησαν η α­ποστολή των προς σε παλαιών επιστολών και δελταρίων μου και η συνοδεύουσα ταύτα ιδική σου επιστο­λή. Εγύρισα με τον νουν και την καρ­διάν εις τας αλησμονήτους ημέ­ρας της Λειψίας και με περιστοί­χισαν αι σκιαί των εκλιπόντων φίλων μας του καιρού εκείνου. Διατί όμως η τόση πικρία εις τα γραφόμενά σου; Όλοι μας έχομεν δοκιμάση εις την ζωήν ατυχήματα ή διαψεύσεις ονείρων και επίσης και ματαίαν κατανάλωσιν ζήλου και εργασίας και ετερογνώρισιν αξίας. Αλλά προς απόδοσιν και παραμυθίαν, όταν έχεις πλησίον σου αγαπητά όντα να σε περιβάλλουν με την γλυκύτατην στοργήν των και εντός σου την συνείδησιν γαληνιαίαν ότι εξετέλεσες το καθήκον σου προς πάντας, δεν πρέπει ν’ αποκαρτερής και μάλιστα την ώραν αυτήν της αττικής Ανοίξεως, την φωτόλουστον και πάνδροσον.                                                                                                                        Καθώς βλέπεις εφέτος δεν ά­φησα καθόλου την Κηφισιάν και δια τούτο σπανίως κατέβαινα εις τον Σύλλογο όταν ήτο απόλυτος ανάγκη. Έχω τηλέφωνο εδώ και επικοινωνώ εις πάσαν περίπτωσιν. Μάθε ότι ο αριθμός μου εί­ναι 01222 αν ποτέ θελήσης να μου ανακοινώσης κάτι. Λογαριάζω από τον άλλο μήνα, θεού θέλοντος, να κατεβαίνω κάθε Παρασκευή πρωί, δυο τρεις, ώρες και ελπίζω να σε Βλέπω κάποτε εις την οδόν Ακαδημίας 46. Επέρασα πολύ καλόν Χειμώνα και με καλήν συγ­γραφικήν εργασίαν κοντά εις το τζάκι μου. Ελπίζω όταν ανέβης εις το Μαρούσι ότι θα βλεπόμεθα συχ­νά και θα σου διαβάσω μερικές σελίδες αναμνήσεων προσφιλών και εις τους δυό μας.   Πρόσφερε εις τους ιδικούς σου τους χαιρετισμούς μου και φίλησε εκ μέρους μου το παρθενικόν μέτωπόν της τρισχαριτωμένης Ελενίτσας σου.                                                                           Με όλην μου την αγάπην Γ. Δροσίνης.

LEIPZIG HARTELSTRASSE 9 II

Έλαβα χθες τον παράν.

Με μεγάλην μου χαράν.

Και σ’ ευχαριστώ τα μάλα.

Μου αρκούν μη στείλης άλλα.

Πάντοτε περνώ ωραία

Μοναχός χωρίς παρέα

Εις το ίδιο το τραπέζι

Μια εβραία μου τα παίζει

Στο καλό,

Σε φιλώ Δ.

        Φίλτατε

Τι γίνεσαι; Πώς διήλθες το θέρος; Κυνήγι ήρχισεν; Εδώ φέτος το ψάρεμα πολύ άτυχον με τα μελτέμια. Κατά τα άλ­λα καλά. Δυστυχώς ετελείωσε η ανάπαυσις και μετά 15 ημέρας θα είμαι εις την οδό Διδότου.

Καλήν αντάμωσιν Δροσίνης

3 Σεπτεμβρίου 1907

Κηφισιά 19/1/44

Φίλη Κυρία

Με βαθυτάτην οδύνην έμαθα χθες μόλις τον θάνατον του ισαδέλφου φίλου μου και αγαπητού πατρός σας. Με συνέδεε μαζί του ημίσεως αιώνος φιλία και συμβίωσις εις Λειψί­αν και εις Αθήνας κατόπιν με την συνεργασίαν μας εις το Υπουργείον. Ήτο ο τελευταίος του κύκλου των εν Γερμανία συσπουδαστών μου και α­πομένω ύστατος δια να θρηνώ τους εκλιπόντας. Παρακαλώ να δεχθήτε τον συμμερισμόν του πένθους σας και να διαβιβάσετε τα βαθύτατα συλλυπητήρια μου εις τον σύζυγόν σας. Φιλήσετε την κόρην σας εκ μέ­ρους μου εις μνήμην εκείνου που την ελάτρευε.

Με τα φιλικότερα αισθήματά μου.

Γ. Δροσίνης

Υ.Γ. Δακτυλογράφηση των χειρόγραφων επιστολών του Γ. Δροσίνη για την ευχερέστερη ανάγνωσή τους.

Ι.Π. ΔΟΑΝΙΔΗΣ
Ι.Π. ΔΟΑΝΙΔΗΣ Αριστούχος διδάκτορας φυσικών επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο Ι. Π. ΔΟΑΝΙΔΗΣ  ΚΑΙ Γ.  ΔΡΟΣΙΝΗΣ 

Εισαγωγή

Ο Ιωάννης Δοανίδης του Πέτρου, ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου  Πολυτεχνείου, γεννηθείς στη Θεσσαλονίκη το 1872. Αριστούχος της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδευθείς στη Φραϊβέργη, στη Μεταλλευτική Ακαδημία. Υπηρέτησε στο Λαύριο, εδίδαξε στο Πολυτεχνείο την ορυκτολογία και γεωλογία για 28 χρόνια.

Εδημοσίευσε εκτός των μαθημάτων του, πρωτότυπες μελέτες στα ελληνικά και στα γαλλικά. Νέο είδος τεχνητών λίθων εκ σκωριών, Η νήσος Θήρα και η Θηραϊκή γη, Η έκρηξις του ηφαιστείου της Θήρας το 1925, Το άλευρον της Θηραϊκής γης, Η γένεσις των Ηπείρων και Η μορφή τής επιφάνειας της γης. Αξιόλογος είναι η δράση του στην Κοινωνία. Στο Πατριωτικό Ίδρυμα Ευαγγελισμός, στον Ερυθρόν Σταυρόν, στο Αρσάκειον και στον Σύλλογο Ωφελίμων Βιβλίων (Σ.Ω.Β.), όπου έγραψε, μεταξύ άλλων, βιβλία, με τον τίτλο: ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ. Ανέλαβε εκδόσεις του Συλλόγου και ιδιαίτερα της ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ, στην οποία ο Ι. Δοανίδης ήταν Πρόεδρος και ο Γ. Δροσίνης  Γραμματέας. (Δέκα τέσσερα έργα).

ΟΜΟΤΙΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ

Τη 28 Μαΐου 1947, ο τότε πρύτανις του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου καθηγητής Θεόδωρος Βαρούνης απηύθυνε προς τον τότε απο­χωρήσαντα, λόγω ορίου ηλικίας, από της εν τω Εθνικώ Μετσοβίω Πολυτεχνεία έδρας του, Ιω. Π. Δοανίδην, το ακόλουθον έγγραφον : «Αγαπητέ φίλε και παλαιέ συνάδελφε. Μετ' ευχαριστήσεως σας ανακοινώνω ότι το ίδρυμα, μνήμον των υ­πηρεσιών, τας  οποίας  προσεφέρατε  επί δεκάδας ετών, εζήτησε, διά του υπ' αριθμόν 3759, της 26 Μαΐου 1947, εγγρά­φου, από το Υπουργείον Παιδείας, την διά διατάγματος απονομήν υμίν του τίτλου του ομοτίμου καθηγητού του Ε. Μ. Πολυτεχνείου.

            Σας χαιρετώ εγκαρδίως και διατελώ πάντοτε πρόθυμος, Θ. Βαρούνης».

ΤΙΜΗΤΙΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ κ.ά.

Πλην των διαφόρων τιμητικών διακρίσεων, κ. λ., ων έτυχε, κατά την μακράν σταδιοδρομίαν του, ο Ιω. Π. Δοανίδης, ούτος είχε τιμηθή και διά των εξής παρασήμων και μεταλλίων : 1. του αργυρού σταυρού του τάγματος του Σωτήρος, (17 Ιανουαρίου 1909, βασιλεύς Γεώργιος Α', υπουργός Εξωτερικών Γ. Π. Μπαλτατζής). 2. του πολεμικού μεταλλίου των Βαλκανικών πολέμων, «διά τας υπηρεσίας, ας προσήνεγκε κατά την εκστρατείαν εναντίον της Τουρκίας και της Βουλγαρίας», (25 Μαρτίου 1914, υπουργός των Στρατιωτικών Ελ. Κ. Βενιζέ­λος). 3. του χρυσού σταυρού του βασιλικού τάγματος του Σωτήρος, (22 Αυγούστου 1914, βασιλεύς Κωνσταντίνος IB', υπουργός των Εξωτερικών Ελ. Κ. Βενιζέλος). 4. του σταυ­ρού των ταξιαρχών του βασιλικού τάγματος του Φοίνικος, (9 Ιουνίου 1936, βασιλεύς Γεώργιος Β', υπουργός των Ε­ξωτερικών Ιωάννης Μεταξάς). 5. του μεταλλίου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, «εις ανάμνησιν των υπηρεσιών αυτού, ως μέλους του κεντρικού διοικητικού συμβουλίου του».

Ο ΔΟΑΝΙΔΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΩΝ ΟΡΥΧΕΙΩΝ ΓΡΑΦΕΙ:

«Το 1942, επειδή το κράτος είχε ανάγκη καυσίμων [δεδομένης της πλήρους κατά την περίοδον εκείνην, λόγω της κατοχής, ελλείψεως καυσίμων ξένης προελεύσε­ως], εκρίθη σκόπιμον να δοθούν εις τους επιστάτας και εις τους μάλλον ανεπτυγμένους εκ των εργατών τών ορυχείων στοιχειώδεις τινές, αλλά συστηματικαί γνώσεις, σχετικαί προς το έργον των. Ούτως ωργάνωσα σειράν μαθημάτων, με διδάσκοντας καθηγητάς του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και μηχανικούς τής διευθύνσεως μεταλλείων, εν τω Υπουργείω Εθνικής Οικονομίας, με κύρια μαθήματα την κοιτασματολογίαν, τα ερευνητικά μεταλλευτικά έργα, την εξόρυξιν, την ασφάλειαν των εργατών και την κρατικήν νομοθεσίαν, τους κανονισμούς κ.λ.π». Και προσθέτει: «Διά τους λιγνίτας, ειδικώτερον, εδιδάχθησαν, από τον γράφοντα, όσα περιλαμβάνονται εις τας επομένας σελίδας, που είναι σχεδόν το στενογράφημα των γενομένων ολίγων μαθημάτων. Η δημοσίευσίς των θα επερίττευε, αν οι ακροαταί ήσαν ησκημένοι να σημειώνουν της παρεχομένης διδασκαλίας τα κυριώτατα. Αλλά και γενικώτερον, ημπορεί να είναι χρή­σιμα διά όσους, ξένους προς το θέμα, συμβαίνει να ενδιαφέ­ρονται διά το ελληνικόν καύσιμον, τον λιγνίτην μας».

Μετά τας δύο προμνησθείσας γραφομηχανημένας εκ­δόσεις, ο Ιω. Π. Δοανίδης εξέδωκε και τας εξής εργασίας : 1. «Οι λιγνίται -τι είναι, πώς εγεννήθησαν, πώς παρουσιά­ζονται. Μαθήματα διά τους έλληνας λιγνιτωρύχους, διδαχθέντα κατά το α' εξάμηνον του 1942. Αθήναι, 1942». 2. «Κοιτασματολογία. Ερωτήσεις και απαντήσεις επί των μαθημά­των, τα οποία εδίδαξεν εις τους μεταλλευτάς, την β΄ εξαμηνίαν 1942-1943, ο καθηγητής του Ε.Μ.Π. Ι. Π. Δοανίδης». 3. «Τα μεταλλεύματα και τα καύσιμα, μαθήματα διά την Σχολήν Λιγνιτωρύχων». 4. «Στοιχεία πετρογραφίας διά την Σχολήν Λιγνιτωρύχων». 5. «Σημειώσεις εδαφολογίας». 6. «Περί σει­σμών. Αντισεισμικαί κατασκευαί. Αντισεισμικαί οικοδομαί εκ σιδηροπαγούς σκυροδέματος». 7. «Στοιχειώδεις γνώ­σεις της παλαιοντολογίας και της στρωματογραφίας». 8. «Πετρογραφία». 9. «Ορυκτολογία» (επανέκδοσις υπό των σπουδαστών, εν λιθογράφω). 10. Πετρογραφία, με σειράν σχεδίων». 11. «Παλαιοντολογία». 12. «Σχέδιον αυτοτελούς πετρογραφίας». 13. «Σημειώσεις ορυκτολογίας και γεωλο­γίας». 14. «Σημειώσεις εκ της οπτικής κρυσταλλογραφίας». 15. «Σημειώσεις περί ορυκτολογίας και γεωλογίας, περιλαμβάνουσαι τας κυρίας εννοίας εις μίαν συνοπτικήν διατύπωσιν. Αθήναι, 1943», (λιθογραφείον Β. Α. Πετρή, οδός Χ. Τρικού­πη 79, έκδοσις β' τάξεως Σχολής Πολιτικών Μηχανικών). 16. «Σημειώσεις εδαφολογίας,  περιλαμβάνουσαι τας στοι­χειώδεις εννοίας εις συνεπτυγμένην διατύπωσιν. Αθήναι, 1946». (λιθόγραφον).

Εκ των ως άνω διδακτικών εργασιών του Ιω. Π. Δοανίδου, αι πλείσται εδιδάσκοντο εν ταις ανωτάταις σχολαίς του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Εξ άλλου, ειδικώς δε διά τους σπουδαστάς των ανωτάτων τούτων σχολών, ο Ιω. Π. Δοανίδης συνέταξε τους εξής πίνα­κας και χάρτας : 1. «Γεωλογική ανάλυσις του εδάφους της Αττικής». 2. «Τομή του βορείου Υμηττού». 3. «Γεωλογικά! τομαί της Λαυρεωτικής». 4. «Τα μεταλλεία Καμαρέζης Λαυρείου». 5. «Χάρτης της Λαυρεωτικής». 6. «Γεωλογική τομή του Ισθμού της Κορίνθου». 7. «Τεκτονική της Αιγηϊδος, κατά τον Alfr. Philippson». 8. «Πίναξ εξελίξεως της γης». 9. «Η νήσος Θήρα». 10. «Γεωλογικός χάρτης Μεθάνων». 11. «Γεωλογικός χάρτης Κορίνθου».

Σημειωτέον ότι ο Ιω. Π. Δοανίδης εδημοσίευσε πλεί­στα άρθρα, αφορώντα εις την ορυκτολογίαν και γεωλογίαν, εν τω «Εγκυκλοπαιδικώ Λεξικώ» του Κωνστ. Ελευθερου­δάκη, ως και εν τη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία» (του Παύλου Δρανδάκη και είτα Παυσ. Μακρή). Πλην δε των ήδη μνημονευθεισών εργασιών και διαλέξεών του, ού­τος συνέγραψε και τας υπό τους ακολούθους τίτλους πρα­γματείας : 1. «Ορειβασία και γεωλογία». 2. «Η φύσις και ο άνθρωπος εν ταις ελληνικαίς χώραις». 3. «Ο σεισμός ως γεωλογικόν φαινόμενον», προέβη δε και εις ομιλίας, δοθείσας εν τη Εταιρία Βυζαντινών Σπουδών, εν τω Οδοιπορικώ Συνδέσμω, εν τω Ομίλω Εκδρομών, εν τω Συλλόγω Υπαλλή­λων Ανωνύμων Εταιριών κ.ά. Τέλος, επί ιδικών του επινο­ήσεων (περί θειοχώματος κ. λ.) εξεδόθησαν διπλώματα ευ­ρεσιτεχνίας επ' ονόματι των Κωνστ. Ι. Χωρέμη και Ν. Οικονομοπούλου. Αυτός δε ούτος, εν τω προμνησθέντι υπομνήματί του (1 Μαρτίου 1949) προς τον πρύτανιν του Εθνικού Mετσοβίου Πολυτεχνείου, μεταξύ άλλων, αναφέρει και τα εξής «Διατηρώ εις το αρχείον μου σωρείαν επιστολών μηχανικών των δημοσίων έργων, οι οποίοι καταφεύγουν πρός με, ζητούντες διασαφήσεις και οδηγίας, επί περιπτώσεων, τοις δε παρουσιάζονται και αναγνωρίζουν την αξίαν τών διδαχθέντων [υπ' αυτού] και την εκ τούτων εις τας εργασίας των ωφέλειαν».

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ I. ΔΟΑΝΙΔΗ

Λήγοντος του έτους 1953, ο Ιω. Π. Δοανίδης ωμίλησε προς τους μαθητάς της Σεβαστοπουλείου Τεχνικής Σχολής, ο δε λόγος του εκείνος υπήρξε και ο τελευταίος του βίου του.

«Παιδιά μου» - είπε, απευθυνόμενος προς τους μαθητάς της αναφερομένης σχολής- «η υγεία μου δεν μου επέτρεψε, να έλθω να σας χαι­ρετίσω, με την αρχήν του σχολικού έτους. Το κάμνω τώρα, με πολλήν χαράν, και σας εύχομαι υγείαν και προκοπήν. Η προκοπή είναι, βέβαια, εις το χέρι σας, αλλά και η υγεία άλλο τόσον, αν την προσέχετε. Η σχολή μας ιδρύθη τω 1908, διά χρημάτων τού αειμνήστου Κ. Σεβαστοπούλου, του ο­ποίου και φέρει το όνομα «Σεβαστοπούλειος». Ο ποιητής Γ. Δροσίνης λέγει ότι αργά, ένα χειμωνιάτικο βράδυ, επήγεν εις το σπίτι του ο ιδρυτής του Συλλόγου [προς διάδοσιν ω­φελίμων βιβλίων] Δ. Βικέλας, να του δώση το χαρμόσυνον μήνυμα ότι ευρέθη ο γενναίος χορηγός, που διαθέτει το πο­σόν, το αναγκαίον διά την ίδρυσίν της, το χαρμόσυνον μή­νυμα, το οποίον είχαν βάλει από καιρόν εις τον νουν τους, τόσον ο ιδρυτής Δ. Βικέλας, όσον και ο συνεργάτης του Γ. Δροσίνης. Και του εσύστησε να κάμη το κατάλληλον πρόγραμμα, ώστε να εξασφαλισθή η έγκρισις του Σεβαστοπού­λου. Και το πρόγραμμα έγινε τόσο καλόν, ώστε ενεκρίθη από τον αείμνηστον Σεβαστόπουλον με ενθουσιασμόν. Και οι καρποί εστάθησαν, αληθινά, άριστοι. Οι απόφοιτοί της διεκρίθησαν παντού, όπου ετοποθετήθησαν - εις τας δημοσίας υπηρεσίας, εις τας μεγάλας εταιρίας, παντού. Σας φέ­ρω ένα παράδειγμα : τον φίλον μου κ. Παναγιώτην Δημόπουλον, τον οποίον γνωρίζετε, εργαζόμενον εις δουλειές του συλ­λόγου και διακρινόμενον εις ό,τι αναλαμβάνει. Αλλά και ο σύλλογος δεν εστάθη κατώτερος εις το έργον που ανέλαβε. Και, πρώτα, εξησφάλισε τον άριστον διευθυντήν της, τον κ. Σπυρίδωνα Μπαρμπάτην, ο οποίος αφωσιώθηκεν εις το έργον του, μάλιστα, τον καιρόν που μας ήλθαν οι αμερι­κανοί, με τα πλούσια μέσα, που έβαλαν εις την διάθεσίν μας. Εξησφάλισε, με την βοήθειαν της εφορείας, το άλλο εκλεκτόν διδακτικόν προσωπικόν, εν οις και τον πλοίαρχον κ. Σωτήριον Δελαζόνον, εις τον οποίον ο Α. Μ. ο βασιλεύς [Παύλος] έδωσε την θέσιν επιθεωρητού, εις τας υπό την δικαιοδοσίαν του Τεχνικάς Σχολάς της Δωδεκανήσου, [συστα­θείσας υπό του Βασιλικού Εθνικού Ιδρύματος], και τον πλωτάρχην κ. Γεώργιον Μανέτταν. Και, γενικώς, το προσωπικόν ολόκληρον εστάθη εις την περιωπήν την εμπρέπουσαν. Και μου επιβάλλεται ιδιαιτέρως να αναφέρω τον μηχανολόγον μηχανικόν του Πολυτεχνείου κ. Ν. Κασιμάτην, τον διευθύ­νοντα τα εσπερινά τμήματα της σχολής μας. Και, υπό τους όρους αυτούς, ήλθαν οι αμερικανοί, οι οποίοι δεν εβράδυναν να αναγνωρίσουν την ανωτερότητα της εργασίας μας. Έτσι, δεν εφειδωλεύθησαν την βοήθειάν των. Μας έδωσαν, με τα δύο χέρια, άφθονα, υπεράφθονα τα μέσα. Ας είναι ευλογη­μένη η βοήθειά των ! Και, τώρα, ποίον είναι το καθήκον μας ημών, των διοικούντων, αλλά και το καθήκον υμών, των μα­θητών της Σεβαστοπουλείου ; Είναι, νομίζω, ολοφάνερον : Να είμεθα αντάξιοί της, να την τιμήσωμεν ! Έτσι, θα ημπορέσωμεν να εξοφλήσωμεν ό,τι τους οφείλομεν. Και κάμνοντες αυτό, θα έχωμεν την ωφέλειαν ιδικήν μας».                         Μέγα Ελληνικό Λεξικό τόμ. 3ος σ.σ.536-538

Ο Ι. Π. Δοανίδης γράφει:

«Ο Σ.Ω.Β. εγεννήθη διά την μόρφωσιν του λαού, με τον Δημ. Βικέλα ιδρυτήν, χρηματοδότην και με παραστάτην αν μη και κύριον παρορμητήν, τον Γ. Δροσίνη, ο οποίος δεν παρέλειπε πάσαν άλλην εργασίαν, εις τον αυτόν συντρέχουσαν σκοπόν. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ ΕΙΝΑΙ ΕΡΓΟ ΕΘΝΙΚΟΝ».

—–

Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΙΩΑΝ. ΔΟΑΝΙΔΗΣ ΣΤΟΝ  Σ.Ω.Β.

Από του 1921 έτι, ο Ιω. Π. Δοανίδης ετέλει τακτικός εταίρος και, επομένως, δρων μέλος του διοικητικού συμβουλίου του «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων». Εν αυτώ συνειργάσθη, στενώτατα, επί μακρά έτη, μετά των Ιωάννου Αθανασάκη και Γε­ωργίου Δροσίνη. Έν σχέσει δε με την συνεργασίαν ταύτην, εν άρθρω τού δημοσιογράφου και δικηγόρου Αλεξ. Ν. Μακρίδου, υπό τον τίτλον «Αιωνόβιοι εν δράσει : Ι. Αθανασά­κης-Γ. Δροσίνης-Ι. Δοανίδης», δημοσιευθέντι εν τη εφημερίδι των Αθηνών «Εμπρός», (21 Ιανουαρίου 1948), ανα­φέρονται και τα ακόλουθα, μεταξύ άλλων :

«Έτυχα προχθές, άθελά μου, σε μια παράξενη τελετή. Ένας γνωστός Αθηναίος, ο γεροντότερος, ίσως, της πρωτευούσης, αιωνόβιος εν όλη τη σημασία της λέξεως, στον οποιον πολλά χρωστεί ο τόπος, καλούσε στο τηλέφωνο έναν άλλον υπέργηρον αθηναίον, από τους πανελληνίως γνωστούς ανθρώπους της πέννας, της περασμένης- ή, εάν θέλετε, και της προπερα­σμένης-  γενεάς, με συνδετικόν κρίκον ένα τρίτον, σεβαστότατον πολίτην, αρκετά, όμως, νεώτερον των άλλων δύο - τον «νεαρό» της παρέας, το ευκίνητο «παιδί», για τις φροντίδες και τους κόπους της γραφικής εργασίας - ένα συνταξιούχον καθηγητήν του Πολυτεχνείου, για να συνεδριάσουν, όπως κάθε Κυριακή πρωί, όλοι μαζί, στο σπίτι του δευτέρου εξ αυτών, στην Κηφισιά. Και για να είμαι σαφέστερος : Ο πρώτος των ανωτέρω είναι ο κ. Ιωάννης Αθανασάκης, ο θαλερώτατος τέως πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, ηλικίας ενενήκοντα επτά ετών, παρακαλώ, (αριθμός 97), που καλούσε στο τηλέφωνο, στην Κηφισιά, το δεύτερο της τριάδος, τον ποιητήν και ακαδημαϊκόν μας Γεώργιον Δροσίνην, ετών ενενήκοντα (αριθμός 90), προκειμένου να μεταβή εκεί, ομού μετά του Βενιαμίν της συντροφιάς, του εν αποστρατεία πλέον καθηγητού τού Πολυτεχνείου μας κ. Ι­ωάννου Δοανίδη - τα έτη αυτού δεν αναφέρονται, διότι πρό­κειται περί νεαρωτάτου, εν συσχετισμώ προς τους δύο άλ­λους σεβαστούς έλληνας, ανδρός, αριθμούντος μόλις εβδομήκοντα επτά (αριθμός 77) Μαΐους - διά να συνεδριά­σουν διά τον «Σύλλογον προς διάδοσιν των ωφελίμων βι­βλίων». Και η καθιερωμένη αυτή τηλεφωνική προσυνεννόησις, τυπική, στερεότυπος, ομοιόμορφος και απλή, αλλά τόσον ζωντανή και  τόσον νεανικόν σφρίγος υποκρύπτουσα, με τους τρεις αυτούς σεβαστούς έλληνας, κλείνει, πάντο­τε σχεδόν, με την άνοδον των δύο μελών της παρέας: του πρωτοτόκου και του Βενιαμίν, εις το σπίτι του μεσαίου, του ποιητού μας κ. Γ. Δροσίνη, όπου πραγματοποιείται, κατά κανό­να, η συνεδρίασις των στυλοβατών του διοικητικού συμβου­λίου του «Συλλόγου προς διάδοσιν των ωφελίμων βιβλίων». Εκεί, λοιπόν, εις το σπιτάκι του αειθαλούς ποιητού μας, επί της οδού Αγίων Θεοδώρων [εν Κηφισιά της Αττι­κής], συγκεντρώνονται, κάθε Κυριακή πρωί, μετά την εκκλησίαν, οι τρεις ακάματοι αθηναίοι και προσπαθούν να τακτο­ποιήσουν τα ατακτοποίητα και να επιλύουν τα άλυτα του «Συλλόγου προς διάδοσιν των ωφελίμων βιβλίων» και της πνευματικής κόρης αυτού, της Σεβαστοπουλείου Εργατικής Σχολής».

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

1927

Η Συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της 15 Ιανουαρίου 1927 είναι εξαιρετικώς σημαντική διά τον Σύλλογον, διότι κατ' αυτήν ο Πρόεδρος ανήγγειλε  νέαν  μεγάλην δωρεάν, διανοίγουσαν την δράσιν αυτού προς νέαν κατεύθυνσιν:

«Ανώνυμος διά του Προέδρου δωρείται εις τον Σύλλογον 156 ομολογίας του Εθνικού Δανείου των 500 εκατομμυρίων του 1914 κατατεθειμένες εις την Εθνικήν Τράπεζαν και δραχμάς 129.334,50 εις μετρητά, υπό τον όρον όπως το κεφάλαιον των 156 ομολογιών μένη αναπαλλοτρίωτον, το δε εξ αυτού εισόδημα και τα μετρητά χρησιμοποιεί ο Σύλλογος προς συλλογήν και έκδοσιν λαογραφικού υλικού και αρχείου ιστορικού αναφερομένου εις τα γεγονότα της Ελληνικής Παλιγγενεσίας από των αρχών μέχρι των μέσων του 19ου αιώνος. Εκ των αυτών εισοδημάτων δύναται να γίνη και η αποστολή εις την Εσπερίαν δημοδιδασκάλων προς σπουδήν της Χειροτεχνίας ή αποφοίτων των Ωδείων προς σπουδήν της Σχολικής Μουσικής».

Το Διοικητικόν Συμβούλιον απεδέχθη ευγνωμόνως την μεγάλην δωρεάν και απεφάσισεν όπως έχη αύτη ιδιαίτερον λογαριασμόν και ανεξάρτητον διαχείρισιν, αι δε εκδόσεις της αποτελέσουν ειδικήν σειράν δημοσιευμάτων του Συλλόγου ομοιομόρφων και υπ' αύξοντα αριθ­μόν και φέρουν τον γενικόν τίτλον «Ιστορική και Λαογρα­φική Βιβλιοθήκη». Διά την φροντίδα της εξευρέσεως καταλλή­λου ύλης και την εκτύπωσιν των τευχών τής σειράς ορίζεται επιτροπή εκ των μελών του Δ. Συμβουλίου Ι. Π. Δοανίδου ως Προέδρου και Γ. Δροσίνη ως Γραμματέως και τριών μελών του Συλλόγου: των καθηγητών Κωνσταντίνου Αμάντου, Σωκράτους Κουγέα και του διευθυντού τού Λαογραφικού Αρχείου Στίλπωνος Κυριακίδου. Την έναρξιν της εκδόσεως της Ιστορικής και Λαογραφικής Βιβλιοθήκης ανήγγειλεν ο Σύλλογος, την 4 Μαρτίου 1927, απευθύνων έκκλησιν αφ'ενός μεν προς τους κατέ­χοντας ανέκδοτα οικογενειακά έγγραφα σχετικά προς την Ελληνικήν Επανάστασιν και προς τους συλλέκτας τοιούτων εγγράφων, εξ άλλου δε προς τους έχοντας ανέκδοτον λαογραφικόν υλικόν. Πάντες οι ανωτέρω παρεκαλούντο να δηλώσουν αν επιθυμούν να παραχωρήσουν προς δημοσίευσιν ταύτα και υπό ποίους όρους. Τα πρώτα τεύχη της Βιβλιοθήκης εξεδόθησαν κατά το 1927».

Εις την Γενικήν Συνέλευσιν της 26 Μαρτίου 1927 ο Πρόεδρος ανήγγειλε τα της δωρεάς και την προσεχή έναρξιν της εκδόσεως τευχών της Ιστορικής και Λαογραφικής Βιβλιοθήκης.

Από το Ημερολόγιόν του Γ. Δροσίνη «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου», στα ΑΠΑΝΤΑ, τόμος 11ος, μαθαίνουμε:

α) Ότι ο Δοανίδης στο θάνατο του αδελφού τού ποιητή, του Στράτου, βρέθηκε στην Κηφισιά δίπλα του και ήταν Φεβρουάριος του 1942, πόλεμος, κρύο, μεγάλες δυσκολίες στη μετακίνηση.

β) Το 1943, όταν πέθανε ο Παλαμάς, ο Δοανίδης ρώτησε τον Δροσίνη τι να γράψουν στο ψήφισμα του Συλλόγου Ωφελίμων Βιβλίων και ο Ποιητής απάντησε ότι πρέπει να είναι  ακριβώς το ίδιο με αυτό που γράφτηκε για τον Αιγινήτη και τον Δοξιάδη. Το ψήφισμα είναι για τον Σύμβουλο Παλαμά και όχι για το δοξασμένο Έλληνα Ποιητή.

γ) Στις 13 Μαρτίου του 1943 από το Ημερολόγιο του Γ. Δροσίνη και πάλι μαθαίνουμε ότι ο Δοανίδης και ο Αθανασάκης έμειναν μέχρι τις 12 ½ η ώρα π.μ. για να εργαστούν (όπως έχουμε ήδη αναφέρει) για τον Σ.Ω.Β. Γενικά, μόλις εύρισκαν αυτοκίνητο είτε της Έλδας Νάζου ή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού βρισκόνταν δίπλα στον Δροσίνη, στο σπίτι του στην Κηφισιά, οι δύο συνεργάτες.

δ) 15 Νοεμβρίου 1947

Πρώτη μέρα του Σαρανταήμερου, της Σαρακοστής, για τα Χριστούγεννα, της μόνης για προσδοκίες χαράς τής Γέννησης του Χριστού. Καφές με κακάο το μεσημέρι. Ξένοιαστος πια και χωρίς τη νευρικότητα για του Νόμπελ την απόφαση, εκοιμήθηκα 7 ώρες και 2 συμπληρωματικές και σηκώθηκα με ελαφρότατο κεφάλι και…τον ήλιο, χυμένον στην κάμαρά μου, και στο σαλόνι, που καθισμένος στην πολυθρόνα μου συμπλήρωνα κ' έστειλα το γράμμα μου στη Μάρω, με τα χθεσινά του ερχομού του Δοανίδη και των δύο υιών Δημητράκου. Στη συνάντηση αυτή εκανονίστηκε το τύπωμα των παραμυθιών με τις εικόνες Γέροντα και μιλήσαμε για την εκδοτική συμφωνία με τον Σύλλογον, επί τη βάσει του Συμφωνητικού του 1911 με το Σιδέρην. Οριστικά θα αποφασίσωμεν στη νέαν συνάντησιν.

Όταν πέθανε ο Γ. Δροσίνης, ο Ι. Δοανίδης ηγήθηκε του Συλλόγου για τους φίλους του Δροσίνη. ακόμα, στις 12/1/1951, μαζί με τον Ι. Αθανασίου, προσέφεραν 200.000 δρχ. στον Σύλλογο προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, εις μνήμη του Ποιητή.

ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ».

«Oι Φίλοι του Δροσίνη». - Μετά τον θάνατον (2 Ιανουαρίου 1952) του ποιητού και ακαδημαϊκού Γεωργίου Δροσίνη. ο Ιω. Π. Δοανίδης διεδέχθη τούτον εν τη αντιπροεδρία του «Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων». Μεσούντος δε του 1952, ούτος έσχε την πρωτοβουλίαν της συγκροτήσεως ομίλου, υπό την επωνυμίαν «Οι Φίλοι του Δροσίνη». Τη 12 Ιούνιου 1952, εγένετο (εν τη οικία της Έλδας Νάζου) η πρώτη σύσκεψις των ιδρυτικών μελών του ομίλου αυτού, ότε λαβών τον λόγον, ο Ιω. Π. Δοανίδης είπε προς τους συνελθόντας τα ακόλουθα : «Ο «Σύλλογος προς διάδο­σιν Ωφελίμων Βιβλίων», ο ιδρυθείς υπό του αειμνήστου Δη­μητρίου Βικέλα, έχει, με το καταστατικόν του, την ελευθερίαν να οργανώνη επιτροπάς, χάριν ωρισμένων σκοπών, ως ήτο άλλοτε, το εκπαιδευτικόν συνέδριον, η παιδαγωγική βιβλιοθήκη, τo σχολικόν μουσείον, και, τώρα, η Σεβαστοπούλειος Εργατική Σχολή, που έλαβε τελευταίως την μεγάλην υποστήριξιν της αμερικανικής βοηθείας. Εις τας επι­τροπάς αυτάς έχει την ελευθερίαν να προσλαμβάνη πρόσω­πα ωρισμένων αρμοδιοτήτων, ενώ, πάντως, μετέχουν εκ των μελών του  Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου ο Πρόεδρος και ο Γραμματεύων Σύμβουλος. Έτσι, έχετε την εξήγησιν της παρουσίας του κ. Δ. Μάργαρη και εμού, [ως προε­δρεύοντος αντιπροέδρου], εις την σημερινήν μας συγκέν­τρωσιν. Ο κ. Μάργαρης είχε την ευτυχέστατην έμπνευσιν να χαρακτηρίση τον εκλιπόντα αλησμόνητον  φίλον  μας, τον Γεώργιον Δροσίνην, ως ποιητήν του Γένους, κατ’ αντιστοιχίαν προς την, άλλοτε, γενικώς ισχύσασαν έκφρασιν, διδάσκαλος του Γένους. Διότι ποίος άλλος ύμνησε την ελληνικήν φύσιν, τας ελληνικάς παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα του λαού μας, την ιστορίαν την αρχαίαν, αλλά και του 1821, περισσότερον από τον Γεώργιον Δροσίνην; Οι «Φίλοι του Δροσίνη» επιθυμούν να τιμήσουν το έργον αυτό, με την έκδοσιν των Απάντων του, με την έκδοσιν του β’ μέρους των «Σκόρπιων Φύλλων της Ζωής του», την κυκλοφορών μεταλλίου, την ανέγερσιν της προτομής του εις την μικράν πλατείαν, που σχηματίζεται απέναντι από το σπίτι του της Κηφισίας, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της μακράς ζωής του, τέλος, με ό,τι άλλο ήθελε κριθή συντελεστικόν εις την τιμήν, που του ανήκει. Ποίαν γνώμην έχουν οι «Φίλοι του Δροσίνη» και η ευγενέστατη δέσποινα Έλδα Νάζου, που μας φιλοξενεί απόψε, θα το συζητήσωμεν προθύμως. Πάν­τως, επιθυμώ ιδιαιτέρως να τιμήσω την παρουσίαν δύο προ­σώπων, που, εκτός του στενού κύκλου, ήλθαν κοντά μας α­πόψε, της κυρίας Ελένης Βλάχου, αξίας διαδόχου του πα­τρός της Γεωργίου Άγγ. Βλάχου της «Καθημερινής», και του Πέτρου Γουναράκη, υποδιοικητού της Εθνικής Τρα­πέζης, συντοπίτου του Δροσίνη και Μεσολογγίτου, όπως ευ­λόγως το καυχάται».

Κατά την σύσκεψιν εκείνην της 12 Ιουνίου 1952, απεφα­σίσθη η συγκρότησις επιτροπής εκ των Ι. Αθανασάκη, Γ. Αθανασιάδη - Νόβα, Ελένης Βλάχου - Λούνδρα, Π. Γουναράκη, Ι. Π. Δοανίδου, Π. Λογοθέτη, Δ. Μάργαρη, Έλδας Νάζου, Μαρίας Οικονόμου και Γ. Πετάση, ήτις και ανέλα­βε την οργάνωσιν ευρυτέρας συσκέψεως (διά την 25 Ιουνίου του αυτού έτους) και με σκοπόν «την ανταλλαγήν σκέψεων περί του καλλιτέρου τρόπου διά την ευρυτέραν διάδοσιν του έργου τού αειμνήστου ποιητού Γεωργίου Δροσίνη». Κατά την δευτέραν εκείνην και ευρυτέραν σύσκεψιν, ωμίλησαν οι: Ιω. Π. Δοανίδης, Γ. Αθανασιάδης - Νόβας, Π. Γουναράκης, Δημ. Σ. Μπαλάνος, Κ. Δημαράς, Γεώργ. Ζώρας, Έλδα Νάζου, κ. ά. Τέλος δε συνέστη επιτροπή εκ των Ιω. Π. Δοα­νίδου, Δ. Μάργαρη, Ρήγα Γκόλφη, Κ. Δημαρά και του κα­θηγητού της νεοελληνικής φιλολογίας εν τω Πανεπιστήμιω Αθηνών Γεωργίου Ζώρα, εις ην ανετέθη η μελέτη των μέ­σων, δι’ ών θα καθίστατο δυνατή η ευρυτέρα διάδοσις του έρ­γου του Γεωργίου Δροσίνη.

Την 25 Απριλίου 1953, συνήλθε και αύθις η διοικούσα επιτροπή του ομίλου «Οι Φίλοι του Δροσίνη», εν δε τοις πρακτικοίς της συνεδρίας εκείνης αναφέρονται τάδε : «Κατά την συνεδρίαν ταύτην, εις την οικίαν της κας Έλδας Νάζου, παρίσταντο : Ο πρόεδρος κ. Ι. Π. Δοανίδης και οι κ. κ. Δ. Μάργαρης, Δ. Δημητριάδης, Γ. Ζώρας, Γ. Πετάσης και αι κυρίαι Έλδα Νάζου, Α. Τεργιάζου, Φωφώ Λογοθέτη, Μ. Πετάση, Καίτη Μάνου και Μαρία Οικονόμου. Μετά ανταλλαγήν σκέψεων και συζητήσεων, απεφάσισαν, προτείνοντος του κ. Γ. Ζώρα : Ι. Να ενεργήσουν διά την έκδοσιν των έργων του Δροσίνη, συνεννοούμενοι μετά του «Συλλόγου προς διάδο­σιν Ωφελίμων Βιβλίων», μεθ’ ού ο όμιλος των «Φίλων του Δρο­σίνη» συνεργάζεται. 2. Εφόσον παρουσιάζονται εκδόται, να επιτρέπεται η έκδοσις, συμφώνως προς τους όρους τους οποίους θα θέση η επιτροπή, ήτις θα αναλάβη και τας διορ­θώσεις. Εις τας εκδόσεις θα αναγράφεται : «Έκδοσις «Φίλων Δροσίνη» ή «Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων - Έκδοσις Φί­λων Δροσίνη». 3. Να καταβληθούν προσπάθειαι διά την έκδοσιν του β’ τόμου «Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου»  του Γ. Δροσίνη, το οποίον ο [εκδότης] Κίμων Θεοδωρόπουλος, από τριετίας, διατηρεί ανέκδοτον. 4. Να επικοινωνήσουν με τον εκδότην Ι. Σιδέρην, διά να εξετασθή υπό ποίους όρους ανα­λαμβάνει ούτος την έκδοσιν ωρισμένων έργων του Δροσίνη. 5. Να προσπαθήσουν, όπως εκδοθούν τα «Ειδύλλια», συμφώνως προς την επιθυμίαν τού ποιητού. 6. Να περισυλλεγούν τα εις χείρας διαφόρων γράμματα του Δροσίνη, διά να γίνη έκδοσις και τούτων. Πάντα ταύτα απεφάσισαν οι ως άνω συνελθόντες, υπό την επιφύλαξιν, να συνεννοηθούν μετά του διοικητικού συμβουλίου του «Συλλόγου προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» και να ζητήσουν παρ’ αυτού την εξουσιοδότησιν, διά πάσαν σχετικήν ενέργειάν των».

Μέγα Ελληνικό Λεξικό

Τόμος 3ος

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗ

Ι.   Π.   ΔΟΑΝΙΔΟΥ.   ομοτίμου    Καθηγητού  του   Πολυτεχνείου

ο γεωρΓΙοσ Δροσίνης

ΚΑΙ Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

Το έργον του Γεωργίου Δροσίνη, το ποιητικόν, αφήνω εις άλλους αρμοδιότερους εμού να το αναλύσουν και να το κρίνουν. Αλλά το έργον του εις τον Σύλλογον προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, εις το οποίον εστάθη ο παραστάτης του αειμνήστου ιδρυτού του, του Δημητρίου Βικέλα, είχα την ευτυχίαν να το παρακολουθήσω επί σειράν ετών. Έτσι, τολμώ να απασχολήσω δι’ αυτό τους αναγνώστας της «Ελληνικής Δημιουρ­γίας» με το σύντομο αυτό   δημοσίευμά μου.

Μετά τον ατυχή πόλεμον του 1897 ο Γεώργιος Δροσίνης εδημοσίευσεν επί εξαε­τίαν και με τον τίτλον «Εθνική Αγωγή» δεκαπενθήμερον περιοδικόν, πρόδρομον της κατοπινής συνεργασίας του εις τον Σύλλογον προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων. Διότι το πρώτον άρθρον του Καταστατικού τού Συλλόγου αυτού, ανοίγει την θύραν προς άλλας παραλλήλους ενεργείας, ως λέγει ο ιδρυτής Δημ. Βικέλας εις την λογοδοσίαν του, του 1900.

Το πρακτικόν της ιδρύσεως, συνωψισμένον εξ αφορμής του εορτασμού της εικοσιπενταετηρίδος από τον διάδοχον του αει­μνήστου ιδρυτού και ήδη πρόεδρόν του, «Ι. Αθανασάκην, έχει ως εξής. (Ίδε τα χρο­νικά της τεσσαρακονταετίας 1899-1939, το τεύχος με το λευκόν εξώφυλλον και την εξιστόρησιν της πολυσχιδούς δράσεως του Συλλόγου.)

Καταστατικόν Ιδρύσεως

«Ο Σύλλογος εγεννήθη εις την επί των οδών Βαλαωρίτου και Κριεζώτου γωνιαίαν ισόγειον κατοικίαν τού Βικέλα, την 2)14 Μαΐ­ου 1899, ήτοι την επαύριον της πρωτομα­γιάς. Ο άνθινος στέφανoς του Μαΐου, ο οποίος εκρέματο νωπός ακόμη εις την θύραν, ήτο ως σύμβολον της ωραίας ανθήσεώς του. Αλλ’ αν την ημέραν εκείνην είδε το φως διά του πρώτου πρακτικού τής ιδρύσεως, υπογραφέντος υπό του Βικέλα και ένδεκα άλλων συνιδρυτών, κύκλου συγγενών και φίλων, από πολλού ήδη είχε μελετηθή η ίδρυσις αυτού και ιδίως από της ατυχούς εκβάσεως του πολέμου του 1897. Η φιλοπα­τρία του εδοκιμάσθη σκληρώς, αλλά η πίστις του εις το μέλλον της  Ελλάδος δεν εσαλεύθη.  Και ενόμισεν  ότι, διά το μέλλον αυτό, έπρεπε να  εργασθώμεν όλοι    και έκα­στος εκεί όπου ηδύνατο να φανή χρήσιμος. Όπως ο Φίχτε, μετά την ήτταν της Ιένας, και ο Φερρύ μετά τον όλεθρον του Σεδάν, και ο Βικέλας, μετά την συμφοράν της Λα­ρίσης, επεζήτησε την επούλωσιν των πληγών της πατρίδος, διά της μορφώσεως  του λαού, και την ανάκτησιν της εθνικής τιμής, διά της δημιουργίας γενεάς υιών αξιωτέρων των πατέρων. Οι στενώς συνδεόμενοι τότε μετά του Βικέλα, προς τους οποίους ενεπιστεύετο τας σκέψεις και τα σχέδιά του, ενθυμούνται ότι  εκυμαίνετο μεταξύ της συστάσεως Λυ­κείου, κατά τον τύπον των αγγλικών κολλεγίων, και της ιδρύσεως Σωματείου, προς μόρφωσιν του λαού, διά της διαδόσεως χρησίμων βιβλίων και της αναπτύξεως της έξεως της αναγνώσεως. Ίσως επροτίμα το πρώτον αν ησθάνετο ακμαιοτέρας τας δυνάμεις του. Αλλ’  εθεώρησε πολύ βαρύ διά την ηλικίαν του το έργον της οργανώσεως και διοικήσεως εκπαιδευτηρίου μετά οικοτροφείου και κατέληξεν εις την απόφασιν της ιδρύσεως του Συλλόγου προς διάδοσιν των Ωφέλιμων Βιβλίων, κατά το πρότυπον   αναλόγων  γαλλικών, αγγλικών και ελβετικών εταιρειών των οποίων είχε συλλέξη τους κανονισμούς».

Τα εκδιδόμενα ωφέλιμα βιβλία ετυπώνοντο εις  10.000 αντίτυπα, με το γνωστόν κόκκινο δέσιμο, και επωλούντο προς 50 λεπτά το αντίτυπον. με τρεις δραχμάς εγένετο κανείς συνδρομητής διά 12. Εν τούτοις, εστοίχιζαν  πολύ περισσότερον. «Προέκυπτεν ούτω ζημία,την οποίαν εκάλυπτεν εις εκ των ιδρυτών,  επιθυμών να κρατήση την ανωνυμίαν». Και αυτός ήτο ο Δημήτριος Βικέλας!

Συν  τω χρόνω,  εγένετο μικρά αύξησις  της  τιμής εις τα 35 λεπτά κατ' αντίτυπον και 4  δραχ. διά τη δωδεκάδα. Αλλά  πάλιν η ζημία παρέμενε,   αντίθετα προς την εμπορικήν αρχήν,  καθ' ήν τα κέρδη μιας επιχειρήσεως αυξάνονται με την διάδοσιν του προϊόντος. Έτσι, ο Βικέλας χαριτολογών «έλεγεν ότι το παράδειγμα δεν είναι άξιον αναγραφής εις εμπορικά εγχειρίδια».

Πρώτα βιβλιάρια εξεδόθησαν ο Ουρανός του Δ. Αιγινήτου, η Εκκλησία μας του Δ. Μπαλάνου, η Γη του Πυρός του Δ. Βικέλα. Και εκ των 45 βιβλιαρίων που εδημοσιεύθησαν, μεταξύ του 1900 και του 1903, αν­τίτυπα 485.000 εκυκλοφόρησαν, διαψεύδοντα την ανησυχίαν εκείνων που αμφισβητούσαν την επιτυχίαν της καταβαλλομένης προσπά­θειας.

Εν τω μεταξύ, αισιοδοξών πάντοτε ο ιδρυτής του Συλλόγου, ηθέλησε να εξασφαλίση εις αυτόν την στέγην, ίσως διότι είχεν υπ’ όψιν του πολλά Ιδρύματα, τα οποία, στερούμενα ιδιοκτήτου στέγης, διελύθησαν ευθύς με την πρώτην αντιξοότητα.

Και είναι δι’ αυτό τούτο συγκινητικαί αι προσπάθειαι που κατέβαλε διά την εξεύρεσιν του καταλλήλου χώρου, την εξασφάλισιν της κυριότητος, την κατάστρωσιν του σχεδίου, τον τρόπον πληρωμής, κλπ, όλα όσα έφεραν το Ίδρυμα εις την ιδιοκτησίαν του γνωστού οικήματος της οδού Ακαδημίας 42, κατ’ αρχάς, 44 κατόπιν, Ρούσβελτ 54 (Σταδίου σήμε­ρον), ακίνητον που ενθυμίζει το εξώφυλλον των 100 πρώτων βιβλίων του Συλλόγου,  το Κόκκινο Σπίτι.

Έν τω μεταξύ, συνεχίζων την γενικωτέραν προσπάθειάν του διά την μόρφωσιν του λαού, με παραστάτην, αν μη και κύριον παρορμητήν, τον νεκρόν της χθες, τον Γεώργιον Δροσίνην, δεν παρέλειπε πάσαν άλλην εργασίαν, εις τον αυτόν συντρέχουσαν σκοπόν. Το 1901 ιδρύει και Σχολικάς Βιβλιοθήκας και το 1903 το Εκπαιδευτικόν Μουσείον. Το 1904 οργανώνει το Ελληνικόν Εκπαιδευτικόν Συνέδριον, ενώ δίδει την πρώτην ώθησιν εις την ίδρυσιν του Οίκου Τυφλών. Το 1907 εκδίδει το επί εξαετίαν συνεχισθέν περιοδικόν η Μελέτη, η έλλειψις του οποίου είναι σήμερον ακόμη αισθητή. Αι ενέργειαί του προς εισαγωγήν της σκοποβολής εις τα Σχολεία συνεχίζονται και το 1900 διακόσια δημοτικά σχολειά εφοδιάζονται με τα σχετικά.

Και, ως επιστέγασμα, έρχεται η δωρεά του αειμνήστου Κωνσταντίνου Σεβαστοπούλου και η ίδρυσις της φερωνύμου Σεβαστοπουλείου Εργατικής Σχολής. Εις την «Εστίαν» του 1946 και, εν συνεχεία, προς τον τόμον που εδημοσίευσεν με τον τίτλον Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου, εδημοσίευσε σειράν ενδιαφερόντων άρθρων, σχετικών με την ίδρυσιν της Σεβαστοπουλείου.

Ο Γεώργιος Δροσίνης συντάσσει το πρόγραμμα της Σχολής και παρακολουθεί την λειτουργίαν της μέχρι των ελαχίστων λεπτομερειών, με κύριον σκοπόν την μόρφωσιν του χαρακτήρος των μαθητών της. Διότι είχεν ως αρχήν ότι ο μεν τεχνίτης συμπληρώνει εαυτόν μέχρι του τέλους της ζωής του, αλλά ο χαρακτήρ του μαθητού διαπλάσσεται κατά τον χρόνον των σπουδών του εις ένα καλώς διοικούμενον σχολείον.

Γεγονός είναι ότι  η Υψηλή προστάτις του Συλλόγου, η μετέπειτα Βασίλισσα Σοφία, οσάκις είχεν επισήμους ξένους, την Σεβαστοπούλειον επεδείκνυεν με πραγματικήν υπερηφάνειαν.

Κύριον ρόλον ανέλαβεν ο Δροσίνης, διότι η υγεία του Δ. Βικέλα εκλονίσθη από κακόν ανίατον - καρκίνον του ήπατος. Συρόμενος μετέβη επί τόπου και κατέθεσε τον θεμέλιον λίθον της Σχολής. Και γράφει ο Γεώργιος Δροσίνης εις τα «Χρονικά» της τεσσαρακονταετίας: «Όσοι παρέστησαν εκεί διετήρησαν την τραγικήν εικόνα του Βικέλα, κατερχομένου εις το βάθος της ανασκαφείσης γης, ως προοιωνιζομένην την μετ’ ολί­γας ημέρας κατάβασίν του εις τον τάφον». (7 Ιουλίου 1908).

Ο Δήμος Αθηναίων παρεχώρησε το γήπεδον της Σχολής εκ πήχεων τεκτονικών 6.500, με πρόσοψιν επί της οδού Παναγή Κυριακού, εις τους Αμπελοκήπους.

Το υπό του αειμνήστου Σεβαστοπούλου εγκριθέν καταστατικόν εξ άρθρων 17, ανα­γράφει ως σκοπόν της  Σχολής:

Άρθρον 2. Σκοπός της Σχολής είναι η ηθική εξύψωσις και υλική βελτίωσις των βιοτεχνικών επαγγελμάτων και προς ταύτα κατεύθυνσις των άνευ οδηγίας και αρωγής παραπλανωμένων και πολλάκις απολλυμένων τέκνων του λαού.

Άρθρον 6. Η Σχολή αποτελείται εκ δύο τμημάτων, του Σπουδαστηρίου και του Εργα­στηρίου. Και εν μεν τω πρώτω διδάσκονται μαθήματα συνεχίζοντα και συμπληρούντα την κτηθείσαν εν τη Δημοτική Σχολή ελληνοπρεπή παίδευσιν, παρασκευάζοντα δε και προς τον κα­τόπιν κοινωνικόν βίον, εν δε τω εργαστηρίω αναπτύσσονται εμπράκτως πάσαι αι δεξιότητες αι απαραίτητοι διά πάντα τεχνίτην και σχετιζόμεναι προς την επί χάρτου, δερμάτων, ξύλου, λίθου και μετάλλου εργασίαν.

Άρθρον 7. Η Σχολή, αποβλέπουσα εις την σκόπιμον καλλιέργειαν της ιδιοφυΐας εκάστου μαθητού, παρέχει πλήρη ελευθερίαν εις την υπό των εκ ταύτης αποφοίτων των εκλογήν επαγγέλματος, αποκομιζόντων εκ της τριετούς φοιτήσεως τα απαραίτητα εφόδια προς ευδοκίμησιν εν οιωδήποτε κλάδω τής βιοτεχνίας.

Άρθρον 8. Ίνα σκοπιμώτερον εργάζηται η Σχολή, ο αριθμός των εν αυτή φοιτώντων κατά μεν το πρώτον έτος δεν δύναται να υπερβή τους 40, λειτουργούσης μόνης της 1ης τάξεως, κατά δε το δεύτερον έτος δεν δύναται να υπερβή τους 80, λειτουργούσης και της 2ας τάξεως, και κατά το τρίτον και τα κατόπιν έτη δεν δύναται να υπερβή τους 120, λειτουργουσών και των τριών τάξεων.

Άρθρον 10. Μεταξύ των διδασκομένων εν τη Σχολή περιλαμβάνονται τα καθήκοντα του ανθρώπου ως χριστιανού και ως πολίτου ευνο­μουμένου Κράτους, στοιχεία λογιστικής και καταστιχογραφίας, μετ’ ιδιαιτέρας δε μερίμνης η ιχνογραφία, η κοσμηματογραφία, η προπλαστική (modelage), έτι δε αρχαί κηπουρικής και οικιακής κτηνοτροφίας· ως ασ­κήσεις δε σωματικαί αι εθνικαί παιδιαί, πεζοδρομίαι και ορειβασίαι και η σκοποβολή.

Τον Δ. Βικέλαν διεδέχθη εις την Προεδρίαν ο Ι. Αθανασάκης, τον οποίον, άλλωστε, ο Βικέλας είχεν υποδείξει, εν συνομιλία του μετά μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, ως διάδοχόν του.

Kαι η εργασία συνεχίζεται με κέντρον τον Γεώργιον Δροσίνην. Τα Κόκκινα Βιβλία φθάνουν τον αριθμόν 100. Εις συνέχισίν των έρχονται τα Πράσινα, με διάφορον δι’ έκαστον έκτασιν και τιμήν. Και αυτά ευρίσκονται ήδη εις τον αριθμόν 74. Εκδίδονται τα Εθνικά Δημοσιεύματα, τό­μοι 18. Η Ιστορική και Λαογραφική Βιβλιοθήκη και, ως συνέχεια, τα Ελληνικά, περιοδικόν δημοσίευμα των ετών 1928 - 1936. Ιδρύεται το Μουσικόν Λαογραφικόν Αρχείον και δημοσιεύονται τρεις ογκώδεις τόμοι διά τους τρεις Εθνικούς ποιητάς, τον Σολωμόν, τον Βαλαωρίτην, τον Ζαλοκώσταν. Οργανούνται Εσπεριναί Ομιλίαι και από κοινού με τον Ερυθρόν Σταυρόν και το Κέντρον Γυναικείας Μορφώσεως.

Αλλά, ταυτοχρόνως, η λειτουργία της Σεβαστοπουλείου Σχολής διακόπτεται, κατ' αρχάς μεν λόγω της επιστρατεύσεως, έπειτα δε προς στέγασιν των αναπήρων των τρισενδόξων πολέμων 1911-1912. Και μόλις το 1930 αποδίδεται εις τον προορισμόν της.

Ο δεύτερος πόλεμος, η κατοχή και η ανταρσία φέρουν τον Σύλλογον εις κατάστασιν απονεκρώσεως. Η περιουσία του εξανεμίζεται. Και έρχεται η Αμερικανική Βοήθεια να την αναζωογονήση, με νέα κτίρια, ικανά να στεγάσουν 500 μαθητάς, με τέλειον ξυλουργείον, με μηχανουργείον εφωδιασμένον με όλα τα αναγκαία μηχανήματα, με ατο­μικά εργαλεία αφθονώτατα, όλα παραχω­ρημένα χωρίς υποχρέωσιν της αποπληρω­μής των, λόγω εκτιμήσεως προ το ήδη συντελεσμένον έργον της Σχολής.

Από της σκοπιάς αυτής κρινόμενον το έργον τού Γεωργίου Δροσίνη είναι Έργον Εθνικόν, όπως εστάθη και το άλλο έργον του το ποιητικόν. Ούτε πρέπει να παροραθή από την ηθελημένην αρχοντικήν απομόνωσιν εις την οποίαν έταξεν εαυτόν κατά τα τελευταία έτη της μακράς ζωής του.

Ελένη Βαχάρη

ΚΩΝ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
ΚΩΝ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ Γλύπτης

Ο ΚΩΝ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ (ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ) ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

            Ακαδημαϊκός, ολυμπιονίκης και γλύπτης διεθνούς φήμης, ο Κωνσταντίνος Θ. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1881 στη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινή νοτιοκεντρική Βουλγαρία), όπου, έως το 1906, η ελληνική κοινότητα άκμαζε φιλοξενώντας αξιόλογα εκπαιδευτικά ιδρύματα[1]. Ο Δημητριάδης σπούδασε γλυπτική στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας (τη μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δάσκαλο τον Γεώργιο Βρούτο. Το 1903 έλαβε την Αβερώφειο υποτροφία, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο. Τον επόμενο χρόνο, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην Γκραντ Σωμιέρ (Académie de la Grande Chaumière) και στη Σχολή Καλών Τεχνών (Έcole des Beaux-Arts), To πρώτο του ατελιέ το άνοιξε στο Παρίσι, το 1905, ενώ αργότερα άνοιξε και δεύτερο στο Λονδίνο. Το 1930 επιστρέφει στην Αθήνα και διορίζεται, με παρέμβαση του Ελευθερίου Βενιζέλου, πρώτος διευθυντής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και καθηγητής της γλυπτικής, θέση που διατήρησε έως το θάνατό του, στις 28 Οκτωβρίου 1943. Η επιτυχία του, όμως, δεν σταματά εκεί. το 1936 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ το 1937 τιμήθηκε με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Το 1938 συμμετείχε στην πρώτη ετήσια Πανελλήνια Έκθεση, που οργανώθηκε από το Υπουργείο Παιδείας.

            Κατασκεύασε έργα που ήταν πραγματικά αριστουργήματα. Βασικότερη επίδραση στο έργο του δέχτηκε από τις δημιουργίες του Γάλλου γλύπτη Αυγούστου Ροντέν. Έτσι, κάθε δημιουργία του Δημητριάδη αποτελεί και μια μαρτυρία των γνώσεων και της εκτίμησης του ίδιου για την ανατομία του ανθρωπίνου σώματος. Το πιο φημισμένο του έργο, το ορειχάλκινο άγαλμα, «ο Δισκοβόλος»[2], χάρισε στον Δημητριάδη το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924, στο Παρίσι[3], καθιστώντας τον ολυμπιονίκη. Ακόμα, έργα του είναι: «Το άγαλμα της Λουομένης», «Ο ανδρείος κορμός γυναικός», «Οι προτομές του Μ. Αλεξάνδρου, του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Μ. Βοναπάρτη, του Γ. Δροσίνη», «Τα ηρώα της Αγίας Λαύρας και της Χίου» και άλλα.

ΚΩΝ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΚΑΙ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ

            Η γνωριμία του Δροσίνη με τον Δημητριάδη αρχίζει σίγουρα το 1939, τότε που ο γλύπτης άρχισε τα σχέδια για την προτομή. Η μεγαλύτερη σύνδεση μεταξύ των δύο αντρών καταγράφεται, όταν ο γλύπτης θέλησε να φιλοτεχνήσει την προτομή του Δροσίνη, πράγμα που ο Ποιητής δεν επιθυμούσε.

Άπαντα, τόμος 11ος 

Ο Δροσίνης γράφει στο ημερολόγιό του:

30 Απριλίου 1943

«Το ρόλο μοντέλου, που άρχισα με τις φωτογραφίες, είναι κίνδυνος να εξακολουθήσω με την ιδέα τού Κ. Δημητριάδη, που θέλει και καλά να κάνει την προτομή μου αρχισμένη σε πρώτα σχέδια προ 3-4 ετών. Ήρθε χθες με τον Αθανασάκη και Δοανίδη κ' έμεινεν 2 ώρες. Πού να γίνει όμως το ατελιέ; Στο σπίτι εδώ δεν υπάρχει κατάλληλο μέρος. Μόνο καταφύγιο η φιλική γειτονιά, πρόθυμη μόλις το άκουσε. Έχει πολλά διαθέσιμα δωμάτια. Αλλά θα είναι αρκετά φωτερά; Θα πάω να τα ιδώ και θα τηλεφωνήσω του Δοανίδη νά 'ρθει κ'εκείνος να κρίνει τελειωτικά. Ειδεμή, γλυτώνω από την προτομή».

            Όμως, ο επίμονος Δημητριάδης δεν θα αφήσει τελικά περιθώρια στον Δροσίνη. Ένα μήνα μετά, το ατελιέ αποφασίστηκε και οι ετοιμασίες ξεκίνησαν:

16 Μαΐου 1943

«Ήρθε σήμερα με τον Αθανασάκη ο γλύπτης Δημητριάδης, αποφασισμένος να κάνει την προτομή μου και γλήγορα μάλιστα. Του είπα πως μόνη λύση βρήκα το γειτονικό ισόγειο πάτωμα, που είναι αδειανό και μου το παραχωρούν για ατελιέ προθυμότατα. Μόνον δεν ξέρω αν το βρίσκει κατάλληλο κι' αρκετά φωτερό. Πήγε και το είδε κ' εγύρισεν ευχαριστημένος. Λογαριάζει την άλλη βδομάδα να μεταφέρει με το αυτοκίνητο, που του παραχωρεί ο Αθανασάκης, το καβαλέτο και τον πηλό πλασμένον γενικά στα μέτρα της προτομής που μου έχει πάρει. Ώστε δεν μπορώ πια να ξεγλιστρήσω και θα το υποστώ σαν κάτι πεπρωμένο. Μου υπόσχεται πως θα είναι 8-10 ημερών ιστορία».

26 Ιουνίου 1941

Η σχέση τους, όμως, μαρτυρείται και από άλλα γεγονότα. Όπως, όταν, στις 26 Ιουνίου 1941, ο Δημητριάδης πηγαίνει, μαζί με τα αδέλφια τού Δροσίνη (Κάτια και Στράτο), να παραλάβουν το σπίτι τους στον Ωρωπό από το οποίο μόλις είχαν φύγει οι Γερμανοί. Μάλιστα, τρεις μήνες μετά, ο ίδιος ο Δροσίνης σχολιάζει ένα ταξίδι του Δημητριάδη στο Χορευτό Μαγνησίας.

23 Οκτωβρίου 1941

«Ζηλεύω τον Δημητριάδη που θα πάει πάλι στο Χορευτό και θα περάσει εκεί το χειμώνα. Δεν ξεχειμώνιασα ποτέ εκεί, αλλά δεν ξεχνώ το χρόνο, που έμεινα ως τέλος 8βρ. με τα πρωτοβρόχια. Ανάβαμε το τζάκι με ρίζες από λεμονιά, που την είχε ξεράνει ο πάγος, και μοσχοβολούσε η μεγάλη χειμωνιάτικη τραπεζαρία. Έξω έβρεχε και φυσούσε δυνατός αέρας. Η θάλασσα άφριζε. Οι λεύκες τίναζαν τα φύλλα τους. Τα πουλιά μαζεύουνταν στο ακρογιάλι για να φύγουν. Μόλις έκοβε η βροχή κ' έβγαινε ο ήλιος, κάναμε έξοδο προς τη Γαλιάργια και τον ανήφορο του Λογιωτάτου για μανιτάρια, τα γνωστά κοκκινομανίταρα τα ακίνδυνα, κάτω από τις ελιές. Κάποτε με την καραμπίνα Φλομπέρ τουφέκιζα μυιγοχάφτες παχύτατους για πιλάφι. Άμα ξανάβρεχε, πίσω στο σπίτι. Διάβαζα ξαπλωμένος στον απέραντο καναπέ ή έγραφα στίχους, απάνω σ' ένα παράθυρο που ατένιζε το γιαλό».

            Επιπλέον, στη σελίδα 224 του ημερολογίου του Δροσίνη μαθαίνουμε ότι ο ποιητής συνήθιζε να διαβάζει τα τελευταία έργα του στον Δημητριάδη. Μάλιστα, ο Δημητριάδης απαθανάτισε τον Γ. Δροσίνη ζωγραφίζοντάς τον στο Κολωνάκι, στη Δεξαμενή[4]. Επίσης, στο βιβλίο του «Στην Αθήνα που ζήσαμε» (Επιμέλεια του Συλλόγου των Αθηναίων, σ.σ. 67-90), ο Δημητριάδης γράφει για τον Δροσίνη κείμενο, παραθέτοντάς το μαζί με μια φωτογραφία του Ποιητή. Το ίδιο κάνει και στο άρθρο του «Πορτραίτα», στο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» (σελ. 961). Φαίνεται λοιπόν πως οι δύο τους διαποτίζονταν από φιλία και έτρεφαν αμοιβαία εκτίμηση.

            Όταν ο Δημητριάδης σκόπευε να απαγγείλει δημόσια κάποια από τα ποιήματα του Δροσίνη, ο ποιητής σχολίασε στο ημερολόγιό του πως δεν επιθυμεί τέτοιου τύπου δημοσιότητες οι οποίες, παραθέτουμε τα λόγια του Δροσίνη, «πέφτουν σαν πέτρες στα νερά τα ήσυχα της μοναξιάς μου». Με παρόμοιο τρόπο αντιμετωπίζει ο Δροσίνης και την απαγγελία ποιημάτων του από τον Σικελιανό, το Μάιο του 1944, στην Πλάκα: «το κοινό θα χειροκροτήσει τον ποιητή ή τον ηθοποιό. Εκείνον ή εμένα-Αηδία». Δεν είναι η πρώτη φορά, άλλωστε, που παρατηρούμε την απέχθεια αυτή του ποιητή προς τη δημοσιότητα. την έχουμε συναντήσει ξανά, όταν ο Δημητριάδης θέλησε να φιλοτεχνήσει την προτομή του. Από το ημερολόγιο του ποιητή παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα, στο οποίο ο Δροσίνης αναφέρεται στο λόγο του Δημητριάδη και την απαγγελία του Σικελιανού τον Μάιο του 1944:

24 Μαΐου 1944 (Άπαντα, τόμος 12ος,  σ. 254)

«Έμαθα σήμερα για την χθεσινή ομιλία του Κ. Δημητριάδη στο Σύλλογο Αθηναίων στην Πλάκα με θέμα το υποκείμενό μου. Μου λένε πως είχε μεγάλη επιτυχία. Μπορεί. Είναι καλός ομιλητής με ευχάριστη φωνή και πολύ συμπαθητική όψη και θ' ακούστηκεν ευχαρίστως η διήγηση της συνομιλίας του μαζί μου, που είχαμε κάνει εδώ στην Κφσ., γιατί του είχα πει πολλά σχετικά με γνωστά πρόσωπα των περασμένων χρόνων και διασκεδαστικά ανέκδοτα. Μου είπαν, ακόμα, πως το «Μοιρολόι της Όμορφης», που απήγγειλεν ο Σικελιανός ολόκληρο, γοήτεψε το ακροατήριο. Εμένα δε θα με γοήτευε, βέβαια, γιατί θα το μεταμόρφωσε σε θριαμβευτικό παιάνα με τη φωνάρα του».

26 Ιουνίου 1944

Στο τέλος ενός κειμένου γράφει:

«..πώς μου φαίνεται αστείο να δίνουν τόση σημασία στο έργο μου, αυτοί που δεν το πρόσεξαν ποτέ ή τό ‘βαλαν σημάδι της κριτικής σαΐτας τους, όπως τα παιδιά του δρόμου, που κυνηγούν τα πουλιά με τα λάστιχα. Έχω αποδείξεις πως χωρίς να με διαβάσουν, πολλοί έκαμαν μαθήματα σχετικά με τα έργα μου και έφθαναν ως τα «Αμάραντα» και την «Αμαρυλλίδα» και αγνοούσαν όλα τα κατόπιν. Κι' ο Κ. Δημητριάδης, που μίλησε τώρα τελευταία στον Σύλλογο Αθηναίων, όταν ήρθε να με ιδή εδώ, δεν είχε διαβάση τα Σκόρπια Φύλλα κι' ούτε ήξερε «Το Μοιρολόι της Όμορφης».

            Έχουμε δύο αναφορές, στις 24 Μαΐου 1944 και στις 28 Ιουνίου του ίδιου χρόνου, από τον Δροσίνη για τον Δημητριάδη, αν και οι εγκυκλοπαίδειες γράφουν ότι ο Δημητριάδης απεβίωσε το 1943. Απλώς, το καταθέτουμε και ο προβληματισμός παραμένει.

26 Οκτωβρίου 1947, σ. 327.

Εορτή του Αγίου Δημητρίου σήμερα. Πανηγυρίζει ο γειτονικός ναός από χθες βράδυ με χαρμόσυνες καμπάνες και σημαιοστολισμόν. Πόσοι φίλοι του καλού καιρού εώρταζαν σήμερα και δεν ζει κανένας! Αιγινήτης, Καμπούρογλου, Λουκόπουλος, Δημητριάδης, Ηλιόπουλος, Δεληγιώργης, Τσάτσος. Αντί ευχών ανάβω το λυχνάρι της Μνήμης στους τάφους των».

            Ο Δροσίνης δέθηκε με δυνατούς δεσμούς φιλίας με κάθε έναν από τους αναφερθέντες. Για χρόνια περπάτησαν δίπλα δίπλα, μόνο ο θάνατος τους χώρισε!

Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΣΤΟΝ ΣΥΛΛΟΓΟ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ

            Ας μείνουμε λίγο περισσότερο σε εκείνο τον Μάιο του 1944. Τότε ήταν που εκφωνήθηκε στον Σύλλογο των Αθηναίων ο λόγος του Δημητριάδη, στον οποίο περιγράφει μια επίσκεψή του στο σπίτι του Δροσίνη στην Κηφισιά «Τον περασμένο Απρίλη»[5] και τη φιλική συνέντευξη την οποία πήρε από τον ποιητή εκεί.

            Ο λόγος ξεκινάει με μία αντίθεση ανάμεσα στην «Άνοιξη», που βασίλευε έξω από το σπίτι του ποιητή, και στη «Βαρυχειμωνιά» στο εσωτερικό του. Ο χειμώνας αποτελεί ένα σύμβολο του γήρατος στην ποίηση του Δροσίνη. Ο Ποιητής φωλιασμένος στην πολυθρόνα του, πλάι στα σκόρπια φύλλα του, δέχτηκε εγκάρδια τους επισκέπτες του. «Πόσες νοσταλγικές θύμησες μου ξαναφέρνετε στο νου με τις ομιλίες σας γύρω από την Αθήνα την Παλιά!»είπε ο Δροσίνης και άρχισε να αναπολεί: τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας, την παλιά Πλάκα με τα καρναβάλια της, το πατρικό του, που γίνηκε αγορά, το δεύτερο σπίτι του στην Πεσματζόγλου, πλάι στο Αρσάκειο, όπου έγραψε την ειδυλλιακή ιστορία «της Αμαρυλλίδος», τους δροσόλουστους κήπους της Αθήνας (των Ιλισσίδων, των Χαρίτων και των Νυμφών). Ακόμα και τα πρώτα του καρδιοχτύπια τους διηγήθηκε, στην «Ανοιξη των αναμνήσεών του».

            Η πρώτη ερώτηση για τον Δροσίνη ήταν πότε έγραψε το αθάνατο τραγούδι τής «Ανθισμένης Μυγδαλιάς». ο Ποιητής απάντησε: «Ήταν στα 1879 πού 'χα γράψει τους στίχους της από μια ζωντανή εικόνα. Κάποιο δειλινό, είδα μιαν όμορφη ξαδερφούλα μου Αρσακειάδα, την κατόπιν κυρία Μελετοπούλου, να κουνάει στο περιβολάκι μας μιαν ανθισμένη νεραντζιά και να πλημμυρίζει απ' τους ανθούς της. Τότε στο στίχο μου την έκανα για πιο ποιητικό, μυγδαλιά, και δημοσίευσα το ποίημα. Ύστερα, ταξίδεψα στη Λειψία για σπουδές. Κι όταν γύρισα, μετά από χρόνια στην Αθήνα, κάποιο βράδυ περνώντας απ' την οδό Πινακωτών[6] στάθηκα ν' απολαύσω ένα ωραίο τραγούδι μιας παρέας κανταδόρων με κιθάρες. Και ποια ήταν η έκπληξή μου, όταν πρόσεξα κάτω απ' τη γλυκιά εκείνη μελωδία, τα ίδια τα δικά μου λόγια της Ανθισμένης Αμυγδαλιάς». Ο Δροσίνης είχε ζητήσει να μάθει το μουσουργό των νεανικών του εκείνων στίχων, αλλά δεν το κατόρθωσε. Παρακάτω στο λόγο ο Δροσίνης αναφέρει ότι είναι «τα πιο πρόχειρα έργα των ποιητών που γνωρίζουν τις πιο μεγάλες δόξες, κι’ εκείνα που γράψανε με όλη τους τη δύναμη πέρασαν ολωσδιόλου απαρατήρητα».

            Σε μία διακοπή, ο Δημητριάδης εξήγησε στον ποιητή πως ένας από τους κύριους σκοπούς των διαλέξεών τους, από το Ραδιόφωνο και από τον Σύλλογο των Αθηναίων, αποτελούσε (παραθέτουμε τα λόγια του Δημητριάδη): «να φέρουμε εμείς οι νεώτεροι, στους σεβαστούς πρωτοτεχνήτες του στίχου, του τραγουδιού και του λόγου, ένα μήνυμα αγάπης και βαθειάς ευγνωμοσύνης, γιατί με τις δημιουργίες τους, ομόρφυναν την ζωή της περασμένης και της σημερινής Ελληνικής γενιάς, και τώρα τρέφουν το βλέμμα τους γαλήνια, προς το χρυσό ηλιοβασίλεμα». Ο ποιητής άκουσε με συγκίνηση τα λόγια του Δημητριάδη και πρόθυμα δέχτηκε να μιλήσει για περισσότερα σημεία της ζωής του και του έργου του, τα οποία σχετίζονται με τη ζωή τής παλιάς Αθήνας έως το 1902.

            Μίλησε αρχικά, αφού ρωτήθηκε, για τη μεγάλη επιτυχία της δημιουργίας του στο κοινό. Η επιτυχία: Ένα βεγγαλικό που λαμπροφωτάει τον ουρανό και τα πάντα γύρω, για λίγες στιγμές, και ξάφνου σβήνει απότομα και σ' αφήνει πάλι στο πηχτό σκοτάδι, μ' ένα... καμένο ξυλάκι στο χέρι - όπως είχε πει ο Καρλάιλ, νομίζω». Έπειτα, αναφέρθηκε στην πρώτη του εμφάνιση με το ψευδώνυμο «Αράχνη», σε ηλικία 19 ετών, στον περίφημο «Ραμπαγά», με το ποίημά του «Το λάθος του Θεού». Με το φίλο του και «συνοδοιπόρο στην τέχνη» Κωστή Παλαμά παιδεύονταν τότε να δημοσιεύουν έργα στη ζωντανή δημοτική γλώσσα καθώς πλήθος «γλωσσαμυντόρων» τους παραφύλαγε. Τελικά, ο Δροσίνης βρήκε ένα τρόπο, χρησιμοποίησε την καθαρεύουσα για το αφηγηματικό μέρος των διηγημάτων τους, αλλά στα διαλογικά μέρη έβαζε δύο χωρικούς να μιλάνε στη δημοτική. Έτσι, σιγά-σιγά, ο Δροσίνης έντυσε την αφήγηση των έργων του με τη δημοτική. Χαρακτηριστικά είναι τα ειρωνικά λόγια του Αχιλλέως Παράσχου για τους δύο νέους οι οποίοι άνοιγαν καινούριους δρόμους στην ποίηση: «Εκείνα τα... παιδαρέλια, ο Γιωργάκης κι ο Κωστάκης». Όπως λέει και ο Δροσίνης: «Έτσι είναι πάντα... οι παλιοί με τους νέους: Νύφη και Πεθερά! Ασυμβίβαστοι».

            Στην ερώτηση εάν υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στον ίδιο και στον Παλαμά, ο Δροσίνης απάντησε: «Κάθε άλλο! Τον αγαπούσα πολύ τον Παλαμά. Κι' εκείνος το ίδιο. Κι' ο ένας υπερηφανευόταν πάντα για τις επιτυχίες του αλλουνού. Μα εκείνος ανέβηκε με τα χρόνια πιο ψηλά απ' όλους μας. Γιατί: όπως όλα τα δέντρα, και το δέντρο της Τέχνης έχει μόνο μια ψηλή κορφή. Κι' η κορφή του, η ψηλότερη στην ποίηση, είναι ο Παλαμάς!». Ο Δροσίνης μίλησε στον Δημητριάδη και για τους υπόλοιπους φίλους από την «Εστία»: τον Πολέμη, τον Κασδόνη, τον Βικέλα, τον Άγγελο Βλάχο, τον Άδωνι Κύρου, τον Σουρή. Μάλιστα, αστειεύτηκε για τη μυωπία του Σουρή, ο οποίος χαιρετούσε «αιγινίτικα κανατάκια σε γνωστά παράθυρα παίρνοντάς τα για ωραίες γειτόνισσες», «και πόσους ρασοφόρους Ριζαρίτες δεν έπαιρνε ο Σουρής για Αρσακειάδεςμε μαύρες ποδιές...».

            Σε ερώτημα σχετικά με τις Ποιητικές Σχολές ο Δροσίνης απάντησε: «Οι Σχολές! Τι βάσανο ήταν ν' ανήκει κανείς σ' αυτές! Ήταν σαν το σπουδαστή που δε βλέπει την ώρα να τελειώση μια μέρα το σκολείο για να πετάξει πια εκείνο το παλιό του πηλήκιο, με τον αριθμό και την κουκουβάγια και να ελευθερωθεί». Η συζήτηση στράφηκε ύστερα στα ταξίδια του Δροσίνη στην Σκύρο, στα ψαρέματά του με το φίλο του Ιωάννη Βαλαωρίτη και τα κυνήγια του. Ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις του Ποιητή είχαν και οι περίφημες βεγγέρες στο αρχοντικό του Αγγέλου Βλάχου, όπου σύχναζαν τότε οι λόγιοι και σκάρωναν τις ιστορικές ποιητικές «Μπερλίνες», καθώς και τα παιχνίδια φιλολογικών πειραχτικών ερωταπαντήσεων, για παράδειγμα: «Ένα κι ένα πόσα κάνουν;», «Σε όλες τις περιστάσεις: Δύο. Στον έρωτα: Ένα. Στην απιστία: Τρία!», απαντούσε ο Δροσίνης.

            Ζητήθηκε έπειτα από τον Δροσίνη να ονομάσει μουσουργούς οι οποίοι μελοποίησαν τους στίχους του. Αφού ο ποιητής ονόμασε τον Λαυράγκα, τον Ξανθόπουλο και κάποιους άλλους, είπε: «Μα είναι και κανένας απ' τους Έλληνες μουσουργούς που να μην έχει μελοποιήσει στίχους μου;». Αμέσως τον ρώτησαν τότε, τι ήταν εκείνο που του έφερε έμπνευση στις δημιουργίες του. Ο Δροσίνης, αφού πάλι ονόμασε ορισμένες βασικές πηγές έμπνευσής του (τ’ αστέρια, το φεγγοβόλημα, οι ωραίες γυναίκες, τα λουλούδια, η μουσική...), σταμάτησε ξαφνικά και είπε στον Δημητριάδη: «Αγαπητέ μου! Πώς θέλεις να ξεχωρίσω ένα μονάχα όργανο από μιαν ορχήστρα; Εμένα με συγκινούσε και φτέρωνε πάντα τις εμπνεύσεις μου ολάκαιρη η ορχήστρα της ομορφιάς! Ολάκαιρη!».

            Από όλες τις ποιητικές συλλογές του Δροσίνη, εκείνη, που τον χαρακτήριζε περισσότερο στο έργο του, ήταν τα τραγούδια με τίτλο «Θα Βραδιάζη». Σε εκείνα, ομολόγησε ο ίδιος, δείχνει τη μεγάλη αγάπη του για τη ζωή του χωριού. Μάλιστα, «αν καμιά σημερινή Φρύνη [...] πάγαινε και τούλεγε [...] πως πήραν φωτιά όλα του τα έργα, για να τρέξει να σώσει και να της χαρίσει το καλύτερό του, ο ποιητής θα φώναζε: Τρέξτε! Σώστε! Τα τραγούδια με τον τίτλο Θα Βραδιάζη!». Όπως λέει ο Δημητριάδης: «Ο Δροσίνης αγάπησε θερμά τα δέντρα, τα φυτά και τα ζωντανά του χωριού, όπως κι' ο Γκαίτε. Οι πιστές, οι ασύγκριτες ζωγραφιές απ' την Ελληνική φύση, που μας δίνει στα τραγούδια του αυτά, αστέρια είναι, που θα λάμπουν για πάντα στον ποιητικό ουρανό μας».

            Όσον αφορά το πιο αγαπημένο τραγούδι που είχε γράψει, ο Δροσίνης απάντησε με συγκίνηση: «Το πιο αγαπητό, μα και το καλύτερο τραγούδι μου είναι το Μοιρολόι της Όμορφης, που τό 'χα γράψει για μιαν αιθέρια χωριατοπούλα, τη Μορφούλα Κόλια». Ο Δημητριάδης μας πληροφορεί ότι ο ποιητής είχε γνωρίσει τη Μορφούλα ένα καλοκαίρι σ' ένα χωριό της Εύβοιας, τις Γούβες, όταν ήταν αυτός παιδί. Με τα χρόνια, βέβαια, έμαθε ο Δροσίνης πως την πάντρεψαν με έναν πλούσιο επιχειρηματία από την Αιδηψό, «μα το λουλούδι εκείνο του βουνού μαράθηκε γρήγορα απ' τη νοσταλγία και χάθηκε μια μέρα, πάνω στο άνθος του». Στο σημείο αυτό, ο Δημητριάδης τοποθετεί μέσα στο κείμενο ένα απόσπασμα από το Μοιρολόι της Όμορφης.

            Ο Δημητριάδης έπειτα ζητά από τον Δροσίνη να του εκμυστηρευτεί το μυστικό των θαλερών γηρατειών του και το γνωμικό που τον κατευθύνει στη ζωή του. Ο Δροσίνης απαντά: «Το μυστικό μου!... Το περίμενα Ο Θεός χαρίζει σ' όλους μας ένα μεγάλο κεφάλαιο: Μην το σπαταλάτε. Σας φτάνει να ζείτε θαυμάσια μόνο απ' το εισόδημά του! Μα οι περισσότεροι -και μάλιστα οι πιο νέοι- καταβροχθίζουνε με βουλιμία ολάκαιρο το κεφάλαιο και... ξοφλάνε! Ενώ εγώ έζησα τόσα χρόνια πολύ καλά, μονάχα με τους τόκους του. Να το μυστικό μου!». Όσον αφορά το αγαπημένο μου γνωμικό: «Ό,τι προφτάσωμεν. Αυτό με οδηγεί πάντα.» Μίλησε τέλος ο ποιητής για τα σχέδια, για τις ανησυχίες του και για τις ιδέες του.

            Το κείμενο κλείνει με την ίδια αναφορά στο χειμώνα και την άνοιξη όπως ξεκίνησε, αυτή τη φορά όμως η εικόνα είναι ανεστραμμένη. «Στο τέλος, η στερνή χειμωνιάτικη φωτιά στο τζάκι του είχε πια σβηστεί. Κι αφήσαμε τη γελαστή Άνοιξη να βασιλεύει στο γραφείο του! Κι όταν κλείσαμε την πόρτα του, έξω, κυριαρχούσε ένας βαρύς χειμώνας!».

Δήμητρα Κωνσταντίνου

Μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου

«Οι Φίλοι του Μουσείου Γ. Δροσίνη»

[1] Στη Στενήμαχο στα 1903 καταγράφονται  τα  ακόλουθα   εκπαιδευτικά   ιδρύματα:   Ένα σχολαρχείο με 85 μαθητές και 3 δασκάλους,  μία Αστική σχολή με 309 μαθήτριες και 7 δασκάλους, τρία δημοτικά σχολεία, με περισσότερους από 450 μαθητές και 8 δασκάλους, και τρία νηπιαγωγεία.

[2] Το έργο αυτό σήμερα βρίσκεται στη Νέα Υόρκη, ενώ αντίγραφό του είναι τοποθετημένο στην Αθήνα, απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο.

[3] Κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1924 πραγματοποιήθηκαν, πέρα από αθλητικά αγωνίσματα, και καλλιτεχνικοί διαγωνισμοί.

[4] Το έργο, ζωγραφισμένο με πενάκι, υπάρχει στο Μουσείο Δροσίνη.

[5] Για παράδειγμα, στην αρχή του λόγου αναφέρεται «χτυπούσαμε την σιδερένια πόρτα του τραγουδιστή της Ανθισμένης Αμυγδαλιάς, που γιορτάζει φέτος τα 85 χρόνια», καθώς ο Δροσίνης έκλεινε τα 85 του το 1944. Η εκδοχή (πιο απίθανη) είναι να έχει γίνει λάθος στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του Δημητριάδη, εξαιτίας της γερμανικής κατοχής, ο οποίος ίσως πέθανε τον επόμενο χρόνο το 1944. Σίγουρα είναι νεκρός το 1947, σύμφωνα με το απόσπασμα στις 26 Οκτωβρίου του 1947.

[6] Πινακωτών. Πινακωτά - συνοικία των Αθηνών στο λόφο του Στρέφη. Ο δρόμος σήμερα λέγεται Χαριλάου Τρικούπη.

ΟΙ ΒΑΛΑΩΡΙΤΕΣ
ΟΙ ΒΑΛΑΩΡΙΤΕΣ

ΟΙ ΒΑΛΑΩΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

Ο Δροσίνης, πράος χαρακτήρας, μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, με μια ιστορία κεφάτη, είχε πολλούς φίλους και συνεργάτες. Με την θέση του στην εφημερίδα Ε­ΣΤΙΑ, αργότερα στο Σ.Ω.Β., στην Ακαδημία και στο Υπουργείο Παιδείας γνώρισε λογοτέχνες, καλλιτέχνες και πνευματικούς ταγούς του έθνους.

Εδώ θα προσπαθήσω να μιλήσω για τους δύο Βαλαωρίτες, πατέρα και γιο, και να διηγηθώ τις κοινές αγάπες που μοιράζονταν οι ποιητές στο πέρασμα του χρόνου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ

Το σπίτι του Βαλαωρίτη στο μαγευτικό νησάκι του Μαδουρή της Λευκάδας. Εδώ αποσύρθηκε το 1869, όταν εγκατέλειψε τη πολιτική ύστερα οπό ένα βίαιο επεισόδιο με τον Γεωργαντάρα Ιακωβάτο, και πέθανε το 1879. Ρομαντικός ποιητής της δημοτικής, αρρενωπός ψάλτης του αρματολισμού και του Εικοσιένα, ο Βαλαωρίτης αποτελεί σταθμό για τη δημοτική γλώσσα μετά τον Σολωμό, (Φωτογρ. Δ. Χαρισιάδη).

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ήταν ποιητής (Λευκάδα 1824 – 1869). Γόνος αρ­ματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξε­καθαριστεί) που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Άκουσε μαθήματα στην Ιόνιο Ακαδημία με καθηγητές τον Ασώπιο και τον Οικονομίδη, πήρε το μπακαλορεά στην Ελβετία και σπούδασε νομικά στο Παρίσι και στην Πίζα, αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Το 1952 παντρεύτη­κε την Ελοϊσία Αιμίλιου Τυπάλδου στη Βενετία.

Ωραίος, πλούσιος, αθλητικός και εκρηκτικός, φλογερή ιδιοσυγκρασία, ασχο­λήθηκε με την πολιτική και παράλληλα με την ποίηση και εργάστηκε για όλα τα ε­θνικά κινήματα της εποχής του (Επτάνησα, Ήπειρος, Κρήτη). Βουλευτής στην Ιόνιο Βουλή από το 1857, ανήκε στο κόμμα των Ριζοσπαστών (ενωτικό) έως την ένωση (1864). Κατόπιν έγινε πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση των Αθηνών, ύστερα προ­σχώρησε στο κόμμα του Κουμουνδούρου και το 1869 αποσύρθηκε από την πολιτική.

Ο Βαλαωρίτης τόσο στην πολιτική όσο και στην ποίηση κυριαρχείται από το πατριωτικό ιδανικό. Στο σημείο αυτό μοιάζει με τον Κάλβο και τον Σολωμό, αλλά δεν έχει ούτε την αυστηρή λιτότητα του πρώτου ούτε την αβρή πνευματικότητα και τη μουσικότητα του δεύτερου. Εμπνέεται από τα δημοτικά τραγούδια, από τους ήρωες του αρματολισμού, από τον αγώνα του ’21 και από τη φύση. Πιστεύει ότι πρέπει να συνεχιστεί και να εκπληρωθεί το ’21. Γι’ αυτό στην ποίησή του κυριαρχεί το ηρωικό στοιχείο. Οι στίχοι του είναι αδροί, αρρενωποί – κοχλάζουν από έξαρση και πάθος. Είναι συνήθως περιγραφικός ή καλύτερα επικός – και γι’ αυτό πολύ λίγο επιγραμμα­τικός. Οι σκηνές που περιγράφει εξελίσσονται πάντα στο ύπαιθρο. Χρησιμοποιεί α­γροτικό λεξιλόγιο και μιμείται την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού. Αν και επτανήσιος, επηρεάστηκε πολύ από τον ρομαντισμό και ιδίως από τον Ουγκώ. Στη γλωσσική μεγαλοστομία μοιάζει με τους ρομαντικούς ποιητές των Αθηνών, διαφέρει όμως από αυτούς σε δύο βασικά σημεία: εκείνοι είναι πεισιθάνατοι, αυτός ηρωικό, εκείνοι γράφουν στην καθαρεύουσα, αυτός στη δημοτική (το μόνο στοιχείο που κρά­τησε από τη σολωμική παράδοση). Η δημοτική του είναι πλούσια και πολύ «υλική», αλλά περισσότερο ρουμελιώτικη παρά επτανησιακή. Τον χαρακτηρίζει στιχουργική ευκολία, εκφραστικός πληθωρι-σμός – «λυρική ρητορεία» – «κοχλάζοντα αισθήμα­τα», συσσωρεύσεις και αντιθέσεις και πολλή φρίκη. Στο εθνικό μαρτυρολογίο που παραθέτει υπάρχουν πολλοί νεκροί, σάβανα, ξυλοκρέβατα, όρνια, κουφάρια, βρικόλακες κτλ. – ένα στοιχείο υπερβολής που έγινε αφορμή να γραφούν παρωδίες εις βά­ρος του (Π. Πανάς κ.α.).

Από τα ποιήματα που εξέδωσε όσο ζούσε την πρώτη θέση παίρνουν ο Αθανά­σιος Διάκος (1867) και ο Αστραπόγιαννος (1867) που αποτελούν ενσάρκωση του αρματολισμού, η Κυρά Φροσύνη (1859) είναι το ασθενέστερο, ενώ τα Στιχουργήματα (1845) και τα Ανέκδοτα ποιήματα (γραμμένα ίσως πριν από τα Στιχουργήματα, αλλά δημοσιευμένα το 1937) είναι πρωτόλεια. Διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα έργα του είναι η τελευταία του σύνθεση, ο Φωτεινός, το καλύτερό του έργο, που έμεινε ατελείωτο και ανεπεξέργαστο και εκδόθηκε μετά τον θάνατό του (1891). Το θέμα πά­λι είναι εθνικό, παρμένο όμως από την εποχή της φραγκοκρατίας στη Λευκάδα. Εδώ ο στίχος και η σύνθεση του όλου είναι αρτιότερη και υπάρχουν και δροσερές νότες γυναικείας παρουσίας. Αλλά προ πάντων ο λόγος είναι περιεκτικός – όχι τόσο ρητο­ρικός. Τέλος, σταθμός για το γλωσσικό μας ζήτημα θα μείνει το ποίημα που έγραψε για τ’ αποκαλυπτήρια του αγάλματος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ (1872) ύστερα από επίσημη πρόσκληση του Πανεπιστημίου. Γραμμένο στη δημοτική, το απάγγειλε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό που ενθουσιάστηκε – κι αυτό σήμαινε την επίσημη πια αναγνώριση της δημοτικής για την ποίηση.

Το μεγάλο κοινό της εποχής του αγάπησε το έργο του Βαλαωρίτη, ενώ εξέ-χουσες προσωπικότητες της κριτικής (Δημ. Βερναρδάκης, Πολυλάς, Αποστολάκης) τού αρνήθηκαν κάθε ποιητική αρετή. Δικαιότεροι ήταν απέναντι του ο Ροΐδης και ο Παλαμάς. Σήμερα ενδιαφέρει μόνο τους ειδικούς, ενώ το πολύ κοινό δεν το συγκινεί (εκτός από τα ποιήματά του που τραγουδιούνται: Η αγράμπελη, Ο Δήμος και το καρι­οφίλι του). Όσες επιφυλάξεις και αν έχει κανείς για την ποίησή του, δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως αποτελεί σταθμό για τη δημοτική μετά τον Σολωμό και έναν από τους σημαντικότερους συνδέσμους ανάμεσα στην Επτανησιακή και την Αθηναϊκή σχολή – γιατί στην Επτανησιακή βέβαια μόνο τυπικά ανήκει.

Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ

Α. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΚΑΙ Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Τους δύο ποιητές τους συνδέει η αγάπη τους για τον Κοκκινολαίμη ή Καλο­γιάννο. Τους εμπνέει, του αφιερώνουν, μόνο αυτοί οι δύο λογοτέχνες, στίχους και κείμενα. Συνδέουν τον Κοκκινολαίμη με τα προβλήματα της ζωής. Ο Δροσίνης στα Άπαντα (τόμος 8ος, σελ. 139 – 140) στο κεφάλαιο Σκόρπια Φύλλα της Ζωής μου γράφει:

«Στο δωμάτιο στο πλάγι του παραθύρου, πάνω σε μια θερμάστρα, ένας Καλογιάννος μπαλσαμωμένος, καθιστός σ’ ένα ξερόκλαδο και κλεισμένος με γυαλιά ολόγυρα μας κοιτάζει ασάλευτος με τα θαρρετά χαντρένια μάτια του. Ήρθε παραγγελμένος στη Γερ­μανία και χαρίστηκε με την επιγραφή, που διαβάζεις χαραγμένη σε μια ασημένια πλακίτσα: “Πιστός ο Καλογιάννος στους κάμπους κελαηδεί”. Είναι στίχος από ένα ποίημά μου τυπωμένο στα “Φωτερά Σκοτάδια”.

Το ξέρεις από παλιά χρόνια είναι το αγαπημένο μου πουλί, τραγουδημένο μόνον από μένα, ύστερα από τον Βαλαωρίτη, που εκείνος, μόνος από τους παλιούς, το τρα­γούδησε. Είναι αλήθεια παράξενο πως το πουλάκι αυτό μένει άγνωστο στην Τέχνη την ελληνική, ενώ αλλού όχι μόνο ετραγουδήθηκεν αλλά κ ’ εζωγραφίστηκε κ ’ επλάστηκε κ ’ εσκσλίστηκεν όσο και το αηδόνι.

Και μήπως δεν είναι σαν το φθινοπωρινό αηδόνι, με το γλυκόφωνο κελάηδημά του, στους κήπους μας μόλις δροσίσουν τη γη τα πρωτοβρόχια; Το ακούν όλοι, το χαί­ρονται — και δεν ξέρουν το ελληνικό όνομά του. Μόνο όσοι έζησαν έξω, και μάλιστα στην Ελβετία, το ξέρουν από εκεί με το όνομά του, “Κοκκινολαίμη ”. Ούτε στη Ζωολο­γία μας του σχολείου δεν είχε χωριστό δικό του όνομα. Θυμούμαι που τ’ ωνομάτιζεν: “αηδών η ερυθρόλαιμος” και ένα “παρακατιανό αηδόνι”.»

Ατενίζουμε το μέλλον με σεβασμό στο παρελθόν προσμένοντας τα καλύτε­ρα. .. Ο Δροσίνης τραγούδησε: Μικρός προφήτης, φτερωτός, μηνά την άνοιξη, που θα γυρίσει πάλι.

Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά.

Γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει.

Η φλύαρη χελιδονοφωλιά

Χορτάριασε παντέρημη και μόνη.

Του σπιτιού χάθηκ’ η γλυκειά λαλιά,

φοβήθηκε ο μελισσουργός το χιόνι,

Κι η σουσουράδα στην ακρογιαλιά

δεν τρέχει, δεν πηδά, δεν καμαρώνει.

Στης λυγαριάς τ ’ ολόξερο κλαδί,

του φθινοπώρου φτωχικό παιδί,

Ο Καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.

Με λόγια σιγαλά και ταπεινά,

μικρός προφήτης φτερωτός, μηνά

την Άνοιξη, που θα γυρίσει πάλι.

Γεωργίου Δροσίνη

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ

Δεν είναι μόνο ο Κοκκινολαίμης που συνδέει τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη με τον Δροσίνη, αλλά και η αγάπη τους για το ψάρεμα. Οι δύο ποιητές συναντήθηκαν στο Πήλιο. Παρ’ όλο τη διαφορά ηλικίας, η θάλασσα έγινε ο συνδετικός τους κρίκος και το ψάρεμα το πάθος τους. Την αγάπη αυτήν ο Βαλαωρίτης την κληρονόμησε στο γιο του. Ο Δροσίνης συνέχισε τη φιλία και τη δραστηριότητα αυτή με τον απόγονό του Ιωάννη Βαλαωρίτη.«Η φιλία είχε πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές... Σε «καταλόγους» με τους ερασιτέχνες ψαράδες του Βόλου, από τον 19° αιώνα ως εκείνη την εποχή, αναγράφο­νται από τρία ονόματα ψαράδων, η περίοδος της δραστηριότητάς τους και κάτω – κάτω απεικονίζεται μια βάρκα με το όνομά της, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αναφερόμενοι ψαράδες του Βόλου από το 1880 μέχρι το 1930 - Γ. Δροσίνης, Α. Βαλαωρίτης, Κ. Τοπάλης, 1900 - 1911, Κύκνος.».

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Στη Γερμανία το 1887 γνωστοί στο ευρύ κοινό ήταν οι Βαλαωρίτης, Δροσίνης και Αλέξανδρος Σούτσος. Εκτός από τις διάσπαρτες αναφορές στο ελληνικό στοιχείο, που εμπεριέχουν όλα σχεδόν τα άρθρα, υπάρχουν δύο άρθρα τα οποία εστιάζονται ειδικότερα στο φαινόμενο του φιλελληνισμού στη Γερμανία.

Το πρώτο άρθρο, Γερμανική παράστασις του Φιλοκτήτου, είναι μεταφρα-σμένο κείμενο του συγγραφέα Βόλτζ, υποδηλώνοντας έτσι τον υπερεθνικό χαρακτήρα της ελληνικής κλασσικής παιδείας και την αξία της ως αναπό-σπαστο μέρος της Ευρωπαϊ­κής πολιτισμικής κληρονομιάς: «Η γενόμενη παράστασις ου μόνον κατέστησε την ημέραν εκείνη ημέραν εορτής δια το γυμνάσιον, αλλά και παρέσχε τρανήν απόδειξιν της εντελούς μορφώσεως, ην παρέχουσιν τα εν Έσση εκπαιδευτήρια. Κι εκεί παρά το αφρίζον ποτήριον ζύθου, πολλά ωραία κι αληθή συνεζητήθηκαν και εις το αιωνίως ακμαίον και θάλλον πνεύμα της ελληνικής ποιήσεως έπαινος και θαυμα­σμός απενεμήθη.»

Το δεύτερο άρθρο, Ο μεταφραστής του Φιέσκου: Πρίγκηψ διάδοχος του Σάξεν Μάτνιγγεν, είναι μια σκιαγράφηση του φιλελληνικού πορτρέτου, όπου ο πρίγκιπας είχε μεταφράσει ένα δράμα του Σίλλερ στα Ελληνικά. Αντίτυπο της μετάφρασής του είχε στείλει στον Δροσίνη. «Αναφέρεται ότι ο πρίγκηψ του Μάινιγγεν εζήτησε διδά­σκαλο Έλληνα και εύρεν άριστον τον εν Βερολίνο δημοσιογραφούντα λόγιον κ. I. Κ. Μητσοτάκην εκ Κρήτης. Το γεγονός της μετάφρασης, τα διαδοχικά ταξίδια του πρίγκιπα στην Ελλάδα και τα επεισόδια που αναφέρονται στην ζωή του συνδέονται με τον άκρατο φιλελληνισμό του, από τα οποία έχουν αξιοπερίεργο ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση της μέρας των γενεθλίων του, που την είχε α­ποκρύψει προ-κειμένου να μην στερηθεί ούτε μια μέρα το μάθημα της ελληνικής γλώσσας. Κατεχόμενος όλως υπό των θελγήτρων της γλώσσης, κατά το χρονικόν διάστημα τούτο των 4 ετών διήλθε μετά του διδάσκοντος τους δοκιμώτατους ποιητάς και πεζογράφους της νέας Ελλάδος και απεστήθισε πολλά ελληνικά ποιήματα (προτιμώ τα εν δημώδει γλώσση και ιδίως τους ηχηρούς στίχους του Βαλαωρίτου) και άλλα γνησίως ελληνικά έργα του ποιητού και μετέφρασεν εις γερμανικούς στί­χους τον Τυφλόν Επαίτην του Αλεξάνδρου Σούτσου. Δημοφιλής ο ευγενής του Φιέ­σκου μεταφραστής, θέλει τύχη θερμής υποδοχής και εγκαρδίου δεξιώσεως υπό του ελληνικού έθνους, όπερ και μακρόθεν νυν απευθύνει προς τον διαπρεπή φίλον αυ­τού βαθύτατης ευγνωμοσύνης χαιρετισμόν.»

Ο Δροσίνης με την αρθρογραφία του προσπαθεί να παίξει το ρόλο διαμεσο­λαβητή για την ευγενή υποδοχή της μετάφρασης του Γερμανού πρίγκιπα στο ελληνι­κό θεατρόφιλο κοινό, ελπίζοντας ότι οι δραματικοί θίασοι θα την προτιμήσουν για τις παραστάσεις τους (βλ. Άπαντα Γ. Δροσίνη).

Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ ΣΥΓΚΙΝΕΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή, τη δρά­ση και ιδιαίτερα το μαρτυρικό θάνατο του ήρωα του ’21, Αθανάσιου Διάκου.

Στο Μουσείο υπάρχει το βιβλίο του, έκτασης 561 σελίδων, με τίτλο: ΠΟΙΗΜΑΤΑ του 1821 (εκδοτικός τόπος Αθήνα). Το κάλυμμα είναι από χαρτόνι καφέ με ράχη δερμάτινη, μαύρη. Τα κεφάλαια που αφιερώνει στις σελίδες 189-426 είναι τα εξής:

ΤΟΙΣ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΙΣ, ΠΡΟΑΕΓΟΜΕΝΑ, ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟΝ (Η παραμονή):

Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ

«Ανέβα, Μήτρε, ‘ς του βουνού κατάκορφα τη ράχη.

Πάρε το μάτι ταητού και ταλαφιού το πόδι

και την αγρύπνια του λαγού, και στήσε καραούλι.

Κι ’ αν δεις χιλιάδες τον εχθρό, άλογο και πεζούρα,

με τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά, τον ύπνο μη μου κόψεις,

στάσου, πολέμα μονάχος. Κι ’ αν δεις μες ‘ς το φυσσάτο

να πηλαλάει τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη,

πέτα, ροβόλα, κράξε με... Σύρε με την ευχή μου.»

ΑΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟΝ (Οι τρεις: Διάκος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης), ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ (23η Απριλίου), ΑΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟΝ (Αποκάλυψη), ΑΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟΝ (Ομέρ Βριόνης), ΑΣΜΑ ΕΚΤΟΝ (Το δαχτυλίδί).

ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ

Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρη

τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά, που βγάν ’ η γη χορτάρι. [...]

Ρυάζονται, φεύγουν τα θεριά Κλεφτά κλεφτά κι ο γύφτος χωνεύει στην κουφάλα του. Κανείς δεν απομένει

παρ ’ οι αχτίδες του ηλιού, που ασπάζονται το μνήμα.

Ο Γεώργιος Δροσίνης πρώτος δημοσίευσε ένα βιβλίο με τον τίτλο: ΔΙΗΓΗ­ΜΑΤΑ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ. Ένα βιβλίο με 148 σελίδες, εκδότης Ι.Ν. Σιδέρης στην Αθήνα. Τα κεφάλαια πολλά, το πρώτο το αφιερώνει στον ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ.

Η ιστορία του ήρωα αυτού και, ιδιαίτερα, τα λόγια που είπε πριν πεθάνει, μεταφέρονται μέχρι σήμερα από στόμα σε στόμα για δύο λόγους: α) Ο Δροσίνης έγ­γραφε σε απλή καθαρεύουσα - σε αντίθεση με τον Βαλαωρίτη, ο οποίος έγραψε σε καθαρεύουσα και απευθυνότανε σε καλλιεργημένους αναγνώστες, β) η ιστορία αυτή πέρασε στα σχολικά αναγνωστικά με το κείμενο του Δροσίνη.

Καταθέτω εδώ την εισαγωγή του βιβλίου του Δροσίνη με νέο τίτλο: Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΔΗΜΟΣ, και με υπότιτλο τον αρχικό τίτλο του βιβλίου.

«Εις την μικρόν επαρχιακήν πάλιν όπου εμέναμεν πριν έλθωμεν εις τας Αθήνας, είχαμε γείτονα τον Μπάρμπα Δήμο. Ο Μπάρμπα Δήμος ήταν γέρων φουστανελλοφόρος μονόχειρ. Πτωχός, πολύ πτωχός, είχεν ως κατοικία μικρόν ισόγειον δωμάτιον, το ο­ποίον είχε παραχωρήσει ευσπλαχνικός ιδιοκτήτης, και διετηρείτο από την μικρόν σύ­νταξίν του, οκτώ δραχμάς τον μήνα, και από τα ελέη των κατοίκων της μικρός πόλεως, οι οποίοι τον ηγάπων και τον εσέβοντο.

Εις την οικίαν μας ήρχετο συχνά ο γέρων και συχνά εγευμάτιζεν εις την τράπεζάν μας, πολλάκις δε κατά τας εσπέρας του χειμώνος, παρακινούμενος από ερωτήσεις μας διηγείτο με την ζωηρόν και αψεγή γλώσσαν του σκηνάς εκ του μεγάλου υπέρ ελευ­θερίας αγώνος, κατά τον οποίον είχε πολεμήσει και είχε χάσει την δεξιάν χείρον του. […]

Αι διηγήσεις του γέροντος αγωνιστού μείναν ανεξάλειπτοι εις την μνήμην μου. Αλλά όσον και αν προσπαθήσω να τας αναπαραστήσω τώρα, δεν θα δυνηθώ βέβαια να δώσω όλην την ζωντανήν εκείνη χάριν, την οποίαν έδιδεν εις αυτάς ο Μπάρμπα Δή­μος. »

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (1855-1914)

Ο Ιωάννης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα και ήταν ο γιος του μεγάλου ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και της Ελοΐζας Τυπάλδου. Σπούδασε νομικά και διε- τέλεσε σε πολλές σημαντικές πολιτικές θέσεις. Εκλέχτηκε με τις εκλογές του Αύγου­στου 1910 πληρεξούσιος της Λευκάδας στην Α' Αναθεωρητική Βουλή και το 1911 αντικατέστησε τον Γεώργιο Στρέιτ στην Προεδρία της Εθνικής Τράπεζας. Δούλεψε άοκνα για την αναμόρφωση της Τράπεζας, αλλά και του νομισματικού συστήματος της χώρας.

Μερικά στοιχεία που αξίζει να αναφερθούν για τον Ιωάννη Βαλαωρίτη είναι πως χάρη στο νόμο ΓΧΜΒ του Μαρτίου του 1910, που είχε εισηγηθεί ο ίδιος την εποχή που ήταν ακόμα Υποδιοικητής του μεγαλύτερου τότε πιστωτικού ιδρύματος της χώρας, δόθηκε δικαίωμα στην Κυβέρνηση να συνάπτει συμβάσεις με την Εθνική Τράπεζα για την έκδοση ορισμένου αριθμού γραμματίων με την υποχρέωση να έχει ίσο σε ποσό χρυσό. Με το νόμο αυτό τα αποτελέσματα υπήρξαν σωτήρια, καθώς κα­τά τους δύο νικηφόρους πολέμους, η Εθνική Τράπεζα είχε αποθέματα 200 εκατομ. εις στο εξωτερικό.

Προκειμένου να καλυφθούν οι υπέρογκες δαπάνες των Βαλκανικών πολέμων, χρησιμοποίησε την τραπεζική του δεινότητα και τις μεγάλες διασυνδέσεις του και εξασφάλισε με εξωτερικό δανεισμό τη χρηματοδότηση της μεγάλης εθνικής προσπά­θειας. Εκείνη την εποχή θεωρούταν ο άτυπος Υπουργός Οικονομικών και έχαιρε του σεβασμού όλων. Συμμετείχε στον εκσυγχρονισμό της χώρας, σε έργα όπως η διώρυγα της Κορίνθου, και υπήρξε στενός συνεργάτης του Ελευθέριου Βενιζέλου, όπου κοινή τους ήταν η προσπάθεια για ανόρθωση της οικονομίας και στήριξη των πολεμικών αγώνων των Ελλήνων.

Ο Ιωάννης Α. Βαλαωρίτης ευτύχησε να αναπτύξει τη δράση του σε μια εποχή ταραγμένη, αλλά άκρως δημιουργική για την Ελλάδα. Μια εποχή που, αφού η χώρα κατόρθωσε να ξεπεράσει τις συνέπειες της χρεοκοπίας του 1893 και της ήττας του 1897, σημαδεύτηκε από το κίνημα στο Γουδί, την εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέ­λου στα πολιτικά πράγματα του τόπου, τους Βαλκα-νικούς Πολέμους και το διπλασι­ασμό της Ελλάδας. Η εμφάνιση της ομάδας των κοινωνιολόγων και του κινήματος των δημοτικιστών χαρακτηρίζουν το ανανεωτικό πνεύμα της εποχής, στο πλαίσιο του οποίου έδρασε ο Ιωάννης Βαλαωρίτης. Σημάδεψε με το πολύπλευρο ταλέντο του το πέρασμα από τον δέκατο ένατο αιώνα στον εικοστό, όχι μόνο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά και ως ένα βαθμό του τόπου.

Συχνά πραγματοποιούσε θαλάσσιες εξορμήσεις. Ήταν γνωστή η αγάπη του Ιωάννη Βαλαωρίτη για τη θάλασσα και τα σκάφη, άλλωστε πέθανε εξαιτίας σύ­γκρουσης ατμόπλοιου με σκάφος στο οποίο επέβαινε ανοιχτά του Πειραιά. Αμέσως ειδοποιήθηκε ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος για το συμβάν, καθώς και πολ­λά άλλα γνωστά ονόματα της εποχής. Η τύχη ήθελε την ημέρα που έγινε το συμβάν αυτό οι εφημερίδες να αναγγέλλουν με πανηγυρικό τρόπο την επίτευξη δανείου εκ μέρους της Εθνικής Τράπεζας, δάνειο που αποτέλεσε μια προσωπική επιτυχία του ίδιου του Βαλαωρίτη. Όταν πέθανε ήταν 58 ετών, ίδια ηλικία που πέθανε και ο ποιη­τής πατέρας του.

Ο Ιωάννης τίμησε επίσης την μνήμη του ποιητή πατέρα του, αφού ήταν εκεί­νος που εξέδωσε τα Άπαντα του Αριστοτέλους Βαλαωρίτου. Είχε συγγράψει αρκετά έργα, μεταξύ αυτών και την Ιστορία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Διέμενε μό­νιμα στην Αθήνα. Παιδιά του ήταν ο Κωνσταντίνος Βαλαωρίτης, διπλωμάτης, ο Αρι­στοτέλης I. Βαλαωρίτης και η κόρη του Ελένη, σύζυγος Φίλιππου Δραγούμη. Εγγονός του είναι ο διάσημος ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης και δισέγγονη του η ηθο­ποιός Ναταλία Δραγούμη. Το φλογερό του πατριωτισμό του και την αγάπη του για την ποίηση κληρονόμησε ο γιος του Αριστοτέλης.

Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ: Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ

Αγαπημένο απόφθεγμά του Γ. Δροσίνη: «Η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στις αναμνήσεις και στις ελπίδες.»

Στη γνωστή σειρά ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ο Γ. Δροσίνης γράφει για τα ωραία που πέρασαν, αφιερώνοντας ιδιαίτερα κεφάλαια και στους αναχωρούντες φίλους. Δεν συμφωνούσε με τον Δάντη «πως τις μέρες της δυστυχίας τις κάνουν πιο δυστυχισμένες οι αναμνήσεις περασμένων καλών ημερών».

Καταθέτει πως: «Μέσα σε πολλά, τα καλύτερα, αλησμόνητα κυνήγια μου τα χρωστάω στον Ιωάννη Βαλαωρίτη και στην ξεχωριστή αγάπη που μου φανέρωνε, παίρνοντάς με μαζί του στο χαριτωμένο κοτεράκι του, τη Σαπφώ, κάθε Σαββατοκύρι­ακο και κάποτε μια ολόκληρη εβδομάδα». Φορούσαν τα κυνηγητικά τους και ξανοί­γονταν στο πέλαγος με την ελπίδα να βρουν πέρασμα τρυγονιών ή ορτυκιών. Γεύονταν τη μαγειρική του καπετάν Σπύρου. Σε κάθε ταξίδι τους ο Βαλαωρίτης τού είχε παραγγείλει την παστιτσάδα - όπως την έλεγε - να είναι το πρώτο, που θα τους σερ­βίρει. Το συνηθισμένο τους δρομολόγιο ήταν Βουλιαγμένη με τέρμα πάντα το Σούνι­ο. «'Όταν ο Βαλαωρίτης, βουλευτής τότε, για να αποφύγει την υποψηφιότητα τού Προέδρου, που του επέβαλε το Θεοτοκικό Κόμμα, ξέφυγε κρυφά χωρίς να ξέρει κανέ­νας που πήγε. Με πήρε σύντροφό του με την υποχρέωση να μην πω κι εγώ που και για πόσο πηγαίναμε. Και περάσαμε, αλήθεια μια αλησμόνητη βδομάδα στο Σούνιο.» Μια σχέση αγάπης κι εκτίμησης είχε εξελιχθεί στον ίδιο χώρο. Για τα ψαρέματα με τον φίλο Ιωάννη Βαλαωρίτη αναφέρεται και στο βιβλίο του Κώστα Δημητριάδη ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ.

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ: ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Μερικές σχετικές πινελιές και μικρά μυστικά προσέγγισης στο έργο του Γ. Δροσίνη και της βιωματικής φιλικής ζωής του.

Όπως έχει καταγραφτεί, οι ρίζες της εύπορης οικογένειάς του Γ. Δροσίνη ξε­κινούν από το Μεσολόγγι, από την πλευρά του πατέρα του, Χρήστου Δροσίνη, που ήταν ανώτατος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Ποιητής και πεζογράφος, αλλά και άνθρωπος με ευρύτερη εθνική και κοινωνική δράση, δημιουργός νέας πο­ρείας, ο Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1859, την ίδια χρονιά με τον Παλαμά και με καταγωγή επίσης από το Μεσολόγγι.

Ο Δροσίνης, άνθρωπος δραστήριος και πολύτροπος, καταπιάστηκε με πολλά και διάφορα, μοιράζοντας την ενέργειά του σε διάφορους τομείς. Σπούδασε στην αρ­χή νομικά, αλλά μετεγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή με προτροπή του Νικόλαου Πολίτη, ενώ ακολούθησαν σπουδές στο Βερολίνο, τη Λειψία και τη Δρέσδη. Μαζί με τον Κωστή Παλαμά, τον Νίκο Καμπά και άλλους πνευματικούς ανθρώπους θεωρού­νται οι πρωτεργάτες της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και πρωτοστάτησαν στην ανανέωση του γραπτού λόγου με βασικό στόχο την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Το 1894, λίγο μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, ανέλαβε τη διεύθυνση του περι­οδικού Εστία, το οποίο μετέτρεψε σε καθημερινή εφημερίδα.

Σφραγίζει με την ποίησή του τουλάχιστον 70 χρόνια, τραγουδώντας τη φύση και τον έρωτα με τον δικό του λεπτό, αλλά διεισδυτικό τρόπο γραφής που αγγίζει καρδιές, τέρπει ψυχές και αφήνει το άρωμα, την ευωδιά μιας ευγενικής ποιητικής φωνής! Το έργο ξεχειλίζει από τρυφερότητα, από αγνά συναισθήματα, που ενέπνεαν τον ποιητή κι έγραφε ποιήματα γεμάτα αισιοδοξία και ομορφιά. Ακόμα και από εκεί­να που απέπνεαν μια θλίψη, δεν έλειπε κάποιος στίχος ανατροπής του κλίματος. Ο Δροσίνης αγαπούσε τη ζωή, τη νιότη, που την εξυμνούσε σε κάθε ευκαιρία, τη φύση και γι' αυτό ο παράδεισός του ήταν η Κηφισιά και η έπαυλη «Αμαρυλλίς» - που πέ­ρασε εκεί δώδεκα χρόνια της ζωής του*, ιδίως της εποχής της ωριμότητας και των βαθιών γηρατειών του (πέθανε μόλις έκλεισε τα 92 προς 93 χρόνια της ζωής του). Είναι ο τελευταίος της γενεάς του, μετά τον Βικέλα, τον Πολέμη, τον Προβελέγγιο και τον Παλαμά, που φεύγει από τη ζωή.

Βλέποντας το έργο αυτό, παρακολουθείς βήμα προς βήμα τη ζωή, τη δράση (φιλανθρωπική - κοινωνική - πνευματική), τους πνευματικούς φίλους του ποιητή (Κ. Παλαμάς, Α. Βικέλας, Α. Σικελιανός, Jean Moreas, Βιζυηνός, Πρωτοπαπαδάκης, Γεωργαντάς, Καμπούρογλους, Σουρής, Τσάτσος, Ψυχάρης, Γ. Ξενόπουλος) και φυσικά τη γυναίκα που του σημάδεψε τη ζωή του, Αικατερίνη Τυπάλδου!

ΑΠΑΝΤΑ, ΤΟΜΟΣ 12 – ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Ο νους του Δροσίνη γυρίζει στα παλιά με εκπληκτική διαύγεια. Ζωντανεύει γνωστούς και φίλους ποιητές, τον Γρυπάρη, τον Μαλακάση, τον Πολέμη, προπαντός, τον Παλαμά. Με αφορμή τον θάνατό του τελευταίου, αναλογίζεται τους εν Ελλάδι «εθνικούς ποιητές». Στα καθ’ ημάς, ο τίτλος απονέμεται σε όσους έχουν τραγουδήσει την πολε­μική δόξα, ενώ στην αλλοδαπή ένας Ουγκώ ή ένας Σίλλερ τιμήθηκαν για το σύνολο του έργου τους κι όχι μόνο για τα πατριωτικά τους. 

Ο τίτλος «Εθνικός Ποιητής» δόθηκε μετά θάνατο στον Παλαμά, τον Σολωμό, τον Βαλαωρίτη, τον Παράσχο, τον Συνοδινό, όπως στον Ουγκώ, τον Σίλλερ και από τους αρχαίους στον Όμηρο. Εθνικός ποιητής, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνος που έχει γράψει πατριωτικά ποιήματα. «Φαντάζομαι πως μόνο σ' εμάς έχει γίνει αυτή η τιμητική διάκριση. Τους τον χαρίζω τον τίτλο αυτό και δεν έχω την παραμικρή α­ξίωση να τον πάρω, αφού πεθάνω. Μου φτάνει να ξέρω πώς οι στίχοι μου αντιλαλούν της ελληνικής καρδιάς τα αισθήματα κι έχουν περάσει πολλά δίστιχά μου για δημοτι­κά σε λαογραφικές συλλογές.» Ένας παλιός φίλος του, στιχουργός από τη Ζάκυνθο, του ανέφερε το παρακάτω δίστιχο, που είχε ακούσει σε καντάδα, χωρίς να ξέρει ότι ήταν του Δροσίνη απ' την ενότητα Αλφάβητο της αγάπης:

Μέτρησε, νύχτα, τ’ άστρα σου κι ’ αν λείπει ένα ζευγάρι,

Ρώτησ' εμένα να σου πω, ποιος Κλέφτης το ‘χει πάρη.

Ο Δροσίνης αποκρίθηκε: «Μπα το θαρρείς δημοτικό; Μα είναι δικό μου!»

«Ποιο άλλο τραγούδι μου είναι καταλληλότερο από το Μοιρολόι της Όμορφης με τον τύπο της ιδανικής Ελληνοπούλας, της Λυγερής του λαού;» Ρώτησε μια μαθήτρια που πήγε να τον συμβουλευτεί. Τον ανησυχούσε όχι τόσο η εκλογή των ποιημάτων του, όσο το πώς θα τα διαβάσουν θα τα καταλάβουν και, ιδιαίτερα, πώς θα τα αναλύσουν!

Σε συνέντευξη του Λουκά Δαράκη ο Δροσίνης λέει: «Μπορεί να περάσουμε πολλές και μεγάλες ταλαιπωρίες, αλλά πάντα θα επιζούμε. Το παρελθόν μας θ' απο­τελεί πάντοτε το μεγάλο όπλο για το μέλλον μας!» Ας τα θυμόμαστε τα λόγια του ποιητή μας και ας είναι και για μας ένα «Πιστεύω».

Η παρουσία του Γεωργίου Δροσίνη διατηρείται ζωντανή μέσα στο Μουσείο Δροσίνη (Αγ. Θεοδώρων και Δημητρίου Κυριάκου στην Κηφισιά www.drossinismuseum.gr) με πλουσιότατο υλικό από τη ζωή και τη δράση του (ο­μοιώματα, προσωπικά του αντικείμενα, βιβλία, χειρόγραφα, παρτιτούρες από τα με­λοποιημένα του ποιήματα κ.ά. Το Μουσείο Δροσίνη υπήρξε κατοικία του ποιητή για τα 13 τελευταία χρόνια της ζωής του και σήμερα είναι ένας ιδιαίτερος τόπος αναφο­ράς στους μαθητές, σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα για τη ζωή και το έργο του, για φίλους της ιδιαίτερης ποιητικής του προσωπικότητας, η ο­ποία διατηρείται πάντα ζωντανή.

Η κ. Μαίρη Σουρλή, συγγραφέας-ποιήτρια, γράφει:

«Πάντα ευχάριστα διαβάζω και ξαναδιαβάζω Γ. Δροσίνη!

Δεν μπορεί κανείς να μην θαυμάζει και να μην τιμά τη μνήμη του λυρικού μας ποιητή που απόπνεε Ελλάδα. Μια ανάσα τόσο σπάνια στις χαλεπές μέρες μας.

Είναι φτωχά τα λόγια... Αισθάνομαι πολύ μικρή ώστε να σκιαγραφήσω κάτι από την πολύκλαδη πνευματική και φιλολογική δράση του, ωστόσο νιώθω την ανά­γκη να πω ταπεινά ένα μεγάλο ευχαριστώ που μου δόθηκε η τιμή να αναφερθώ σε αυτόν, που ύμνησε με τις γλαφυρές περιγραφές του «ό,τι ωραιότερο συναντά κανείς στη φύση, μέσα στη ζωή και στους ανθρώπους της»! Το ποιητικό έργο του Γεωργίου Δροσίνη θεωρείται σήμερα ιδιαιτέρως σημαντικό για την εποχή του και την εποχή μας. «Κάθε εποχή έχει την ποίησή της και η κάθε ποίηση έχει την εποχή της». Θεωρώ όμως πως ακόμη και τα καλύτερα ποιήματά μας δε μπορούν να σταθούν δίπλα σ' αυ­τά του Δροσίνη. Δεν υπηρέτησε μόνο τη Μούσα αλλά και τους συνανθρώπους του από πολλά μετερίζια με ζήλο και πολύ πείσμα, προκειμένου να πετύχει το καλύτερο για το κοινωνικό σύνολο .

Δικαίως του αξίζει ο τίτλος Εθνικού Ποιητή, αφού έμεινε πιστός στο γνήσιο πνεύμα του λαού και συμπεριλαμβάνει ως εθνικό κάθε τι Ελληνικό κι ωραίο. Έχει τραγουδήσει σε τόσες σειρές ποιημάτων με το δικό του τρόπο τη χαρά της ζωής, τον άνθρωπο, τη γυναίκα, τον έρωτα, την ελληνική ζωή μέσα στις ομορφιές της ελληνι­κής φύσης, τις εποχές, τη θάλασσα, τον ουρανό, το χωράφι, το δάσος. Μέσα στα ποιήματά του, αναδεικνύεται η αξία της ταπεινότητας και του πατριωτισμού Κι αυτή είναι η ουσία τους.

Το πέρασμά του από το Υπουργείο της Παιδείας άφησε ζωηρά ίχνη. Όσοι α­γαπούν να ονειρεύονται κι όσοι πιστεύουν ακόμα στο όραμα της παιδείας, ας συνεχίσουν μια δράση αποδοτική και φιλοπρόοδη. Αξίζει να γίνονται παρουσι-άσεις και η διάδοση των ωφελίμων βιβλίων του, για να γνωρίσουμε τόσο τον συγγραφέα και το έργο του, όσο και το πνευματικό κλίμα της εποχής του και να μάθουν, ειδικά τα νέα παιδιά, το έργο του. Ας ξαναδιαβάσουμε Γ. Δροσίνη, ας ξεκινήσουμε από τα Ημερο­λόγιά του!

Είναι συμπαθέστατος ποιητής που αγάπησε πολύ ο λαός μας και δεν υπήρξαν ελληνικά χείλη, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, που να μην τραγουδήσανε το πασίγνωστο ποίημα Η ανθισμένη αμυγδαλιά, όπως παρέμεινε μέχρι τέλους ανθισμένη η καρδιά του ποιητή, έτοιμη να δώσει καρπούς, κυρίως στα παιδιά που πίστευε και λάτρευε.».

Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ ΚΑΙ Η ΚΑΙΤΗ ΒΙΘΥΝΟΥ – ΜΑΝΟΥ

Από τα κείμενα του Δροσίνη μαθαίνουμε ότι η Κηφισιά έγινε μόνιμη κατοικία των Δροσίνηδων από το 1939.

Τα χρόνια πέρασαν, το σώμα βάρυνε. Ο Δροσίνης δεν με­τακινείται πια εύκολα. Η καλοκαιρινή βεράντα προς τη μεσημβρινή γωνία του σπιτιού γίνεται το γραφείο του. Αντικρίζει την Πάρνηθα και γράφει τα ΣΚΟΡΠΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.

Η «Αθάνατη φίλη», η μεγάλη αγάπη του Δροσίνη, τον επι­σκέπτεται ελάχιστα. Στην κάμαρά του απέναντι ζει η τελευ­ταία Μούσα του, ένα κοριτσόπουλο γεμάτο δροσιά και χάρη.

Θυμάται ότι, όταν πρωτογνωρίστηκαν, ήταν Φθινόπωρο το 1928, ήταν μεσημέρι. Εκείνος διάβαζε στον εξώστη του υπνο­δωματίου του. Η αδελφή της έπαιζε μια σονάτα του Beethoven και μια γυναικεία νεανική φωνή έκλεισε τη μεσημβρινή αυτή συναυλία. Ο ίδιος γράφει: «Πέρα από το πλαγινό δρομάκι και τα χαλάσματα των Αγίων Θεοδώρων, για πρώτη φορά ξεχωρί­ζω απ’ ένα μεγάλο δίπατο σπίτι, να έρχεται γλυκόφωνο τρα­γούδι. Τι θαύμα!»

Αναζήτησε τη φωνή και συνάντησε τη γυναίκα. Δεν τρα­γουδούσε μόνο ωραία, αλλά διάβαζε επίσης θαυμάσια. Τα νιάτα της, το χαμόγελό της, τα χέρια της τον κατακτούν. Μερι­κοί περίπατοι στους καταπράσινους δρόμους της Κηφισιάς, οισυζητήσεις τους, η παρέα της τον επηρεάζουν, τον εμπνέουν. Γράφει ποιήματα για την Καίτη1.

Διαλέγουμε ένα:

Η ΝΙΟΤΗ ΣΟΥ2

Τριανταφυλλιά ανθισμένη η Νιότη σου,

με της αφροντισιάς τη χάρη,

σκορπά τα ευωδιαστά ροδόφυλλα

στον άνανθο και ξερό χορτάρι.

Βρυσούλα κρυσταλλένια η Νιότη σου,

δροσοσταλάζει τη χαρά της

στα χέρια που διψώντας ο άχαρος

απλώνει της ζωής διαβάτης.

Λαμπάδα της Λαμπρής η Νιότη σου,

Που την ανάβει η καλωσύνη,

Στην εκκλησιά την αλειτούργητη

Το φως της Αναστάσεως δίνει.

ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ3

Με το κορμί το λιόφωτο

λεύκας ξεβλαστημένης

σε βλέπω πρωτοξύπνητη

να με προσμένης.

Θεόπλαστη τη Νιότη σου

κι ’ ανέγγιχτη απ’ το χρόνο

στο πρωινό της ξύπνημα

την καμαρώνω.

……………………………..

Με του χεριού ένα χάϊδεμα

χτενίζεις τα μαλλιά σου

πέρδικας ύμνος ορθρινός

είναι η λαλιά σου.

Στο φως της μέρας ξέθαρρα

πετιέσαι απ’ όλους πρώτη.

Στο πρωινό της ξύπνημα

φαίνεται η Νιότη.

Η συνάντηση του γέρου λογίου με την νεαρά Καίτη ήταν φωτιά στο τζάκι το καταχείμωνο, φως από Λαμπάδα της Λα­μπρής, ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα! Ο Δροσίνης τη δέ­χτηκε σαν δώρο του καλοκαιριού.

Η ΧΑΡΗ1

Ανείπωτη, ατραγούδητη, αζωγράφιστη

κι’ ασκάλιστη μένει η δική σου χάρη.

Πως να την παραστήσουν λόγια, χρώματα,

μαρμάρου σκάλισμα, λύρας δοξάρι:

Η ομορφιά σου σταθερή κι’ ασάλευτη

πιάνεται από τεχνίτη αυτί και μάτι.

Μα η χάρη σου είναι αφρός, αγέρας, σύννεφο.

γλιστρά, περνά χωρίς ν ’ αφήσει κάτι....

Και νιώθοντάς την ο τεχνίτης άπιαστη

κ’ έξω από κάθε Τέχνη του πλασμένη,

πετά τ’ ανώφελα της Τέχνης σύνεργα,

τη βλέπει, την ακούει – και σωπαίνει.

1928. Εκείνη τη χρονιά η τύχη έφερε ένα ήπιο φθινόπωρο και ο χειμώ-νας άργησε να ‘ρθεί. Έτσι οι Δροσίνηδες παρέμειναν στην ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ μέχρι τις γιορτές των Χριστουγέννων.

Οι μήνες που ακολούθησαν πέρασαν χωρίς κανένα νέο από την Κηφισιά. Τ’ αδέλφια δεν ανέβηκαν και οι ζεστές βραδιές του καλοκαιριού κλειδώθηκαν στα συρτάρια του γραφείου.

Τον Ιούνιο του 1930 η δεκαεξάχρονη Καίτη τον περίμενε, όπως ένα πολύχρωμο βιβλίο. Πρόσμενε να το διαβάσει και ο Δροσίνης καλοδέχτηκε τα νιάτα και πάλι!

Ο ίδιος γράφει: «1929-1930 χειμώνας-άνοιξη κάθε Παρα­σκευή πρωί ανέβαινα στην Κηφισιά μόνος κ’ έμενα ως Κυριακή πρωί τις περισσότερες ώρες μου περνούσα με νεανική συντρο­φιά ή σε μακρινούς περιπάτους ως τα μάρμαρα της Πεντέλης ή στην κάμαρά μου ή σε γειτονικό σπίτι, που το πρωτόδεσε με το δικό μου σπίτι, ανάερο το γεφύρι του τραγουδιού.

...με διάβασμα μεγαλόφωνο και χαμηλόφωνη εξήγηση προ­σπαθούσα να μεταδώσω στις δύο νεανικές ψυχές που μ’ άκουαν σταλαματιές από το συναγμένο μέλι της ανθρώπινης σο­φίας τριάντα αιώνων. Τις βραδυές τις περνούσαμε στην κάμα­ρά μου με μουσική... Ένα μικρό ραδιόφωνο από τα πρώτα που ήρθαν στην Ελλάδα, μια «Αρκολέττα» της τηλεφούνκεν... Η συντροφιά μας τελείωνε κατά τα μεσάνυχτα...».

Σ.Φ.Ζ. τόμ. Δ΄σελ.22.

ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ1

…………………………………………………

Ν’ αποδιώχνη απ ’ τη χαρά της Νιότης σου

τους καϋμούς, τους πόνους, τις λαχτάρες.

Καθώς έχεις το δικό της όνομα

να ’χης κι ’ όλες τις δικές της χάρες.

…………………………………………………

Τα νιάτα της διώχνουν μακριά τις δυσάρεστες σκέψεις του Ποιητή, τους καημούς και τις έγνοιες. Βλέπει, στο ανθισμένο σώμα του κοριτσιού, τη γυναίκα αλλά δεν φοβάται τις σαϊτιές. Οι χάρες της σαν βάλσαμο αγγίζουν το κυρτό κορμί του. Το γέλιο της, η φωνή της, σιγά σιγά και αθόρυβα, γλιστρούν κρυ­φά στην ψυχή του.

ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΥΠΝΟΣ1

Της Νιότης ύπνος έρχεται

στα μάτια σου αλαφρός;

πάχνη σε χλωρολίβαδο,

σ’ ακροθαλάσσι αφρός.

                                …………..……………………

Το στόμα σου ακροχάραχτο,

για γέλιο ή για φιλί,

με κάποιου ονείρου πλάνεμα

σιγά παραμιλεί.

Στέλνει η καρδιά στα χείλη σου

Κάτι περαστικό....

Μη φοβηθής; Δεν τ’ άκουσε

κανείς το μυστικό!

Από νέος ο Δροσίνης είχε δέσει το θαυμασμό του στην τέ­χνη, τη μαγεία της ποίησης, την ομορφιά του λόγου, με την απόλαυση, τον έρωτα και την ηδονή.

Από την αλληλογραφία που υπάρχει στο αρχείο του Μου­σείου, βλέπουμε ότι το τέλος της ζωής δεν το φοβάται, αλλά βρίσκει τρόπους να αντιμετωπίσει την αδυσώπητη αλήθεια.

Τα χρόνια της ζωής είναι λιγοστά . μπορεί του χρόνου να μην τον δει η ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ.

Γράφει στην Adele Boyd, την φίλη από την Αμερική: «Δούλευε, γράφε, ζωγράφιζε, χάριζε τα δημιουργήματά του, πρόσφερε ό,τι μπορείς σε όσους μπορείς. Σκέψου ότι υπάρχει αύριο, μόνο αύριο, άφησε τα μεγάλα όνειρα, περίμενε το γράμμα μου, σκέψου ότι το μικρό μπουμπούκι, που ανθίζει στην τριανταφυλλιά, αύριο θα είναι ένα κατακόκκινο ωραίο λουλούδι. Να χαρείς την ομορφιά του. Διώξε τις μαύρες σκέ­ψεις. Αναζήτησε τη μοναξιά μετά από τη ζεστή ματιά ενός αγαπημένου προσώπου και απόλαυσέ την».

Ο Δροσίνης αυτό κάνει. Χαίρεται τη συντροφιά της Καίτης.

Ο Ποιητής γράφει: «το τραγούδι σου, όπως το πρωτάκουσα, τέτοιο να τ’ ακούω παντοτινά προσμένω, λεύτερο πουλί - κι’ όχι για το κελάδημα σε κλουβί κλεισμένο».

ΓΛΥΚΕΙΑ Η ΦΩΝΗ ΣΟΥ1

Πώς σου ήρθε το Απολλώνειο χάρισμα

μέσ’ στ’ άλλα σου ξεχωριστό;

Ποιά Μούσα φίλησε το στόμα σου

νιογέννητο και σφαλιστό;

Γλυκόματη και γλυκογέλαστη

και πριν στα μάτια μου φανής,

ήτον δικό σου πρωτογνώρισμα

για μένα η γλύκα της φωνής.

Αφήνεται στη μαγεία των αισθήσεων χωρίς φόβο, χωρίς σκιές. Τολμά να της εκμυστηρευτεί ότι είναι η μόνη κάτοικος στο καμαράκι της ψυχής του. Της μιλάει σαν ερωτευμένος. Ζη­τά από εκείνη μόνο την παρουσία της, το πέρασμά της από την κάμαρά του. Το πέρασμα της Άνοιξης από την ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ.

Και ζει με το άρωμά της, που διώχνει τις άσχημες σκέψεις, ξεχνά την καθημερινή ρουτίνα, που τον φέρνει πιο γρήγορα στο θάνατο. Χαίρεται, όταν μένει μόνος στο σπίτι. Η ύπαρξή της κοντά του τον εμπνέει, η μούσα καθοδηγεί το χέρι που δεν τρέμει. Της γράφει από την κάμαρά του:

«Δευτέρα του Πάσχα 21/4/30. Το απόγευμα δε σάλεψα από το σπίτι. Οι άλλοι, αδέλφια, κόρες και γαμβροί πήγανε στην Κηφισιά για καμιά ώρα. Κατόρθωσα να μην έχουν το κλειδί της κάμαράς μου, κι έτσι έμεινε απάτητη, αμόλυντη από την ώρα που της χάρισες το τελευταίο ευώδιασμα και το φως σου. Ούτε και το παράθυρο ανοίχτηκε.»

Το 1942 της αφιερώνει,το ακόλουθο τετράστιχο:

Του γέλιου της τη γέννηση

δεν είδα σ’ άλλη ακόμα

περιγελούν τα μάτια της

κι ’ αντιγελά το στόμα.

Ο Δροσίνης από το 1939 μαζί με τα αδέλφια του και τη θεία Μαριγώ μένουν μόνιμα στην Κηφισιά.

Εκεί περνά τα τελευταία 13 χρόνια της ζωής του. Χρόνια δύσκολα της Κατοχής. Πόνος, ανέχεια, δυστυχία, παντού. Σ’ αυ­τά τα χρόνια, χάνει τον αδελφό του, τη θεία Μαριγώ, τον Πάκη το σκύλο.

Εκείνο τον καιρό, η Καίτη, ώριμη πια γυναίκα, παντρεύε­ται τον διαλεκτό της καρδιάς της.

Ο Δροσίνης, όταν το μαθαίνει, αναστατώνεται. Βλέπει τώ­ρα καθαρά ότι η κρεμαστή ασημένια καντήλα εκκλησιάς το ασημένιο καλαμάρι, τα λουλούδια που του προσέφερε, δείχνο­ντας έτσι ότι τον σκέπτεται, ήταν μόνο από τον απέραντο θαυ­μασμό στο γέρο Ποιητή.

Το χέρι αυτή τη φορά τρέμει. Πόσο θα του λείψει το φως της, η χαρά της, που γινόταν και δική του;

ΕΦΥΓΕΣ1

Ποιος να πιστέψη

πως η βρύση θα στερέψη,

θα σωπάσουν τα πουλιά,

πως θα βασιλέψουν τ’ άστρα,

και θα μαραθή στη γλάστρα

πάνανθη η τριανταφυλλιά!

…………..……………………

Στ’ αλήθεια παντρεύεται; Μα είναι παιδί ακόμα!

Για λίγες ώρες, όταν η νέα γυναίκα του ανάγγειλε την απόφασή της εκείνος αρνήθηκε να γνωρίσει τον άντρα, που θα έπαιρνε μακριά την ελπίδα του, την μοναδική μέσα στη σκο­τεινιά τού χειμώνα, που τον κύκλωνε. Δεν θέλησε να πονέσει περισσότερο.

Αλλά ο Δροσίνης άνθρωπος ήρεμος, χωρίς πάθη, χωρίς εκρή­ξεις ξαναβρήκε γρήγορα τον απόλυτο έλεγχό του. Εύχεται στον άντρα κάθε ευτυχία τονίζοντας τις χάρες της κυρίας Αικατερί­νης Βιθυνού-Μάνου2.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΑΝΑΛΑΜΠΕΣ

1945. Τα χρόνια της Κατοχής απομακρύνονται. Αλλά τα οικονομικά προβλήματα παραμένουν, τόσο στο σπίτι της Κη­φισιάς, όσο και στις οικογένειες των παιδιών του.

Ένα φως στους γέρους Κάκια και Γιώργο είναι η εμφάνι­ση μιας φίλης της Μπεμπούλας, η Μάρω, τραπεζικός υπάλλη­λος, χωρίς υποχρεώσεις, με μια αδελφή συγγραφέα1, έρχεται και εγκαθίσταται στον Κοκκιναρά. Θαυμάστρια του έργου του Δροσίνη, έρχεται με διάθεση να προσφέρει. Του διαβάζει δια­λεγμένους στίχους και κείμενα, δακτυλογραφεί το Ημερολόγιό του, φροντίζει να γίνει το πορτραίτο του από τον Γιαννουκάκη2, οργανώνει φιλικές συντροφιές και στα γενέθλιά του, φί­λοι και παιδιά τραγουδούν κάτω από το παράθυρό του την Ανθισμένη Αμυγδαλιά.

Τον πιέζει ν’ απαντήσει στα γράμματα της αγαπημένης του κόρης Μπεμπούλας και του κάνει συντροφιά ώρες πολλές.

Εκείνος αφήνεται στις φροντίδες της. Δεν γράφει ποιήμα­τα, για τη Μάρω, αλλά σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι πε­ριμένει την επίσκεψή της σαν δώρο, σαν το καλύτερο Nobel.

Η Μάρω Οικονόμου, που έφυγε από τη ζωή το 2000 μίλησε στα μέλη του Συλλόγου για το χαμηλόφωνο Δροσίνη για τον ταπεινό άνθρωπο, ο οποίος διαβάζοντας αγαπημένα του έργα, εύρισκε την πρόσκαιρη ευτυχία.

Οι τελευταίες καταγραφές του 1951 μιλούν για ένα κρυο­λόγημα. Από τα ογδοντατέσσερά του χρόνια διαβάζουμε στο ημερολόγιό του την παράκλησή του στο Θεό να τον βρει ο θά­νατος στον ύπνο του. Στα ενενήντα δύο του, ο αρχάγγελος τον βρίσκει απόνετο τα μεσάνυχτα. Δίπλα του, η ιατρός Μαρία Πετάση ξαγρυπνάει.

Της πιάνει το χέρι, της μιλά για τα παιδιά του, για το τρα­γούδι του, την ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ, που το ακούει να το τραγουδούν άγγελοι και της λέει: «– Εσύ είσαι τα τρία μου παιδιά μαζί.» Γέρνει το κεφάλι και περνά στην αιωνιότητα.

Η αδελφή του Κάκια, στο διπλανό υπνοδωμάτιο, θα μάθει το θάνατό του τα ξημερώματα.

ΦΑΝΗ ΠΑΝΙΤΣΙΔΟΥ

Αντιπρόεδρος του Συλλόγου

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΖΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΖΟΣ Καθηγητής μουσικής

Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΖΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΡΟΣΙΝΗΣ

ΜΙΑ ΙΕΡΑ ΥΠΟΧΡΕΩΣΙΣ

Κι από τον καιρό που κατέβαινα ταχτικά δυο φορές τη βδομάδα στο Σύλλογο τα πρωινά, τις άλλες ημέρες δεν τις περνούσα στην Κηφισιά μόνον με περιπάτους και με διαβά­σματα. Το 1935 και το 1936 τα πέρασα με το βιβλίο που γρά­φθηκε για τον Νάζο: Γεώργιος Νάζος και το Ωδείον Αθηνών.[1] Ήτον μία εργασία όχι τόσο συγγραφική, όσο συνθετική, από πηγές σχετικές με τη ζωή του και με τη λαμπρή αναγέννηση τού Ωδείου στα χέρια του. Την ανέλαβα σαν ένα ιερόν χρέος φιλίας στη μνήμη του, με την πρωτοβουλία και την ακαταπόνητη συνεργασία της γυναίκας του, της Έδλας Νάζου.

Σαράντα ημέρες ύστερα από το θάνατό του, γυρίζοντας από μνημόσυνό του στο εκκλησάκι τού «Αμαλιείου», ήρθε στο Γραφείο του Συλλόγου και με βρήκε. Δεν την είχα ίδή από τον Αύγουστο τού 1934. Δεν ένιωθα μέσα μου τη δύναμη να περάσω το κατώφλι του σπιτιού της οδού Ηρακλείου, που δεν θ’ αντίκριζα πια την όψη του Νάζου και δεν θ’ άκουα το ολόκαρδο γέλιο του.

Ήμουν μόνος σκυμμένος σε τυπογραφικές διορθώσεις, όταν από την ανοικτή πόρτα μου μπήκε μια γυναίκα μεγαλόσωμη ντυμένη ολόμαυρα. Σήκωσα το κεφάλι ξαφνιασμένος και ανατινάχθηκα. Εκείνη έβαλε το δάκτυλο στο στόμα και μου είπε σιγαλά μέ φωνή τρεμάμενη:

– Δεν θα μιλήσομε καθόλου...

Κατάλαβα πως ήθελε ν’ αποφύγει κάθε λόγο σχετικό με το θάνατο τού Νάζου για να μη με ταράξει. Της έσφιξα κι εγώ άφωνα τα χέρια και την έβαλα να καθίσει στο πλάγι μου. Μου είπε πως ήρχουνταν από το «Αμαλίειον», που είχε γίνει το τεσσαρακονθήμερον μνημόσυνον του Νάζου και πως σκοπός του ερχομού της ήτον να μου ζητήσει μία μεγάλη χάρη, μια θυσία και με παρακάλεσε να μην της το αρνηθώ.

– Αν με κρίνετε άξιον γι’ αυτό, βέβαια δεν θα το αρνηθώ.

Και τότε μου εξήγησε, πως ήθελε να εκδοθεί ένα βιβλίο για το Ωδείον Αθηνών από τότε που το ανέλαβεν ο Νάζος ως τον θάνατό του και πως μόνον εγώ θα μπορούσα να το γράψω.

Της είπα, πως δεν έχω καμμιά ειδικότητα γι’ αυτό. Την εξέλιξη του Ωδείου στα αξία και ακούραστα χέρια του Νάζου την παρακολούθησα απ’ έξω σαν θεατής, χωρίς να ξέρω από κοντά τα στάδιά της. Αυτά τα ξέρουν πολύ καλύτερα όσοι συνεργάσθηκαν μαζί του στο Ωδείον – και της ανέφερα ονόματα.

Μου αποκρίθηκε, πως για την ιστορία τού Ωδείου από το 1871, που ιδρύθηκε και ύστερα από τότε που το ανέλαβεν ο Νάζος, τη βρίσκομε στις Λογοδοσίες του Συμβουλίου και στα ιδιαίτερα Πρακτικά του. Αλλά εκείνο, που θα δώσει τόνο ξεχω­ριστό στο βιβλίο πρέπει να είναι ο χαρακτηρισμός του Νάζου από κάποιον, που τον γνώρισε καλά και τον αγάπησε – και τέτοιος ήμουν μόνον εγώ. Και πάλι με παρακάλεσε να μην της το αρνηθώ.

Αφού συλλογίσθηκα λίγο, της είπα, πως αφού το θέλει το βιβλίο σαν αφιέρωμα στη μνήμη του, πρέπει σ’ εκείνον, στη ζωή του, στη μουσική του μόρφωση να αναφέρεται και συμπέ­ρασμά του να είναι το Ωδείον. Η επιγραφή του λοιπόν: «Γεώρ­γιος Νάζος και το Ωδείον Αθηνών».

Σ’ ένα τέτοιο θα δεχόμουν να τη βοηθήσω με όλη μου την καρδιά. Όχι μόνον δεν είχε καμμιάν αντιγνωμία, άλλα και βρήκε πως αυτό ήτον το περισσότερο ταιριαστό με το σκοπό της. Συμφωνήσαμε ν’ αναλάβει εκείνη τη φροντίδα πρώτα για τις πηγές τις σχετικές με την οικογένεια τού Νάζου, τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, τις μουσικές σπουδές του στο Μόναχο, τον γυρισμό του στην Αθήνα. Αυτά όλα έλπιζε πως θα τα εύρισκε φυλαγμένα στα οικογενειακά χαρτιά των Νάζων από αλληλογραφίες, ημερολόγια και άλλα σημειώματα. Για τα σχετικά με το Ωδείον είχε, κοντά στα δημοσιεύματα του και στα Πρακτικά τού Συμβουλίου, και τ’ αποκόμματα εφημερίδων, που κατά καλή συνήθεια μάζευε και κολλούσε μεθοδικά σε μεγαλόσχημα τετράδια ο Νάζος.

Η συνεργασία μας άρχισεν αμέσως και τελείωσε με την έκδοση του βιβλίου το Δεκέμβριο τού 1937. Τη σύνθεση του κειμένου και τη φροντίδα του τυπώματος την ανέλαβα εγώ. Αλλά και οι εικόνες και το εξωτερικό παρουσίασμά του, πέρασαν διαλεγμένα από τα χέρια τα δικά της, χωρίς κανένα περιορισμό κόπων και εξόδων, ώστε να γίνουν όσο μπορούσαν καλλιτεχνικότερα. Η δίχρονη εκείνη συνεργασία και για σκοπό τόσον ιερόν, μας ένωσε σε μια φιλία αδελφική, σαν ψυχική κληρονομιά του Γεωργίου Νάζου. Και αφού εκάμαμε την αρχή με το βιβλίον, το αφιερωμένο στη μνήμη του, αποφασίσαμε να συνεργασθούμε και για κάποιο άλλο βιβλίο αφιερωμένο στον Γύζη. Το βιβλίο αυτό επρόκειτο να εκδοθεί προ εικοσιπέντε χρόνων και θα περιείχε τά γράμματά του προς συγγενείς και ξένους. Ο Γύζης είχε σπάνιο δώρο για Έλληνα: το κοντύλι επιστο­λογράφου. Με την περιορισμένη σχολική του παίδευση κατόρθωνε να εκφράζει με τόση φυσική χάρη τις ιδέες και τα αισθήματά του, ώστε τα γράμματά του διαβάζονται και τώρα ακόμα ευχάριστα σαν τα καλύτερα λογοτεχνικά κομμάτια στη γλώσ­σα μας. Με τη στοργική φροντίδα των δικών του, από τα γράμ­ματά του αυτά έγινε μια πλούσια επιλογή και ανέλαβαν ο Κακλαμάνος την επιμέλεια της εκδόσεως. Αλλά με τις πολι­τικές περιπέτειες από τους Βαλκανικούς πολέμους, την απο­στολή του Κακλαμάνου στο Εξωτερικόν και τον τελικόν διο­ρισμόν του στην Πρεσβεία του Λονδίνου, σταμάτησεν η ερ­γασία πριν αρχίσει. Ήλθε και η δική μου σειρά και προσπά­θησαν οι Νάζοι να με πείσουν, και μου έστειλαν τα χειρόγραφα αντιγραμμένα πιστά από τα πρωτόγραφα. Αλλά μ’ όλη τη διάθεση, που είχα, και από θαυμασμό στο μεγάλο μας καλλιτέ­χνη και από φιλική υποχρέωση στον Νάζο και στη γυναίκα του αρνήθηκα. Δεν μου περίσσευε καιρός από την υπηρεσία του Υπουργείου στην πολυτάραχην εκείνη περίοδο, και ούτε μπο­ρούσα να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου για τέτοια πολύπλοκη και μακρόχρονη εργασία.

Από τότε τα χειρόγραφα έμειναν φυλαγμένα προσμένοντας την ώρα τους. Και ή ώρα αυτή έφθασε με την έκδοση τού βιβλίου μας για τον Νάζο. Πολλά από τα γράμματα τού Γύζη μας έδωσαν πολύτιμες λεπτομέρειες για τη διαμονή του Νάζου στο Μόναχο κοντά στην αδελφή του και στον άνδρα της. Το ξαναδιάβασμά τους μας έπεισε πως ήτον κρίμα να μείνουν ανέκδοτα. Ξεσκαλίζοντας μάλιστα βρέθηκαν και πολλά άλλα ακόμα κ’ έτσι πλουτίσθηκε σημαντικά η σειρά. Θα γίνουνταν ένας χοντρός τόμος στολισμένος και με πολλές εικόνες του Γύζη, που γίνεται γ’ αυτές λόγος στα γράμματά του. Ο Σύλλο­γος Ωφελίμων Βιβλίων αδέχθηκε να το περιλάβη στη σειρά των «Πράσινων Βιβλίων» του και οι κληρονόμοι του Γύζη παρα­χώρησαν πρόθυμα τα κλισέ των εικόνων και το δικαίωμα της εκδόσεως.

Όλα ήταν έτοιμα για ν’ αρχίσει η στοιχειοθεσία από τα ταξινομημένα και δακτυλογραφημένα κείμενα τον χειμώνα τού 1940. Η ιταλική επιβουλή της 28 Οκτωβρίου σταμάτησε για δεύτερη φορά την έκδοσή τους σαν να τα βαραίνει κάποια κατάρα της μοίρας! Η κατάρα λύθηκε και τα Γράμματα θα εκδοθούν εντός του 1949.

[1] Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1936.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Ποιητής

Ο ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Το καλοκαίρι του 1881 σημαδεύεται στο δρόμο της Τέχνης μας. Από τη σατυρική δημοσιογραφία περάσαμε στη σοβα­ρή λογοτεχνία. Από το Ραμπαγά και το Μη Χάνεσαι στην Εστία, πού διεύθυνε τότε ο Κασδόνης. Μόλις τυπώθηκε το πρώτο μου ποίημα «Το ποτάμι», επανηγύρισα τη νίκη γράφο-ντας στον Παλαμά ένα γράμμα σαν παιάνα. Κι αφού γνω­ρίσθηκα με τον Κασδόνη και είδα την προθυμία του να μας δεχθεί για τακτικούς συνεργάτας της Εστίας και να βάλει τα ο­νόματά μας κοντά στα περίδοξα τότε για μας ονόματα του Ραγκαβή, του Βλάχου, του Βικέλα, θέλησα να πάρω και τον Παλαμά «Συνοδοιπόρο» στο ανηφόρισα, και τον έκανα να γράψει και να στείλει το πρώτο ποίημά του με την επιγραφή «Δεκέμ­βριος», που το ακολούθησαν κι’ άλλα με τα ονόματα των κα­τόπιν μηνών. Στην Εστία συνοδοιπορήσαμε κι’ αφού την πήρα στα 1889, κι’ αφού την έκανα καθημερινή εφημερίδα στα 1894. Ένα μεγάλο μέρος του έργου και των δυο μας, και ποιητικό και πεζό, βρίσκεται στη σειρά των τόμων της. Εκεί δημο- σιεύθηκαν τα πρώτα διηγήματα του Παλαμά με κορύφωμα το αριστούργημά του «Θάνατος Παλικαριού», παράπλευρα με την «Αμαρυλλίδα» μου και «Το Βοτάνι της Αγάπης». Στο γυρισμό του από την επαρχία κατοίκησε ως το γάμο του στο σπίτι της Αριστοφάναινας, πίσω από το Δημοτικόν Νοσοκομείον, στην οδόν Σόλωνος. Το γκρεμισμένο τώρα σπίτι εκείνο ήτον από τα γειτονικά του Πανεπιστημίου, που νοικιάζουνταν σ’ επαρχιώτες. Δεν επήγαινα ποτέ να τον βρω εκεί, που είχε συνοίκους κι άλλους άγνωστους σ’ εμένα φοιτητάς από το Μεσολόγγι, παρά αν τύχαινε ν’ αρρωστήσει και να μην έρχε­ται στο Γραφείον της Εστίας τις πρωινές ώρες και στο σπίτι μου τις βραδινές και τις νυκτερινές.

Η Εστία έγινεν αφορμή να γνωριστούμε με τον Κουρτίδη, που ήτον και πριν από μας συνεργάτης, μεταφραστής διηγη­μάτων. Στην ψηλή καμαρούλα του πατρικού σπιτιού μου της οδού Παρθεναγωγείου, τον «Όλυμπό μου», συχνά μαζευόμα­στε τις νύκτες. Κι’ αργότερα, όταν άνοιξα δικό μου σπίτι, στο μεσαίο πάτωμα, ο κύκλος έγινε μεγαλύτερος και καθη­μερινός τα βράδια πριν του τραπεζιού, κι’ ο Παλαμάς ήτον από τους πιστότερους. Εκεί, κάποιο βράδυ, όταν φεύγοντας βγήκεν από το γραφείο μου να φορέσει το επανωφόρι του, δεν το βρήκε, κλεμμένο από λωποδύτη, που ανέβηκε και μπήκεν από τη μισάνοικτη λησμονημένη εξώπορτα χωρίς να τον καταλάβωμε μέσα σε μια ζωηρή συζήτηση για το φλογερό τότε γλωσσικό ζήτημα. Αυτό το ζήτημα και μας ξεχώρισε για κάμποσο καιρό με την ίδρυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, και την ανάθεση της Γραμματείας του σ’ εμένα από τον Βικέλα. Οι άκροι δημοτικισταί με την κόκ­κινη πολεμική σημαία του Ψυχάρη, εθεώρησαν την πράξη μου σαν αλλαξοπιστία, γιατί ο Σύλλογος καθιέρωνε για τα λαϊκά βιβλία του γλώσσα μέση μεταξύ της δημοτικής και της γραφομένης. Ο Παλαμάς δεν επλησίαζε καθόλου το Σύλλογο και το σπίτι του έγινε τού δημοτικισμού το κέντρο, λίγα βή­ματα από το Σύλλογο, στην οδόν Ασκληπιού. Εκεί συγκεντρώνουνταν γεμάτοι ζήλο κι ορμητικότητα όλοι οι νεόβγαλτοι δημοτικισταί, που μερικοί τώρα κατέχουν τις ψηλότερες θέσεις στη Λογοτεχνία μας. Ο Παλαμάς ήτον ο «Δάσκαλος» ή ο «Διδάσκαλος» σαν από κληρονομικότητα του αδελφού του πατέρα του, που τόσο ζωηρά μας τον παρουσιάζει στις ανα­μνήσεις των παιδικών του χρόνων. Και τέτοιος Δάσκαλος ήτον φυσικό να βγάλει άξιους μαθητάς, κι ας έτυχαν και κά­ποιοι, που τον απαρνήθηκαν αχάριστα, παρασυρμένοι από την αχαλίνωτη επαναστατική βία τού Ψυχάρη, που άστραφτε και βροντούσε. Καλούσε σε μονομαχία το Χατζιδάκι κι απει­λούσε το Βικέλα πως θα του κόψει τη μύτη. Στα υστερνά, είναι γνωστό, πως τα βάλε και με τον Παλαμά τόσο, που τον ανάγκασε να του απαντήσει κ’ εκείνος σε γλώσσα... υπερδημοτική. Αν στα παιδιάτικα του χρόνια, καθώς λέει, με τη σωματική του αδυναμία, δεν είχε καμμιά κλίση στα παλαίματα και στα πετρο­βολήματα, ήτον αντίθετα μαχητικότατος στην ώριμην ηλικία στους αγώνες του λόγου. Στην παραμικρήν επίθεση εναντίον του απαντούσε. Σε κάθε ζήτημα σχετικό με το δημοτικισμό πρωτοστατούσεν ακλόνητος στην πίστη του, αψηφώντας τον κίνδυνο να στερηθεί και τη θέση του στο Πανεπιστήμιον, καθώς συνέβη στα «Ευαγγελικά» και στα «Ορεστειακά». Αν ζούσε στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού κι αν είχε πιστέψει στον Ναζωραίον, τ’ όνομά του θα ήτον μεταξύ των μαρτύρων του Συναξαριστού.

Η Γραμματεία του Συλλόγου με την τεράστιαν ανάπτυξή του, είχε πάρει όλο μου τον καιρό κι απορροφούσε κάθε μου σκέψη. Έμενα συγκεντρωμένος εκεί, μακριά από τη λογο­τεχνική ζωή, ξένος και αδιάφορος. Στου Παλαμά το σπίτι δεν πήγαινα από μιας αρχής, παρά μόνον καμμιά γιορτή. Κ’ εκείνος, που είχεν αραιώσει τον ερχομό του στο δικό μου το σπίτι από τότε, που αποχώρησα από τη Διεύθυνση της Εστίας, στα 1897, έκοψε κάθε σχέση κι αποξενωθήκαμε για λίγον καιρό. Γι’ αυτό και πολλοί από κείνους, πού πρωτοβλάστησαν στο φυτώριον της οδού Ασκληπιού έμειναν ξένοι για μένα κι ως τα κατοπινά χρόνια, κι’ αυτή την όψη τους δεν έγνώρισα. Τα δυο μεγαλόπνοα έργα του, τη Φλογέρα του Βασιλιά και το Δωδεκάλογο του Γύφτου, που του στερέωσαν το θρόνια­σμά του στην ψηλότερη κορυφή του «Παρνασσού», γεννήθηκαν χωρίς να τα πρωτοχαρώ διαβασμένα από τα χειρόγραφα, σαν τόσα άλλα ποιήματά του. Κι’ ούτε ήτον πια ο αχόρταστος αναγνώστης της βιβλιοθήκης μου, που μάς είχε κάνει να πρωτογνωρίσωμε μαζί εκείνους που ονομάζαμε «Πιλότους του Πνεύματος»: τον Κάρλαϋλ, τον Έμερσον, τον Τολστόη, τον Ρενάν, τον Ταίν, τον Ίψεν, τον Ράσκιν. Ως τώρα ακόμα, παίρ­νοντας στα χέρια μου κανένα τόμο από τα έργα τους, βρίσκω τις κοκκίδες με κόκκινο μολύβι, που είχα δώσει την ελευθερία να κάνει ο Παλαμάς στα περιθώρια, όπου βρίσκει κάτι άξιο να σημειωθεί. Τα δικά μου τα σημάδια ήταν με μαύρο μολύβι για να ξεχωρίζουν.

Ξανασμίξαμε με τον Παλαμά, αφού έβαλε λίγο νερό στο δυνατό κρασί του, και δεν μας εξεχώρισε πια παρά μόνον ο θάνατός του, κι’ ας μας κρατούσε σε απόσταση η σωματική αδυναμία και των δυο μας. Όσο κατοικούσε λίγα βήματα μακριά από του Συλλόγου το Κατάστημα, ήρχουνταν συχνά τα πρωινά, προτιμώντας πάντα να είμαστε μόνοι ή με συντροφιά τρίτου κάποιου παλιού φίλου, σαν τον Δαμβέργη ή τον Προβελέγγιο, φερμένον περαστικά από τη Σίφνο του. Οι ξένοι και πρωτογνώριστοι τον ενοχλούσαν και κάποτε έφευγε πριν έμπει στο γραφείο μου, αν άκουεν ομιλίες απ’ έξω. Πολλούς στίχους του πρωτόγραφους, μου τους έλεγεν εκεί. Τα Τετράστιχά του και τις Νύχτες του Φημών, γεννημένα σιγά σιγά, τα πρωτάκουσα εγώ το ίδιο πρωινό. Τα μετρούσε και μπαίνοντας μου ‘λεγε:

– Έγιναν τριάντα πέντε.

Και σε λίγες ημέρες:

– Έφθασαν τα εβδομήντα έξι.

– Και ως τα πόσα θα πας; τον ρωτούσα.

– Μπορεί να γίνουν εκατό.

Κ’ έγιναν εκατοντάδες!

Από τούς νέους φίλους μας ξεχώριζε και αγαπούσε το ζωγράφο Μπισκίνη, που τον έχει ζωγραφίσει τρεις φορές: τη μια στο Σπιτάκι της Σεβαστοπουλείου Σχολής, σ’ ένα σκίτσο με λάδι, την ίδια μέρα, που είχε κάνει με πηλό και ο Τόμπρος τη μικρούλα προτομή του. Την άλλη σωστή προσω­πογραφία, μέσα στο Εκπαιδευτικόν Μουσείον του Συλλόγου και την τρίτη όταν τυπώθηκαν οι Βωμοί, σαν ιερέα του, Απόλλωνος, που κάνει θυσία σ’ ενός βωμού την πλάκα.

Κάποιο πρωινό, που έτυχε να είναι και ο Μπισκίνης, μου έφερεν ένα λεύκωμα φίλης του Κυρίας να γράψω κάτι κ’ εγώ. Για να τον ευχαριστήσω, της έγραψα το τετράστιχο:

Πώς τη ζωή μου να χαρώ,

τέτοια, που μ’ απομένει;

Το δαχτυλίδι το φορώ,

μα η πέτρα είναι χαμένη.

Μου ήρθε τότε μια ιδέα: Σ’ ένα φύλλο του λευκώματος να κάνει ο Μπισκίνης το σκίτσο τού χεριού τού Παλαμά την ώρα πού κρατεί την πέννα και γράφει. Αυτό θα ήτον για τη φίλη του Κυρία πολύτιμο απόκτημα. Ο Παλαμάς δεν εδυστρόπησε, καθώς συνήθιζε. Του δάνεισα το στυλογράφο μου, ακούμπησε το χέρι του σ’ ένα χαρτί πάνω στο τραπέζι μου, και το δημιουργικό χέρι του σχεδιάσθηκε απαράλλακτο, γε­μάτο ζωή, έτοιμο να φύγει από το στενό φύλλο του λευκώματος, που το περιώριζεν.

Ο Μπισκίνης τον έκανε να γνωρίσει και μια νέα ζωγράφο, μαθήτριά του και περισσότερο της γυναίκας του, την Άλεξ. Ήτον ένας ωραίος ανατολίτικος τύπος, πού τον τραγούδησα σε πολλά τραγούδια μου στα Φευγάτα Χελιδόνια. Ευγενικότατο, αγαθότατο και αφελέστατο πλάσμα, απόκτησεν αμέσως τη συμ­πάθεια του δύσκολου Παλαμά. Και αφού τη γνώρισε περισ­σότερο κάποια μέρα στων Μπισκίνηδων το ξώμερο χαρωπό σπιτάκι, δέχτηκε και την πρόσκλησή της να πάμε όλοι ένα απογεματινό στο πλουσιότατο σπίτι της, που κατοικούσε με τη μητέρα της – πατέρα δεν είχε – σε μια πάροδο της οδού Πατησίων. Η Άλεξ μας προσκάλεσε τότε εξ ονόμα­τος της μητέρας της να πάμε όλοι ένα βράδυ στο σπίτι της να φάμε. Δέχτηκε πρόθυμα κι’ ο Παλαμάς. Τον πήραν από το σπίτι του οι Μπισκίνηδες μ’ ένα ταξί, πέρασαν και πήραν κ’ εμένα από την οδόν Πολυτεχνείου και πήγαμε όλοι μαζί. Πλουσιότερο τραπέζι δεν μπορούσε να γίνει και τόσο κα­λόκαρδο. Ο στρυφνός Παλαμάς ποτέ δεν ήτον τόσο δια­χυτικός και εύθυμος. Ζαλισμένος από τα καλά κρασιά τρα­γουδούσε το «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» μέσα στο αυτοκίνητο, που ήρθε και μας πήρε κοντά τα μεσάνυχτα.

Έχω ακόμα φωτογραφίες του Παλαμά με την Άλεξ, και άλλες με τη συντροφιά και των Μπισκίνηδων. Για του καιρού εκείνου, του 1928, το θυμητικό, έχω βοηθό πολύτιμο, ένα γράμ­μα τού Μπισκίνη γραμμένο στις 21 Μαΐου 1943 ημέρα τού Αγίου Κωνσταντίνου, που εόρταζε τ’ όνομά του ο Παλαμάς. Ο Μπισκίνης έχει τη φυσική χάρη, που είχε κι’ άλλος ζωγρά­φος, ο Γύζης, να γράφει ωραία γράμματα, και αυτό είναι από τα ωραιότερα.

Αντιγράφω την αρχή του: «Ταξιδευτής ο νους μου αυτή την ώρα φεύγει, πετιέται στα χρόνια μου τα εφηβικά και συντροφεμένος απ’ όλα τα όνειρα της νιότης, ανηφορίζω στο έμπα της οδού ’Ασκληπιού, όπου οι ανθισμένες νεραντζιές του κήπου του αντικρινού στου Παλαμά τα παραθύρια σκορπούσαν ολόγυρα το μεθυστικό το μύρο τους. Τότε όλο και προς τ’ αυριανά αρμένιζεν η σκέψη κι’ απίκραντη ήτανε η καρδιά. Δεν είχα γνωρίσει ακόμα τον Ποιητή, που τον μεθούσαν τα ίδια τα νεραντζάνθια της γειτο­νιάς του κ’ έγραφε γι’ αυτά:

Και μέσα μου και τα γερά και τ’ άρρωστα μεθάνε

με τ’ απριλιάτικο κρασί, καθώς μου το κερνάνε

μέσ’ στ άσπρα ποτηράκια τους τα νεραντζάνθια...

»Στον ίδιο δρόμο κ’ υστέρα από χρόνια, συντροφιά με σας και με την Άλεξ ανεβαίναμε κ’ οι τρεις μας στου Παλαμά το σπίτι, ανήμερα στη γιορτή του, για να τον ευχηθούμε. Σεις κρατούσατε κάποιο δεματάκι κ’ η Άλεξ μιαν αγκαλιά τριαν­τάφυλλα. Στη σάλα είχαν κι όλας κρεμάσει το πορτραίτο του Ποιητή, που του είχα κάμει κείνο τον ίδιο μήνα μέσα στο Μουσείο του Συλλόγου, και είχατε ‘σεις φιλικά φροντίσει για το κορνίζωμά του. Η όψη του Παλαμά ήταν φωτισμένη από χαρά, κι η γλώσσα του δεν μπορούσε να βρει λόγια να δείξει την ευχαρίστηση, που έπαιρνε βλέποντάς μας. Ήτανε στα 1928. Τί γιορτινό πάλι, στ’ αλήθεια, που ήτανε κείνο το Μαγιάτικο πρωινό! Έλαμπεν ο γαλανός ουρανός της Αθήνας από ήλιο λουσμένος και φέγγανε τα μάτια όλων μας, σαν να καθρεφτί­ζονταν οι φλόγες μύριων αναστάσιμων λαμπάδων μέσα τους. Ήταν σαν Πασχαλιά, γιορτή της Αγάπης εκείνη η μέρα!»

Και ο τόνος αλλάζει με μιας παρακάτω:

«Σήμερα γιορτή τ’ Αη Κωνσταντίνου, τον γιορτάζομε στο ιερό της μνήμης μας τον Κωστή Παλαμά. Και γυρίζει ό νους μου, στις πρώτες μέρες του ίδιου του Μαγιού, που εδώ πάνω, στο σπιτάκι μου, είχαμε σμίξει οι ίδιοι φίλοι. Καθιστός στο χείλος του πηγαδιού μας ο Παλαμάς και πλάι του ολόρθη, στητή σαν κανηφόρα η Άλεξ, πάντα με το γέλιο της ξένοια­στης νιότης της. «– Να η σκηνή του Χριστού με τη Σαμαρείτιδα! είπατε ‘σείς, να ιδούμε τί θα της πεις τώρα!» Κι ο Παλαμάς, με το φασαμέν κάτω απ’ τα δασωμένα φρύδια του, γελαστός για το πείραγμά σας, κοιτάζοντας καλά την Άλεξ, είπε: «– Μα, αδερφέ, η κοπέλλα δεν έχει ούτε έναν άντρα ακόμα, πώς θέλεις να της φορτώσω πέντε στη ράχη της;»

Και τελειώνει:

«Έτσι το Συνοδοιπόρο σας στο ανηφόρισμα της Τέχνης τον ζούμε μέσα στην ψυχή μας, καθώς και κάθε άλλο αγαπημένο πρόσωπο, που έφυγε πρωτύτερα από μάς. Αν φευγάτοι αγα­πημένοι μας παίρνουν κάμποσο απ’ τη δική μας ζωή μαζί τους, ωστόσο κ’ εμείς κρατούμε πολύ από τη δική τους ύπαρξη στη θύμησή μας»

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Δικηγόρος και πρώην Πρωθυπουργός της Ελλάδας

Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Ο Γ. ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Επί της Υπουργίας του Παναγιωτοπούλου επρωτογνώρισα τον Βενιζέλο. Από τα 1896 ήτον σε δημοσιογραφική σχέση με την «Εστία», ανταποκριτής της από την Κρήτη. Και σ’ ένα ταξίδι του στην Αθήνα είχε πάει στα Γραφεία της. Αλλά τότε ήμουν στο Πήλιον και στη Διεύθυνση της «Εστίας» είχα αφήσει τον Παγανέλη. Εκείνος εδέχθηκε τον Βενιζέλον. Και όταν μετά χρόνια μιλούσε για τη συνάντησή τους έλεγε γελών­τας και τρίβοντας τις δυο παλάμες του.

– Το Λευτεράκη, το Λευτεράκη! Εγώ τον εγνώρισα Κρητικάκι στα ενενήντα έξι.

Κάποιο πρωινό, ενώ ήμουν σκυμμένος στο τραπέζι μου κ’ έγραφα, εκτύπησε τό κουδούνι του Υπουργού. Κατέβηκα κ’ εύρηκα καθισμένον σε μια πολυθρόνα τον Βενιζέλον. Ο Παναγιωτόπουλος μου τον εσύστησε και μου είπε:

– Ο Κύριος Βενιζέλος έχει να σου κάνει μια παράκληση: Να του δώσει μερικές σχολικές καραμπίνες από τον Σύλλογο για τα Σχολεία της Κρήτης.

– Για την Κρήτη! είπα, ό,τι μπορούμε. Και σε ποιά αξιό­τερα χέρια θα βρεθούν οι καραμπίνες μας;

Γυρίζοντας στον Βενιζέλον, είπα:

– Σας φθάνουν δέκα όπλα με δέκα χιλιάδες φυσέκια και χίλιους στόχους χάρτινους;

– Για την Κρήτη λίγα θα είναι και χίλια όπλα αν μου δώ­σετε. Μά πρέπει ν’ αφήσωμε και γι’ άλλους. Σας ευχαριστώ πολύ. Πότε να τα πάρω;

– Στείλετε ένα δικόν σας άνθρωπο αύριο πρωί στο Σύλ­λογο μ’ ένα σημείωμά σας. Θα είμ’ εκεί και θα του τα παρα­δώσω.

Τό άλλο πρωί έλαβα το επισκεπτήριον του Βενιζέλου με λίγα λόγια ευχαριστήρια κ’ έδωσα στον κομιστή του, έναν λε­βέντη Κρητικό, όσα είχα υποσχεθεί. Το επισκεπτήριον είχε κάτω από τ’ όνομα του Βενιζέλου με μικρά γράμματα: Δικηγόρος – Χανιά.

Την πρώτη μας αυτή συνάντηση εθυμήθηκεν ο Βενιζέλος, όταν τον ξαναείδα πρωθυπουργόν μετά τρία χρόνια στο σπίτι της Σοφίας Σλήμαν. Έκτοτε δεν έτυχε να τον ιδώ παρά μία φορά ακόμα στις εξετάσεις της Σεβαστοπουλείου Σχολής του 1911. Το κατώφλι του σπιτιού του και του πρωθυπουργικού του γραφείου δεν τα επάτησα ποτέ. Μόνον γράμματά του έχω λάβει εξ αφορμής βιβλίων μου που του είχα στείλει στο Παρίσι και στη Χαλέπα.

Με τον ανοικτόκαρδο Ρουμελιώτη το λεβέντη Γιάννο – όπως τον ελέγαμε – συνεργάσθηκα πολύ αποτελεσματικότερα παρά πριν, με το Στάη και τον Παναγιωτόπουλο, γιατί είχαμε την υποστήριξη της Βουλής και το προσωπικό ενδιαφέρον του Βενιζέλου για τα Γράμματα και τας Τέχνας. Επήγαινα τις πρω-ι­νές ώρες και τον εύρισκα στο Ξενοδοχείον των Αθηνών που εκατοικούσε. Με δέχουνταν με τα νυκτικά του. Όχι σαν υπουργός με τμηματάρχην, αλλά σαν δυο φίλοι στενοί, σ’ ένα τραπε­ζάκι μπροστά καθισμένοι, καταρτίζαμε σε νομοσχέδια και δια­τάγματα το προοδευτικόν μας πρόγραμμα. Ο Γιάννος τα έπαιρνε φρέσκα - φρέσκα σαν νεόκοπα άνθη, και τα ανακοίνωνε χειρό­γραφα ακόμη, αδακτυλογράφητα στον Πρόεδρο, στο Βενιζέλο. Και ύστερα ήρχουνταν στο Υπουργείον και μ’ έκραζε να μου πει: «Ενθουσιασμένος ο Πρόεδρος και σε συγχαίρει για την ωραία ιδέα».

Έτσι εδέχθηκε ο Βενιζέλος και την πρότασιν για το Βασι­λικόν Μετάλλιον των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών, που με την πολιτειακή μεταβολή άλλαξεν ύστερα όνομα και έγινε Εθνικόν Αριστείον, απονεμόμενον από την Ακαδημίαν Αθηνών.

Copyright © 2018 – Μουσείο Γ. Δροσίνη Powered By Quality of Services